Ἀρχιμ. Κύριλλος Κεφαλόπουλος
Μετὰ τὴν Ἅλωση τῆς Κων/πόλεως καὶ τὴν κατάλυση κάθε ἑλληνικῆς κρατικῆς ὑποστάσεως ὁ Ἑλληνισμὸς βρέθηκε ὑπόδουλος σὲ ἕνα βάρβαρο καὶ ἀλλόθρησκο κατακτητή, ποὺ σάρωσε ὅλες τὶς ὑπάρχουσες ὀργανωτικὲς δομὲς τοῦ Γένους. Μόνον ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μὲ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο διασώθηκε μετὰ τὴν κατάλυση τῆς Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας καὶ ἐπεβίωσε ὡς ὀργανωμένος θεσμός. Στοὺς δύσκολους χρόνους τῆς τουρκοκρατίας ἡ Ἐκκλησία ἀνέλαβε νὰ διατηρήσει καὶ νὰ διασώσει τὸ Ἑλληνικὸ Ἔθνος ἀπὸ τὴν ἐξαφάνιση, τοὺς βίαιους ἐξισλαμισμούς, νὰ διατηρήσει τὴν γλῶσσα, τὴν πίστη, τὰ ἑλληνικὰ καὶ χριστιανικὰ γράμματα μὲ ὅσα σχολεῖα καὶ μὲ μεγάλες δυσκολίες τῆς ἐπέτρεπαν οἱ ὀθωμανοὶ νὰ λειτουργεῖ, ἢ ἀκόμη μὲ τὰ κρυφὰ σχολεῖα στὰ Μοναστήρια καὶ τὶς Ἐκκλησιές, καὶ παραλλήλως νὰ ἀγωνίζεται νὰ διατηρήσει στὶς καρδιὲς τῶν ὑπόδουλων Ἑλλήνων ἄσβεστη τὴν φλόγα τῆς ἐλευθερίας. Στὰ ἕνδεκα προεπαναστατικὰ κινήματα καὶ ἐξεγέρσεις ποὺ προηγήθησαν τοῦ 1821, ὁ ρόλος τῆς Ἐκκλησίας ὑπῆρξε καθοριστικὸς καὶ πρωταγωνιστικός. Σύμφωνα μὲ τὸν Ἐμμαν. Ξάνθο, ἐκ τῶν ἱδρυτῶν τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας, ΄΄τὴν Ἐπανάστασιν ἐξεκίνησαν καὶ ἐνεψύχωσαν ὅλοι σχεδὸν οἱ ἐκ τοῦ ἱερατικοῦ τάγματος ἄνευ τῶν ὁποίων ὁ λαὸς δὲν ἤθελε κινηθῆ…΄΄. Ὁ Ἀγώνας ἦταν γιὰ ἐλευθερία πίστεως καὶ Πατρίδος. ΄΄Ἡ Ἐλευθερία, ποὺ γι᾿ αὐτὴ θυσιαζόντανε, δὲν ἤτανε κάποια ἀκαθόριστη θεότητα, ἀλλὰ ἤτανε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ποὺ γι᾿ αὐτὸν εἶπε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὅτι ὅπου τὸ Πνεῦμα τοῦ Κυρίου, ἐκεῖ εἶναι καὶ ἡ ἐλευθερία. Καὶ ἀλλοῦ λέγει: ΄΄σταθεῖτε στερεὰ στὴν ἐλευθερία, ποὺ σᾶς χάρισε ὁ Χριστὸς καὶ μὴν πέσετε πάλι στὸν ζυγὸ τῆς δουλείας, γιατί γιὰ τὴν ἐλευθερία σᾶς κάλεσε΄΄. Γιὰ τοῦτο εἶναι ἁγιασμένη ἡ ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση, καὶ ἁγιασμένοι οἱ πολεμιστές της΄΄. (Φ. Κόντογλου).
Ἡ Ἐκκλησία διατήρησε τὸ ὑπόδουλο Ἔθνος καὶ πρωταγωνίστησε στὸν ἀγῶνα ὑπὲρ τῆς ἐλευθερίας σὲ ὅλα τὰ προεπαναστατικὰ κινήματα. Οἱ ἱστορικοί τῆς περιόδου αὐτῆς τόνισαν τὸν πρωταγωνιστικὸ ρόλο τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ ἱστορικός τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως Σπ. Τρικούπης γράφει: ΄΄δὲν δυνάμεθα νὰ μὴν θαυμάσωμεν τὸν μέγαν χαρακήρα, ὅν ὁ κλῆρος, ὁ θεῖος τῷ ὄντι κλῆρος, καὶ οἱ ἄρχοντες ἐπέδειξαν. Ἐν μέσῳ τῶν δεσμῶν καὶ τῶν βασάνων, κατ᾿ ἔμπροσθεν τῆς ἐπονειδίστου ἀγχόνης καὶ ὑπὸ τὴν ἀνθρωποκτόνον ἀξίνην, πολλοὶ ἐξ αὐτῶν παρορμῶντο νὰ ἀρνηθῶσι τὸν Χριστὸν καὶ τὴν Ἑλληνικὴν Πατρίδα. Πρὸς διαφύλαξιν τῆς ζωῆς καὶ ἀπόλαυσιν πολλῶν ἄλλων ἀγαθῶν ἐπιγείων, ἀλλ᾿ ὅλοι μέχρις ἑνὸς ἐπροτίμησαν τὰς βασάνους καὶ τὸν θάνατον΄΄.
Ὁ Διον. Κόκκινος στὴν δική του Ἱστορία τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως ἀναφέρει: ΄΄Ἡ Ἐκκλησία καὶ ὁ κλῆρος της ὑπῆρξεν ὁ ὁδηγὸς καὶ τὸ στήριγμα τῆς Φυλῆς σὲ ὅλη τὴν μακραίωνα δουλείαν καὶ εἰς ὅλην τὴν ἐθνεγερσίαν. Ὁ παπᾶς κάτω ἀπὸ τὰ ράκη τοῦ ράσου του κρατεῖ τὸ Ψαλτήρι καὶ πηγαίνει νὰ μάθη τὰ παιδιά, ποὺ τὸν περίμεναν, νὰ διαβάσουν. Ὁμιλεῖ ἀκόμη εἰς τὰ παιδιὰ καὶ διὰ τοὺς μεγάλους ἀνθρώπους, ὅπου ἐδόξασαν ἄλλοτε αὐτὸν τὸν τόπον. Διδάσκει τὴν ὅλην ἱστορίαν, ποὺ γνωρίζει καὶ αὐτός. Τὸ κρυφὸ σχολειὸ δὲν εἶναι θρύλος. Τὸ συνετήρησε, παρὰ τὶς καταδιώξεις, ὁ βαθύτατος πόθος τοῦ τυραννουμένου Ἔθνους νὰ ὑπάρξη΄΄. Ὁ Κ. Βοβολίνης στὸ ἔργο του ΄΄Ἡ Ἐκκλησία εἰς τὸν Ἀγῶνα τῆς Ἐλευθερίας΄΄ ἐπισημαίνει ὅτι στὴν Ἐπανάσταση τοῦ 1821 ΄΄ὑπῆρξε ἡ καθολικὴ συμμετοχὴ τοῦ κλήρου. Ἐμάχοντο ἐξ ἴσου καὶ ὁ ἁπλοῦς ἐφημέριος τοῦ χωριοῦ, ὁ ἱερομόναχος καὶ αἱ κορυφαὶ τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τῆς ὑπάτης κορυφῆς μέχρι τὸν Ἐπίσκοπον καὶ τοῦ ἐλαχίστου τμήματος τῆς ἑλληνικῆς Πατρίδος΄΄. Κατὰ τὴν περίοδο τῶν ἐξεγέρσεων καθ᾿ ὅλην τὴν Τουρκοκρατία μαρτύρησαν, σκοτώθηκαν ἢ πέθαναν πολεμώντας 11 Πατριάρχες, 100 Ἐπίσκοποι καὶ 10.000 περίπου κληρικοὶ. ΄΄Μάχου ὑπὲρ Πίστεως καὶ Πατρίδος΄΄ ἦταν τὸ γενικὸ σύνθημα, ὅπως τὸ προτάσσει καὶ ὁ Δ. Ὑψηλάντης στὴν Διακήρυξή του πρὸς τοὺς ἐπαναστατημένους Ἕλληνες.
Γράφει ὁ Φ. Κόντογλου: ΄΄καὶ πρὶν γίνει ἡ Ἐπανάσταση, χιλιάδες Νεομάρτυρες μαρτυρήσανε γιὰ τὴν πίστη, κι ὕστερα ἤρθανε οἱ ἁρματωλοί. Οἱ Δεσποτάδες, οἱ παπᾶδες καὶ οἱ καλόγεροι εἴχανε γίνει σὰν τοὺς Προφῆτες, ποὺ ὁδηγούσανε τὸν νέον Ἰσραὴλ στὴ Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας. Οἱ ἁρματωλοὶ γινήκανε σὰν Ἀσκητὲς καὶ ψέλνανε πάνω στὰ μετερίζια, καὶ ξεστηθίζανε τὸ Ψαλτήρι γιὰ παρηγοριά, καὶ μὲ τὰ χαϊμαλιὰ στὸ στῆθος, ποὺ παριστάνανε τὸν Χριστό, τὴν Παναγιά, τὸν ἁη-Γιώργη, τὸν ἁη-Δημήτρη. Γιὰ φυλαχτὸ εἴχανε ἢ τίμιο ξύλο ἢ ἅγιο Λείψανο ἢ ἕνα κομμάτι ἀπὸ παλιοράσο τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ΄΄.
Μὲ αὐτὲς τὶς ἁγιοπνευματικὲς καὶ ἀγωνιστικὲς προϋποθέσεις ξεκινοῦσε κάθε ἐξέγερση τῶν Ἑλλήνων. Καὶ ὅμως, αὐτὰ ποὺ ἡ ἱστορικὴ πραγματικότητα βεβαιώνει, καὶ τὸ ὁμολογοῦν οἱ ἴδιοι οἱ πρωταγωνιστές, οἱ ἀγωνιστὲς τοῦ 1821, βρέθηκαν ἄνθρωποι ἐπηρεασμένοι ἀπὸ τὴν Δύση, ἀπὸ τὰ ΄΄ἄθεα φῶτα τοῦ Διαφωτισμοῦ΄΄, νὰ ἀμφισβητήσουν ἢ ἀκόμη χειρότερο νὰ διαγράψουν τελείως τὴν προσφορὰ τῆς Ἐκλησίας στὴν ἐθνικὴ αὐτοσυνειδησία καὶ ἐλευθερία γιὰ τοὺς ἀγῶνες τοῦ Ἔθνους, καὶ νὰ ἀνακαλύπτουν ταξικὰ ἢ οἰκονομικὰ κίνητρα καὶ αἴτια πίσω ἀπὸ τὴν Ἐπανάσταση. ΄΄Τὸ ὑπὲρ Πίστεως καὶ Πατρίδος΄΄, ποὺ ἦταν τὸ μυριόστομο σύνθημα στὰ χείλη τῶν ἀγωνιστῶν, θέλουν νὰ τὸ ξεχνοῦν. Ἂς δοῦμε τί ἀπάντηση δίνει σὲ αὐτοὺς τοὺς νεωτερικοὺς διαστρεβλωτὲς τῆς ἱστορικῆς πραγματικότητας ὁ Μακρυγιάννης. ΄΄…καὶ βρίζουν, οἱ πουλημένοι στοὺς ξένους, καὶ τοὺς παπᾶδες μας, ὅπου τούς ζυγίζουν ἄνανδρους καὶ ἀπόλεμους. Ἐμεῖς τοὺς παπᾶδες τοὺς εἴχαμεν μαζὶ εἰς κάθε μετερίζι, εἰς κάθε πόνον καὶ δυστυχίαν. Ὄχι μόνον γιὰ νὰ βλογᾶνε τὰ ὅπλα τὰ ἱερά, ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ μὲ τουφέκι καὶ γιαταγάνι, πολεμώντας ὡσὰν λεοντάρια. Ντροπὴ Ἕλληνες΄΄. Γιὰ τὰ κίνητρα ὅσων ἀμφισβητοῦν τὴν ἀγωνιστικὴ προσφορὰ τῆς Ἐκκλησίας γιὰ ἐθνικὴ ἐλευθερία γράφει ὁ Φ. Κόντογλου (σὲ ἄρθρο του στὴν ἐφημερίδα ΄΄Ἐλευθερία΄΄): ΄΄ὁ στόχος τους εἶναι πάντα ὁ ἴδιος, νὰ σβήσουν τὴν Ὀρθοδοξία καὶ νὰ δυτικοποιήσουν τὴν Ἑλλάδα. Ἡ εἴσοδός μας στὴν Εὐρωπαϊκὴ Ἕνωση ἀποτελεῖ τὴν τελευταία πράξη μίας μακραίωνης διεργασίας γιὰ τὴν καταστροφὴ τοῦ Ἑλληνισμοῦ καὶ κατ᾿ ἐπέκταση ὅλης τῆς Ρωμαΐικης παραδόσεως, ποὺ κέντρο ἔχει τὸν Θεάνθρωπο. Τὸ Γένος μας εὑρίσκεται στὴ μεγαλύτερη αἰχμαλωσία ὅλων τῶν αἰώνων΄΄.
Ὡστόσο, ἡ Ἐκκλησία ἦταν ἐκείνη ποὺ προετοίμαζε πνευματικά τούς ὑπόδουλους γιὰ τὴν ἐλευθερία. Πατριάρχες καὶ Μητροπολίτες ἵδρυαν σχολὲς ἀνώτερες καὶ σχολεῖα ὅπου τὸ ἐπέτρεπαν οἱ συνθῆκες καὶ ὁ βάρβαρος κατακτητής. Ἡ παιδεία τοῦ ὑπόδουλου Ἔθνους εἶχε χαρακτήρα θρησκευτικό. Μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ λατρευτικὴ γλῶσσα τῶν ὕμνων διατηροῦσε ζωντανὴ τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα, μὲ τὸ Ψαλτήρι καὶ τὴν Ὀκτώηχο ὁ ἁπλὸς παπᾶς μάθαινε στὰ ἑλληνόπουλα τὰ πρῶτα τους γράμματα, μὲ τοὺς θρησκευτικοὺς συμβολισμοὺς τῶν ἑορτῶν κρατοῦσε τὴν ἐλπίδα γιὰ ἐθνικὴ ἀνάσταση ζωντανή. Λ.χ. στίχοι ἀπὸ τοὺς ψαλμοὺς ὅπως ΄΄ἀναστήτω ὁ Θεὸς καὶ διασκορπισθήτωσαν οἱ ἐχθροὶ αὐτοῦ…΄΄ ἤ τὸ ΄΄καθεῖλε δυνάστας ἀπὸ θρόνων καὶ ὕψωσεν ταπεινοὺς΄΄ ὁ ὑπόδουλος Ἕλληνας ἐξέφραζε τὸν πόθο του γιὰ ἀπελευθέρωση ἀπὸ τὸν βάρβαρο Τοῦρκο δυνάστη. Μὲ τὰ σχολεῖα ποὺ ἵδρυσε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς κατέστη νέος Ἐθναπόστολος ποὺ διέσωσε τὴν βορειοδυτικὴ Ἑλλάδα, Μακεδονία, Ἤπειρο, ἀπὸ τὸν ἐξισλαμισμὸ καὶ τὸν ἐκτουρκισμό.
Οἱ Νεομάρτυρες, κληρικοὶ καὶ λαϊκοί, ἦσαν σύμβολα πνευματικῆς καὶ ἐθνικῆς ἀντίστασης, ποὺ θυσιάζονταν γιὰ πίστη στὸν Χριστὸ καὶ ἐλευθερία, ἀρνούμενοι νὰ τουρκέψουν, παρὰ τὶς ἀφόρητες πιέσεις καὶ τὶς δελεαστικὲς ὑποσχέσεις ποὺ ἐναλλάσσοντο μὲ φρικτὰ βασανιστήρια. Γιὰ τὸν λαὸ ἦσαν ἥρωες τῆς πίστεως καὶ τῆς ἐλευθερίας, Ἅγιοι καὶ ἀγωνιστές. Γράφει ὁ σεβ. Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος ὅτι ΄΄ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μὲ τὴν λατρεία της καὶ κυρίως μὲ τὴν ἡσυχαστική της παράδοση ἀνέδειξε τοὺς Νεομάρτυρες, τοὺς ὁποίους μποροῦμε νὰ θεωρήσουμε ὡς τοὺς πραγματικοὺς ἀντιστασιακούς τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, συνετέλεσε πάρα πολὺ στὴν διατήρηση τῆς αὐτοσυνειδησίας τοῦ Γένους καὶ ἀποδείχθηκε μία μεγάλη πνευματικὴ ΄΄βόμβα΄΄, ποὺ ἀνατίναξε τὴν σκλαβιὰ΄΄.
Καθ᾿ ὅλην τὴν διάρκεια τῆς προετοιμασίας τοῦ 1821 καὶ σὲ ὅλες τὶς πολεμικὲς ἐνέργειες ὁ Ὀρθόδοξος ἱερέας ἦταν στὴν πρώτη γραμμὴ τοῦ Ἀγῶνος, μαχητὴς καὶ ἐμψυχωτής. Στὶς ἀρχὲς τῆς Ἐπανάστασης ἡ Ἑλληνορθόδοξος Ἐκκλησία εἶχε 200 Ἀρχιερεῖς, ἐκ τῶν ὁποίων οἱ 81 ἦσαν ἐπισήμως μυημένοι στὴν Φιλικὴ Ἑταιρεία, καὶ πολλοὶ ἄλλοι γνώριζαν καὶ στήριζαν τοὺς σκοπούς της. Κατὰ τὸν Ἀγῶνα 45 Ἀρχιερεῖς θυσιάσθηκαν εἴτε πεθαίνοντας ἀπὸ τὰ βασανιστήρια στὶς τουρκικὲς φυλακὲς, εἴτε σκοτώθηκαν στὶς πολεμικὲς συγκρούσεις (ἐφημ. ΄΄Ὀρθόδοξος Τύπος΄΄, 31-3-2006). Πρῶτος Ἐθνομάρτυς ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Γρηγόριος ὁ Ε’ μαζὶ μὲ τοὺς συνοδικοὺς Ἀρχιερεῖς. Ὅταν ξέσπασε ἡ ἐπανάσταση στὴν Μολδοβλαχία, ἤξερε πὼς πρῶτος αὐτὸς θὰ ἔχανε τὴν ζωή του. Δὲν ἔφυγε. Ἀντιθέτως, προσπάθησε νὰ μεσολαβήσει στὸν μουσουλμάνο θρησκευτικὸ ἡγέτη τῆς Πόλης νὰ μὴν ἐκδοθεῖ θρησκευτικὴ ὁδηγία γιὰ σφαγὲς Χριστιανῶν, καὶ ὑπὸ τὴν πίεση τοῦ σουλτάνου ὑπέγραψε ΄΄ἀφορισμὸ΄΄ τοῦ Ἀλεξ. Ὑψηλάντη, γιὰ τὸν ὁποῖον ὁ ἴδιος ὁ Ὑψηλάντης ἔγραφε στοὺς Ἕλληνες ὁπλαρχηγοὺς: ΄΄νὰ τὰ θεωρεῖτε ἄκυρα, καθ᾿ ὅτι γίνονται μὲ βίαν καὶ δυναστείαν καὶ ἄνευ τῆς θελήσεως τοῦ Πατριάρχου…΄΄. Παρ᾿ ὅλες τὶς κατευναστικὲς προσπάθειες τοῦ Γρηγορίου τοῦ Ε’, δὲν ἀποσωβήθηκαν οἱ σφαγὲς Χριστιανῶν στὴν Πόλη καὶ τὴν Μικρὰ Ἀσία, ἐνῶ καὶ ὁ ἴδιος ὁ Πατριάρχης ἐκτελέστηκε τὴν ἡμέρα τοῦ Πάσχα διὰ ἀπαγχονισμοῦ, τὸ σκήνωμά του βεβηλώθηκε ἀπὸ τοὺς Ἑβραίους ποὺ τὸ ἔσερναν στοὺς λασπωμένους δρόμους τῆς Πόλης καὶ τελικῶς τὸ πέταξαν στὴν θάλασσα.
Ὁ παλαιῶν Πατρῶν Γερμανός, στὶς 25 Μαρτίου ἔστησε στὴν πλατεία Ἁγίου Γεωργίου σταυρὸ στὸν ὁποῖον ὁρκίσθηκαν οἱ ἀγωνιστὲς΄΄.
Ἐλευθερία ἢ θάνατος΄΄. Ὁ Γερμανὸς ἀνέλαβε τιμητικῶς τὴν προεδρία τῆς ἐπαναστατικῆς ἐπιτροπῆς. Γνωστὸς ὁ φλογερὸς ἀρχιμανδρίτης Γρηγόριος Δίκαιος ἢ Παπαφλέσσας, ποὺ εἶχε μεγάλη δράση στὴν ὀργάνωση τῆς ἐξεγέρσεως, τὴν μύηση στὴν Φιλικὴ Ἑταιρεία, τὴν μεταφορὰ πολεμοφοδίων. Πολέμησε ἡρωϊκὰ καὶ σκοτώθηκε στὸ Μανιάκι, προκαλώντας τὸν θαυμασμὸ τοῦ Ἰμπραΐμ. Στὴν πολιορκία τοῦ Μεσολογγίου ὁ Ἐπίσκοπος Ἰωσὴφ Ρωγῶν μὲ τὴν σεβάσμια μορφὴ του ἐμψύχωνε τοὺς πολιορκημένους, τοὺς παρηγοροῦσε καὶ τοὺς ἐνίσχυε στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ, κοινωνοῦσε, ἐξομολογοῦσε τοὺς ἀγωνιστές, ἀπὸ τὴν Θεία Λειτουργία πήγαινε στὰ πολεμικὰ συμβούλια, ὑπενθύμιζε τὸ χρέος καὶ τὴν θυσία πρὸς τὴν Πατρίδα, ἔλυνε μικροδιαφωνίες καὶ συμφιλίωνε, ἔτρεχε στοὺς προμαχῶνες καὶ στὶς γραμμὲς τῆς μάχης μεταφέροντας πολεμοφόδια, χτίζοντας τὰ γκρεμισμένα τείχη, δίνοντας ἐλπίδα καὶ πίστη στὴν πολεμικὴ προσπάθεια. Μαζί του συμπαραστάτες καὶ οἱ ἄλλοι ἱερεῖς τοῦ Μεσολογγίου.
Ὁ Ἀθαν. Διᾶκος (ἦταν διάκονος) πολέμησε ἡρωϊκὰ στὴν Ἀλαμάνα, καὶ σουβλίσθηκε γιὰ τὴν πίστη του. Ὁ Ἐπίσκοπος Σαλώνων Ἡσαΐας μαζὶ μὲ τὸν Ἐπίσκοπο Ταλαντίου Νεόφυτο κήρυξαν ἐπισήμως τὴν ἔναρξη τῆς ἐπαναστάσεως στὴν Στερεὰ μὲ Δοξολογία στὴν Μονὴ Ὁσίου Λουκᾶ στὴν Βοιωτία εὐλογώντας τὰ ὅπλα καὶ τὴν ἐπαναστατικὴ σημαία τοῦ Διάκου (λευκὴ μὲ σταυρὸ καὶ τὴν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου καὶ μὲ τὴν φράση ἐλευθερία ἢ θάνατος). Ἐπίσης ὁ θρυλικὸς ὁπλαρχηγὸς παπα- Θύμιος Βλαχάβας. Αὐτοὶ εἶναι μερικοὶ ἀπὸ τοὺς πολλοὺς κληρικοὺς ποὺ πλάϊ στὸν λαὸ πολέμησαν καὶ πέθαναν στὸν Ἀγῶνα. Οἱ πρῶτοι ποὺ πλήρωναν τὸν θυμὸ καὶ τὸ μίσος τῶν Τούρκων ἦσαν οἱ Ἀρχιερεῖς, οἱ πνευματικοὶ ἡγέτες τοῦ Ἔθνους. Αὐτοὺς πρῶτα συνελάμβαναν, φυλάκιζαν, καὶ θανάτωναν μὲ φρικτὰ βασανιστήρια, ὅπως στὴν Τριπολιτσὰ καὶ τὴν Κων/πολη μὲ τὴν ἔναρξη τῆς Ἐπαναστάσεως. Ἀλλὰ καὶ τὰ Μοναστήρια καθ᾿ ὅλην τὴν Τουρκοκρατία καὶ στὸ 1821 ἀπετέλεσαν τὰ καταφύγια παρηγοριᾶς, βοήθειας τῶν πτωχῶν καὶ δυστυχισμένων ραγιάδων, ἀλλὰ καὶ τόποι ποὺ ἔκρυβαν πολεμοφόδια, περιέθαλπαν τραυματίες καὶ ἐνίσχυαν τοὺς ὁπλαρχηγούς. Καὶ αὐτὸ τὸ ἐγνώριζαν καλὰ οἱ Τοῦρκοι.
Ὅλο τὸ Ἔθνος πολεμοῦσε τὸ 1821 γιὰ πίστη καὶ ἐλευθερία. Χαρακτηριστικὰ εἶναι τὰ δύο ἀκόλουθα Δημοτικὰ τραγούδια τῆς ἐποχῆς: ΄΄γιὰ τῆς πατρίδος τὴν ἐλευθερίαν// γιὰ τοῦ Χριστοῦ τὴν πίστιν τὴν ἁγίαν,// γι᾿ αὐτὰ τὰ δύο πολεμῶ,// μ᾿ αὐτὰ νὰ ζήσω ἐπιθυμῶ// κι ἂν δὲν τὰ ἀποκτήσω// τί μ᾿ ὠφελεῖ νὰ ζήσω;”….. ΄΄χαρὰ ποὺ τὄχουν τὰ βουνὰ// τὰ κάστρα περηφάνεια// γιατί γιορτάζει ἡ Παναγιὰ// γιορτάζει καὶ ἡ Πατρίδα/ νὰ βλέπης διάκους μὲ σπαθιὰ/ παπᾶδες μὲ ντουφέκια// νὰ βλέπης καὶ τὸ Γερμανὸ// τῆς Πάτρας τὸ Δεσπότη// πὼς εὐλογάει τ᾿ ἅρματα/ κι εὔχεται τοὺς λεβέντες΄΄. Μέσα ἀπὸ τὰ δύο αὐτὰ χαρακτηριστικὰ Δημοτικὰ τραγούδια ἡ λαϊκὴ συνείδηση ἐκφράζει τὴν ἐθνική της αὐτογνωσία, ὅτι ὁ Ἀγῶνας γίνεται γιὰ ἐθνικὴ καὶ θρησκευτικὴ ἀνεξαρτησία καὶ ἐλευθερία, καὶ ὅτι στὴν προσπάθεια αὐτὴ συμετέχουν ὅλες οἱ δυνάμεις τοῦ Ἔθνους. Σαφῶς οἱ ἀγωνιστὲς τοῦ 1821 ἔχουν ξεκάθαρη ἀντίληψη γιὰ τὰ στοιχεῖα ποὺ συνθέτουν τὴν ἑλληνικότητά τους.
Αὐτὸν τὸν διφυῆ ἐθνικοθρησκευτικὸ χαρακτήρα τῆς ἐθνικῆς αὐτοσυνειδησίας ποὺ ἐξέφραζε τὸν ἀδιάρρηκτο σύνδεσμο Ἐκκλησίας καὶ Ἔθνους στὴν ὅλη προσπάθεια τῆς Ἐθνεγέρσεως ἀναγνωρίζουν καὶ ἀποδέχονται διακεκριμένοι Ἕλληνες καθηγητὲς Πανεπιστημίου καὶ σεβαστὲς προσωπικότητες. Παραθέτουμε ἐνδεικτικῶς τὶς γνῶμες μερικῶν ἐξ αὐτῶν ποὺ ἐπιβεβαιώνουν τὰ ἀνωτέρω.
Ὁ πρωτοπρεσβύτερος Γ. Μεταλληνός, καθηγητὴς Πανεπιστημίου, γράφει γιὰ τὴν πίστη τῶν ἀγωνιστῶν τοῦ 1821 (ἐφημ. ΄΄Ὀρθόδοξος Τύπος΄΄, 31-3-2006): ΄΄ὁ ὑπόδουλος Ἑλληνισμὸς ἔφθασε στὸ 1821. Τὴν ἑλληνικὴ Πατρίδα ἐλευθέρωσαν οἱ ἀγωνιστές, ποὺ εἶχαν ζωντανὴ σχέση μὲ τὴν πίστη τους. Οἱ Διαφωτιστὲς δὲν πολέμησαν, οἱ Παπικοὶ εἶχαν ἐντολὲς ἀπὸ τὴ Ρώμη καὶ τὴ Γαλλία, τοὺς προστάτες τους, νὰ μὴν συμπράξουν στὸν Ἀγῶνα, καὶ ὅσοι γίνονταν Προτεστάντες ὑπάκουαν στὶς Μεγάλες Εὐρωπαϊκὲς Δυνάμεις. Ἡ ἀπάντηση τοῦ Μακρυγιάννη στὸν Γάλλο Μαλὲρμπ δείχνει τὴν σύνδεση τῶν Ἀγωνιστῶν τοῦ 1821 καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας: πράγμα τζιβαϊρικὸν καὶ πολυτίμητον, ὅπου τὸ βαστήξαμε εἰς τὴν τυραννία τοῦ Τούρκου, δὲν τὸ δίνομεν τώρα, οὔτε τὸ καταφρονοῦμεν οἱ Ἕλληνες… καὶ ὄχι τοῦ λόγου σου νὰ μοῦ τὸ εἴπης, δὲν σὲ ἀκούγω, ἀλλὰ κι ὁ Θεὸς ὁ δικός σου νὰ μοῦ τὸ εἴπη (νὰ ἀλλάξω τὴν πίστη μου) δὲν σαλεύει τὸ μάτι μου …ἡ σημαντικότερη προσφορὰ τοῦ Ράσου στὸ Ἔθνος μας δὲν ἦταν τόσο ἡ συμμετοχὴ τοῦ κλήρου στὶς ἔνοπλες ἐξεγέρσεις καὶ συγκρούσεις, ὅσο ἡ συμβολὴ τοῦ Ράσου στὴ συντήρηση τοῦ ἑλληνορθοδόξου φρονήματος τοῦ Γένους καὶ τῆς ἀγάπης πρὸς τὴν ἐλευθερία. Χωρὶς αὐτὲς τὶς προϋποθέσεις δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ὑπάρξει Εἰκοσιένα΄΄.
Ὁ ἀκαδημαϊκὸς Σπ. Μελᾶς σὲ ὁμιλία του στὴν Ἀκαδημία Ἀθηνῶν στὶς 25 Μαρτίου 1952 ἐπισημαίνει ὅτι ΄΄διὰ πρώτην φορὰν εἰς τὴν ἱστορίαν τῶν λαῶν ἐμφανίζεται μὲ τὴν Ἑλληνικὴν Ἐκκλησίαν τὸ φαινόμενον ὅτι ὄχι μόνον δὲν ἐστάθη ἀντιδραστικὴ εἰς τὴν πρόοδον τῶν φώτων, ἀλλὰ ἐκράτησεν ὑψηλὰ τὴν λαμπάδα των. Εἰργάσθη μὲ ὅλας της τὰς δυνάμεις, διὰ τὴν ἐξάπλωσιν τῆς Ἑλληνικῆς παιδείας, ἀπὸ αὐτὴν προσδοκῶσα τὴν Ἀνάστασιν τοῦ Ἔθνους. Καὶ ὄχι μόνον αὐτό, ἀλλὰ καὶ πολὺ συχνὰ ὁ ἱερωμένος καὶ διδάσκαλος, ὁ ἐθνικὸς παιδαγωγός, εἶναι ἓν καί τὸ αὐτὸ πρόσωπον, ὅπως ἀργότερα, ὅταν ἔλθη ἡ μεγάλη ὥρα τῶν θαυμάτων, ὁ ἴδιος θὰ γίνη μάρτυς καὶ ἥρως τοῦ ἐθνικοῦ Ἀγῶνος, εἰς φάλαγγα ὁλόκληρον αἱματωμένων ράσων, ποὺ ἐκάησαν ὅλα εἰς τὴν πελώριαν πυρκαϊάν τῆς ἐθνικῆς ἐξεγέρσεως. Καὶ εἶναι ἀκριβῶς ἐδῶ τὸ σημεῖον, ποὺ πρέπει νὰ σαρωθοῦν αἱ ἄστοχοι γνῶμαι, ὅτι τὸ Εἰκοσιένα ἔλαβε τὴν ἔμπνευσίν του ἀπὸ τὴν Γαλλικὴν Ἐπανάστασιν. Ἡ ἐπανάστασις ἐκείνη, κοινωνικὴ πρωτίστως, εἶχε καὶ σαφεστάτην ἀντικληρικὴν ἀπόχρωσιν. Ἀλλὰ τὴν σημαίαν τοῦ Εἰκοσιένα ὕψωσαν καὶ ἐκράτησαν χέρια ἐπισκόπων΄΄.
Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καὶ ὁ μακαριστὸς ἀρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, σὲ μήνυμα γιὰ τὴν 25ην Μαρτίου, τὸ 2006 τόνιζε τὸν ἀδιάρρηκτο δεσμὸ Ἐκκλησίας καὶ Ἔθνους, ΄΄τότε ἡ Ἐκκλησία, ὡς φιλόστοργος μητέρα, περιέθαλψε καὶ ἐπισυνήγαγε τὰ τέκνα αὐτῆς. Ἀνέλαβε τὴν κηδεμονία τῶν Ἑλλήνων, ὀργάνωσε τὴ δημιουργία ἐμποδίων στοὺς ἐξισλαμισμούς, ἀπεσόβησε τὴν ἀφομοίωση πρὸς τοὺς κατακτητές, ἵδρυσε σχολεῖα, ἀνέδειξε πλῆθος διδασκάλων, ἀνήγειρε βιβλιοθῆκες καὶ πνευματικὰ κέντρα, ὀργάνωσε τὴν παροχὴ συσσιτίων ἢ ὑποτροφιῶν, χρησιμοποίησε τυπογραφεῖα, ἀνέπτυξε τὴν κοινοτικὴ ὀργάνωση, ὑπῆρξε ρηξικέλευθος σκαπανέας τῆς συνεταιριστικῆς ἰδέας, ἀνέπτυξε τὶς διδασκαλίες, τοὺς μηχανισμοὺς καὶ τοὺς τρόπους τῆς ἐθνικῆς περισυλλογῆς καὶ τῆς διατηρήσεως τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσας καὶ Παιδείας, τῆς ἀναζωπυρώσεως τῆς Ἐθνικῆς μνήμης καὶ πατριωτικῆς συνειδήσεως καὶ τοῦ ἀναβαπτισμοῦ τῶν Ἑλλήνων στὰ ρεῖθρα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὑμνολογίας προώθησε καὶ ἐμψύχωσε τὶς διεργασίες προπαρασκευῆς καὶ πραγματοποιήσεως τῆς Ἐθνεγερσίας τοῦ 1821΄΄.
Ἐπειδὴ κάποιοι θὰ μποροῦσαν νὰ ἰσχυρισθοῦν ὅτι τὰ παραπάνω ἀποτελοῦν τοποθετήσεις καὶ θέσεις ποὺ ἐκφράζονται εὐνοϊκῶς γιὰ τὴν προσφορά της στὸν Ἀγῶνα, ἂς ἀφήσουμε τοὺς ἴδιους τούς πρωταγωνιστὲς τῶν μαχῶν, τοὺς ὁπλαρχηγοὺς καὶ τοὺς ἀγωνιστὲς τῆς Ἐπαναστάσεως, τοὺς πολιτικοὺς καὶ στρατιωτικοὺς ἡγέτες, μὲ τὰ δικά τους λόγια, νὰ μᾶς μιλήσουν γιὰ τὶς πνευματικὲς δυνάμεις ποὺ τοὺς ἐμψύχωσαν καὶ τοὺς ὁδήγησαν στὸν ἡρωϊκὸ ἀγῶνα τῆς ἀπελευθερώσεως τοῦ ὑπόδουλου Ἔθνους, νὰ πολεμήσουν μὲ πάθος γιὰ τὴν ἐλευθερία, μὲ πνεῦμα θυσίας καὶ ἡρωϊκῆς αὐταπαρνήσεως. Ἂς δοῦμε λοιπὸν ποιὰ ἰδανικὰ καὶ ἀξίες ἑτοίμασαν τὸ 1821.
Ὁ Ἀσημάκης Ζαΐμης, προεστώς τῆς Ἀχαΐας, μιλώντας στοὺς συγκεντρωμένους στὴν Ἁγία Λαύρα τὴν παραμονὴ τῆς κηρύξεως τῆς Ἐπαναστάσεως, εἶπε τὰ ἑξῆς: ΄΄δέν μένει παρὰ ἡ ἄμεσος κήρυξις τῆς Ἐπαναστάσεως. Ἂς ἀναπαυθῶμεν ἀπόψε καὶ αὔριον εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, ἀφοῦ μεταλάβωμεν τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, ἂς προσευχηθῶμεν ὅλοι, κατὰ τὴν Δοξολογίαν εἰς τὸν ἅγιον Ἀλέξιον καὶ τὴν Παναγίαν, νὰ μᾶς βοηθήσουν εἰς τὸν ἄνισον ἀγῶνα, εἰς τὸν ὁποῖον ἀποδυόμεθα΄΄.
Στὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ στηρίχθηκαν οἱ ἀγωνιστὲς τοῦ 1821. Καθὼς ἦσαν ἄοπλοι, ὀλιγάριθμοι, ἀποδίδουν τὶς ἐπιτυχίες τους ἔναντι ἑνὸς πανίσχυρου καὶ πάνοπλου ἐχθροῦ στὴν χάρη τοῦ Θεοῦ ποὺ τοὺς δίνει πίστη στὴν προσπάθεια, ἐλπίδα καὶ αἰσιοδοξία. Μετὰ ἀπὸ κάθε ἐπιτυχία ἀναπέμπουν Δοξολογία στὸν Θεό. Ἔτσι, ὅταν στὶς 23 Μαρτίου 1821 οἱ Ἕλληνες εἰσῆλθαν στὴν Καλαμάτα, ἡ πρώτη ἐνέργεια τοῦ Πετρομπέη Μαυρομιχάλη ἦταν νὰ κάνουν Δοξολογία στοὺς ἁγίους Ἀποστόλους ΄΄εὐχαριστοῦντες καὶ δοξάζοντες τὸν Παντοδύναμον, ποὺ τοὺς βοήθησε νὰ καταλάβουν καὶ νὰ ἐλευθερώσουν τὴν Καλαμάτα΄΄.
Οἱ ἀγωνιστὲς τοῦ 1821 εἶχαν ἀπόλυτη βεβαιότητα πὼς ὁ Ἀγῶνας τους, ἐπειδὴ ἦταν δίκαιος καὶ διεξαγόταν γιὰ τὴν ἐλευθερία τῆς Πατρίδας καὶ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ, ἦταν εὐλογημένος ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τὴν Παναγία. Μετὰ τὴν νίκη, ἀλλὰ καὶ τὸν θάνατο τοῦ Μάρκου Μπότσαρη στὸ Καρπενήσι, ὁ Π. Μαυρομιχάλης ἀπευθυνόμενος στὸν λαὸ λέει τὰ ἑξῆς χαρακτηριστικὰ καὶ εὔγλωττα γιὰ τὰ ἰδανικὰ τῆς Ἐπαναστάσεως: ΄΄ἰδοὺ ὁ στρατὸς καὶ ὁ πατριωτισμὸς θριαμβεύουν. Ἄρα πατριωτισμὸν μόνον ζητεῖ ὁ Θεὸς ἀπὸ ἡμᾶς, καὶ μαχομένους διὰ τὰ ἱερώτερα πράγματα δὲν μᾶς ἐγκαταλιμπάνει πώποτε. Καὶ ποιὸς Ἕλλην ἄραγε μὲ ἀληθῆ πατριωτισμὸν μαχόμενος δὲν ἐνίκησε; ποῖος εὐαίσθητος Ἕλλην ἀκούει τοιαύτας ἀνδραγαθίας καὶ δὲν ἐνθουσιάζεται καὶ δὲν φιλοτιμεῖται νὰ πολεμήση καὶ ν᾿ ἀποθάνη τοιοῦτον ἔνδοξον θάνατον, ὡς ὁ Μπότσαρης; ποῖος Ἕλλην δὲν εὐχαριστεῖται ν᾿ ἀποθάνη διὰ τὴν πίστιν καὶ τὴν Πατρίδα;΄΄.
Ἂς δοῦμε τώρα τὴν σημαντικότερη μορφὴ τοῦ 1821, τὴν στρατηγικὴ ἰδιοφυΐα καὶ τὴν γενναία μορφὴ τοῦ θρυλικοῦ Γέρου τοῦ Μοριᾶ, τοῦ Θεόδ. Κολοκοτρώνη, ποὺ τόσες φορὲς καὶ σὲ κρίσιμες στιγμὲς γιὰ τὸν Ἀγῶνα, χάρισε μεγάλες νίκες (Βαλτέτσι, Τριπολιτσά, Δερβενάκια) καὶ στήριξε τοὺς ἀποθαρρυμένους Ἕλληνες κατὰ τὴν εἰσβολὴ τοῦ Ἰμπραΐμ, θὰ διαπιστώσουμε ὅτι καὶ αὐτὸς διακρινόταν ἀπὸ τὴν βαθειά του πίστη στὸν Χριστὸ καὶ τὴν μεγάλη ἀγάπη γιὰ τὴν Πατρίδα.
Ὁ Θεόδ. Κολοκοτρώνης συνοψίζει τὸ σκεπτικὸ μὲ τὸ ὁποῖο ξεσηκώθηκαν οἱ Ἕλληνες τὸ 1821 μὲ τὰ ἀκόλουθα λόγια: ΄΄ὅταν ἀποφασίσαμεν νὰ κάμωμεν τὴν Ἐπανάστασι, δὲν ἐσυλλογισθήκαμε, οὔτε πόσοι εἴμεθα, οὔτε πὼς δὲν ἔχουμε ἅρματα, οὔτε ὅτι οἱ Τοῦρκοι ἐβαστοῦσαν τὰ κάστρα καὶ τὰς πόλεις, ἀλλά, ὡς μία βροχή, ἔπεσε εἰς ὅλους μας ἡ ἐπιθυμία τῆς ἐλευθερίας, καὶ ὅλοι, καὶ οἱ κληρικοί, καὶ οἱ προεστοὶ καὶ οἱ καπεταναῖοι καὶ οἱ πεπαιδευμένοι καὶ οἱ ἔμποροι, μικροὶ καὶ μεγάλοι, ὅλοι ἐσυμφωνήσαμεν εἰς αὐτὸ τὸ σκοπό, καὶ ἐκάμαμεν τὴν Ἐπανάστασι΄΄ (ἐθνικὴ ἑπομένως, συλλογικὴ καὶ πανεθνική, ὄχι ΄΄ταξικὴ΄΄ ἦταν ἡ Ἐπανάσταση).
Ἐνδεικτικό τῆς βαθειᾶς πίστης τοῦ Κολοκοτρώνη στὸν Θεὸ εἶναι ἡ ἐπαναστατική του σημαία, μὲ τὸν Σταυρὸ στὴν μέση καὶ μὲ τὰ γράμματα ΙΣΝΚ (Ἰησοῦς Χριστὸς Νικᾶ). Ἀπ᾿ ὅπου περνοῦσε ὁ Γέρος τοῦ Μοριᾶ, οἱ χωρικοὶ μὲ τοὺς παπᾶδες καὶ τὰ ἑξαπτέρυγα τὸν ὑποδέχονταν μὲ ἐνθουσιασμὸ καὶ Δοξολογίες στὸν Θεὸ γιὰ τὴν μεγάλη καὶ εὐλογημένη στιγμὴ τῆς Ἐθνεγερσίας. Γρήγορα ὅμως ὁ πρῶτος ἐνθουσιασμὸς μετριάσθηκε καὶ ἐμφανίσθηκαν οἱ πρῶτες ἀποκαρδιώσεις. Τότε, ὁ Κολοκοτρώνης, ὅπως ὁ ἴδιος ἀναφέρει στὰ Ἀπομνημονεύματά του, περνώντας ἔξω ἀπὸ τὴν κατεστραμμένη ἐκκλησία τῆς Παναγίας στὸ Χρυσοβίτσι, κάθισε καὶ ἔκλαιγε γιὰ τὴν τύχη τῆς Ἑλλάδος. Γρήγορα, ἀναθάρρυσε, καὶ ἔκανε τάμα στὴν Παναγία πὼς ἂν ἐλευθερωθεῖ ὁ τόπος, νὰ τῆς ἀνοικοδομήσει τὴν Ἐκκλησία, ὅπως καὶ τὸ ἔπραξε ἕνα ἔτος μετά, τὸ 1822. Ὁ Κολοκοτρώνης μὲ βαθειὰ πίστη προσευχήθηκε στὴν Παναγία: ΄΄Παναγιά μου, βοήθησε καὶ τούτη τὴ φορὰ τοὺς Ἕλληνες νὰ ψυχωθοῦν΄΄. Ἔκανε τὸν Σταυρό του καὶ δάκρυσε ἀσπαζόμενος τὴν εἰκόνα της. Ἀναθάρρυσε. Μὲ νέα δύναμη καὶ βεβαιότητα ἔλεγε συνεχῶς στοὺς ἐπαναστατημένους Ἕλληνες ὅτι ΄΄ὁ Θεὸς ὑπέγραψε τὴν λευτεριὰ τῆς Ἑλλάδος καὶ δὲν θὰ πάρη πίσω τὴν ὑπογραφή του΄΄. Ὅσες φορὲς ἐπαναλάμβανε τὰ λόγια αὐτὰ οἱ Ἕλληνες ἔπαιρναν θάρρος καὶ ἐνίσχυση.
Ὁ Κολοκοτρώνης πίστευε ἀκράδαντα στὴν ἱερότητα τοῦ Ἀγῶνα καὶ τὰ δίκαιο τοῦ Ἔθνους, θεωροῦσε τὴν ὅλη ἐξέγερση ἁγιασμένη καὶ εὐλογημένη ἀπὸ τὸν Θεό. Πρὶν ἀπὸ κάθε μεγάλη καὶ δύσκολη ἀναμέτρηση μὲ τὸν ἐχθρὸ μιλάει στοὺς ἄνδρες του, τοὺς ἐμψυχώνει, τοὺς ὑπενθυμίζει τὸ ἱερό τους χρέος πρὸς τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Πατρίδα, καὶ ξεσηκώνει ρίγη ἐνθουσιασμοῦ στοὺς Ἕλληνες. Λίγο πρὶν τὴν μάχη μὲ τὸν Δράμαλη στὰ Δερβενάκια, μὲ τέτοια λόγια δυνατά, γεμᾶτα Ἑλλάδα καὶ Χριστό, ἀπευθύνεται στὰ παλληκάρια του: ΄΄Ἕλληνες, ἐσεῖς δὲν ἤσαστε ποὺ γιὰ τὴν ἀγάπη τῆς Πατρίδος καὶ τὴν πίστι τοῦ Χριστοῦ σηκώσατε τὰ ἅρματα καὶ τὴ σημαία τοῦ Σταυροῦ; Ἕλληνες! Καί αὐτοὺς θὰ τοὺς νικήσουμε. Εἶναι θέλημα τοῦ Θεοῦ. Εἶναι κοντά μας καὶ μᾶς βοηθάει, γιατί πολεμᾶμε γιὰ τὴν πίστι μας, γιὰ τὴν Πατρίδα μας, γιὰ τοὺς γέρους γονιούς, γιὰ τ᾿ ἀδύναμα παιδιὰ μας, γιὰ τὴν ζωή μας, γιὰ τὴ λευτεριά μας… καὶ ὅταν ὁ δίκαιος Θεὸς μᾶς βοηθάη, ποιὸς ἐχθρὸς ἠμπορεῖ νὰ μᾶς κάνη καλά; Ἕλληνες! Στ᾿ ἅρματα! Θὰ τοὺς συντρίψουμε μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ΄΄.
Ὁ στρατηγὸς Μακρυγιάννης, ἀπὸ τὶς πιὸ ἁγνές, ἀνιδιοτελεῖς καὶ φλογερὲς ἡρωϊκὲς μορφὲς τοῦ Ἀγῶνα, μέσα ἀπὸ τὰ Ἀπομνημονεύματά του ξεδιπλώνει τὸ πνευματικὸ καὶ ἠθικό του μεγαλεῖο, ἀλλὰ καὶ τὴν μεγάλη πίστη στὸν Θεό, ΄΄πρᾶγμα πολύτιμο τζιβαϊρικό΄΄, ὅπως τὴν ἀποκαλοῦσε καὶ δὲν τὴν ἄλλαζε γιὰ τίποτε. Γράφει λοιπὸν γιὰ τὴν Ἐπανάσταση: ΄΄ὅταν σηκώσαμεν τὴν σημαία ἐναντίον τῆς τυραγνίας, ξέραμεν ὅτι εἶναι πολλοὶ αὐτοίνοι καὶ ἀμαχητικοὶ κι ἔχουν καὶ κανόνια καὶ ὅλα τὰ μέσα. Ἐμεῖς ἀπ᾿ οὔλα εἴμαστε ἀδύνατοι, ὅμως ὁ Θεὸς φυλάγει καὶ τοὺς ἀδυνάτους, κι ἂν πεθάνωμεν, πεθαίνομεν διὰ τὴν Πατρίδα μας, διὰ τὴν Θρησκείαν μας, καὶ πολεμοῦμεν ὅσο μποροῦμεν ἐναντίον τῆς τυραγνίας, κι ὁ Θεὸς βοηθός. Αὐτὸς ὁ θάνατος εἶναι γλυκός, ὅτι κανένας δὲν θὰ γένη ἀθάνατος, κι ὅταν ὁ χάρος θἄρθη νὰ μᾶς πάρη ἀρρώστους καὶ δυστυχεῖς, καλύτερα σήμερα νὰ πεθάνωμεν΄΄.
Μὲ τέτοιο φρόνημα καὶ θαρραλέα ἀγωνιστικότητα, αὐτοὶ οἱ λίγοι, ἀγράμματοι, ἄοπλοι σχεδὸν ἄνδρες ἔγραψαν ἡρωϊκὲς σελίδες στὸ 1821 μὲ τὸ αἷμα καὶ τὸ πνεῦμα τους, καὶ κατέστησαν ἀθάνατες μορφὲς στὴν Ἑλληνικὴ ἱστορία. Ὅμως κάθε ἐπιτυχία ἑλληνικὴ οἱ ἀγωνιστὲς τὴν ἀπέδιδαν στὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Ὁ Κολοκοτρώνης ἔχτισε ἐκκλησάκι στὴν Παναγία, ὁ Μακρυγιάννης ἀφιέρωσε καντήλι ἀσημένιο στὸν προστάτη του ἁη- Γιάννη, ὁ Καραϊσκάκης ἀφιέρωσε τὰ ὅπλα του στὴν Μονὴ τῆς Παναγίας στὸν Προυσσό, ὁ Κανάρης ἔχτισε τὸ ἐκκλησάκι τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων στὸ κτῆμα του στὴν Κυψέλη, κ.ἄ.
Ἀλλὰ καὶ οἱ Ἕλληνες τοῦ ἐξωτερικοῦ βοήθησαν πάρα πολύ τὸν Ἀγῶνα. Πολλοὶ ἐξ αὐτῶν ἦλθαν στὴν ἐπαναστατημένη Ἑλλάδα νὰ πολεμήσουν, ἄλλοι παρέμειναν στὸ ἐξωτερικὸ ὀργανώνοντας φιλελληνικὰ κομιτᾶτα, ἀφυπνίζοντας τὸ ἐνδιαφέρον τῆς εὐρωπαϊκῆς κοινῆς γνώμης, ἐνημερώνοντας, συγκεντρώνοντας χρήματα καὶ ὅπλα γιὰ τὸν Ἀγῶνα. Ὁ πιὸ γνωστὸς ἐξ αὐτῶν, ὁ Ἀδαμ. Κοραῆς, ἀπὸ τὸ Παρίσι, πέραν τῶν ἄλλων του ἐνεργειῶν ὑπὲρ τοῦ Ἀγῶνα, ἔχει ἐπικοινωνία μὲ τοὺς ἐξεγερμένους Ἕλληνες ὁπλαρχηγοὺς καὶ μέλη τῆς Προσωρινῆς Κυβερνήσεως, καὶ διαρκῶς στέλνει μηνύματα ἐνθαρρυντικά, πλήρη πνευματικοῦ καὶ ἀγωνιστικοῦ φρονήματος, ὅπως λ.χ. τὸ ἀκόλουθο: ΄΄ἐπικαλεσάμενοι τὴν ἐξ οὐρανοῦ βοήθειαν καὶ ἀσπασάμενοι εἰς τὸν ἄλλον μὲ τὰ δάκρυα τῆς ἐλπίδος καὶ τῆς χαρᾶς, οἱ νέοι μὲ τὰ ὅπλα, οἱ γέροντες μὲ τὰς εὐχάς καὶ τὰς παραινέσεις, οἱ ἱερεῖς μὲ τὰς εὐλογίας καὶ τὰς πρὸς τὸν Θεὸν δεήσεις, ὅλοι ὁμοῦ ἑνωμένοι, γενναῖοι τοῦ Ἑλληνικοῦ ὀνόματος κληρονόμοι, πολεμήσατε γενναίως περὶ Πίστεως, περὶ Πατρίδος, περὶ γυναικῶν, περὶ τέκνων, περὶ πάσης τῆς παρούσης καὶ ἐπερχομένης γενεᾶς τῶν Γραικῶν, τὸν τρισβάρβαρον, τὸν ἄσπλαγχνον τύραννον τῆς Ἑλλάδος, ἂν θέλετε νὰ φανῆτε ἄξιοι τῶν παλαιῶν Ἑλλήνων ἀπόγονοι, ἂν θέλετε νὰ ἀφήσετε, ὡς ἐκεῖνοι, τὸ ὄνομά σας ἀείμνηστον εἰς τοὺς αἰώνας΄΄.
Σὲ ὅλους αὐτοὺς τοὺς γενναίους ἀγωνιστὲς τῆς ἐλευθερίας τῆς Πατρίδας καὶ τῆς Πίστεως τοῦ Χριστοῦ, ὀφείλουμε καὶ ἐμεῖς οἱ νεώτερες γενιὲς τῶν Ἑλλήνων νὰ φανοῦμε ἀντάξιοι ἐκείνων, τιμώντας τὴν ἱερὰ μνήμην τους, ἀκολουθώντας τὸ παράδειγμά τους, ἀγωνιζόμενοι καὶ ἐμεῖς στὶς σημερινὲς συνθῆκες γιὰ μία ἐλεύθερη Πατρίδα, ἀνεξάρτητη, ὑπερήφανη γιὰ τὴν Ἱστορία καὶ τὴν Χριστιανική της Πίστη.
Ὅταν τελικὰ μὲ τὴν παρέμβαση τῶν Μεγάλων Δυνάμεων, Ἀγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας, μετὰ τὴν ναυμαχία τοῦ Ναυαρίνου, ἱδρύεται ἕνα ἀνεξάρτητο ἑλλαδικὸ κρατίδιο, οὐσιαστικὰ προτεκτορᾶτο τῶν Μεγάλων Δυνάμεων, ὁ κυρίαρχος ἰδεολογικὸς προσανατολισμὸς γιὰ τὴν ἑλληνικότητα καὶ ἐθνικὴ αὐτοσυνειδησία εἶναι ὁ κλασσικισμός, ἡ ἐπιστροφὴ στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα, καὶ ἡ ἀποκοπὴ τῶν Ἑλλήνων ἀπὸ τὸν φυσικό τους χῶρο τῆς ΄΄καθ᾿ ἡμᾶς Ἀνατολῆς΄΄, ἀπὸ κάθε τί ποὺ θυμίζει Βυζάντιο καὶ Ρωμιοσύνη. Ἀκόμη καὶ ἡ Ἑλλαδικὴ Ἐκκλησία θεωρεῖται ὅτι πρέπει νὰ ἀποκοπεῖ ἀπὸ τὴν πνευματική της ἐξάρτηση ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο Κων/πόλεως, καὶ νὰ καταστεῖ ἀνεξάρτητη, ἐθνική, κρατικὴ Ἐκκλησία. Αὐτὸ γίνεται μὲ τὴν ρήξη μὲ τὸ Πατριαρχεῖο καὶ τὴν μονομερῆ ἀνακήρυξη τῆς ἐκκλησιαστικῆς αὐτοκεφαλίας τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας (1833-1850).
Στὸ νεοσύστατο ἑλλαδικὸ ἐμφανίζεται μία διχαστικὴ πνευματικὴ σχιζοφρένεια. Στὰ πλαίσια τῆς ἀναζήτησης μίας ἑλληνικῆς ταυτότητας γιὰ τὸν νεώτερο Ἑλληνισμό, ἀντὶ νὰ ἐπιχειρηθεῖ μία ἀνασύνθεση, μία νέα σύνθεση ἑλληνικότητας, ἐμφανίζεται μία διχοτόμηση. Κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ 19ου αἰ. παρατηρεῖται μία παράλληλη ὕπαρξη δύο διαφορετικῶν ἑλληνικοτήτων, ποὺ βρίσκονται σὲ σκληρὴ ἀντιπαράθεση μεταξύ τους. Ἀπὸ τὴν μία πλευρὰ ἔχουμε τὴν παράταξη τῶν ΄΄Ἑλλήνων΄΄, ποὺ ἐπιζητοῦν πνευματικὴ καὶ πολιτισμικὴ στροφὴ στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα καὶ ἐξευρωπαϊσμό, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ ἔχουμε τὴν παράταξη τῶν ΄΄ΓραικοΡωμιῶν΄΄, ποὺ βλέπουν καχύποπτα κάθε τί δυτικὸ καὶ στηρίζονται στὶς παραδοσιακὲς ἀξίες τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τῆς βυζαντινῆς κληρονομιᾶς. Ἡ ἀντιπαράθεση αὐτὴ θὰ περάσει ἀπὸ ὀξύτητες, ἔντονες διαμάχες, θὰ προκαλέσει ἐθνικὸ διχασμὸ καὶ σύγχιση ὡς πρὸς τὴν ἑλληνικότητα καὶ τὰ στοιχεῖα ποὺ τὴν συναποτελοῦν (μία ἰδεολογικὴ ἀντιπαράθεση ποὺ συσκοτίζει τὴν ἐθνική μας αὐτογνωσία καὶ φθάνει ὡς τὶς μέρες μας).
Ἐκφραστὲς τῆς πρώτης μερίδος ἀποτελοῦν οἱ ἐλὶτ τοῦ νεοελληνικοῦ κράτους, ὁ βασιλιὰς Ὄθωνας καὶ ἡ Βαυαροκρατία ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὸν νεοκλασσικισμὸ καὶ τὸν προτεσταντισμὸ τῆς Γερμανίας, ἡ ἐγχώρια πνευματικὴ διανόηση, οἱ ἀνώτερες οἰκονομικές, ἀστικὲς καὶ ἐμπορικὲς δυνάμεις τοῦ τόπου. Καταβάλλεται ἔντονη προσπάθεια καθάρσεως τῆς Ἑλληνικῆς ταυτότητος καὶ τῆς Ἑλλαδικῆς κοινωνίας ἀπὸ στοιχεῖα ποὺ θεωροῦνται κατώτερα, ὀπισθοδρομικά, λαϊκά. Ἡ γλῶσσα πρέπει νὰ καθαρθεῖ ἀπὸ βαρβαρισμοὺς καὶ νὰ ἐπανέλθει στὸ κλέος τῆς κλασσικῆς ἀττικῆς διαλέκτου, καὶ ὡς ἐκ τούτου προτείνεται ἡ ΄΄καθαρεύουσα΄΄ καὶ ἀρχαΐζουσα γλῶσσα ὡς ἐπίσημη τοῦ κράτους, ἀλλὰ καὶ ὡς γλωσσικὸ ὄργανο τῶν διανοουμένων, τῶν καθηγητῶν, τῶν λογοτεχνῶν καὶ συγγραφέων.
Ἐπίσης, καὶ ἡ νέα πρωτεύουσα τοῦ κράτους, ἡ Ἀθήνα, πρέπει νὰ ἀποκαθαρθεῖ καὶ νὰ θυμίζει ἐμφανισιακὰ καὶ ἀρχιτεκτονικὰ τὴν κλασσικὴ ἀρχαιότητα. Στὸ πλαίσιο αὐτὸ πολλὲς βυζαντινὲς Ἐκκλησίες καὶ ἐκκλησάκια τῶν Ἀθηνῶν γκρεμίζονται ἀπὸ τοὺς Βαυαρούς, καθὼς θεωροῦνται ὅτι ἀπέχουν ἀπὸ τὸ κλασσικὸ ἰδεῶδες τοῦ κάλλους (πάντως οἱ βυζαντινοὶ ναοὶ τῆς Καπνικαρέας καὶ τῶν Ἁγίων Θεοδώρων στὴν Κλαυθμῶνος ἦσαν ἀπὸ τοὺς λίγους ποὺ εὐτυχῶς γλύτωσαν ἀπὸ τὴν ἀναμορφωτικὴ μανία τῶν Βαυαρῶν), τὰ νέα δημόσια κτίρια (Ἐθνικὴ Βιβλιοθήκη, Πανεπιστήμιο, Τράπεζα τῆς Ἑλλάδος) καὶ νέοι ναοὶ (Ἁγ. Εἰρήνη Αἰόλου) ὅπως καὶ τὰ μέγαρα τῶν πλουσίων ἀκολουθοῦν τὸν νεοκλασσικὸ ρυθμὸ ποὺ συνδυάζει στοιχεῖα διακοσμητικά, ἀρχαιοελληνικοὺς κίονες, ἀετώματα, προσόψεις, ποὺ παραπέμπουν εὐθέως στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα. Ἐπίσης, στὰ πλαίσια τοῦ ἐκσυγχρονισμοῦ θύμα πέφτει καὶ ἡ Ἐκκλησία, καθὼς πολλὰ Μοναστήρια κλείνουν βιαίως, μοναχοὶ καὶ μοναχὲς ἀναγκάζονται νὰ τὰ ἐγκαταλείψουν, καὶ τὰ ἱερὰ σκεύη καταλήγουν νά πωλοῦνται στοὺς δρόμους. Ὅλα αὐτὰ φυσικὰ προκαλοῦν ἔντονες λαϊκὲς ἀντιδράσεις.
Τὴν δεύτερη παράταξη τῶν ΄΄Γραικορωμιῶν΄΄, ἐκφράζουν ἡ πλειοψηφία τῶν λαϊκῶν στρωμάτων, οἱ ἀγωνιστὲς τοῦ 1821 ὅπως ὁ Θεόδ. Κολοκοτρώνης καὶ ὁ Μακρυγιάννης, ἢ ὁ περίφημος Παπουλάκος. Ὅλοι αὐτοὶ παραμένουν πιστοὶ στὴν ἑλληνικότητά τους ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὸ Βυζάντιο, τὴν Ὀρθοδοξία, τὶς λαϊκὲς παραδόσεις καὶ τὸ λαϊκὸ πολιτισμό, τὰ Δημοτικὰ τραγούδια καὶ τὴν γλῶσσα, πολιτικὰ στρέφονται πρὸς τὴν ὁμόδοξο Ρωσία (φιλορωσικὴ παράταξη), καὶ ἀντιδροῦν στὸν βίαιο ἐκσυγχρονισμὸ καὶ τὸν ἐπιχειρούμενο ἀπογαλακτισμὸ ἀπὸ τὶς ρίζες τους. Ἀξίζει νὰ σημειώσουμε πὼς καὶ ὁ πρῶτος Κυβερνήτης Ἰω. Καποδίστριας προσπάθησε νὰ ἰσορροπήσει καὶ νὰ συνθέσει τὶς δύο αὐτὲς ταυτότητες οἰκοδομώντας ἕνα κράτος μὲ σύγχρονες εὐρωπαϊκὲς δομὲς καὶ θεσμούς, τὸ ὁποῖον παράλληλα θὰ βασίζεται στὶς παραδόσεις καὶ τὴν πίστη του (ἄλλωστε ὁ ἴδιος ὁ Καποδίστριας ἦταν βαθειὰ θρησκευόμενος, ἐκκλησιαζόταν τὶς Κυριακὲς ἀπὸ πολὺ πρωΐ, ΄΄ὄρθρου βαθέος΄΄) καὶ μάλιστα εἶχε ζητήσει μὲ ἐγκύκλιό τους πρὸς τοὺς δημοσίους κρατικοὺς λειτουργοὺς νὰ βεβαιώσουν ἐγγράφως ὅτι δὲν ἀνήκουν στὴν μασονία ἢ ἄλλη κρυφὴ ὀργάνωση.
Ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ 19ου αἰ. καὶ μετὰ γίνεται κατανοητὸ πὼς αὐτὴ ἡ διχασμένη ἑλληνικότητα μόνον ζημιὰ προκαλεῖ στὸ Ἔθνος, καὶ καταβάλλεται προσπάθεια νὰ ἀνασυντεθεῖ ἡ Ἐθνικὴ ταυτότητα περιλαμβάνοντας ὅλα τὰ στοιχεῖα στὴν ἱστορικὴ διαχρονία τοῦ ἑλληνισμοῦ. Προβάλλεται ἕνα ἑνοποιητικὸ Ἐθνικὸ ὅραμα, αὐτὸ τῆς Μεγάλης Ἰδέας (πρωθυπουργὸς Ἰω. Κωλέττης, 1843 στὴν Βουλή), ποὺ θέλει νὰ ἀπελευθερώσει τοὺς ὑπόδουλους Ἕλληνες καὶ τὰ ὑπὸ ὀθωμανικὴ κυριαρχία ἐδάφη, καὶ νὰ τὰ ἐνσωματώσει σὲ ἕνα ἑνιαῖο Ἐθνικὸ κράτος.
Σὲ ἐπίπεδο ἐπιστημονικὸ καὶ θεωρητικὸ ἡ πολυσύνθετη αὐτὴ ἑλληνικότητα ἐκφράζεται μέσα ἀπὸ τοὺς ἐθνικούς μας ἱστοριογράφους Σπ. Ζαμπέλιο καὶ Κων/νο Παπαρρηγόπουλο, πού ἀνασύρουν τὸ ὑποτιμημένο Βυζάντιο καὶ τὸ ἐντάσσουν στὸ τριμερὲς ἱστορικὸ διάγραμμα τοῦ ἑλληνισμοῦ ἀρχαιότητα-Βυζάντιο-νέος ἑλληνισμός. Στὸ σχῆμα αὐτὸ τὸ Βυζάντιο καταλαμβάνει τὴν ἁρμόζουσα θέση του στὴν ἱστορικὴ διαχρονία τοῦ Ἑλληνισμοῦ, καθὼς ἀναγνωρίζεται ἡ ἀξία του καὶ ἡ συνεισφορά του ὡς ἐνδιάμεσος συνδετικὸς κρίκος μεταξὺ κλασσικῆς ἀρχαιότητος καὶ νεωτέρου Ἑλληνισμοῦ. Τὸ Βυζάντιο παύει νὰ θεωρεῖται ὡς σκοταδιστικὸ καὶ νὰ ἀπαξιώνεται. Ἀντιθέτως, μέσα ἀπὸ τὴν ΄΄Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους΄΄ τοῦ Παπαρρηγόπουλου ἀναδεικνύεται ὡς ἡ περήφανη ἑλληνοχριστιανικὴ αὐτοκρατορία τοῦ μεσαιωνικοῦ ἑλληνισμοῦ. Ἐπίσης, ὁ Ν. Πολίτης μέσα ἀπὸ τὴν ἐπιστήμη τῆς λαογραφίας ἀποδεικνύει τὴν ἀδιάσπαστη συνέχεια τοῦ Ἑλληνισμοῦ, καθὼς καταγράφει καὶ μελετᾶ τὸν λαϊκὸ πολιτισμὸ καὶ μέσα ἀπὸ τὰ ἔθιμα καὶ τὶς παραδόσεις τοῦ λαοῦ ἀνιχνεύονται ἐπιβιώσεις ἀρχαιοελληνικῶν ἐθίμων καὶ συνηθειῶν (ὅλα αὐτὰ ἔρχονται πρωτίστως ὡς ἀπάντηση νὰ ἀντικρούσουν τὶς ἀνθελληνικὲς θεωρίες τοῦ Φαλμεράγιερ, σὲ τελικὴ ἀνάλυση κατορθώνουν νὰ συλλάβουν τὸν πολυσύνθετο χαρακτήρα τῆς Ἑλληνικότητάς μας ).
Τὸ ἑλλαδικὸ κρατίδιο, παρ᾿ ὅλες τὶς ἀδυναμίες τοῦ πολιτικοῦ του συστήματος (τῆς κομματοκρατίας), τὶς οἰκονομικὲς δυσχέρειες καὶ τὶς μικρές του δυνάμεις, παραμένει προσηλωμένο στὸ ὅραμα τῆς Μεγάλης Ἰδέας. Μετὰ ὅμως τὸν ἀτυχῆ ἑλληνοτουρκικὸ πόλεμο τοῦ 1897, τὴν πτώχευση τοῦ κράτους καὶ τὸν διεθνῆ οἰκονομικὸ ἔλεγχο, μοιάζει κάπως νὰ ἀποδυναμώνεται ἡ ἐμπιστοσύνη τῶν Ἑλλήνων στὴν δυνατότητα πραγματοποίησης τῆς Μεγάλης Ἰδέας. Μέσα ἀπὸ αὐτὸ τὸ βαρὺ κλίμα θὰ ξεπηδήσουν ρωμαλέοι πνευματικοὶ ἄνδρες, ἐκφραστὲς τῆς ἐθνικῆς αὐτογνωσίας, ποὺ θὰ δώσουν νέα ὤθηση καὶ δυναμισμὸ στὸν ἑλληνισμό. Κυρίαρχες ἀσφαλῶς μορφὲς ἀποτελοῦν ὁ Περικλῆς Γιαννόπουλος, ποὺ μὲ τὸ ἔργο του ΄΄Ἔκκλησις πρὸς τὸ Πανελλήνιον Κοινὸν΄΄ (1907) θὰ ἐκφράσει ἕνα ρομαντικὸ ἰδεολογικὸ λόγο προτείνοντας ἀπόρριψη τῶν ξενομίμητων προτύπων καὶ ἐπιστροφὴ στὶς ἀξίες τῆς κλασσικῆς ἀρχαιότητος ποὺ ἔχουν τὴν δύναμη νὰ ἐκπολιτίσουν ξανὰ τὴν οἰκουμένη (ὁ Γιαννόπουλος πιστεύει στὴν ἐκπολιτιστικὴ οἰκουμενικὴ ἀκτινοβολία τοῦ ἑλληνισμοῦ), ὁ Ἴων Δραγούμης (1878-1920), ὁ φλογερὸς αὐτὸς διπλωμάτης, πολιτικός, μαχητὴς καὶ διανοούμενος πατριώτης, μὲ τὴν μεγάλη ἀγάπη του γιὰ τὴν Ἑλλάδα, καὶ ἰδίως γιὰ τὴν Μακεδονία, ὅπου συνέβαλε τὰ μέγιστα ὡς πρόξενος στὸ Μοναστήρι στὴν ὀργάνωση τοῦ Μακεδονικοῦ Ἀγῶνα γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς Ἑλληνικῆς Μακεδονίας ἀπὸ Τούρκους καὶ Βουλγάρους, καὶ ποὺ τελικὰ εἶχε ἄδοξο τέλος, δολοφονημένος ἀπὸ βενιζελικούς.
Ὁ Ἴων Δραγούμης μέσα ἀπὸ τὰ ἔργα του ΄΄Μαρτύρων καὶ Ἡρώων Αἷμα΄΄ (1907), ΄΄Σαμοθράκη΄΄ (1908), ΄΄Ὅσοι ζωντανοὶ΄΄ (1911), ΄΄Ἑλληνικὸς Πολιτισμὸς΄΄ (1914), γιὰ νὰ ἀναφερθοῦμε στὰ κυριότερα ἔργα του, ἐκφράζει μία δυναμική, ἡρωϊκή, γεμάτη αὐτοπεποίθηση ἑλληνικότητα. Χαρακτηριστικὰ γιὰ τὸν ἀγῶνα ὑπὲρ τῆς Μακεδονίας γράφει: ΄΄ἡ πανώρια τούτη χώρα αἷμα διψᾶ καὶ ἀποζητάει ἀμέτρητα παλληκάρια. Ἀπὸ τὸν βορριὰ πάντα γενεὲς βαρβάρων θὰ πλακώνουν γιὰ νὰ πνίξουν τὴν ἑλληνικὴ τὴ φύτρα. Ἕλληνες, ἡ φύτρα σας σὲ γῆς ἑλληνικὴ γεννιέται, ξεφυτρώνει. Θεριεύει καὶ φυτρώνει. Γενεὲς κλεφτῶν ἂς στέκωνται παντοτεινά, σκοποὶ ἀκούραστοι, στὰ σύνορα τὰ βορεινά, γιὰ νὰ φυλάγουν τὰ Ἑλληνικά, τὰ ἅγια χώματα. Εἶναι ἀνοιγμένος τώρα, μπροστὰ στὰ θολωμένα μάτια σας καὶ στὰ μυαλὰ σας τὰ σκοτισμένα, ἕνας δρόμος ἀληθινός, δρόμος ζωῆς καὶ πολέμου. Ἂν θέλετε, πάρετέ τον. Ἂν δὲν σᾶς ἀρέση πάλι τοῦτος βρίσκονται καὶ ἄλλοι, ἀληθινοὶ καὶ αὐτοί, δρόμοι ζωῆς καὶ πολέμου. Διαλέξετε καὶ πάρετε. Εἰδεμή, σαπίστε ἐκεῖ ποὺ εἶσθε!΄΄. (΄΄Μαρτύρων καὶ Ἡρώων Αἷμα΄΄). Καὶ στὸ βιβλίο του ΄΄Ὁ Ἑλληνισμός μου καὶ οἱ Ἕλληνες΄΄ σημειώνει χαρακτηριστικά: ΄΄περήφανος γιὰ τὴ γενιά μου τὴν ἑλληνική, χαρούμενος, γιατί ἔβλεπα ξάστερα τὸ Ἔθνος μου τυραννισμένο καὶ δυνατὸ καὶ λεπτὸ καὶ ἑφτάψυχο, ἔμορφο στὴ μοναξιά του καὶ στὴν ἐγκατάλειψη. Μ᾿ ἀρέσει νὰ χάνομαι στὶς λεπτομέρειες τῆς ζωῆς του. Βλέπω ἀπὸ τί πέρασε κι ὅμως ζεῖ καὶ θέλει ἀκόμη νὰ ζήσει. Εὐγενικὴ ἡ γενιά μου, εὐγενικὴ ὅσο καὶ τῶν ἄλλων Εὐρωπαίων καὶ εὐγενικώτερη μάλιστα. Τί μιμοῦνται οἱ Ἕλληνες τὶς εὐρωπαϊκὲς συνήθειες καὶ ἰδέες; μεῖς ἔχομε στὸ αἷμα μας ἕναν πολιτισμὸ καλύτερο ἀπὸ κάθε ἄλλον. Ἔπρεπε νὰ εἴμαστε πιὸ διαγνωστικοὶ καὶ νὰ γινώμαστε πιὸ περήφανοι γιὰ τὸν πολιτισμό μας΄΄. ”Ὁ καθένας πρέπει νὰ φαντάζεται πὼς αὐτὸς πρέπει νὰ σώσει τὸ Ἔθνος του. Πρέπει νὰ φαντάζομαι πὼς ἀπὸ μένα μόνον ἐξαρτᾶται ἡ σωτηρία τοῦ Ἔθνους. Νὰ μὴν κοιτάζω τί κάνουν οἱ ἄλλοι καὶ νὰ φαντάζομαι πὼς ἐγὼ ἔχω τὸ μεγάλο χρέος τῆς σωτηρίας΄΄.
Ἐκφραστὴς σημαντικὸς ἐπίσης τῆς πολυσύνθετης, δυναμικῆς καὶ διαχρονικῆς ἑλληνικότητας εἶναι καὶ ὁ μεγάλος Ἐθνικός μας ποιητὴς Κωστῆς Παλαμᾶς (1859-1943). Μέσα ἀπὸ τὶς δύο μεγάλες του ἐπικὲς συνθέσεις, ΄΄ὁ δωδεκάλογος τοῦ γύφτου΄΄ (1907) καὶ ΄΄ἡ φλογέρα τοῦ βασιλιᾶ΄΄ (1910), ὁ ποιητὴς ἐπηρεασμένος ἀπὸ τὸν ἱστορικό του περίγυρο καὶ τὶς ἐθνικὲς περιπέτειες (ἀτυχὴς πόλεμος τοῦ 1897 καὶ ἥττα ἀπὸ τοὺς Τούρκους, προσπάθειες ἐθνικῆς ἀνάτασης καὶ ἀναδιοργάνωσης, ὁ Μακεδονικὸς Ἀγώνας, μεταρρυθμιστικὲς προσπάθειες τῶν ἀρχῶν τοῦ 20ου αἰ., τὸ κίνημα στὸ Γουδὶ ποὺ σάρωσε τὸ παλαιοκομματικὸ σύστημα καὶ ἔφερε στὸ προσκήνιο τὸν Ἐλευθ. Βενιζέλο καὶ νέες πολιτικὲς δυνάμεις) περιγράφει μὲ τόνο ἐπικό, ἱστορικὸ καὶ ἡρωολατρικὸ τὴν πορεία τοῦ ἑλληνικοῦ Ἔθνους στὸ ἔνδοξο παρελθὸν, ἀλλὰ καὶ τὶς ἐθνικὲς ἐπιδιώξεις καὶ ἀγωνίες ἑνὸς σύγχρονου, γεμάτου δυναμισμοῦ καὶ ἡρωϊσμοῦ Ἔθνους πού, ἔχοντας συναίσθηση τῆς ἱστορικῆς του κληρονομιᾶς, διεκδικεῖ καὶ τὴν ἀνάλογη θέση στὶς ἀρχὲς τοῦ 20ου αἰ.
Ὁ Παλαμᾶς στὰ δύο αὐτὰ μεγαλόπνοα ἔργα του ἀναμειγνύει στοιχεῖα τῆς Ἑλληνικῆς ἱστορίας ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα, τὸ Βυζάντιο καὶ τὴν Νεώτερη Ἑλλάδα, τὰ παρουσιάζει ὡς ἕνα σύνολο, ὡς ἔθνος ποὺ βιώνει τὴν ἱστορική του διαχρονία ὡς ζωντανὸ παρόν. Τὰ πάντα συγκινοῦν τὴν ψυχὴ τοῦ ποιητῆ, τὸ κάλλος τοῦ ἀρχαίου κόσμου, ὁ χριστιανισμὸς καὶ ἡ λάμψη τοῦ Βυζαντίου, ἡ ἱστορία, ἡ φύση, ἡ χαρὰ τῆς τέχνης, ὁ ἀνθρώπινος ψυχισμὸς μὲ τὶς συνεχεῖς του διακυμάνσεις. Ὁ ποιητὴς μετατρέπει τὴν ἱστορία σὲ μύθο, τὸ λυρικὸ στοιχεῖο ἀναμειγνύεται μὲ τὸ ἐπικὸ καὶ τὸ δραματικό, ἡ γλῶσσα φανερώνει νέους γλωσσικοὺς θησαυρούς. Ὁ ποιητὴς ξεκινώντας ἀπὸ τὴν ἱστορία τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἀγκαλιάζει τὸν σύγχρονό του κόσμο καὶ ὅλην τὴν ἀνθρωπότητα.
Τὰ συγκεκριμένα ἔργα ἀπογειώνουν τὴν φήμη τοῦ Παλαμᾶ, τὸν ὁδηγοῦν στὶς κορυφὲς τῆς λογοτεχνικῆς μας ζωῆς καὶ τὸν καθιστοῦν ρωμαλέο ἐκφραστὴ τῶν ἐθνικῶν ὁραματισμῶν. Δικαίως τοῦ ἀποδόθηκε ὁ τίτλος τοῦ ΄΄Ἐθνικοῦ μας ποιητῆ΄΄, δευτέρου μετὰ τὸν Σολωμό. Μερικοὶ χαρακτηριστικοὶ στίχοι: ΄΄ἡ μεγαλοσύνη τῶν Ἐθνῶν δὲν μετριέται μὲ τὸ στρέμμα// μόνο μὲ τῆς καρδιᾶς τὸ πύρωμα μετριέται καὶ τὸ αἷμα΄΄, ἐνῶ σὲ ἄλλο σημεῖο ἐξυμνεῖ τὴν ἀθάνατη ἑλληνικὴ ψυχή: ΄΄Ὁ Ἀκρίτας εἶμαι, χάροντα// δὲν περνῶ μὲ τὰ χρόνια, //μ᾿ ἄγγιξες καὶ Δὲ μ᾿ ἔνοιωσες// στὰ μαρμαρένια ἁλώνια,// ἐγὼ εἶμαι ἡ ἀκατάλυτη// ψυχὴ τῶν Σαλαμίνων, // στὴν Ἑφτάλοφην ἔφερα// τὸ σπαθὶ τῶν Ἑλλήνων.// Δὲν χάνομαι στὰ Τάρταρα// μονάχα ξαποσταίνω, //στὴν ζωὴ ξαναφαίνομαι// καὶ λαοὺς ἀνασταίνω΄΄. Δικαίως λοιπόν, ὅταν πέθανε ὁ Παλαμᾶς στοὺς χρόνους τῆς κατοχῆς (1943), ἡ κηδεία του στὴν Ἀθήνα μεταβλήθηκε σὲ μεγάλο ἐθνικὸ γεγονός. Πλήθη λογοτεχνῶν καὶ χιλιάδες κόσμου συνέρρευσαν στὴν κηδεία του ψάλλοντας τὸν Ἐθνικὸ ὕμνο γιὰ νὰ τιμήσουν τὸν Ἐθνικὸ ποιητή, γιὰ τὸν ὁποῖον ὁ Ἄγγελος Σικελιανὸς στὸ ἐπικήδειο ποίημα ποὺ ἐξεφώνησε ΄΄Ἠχῆστε σάλπιγγες!΄΄, εἶπε χαρακτηριστικά: ΄΄σὲ αὐτὸ τὸ φέρετρο ἀκουμπᾶ ἡ Ἑλλάδα΄΄, στὸν Ἐθνικὸ ποιητὴ ποὺ μὲ τοὺς στίχους του λάτρευσε τὴν Ἑλλάδα καὶ ὕμνησε τὸν Ἑλληνισμό.
Μετὰ τὴν Μικρασιατικὴ καταστροφὴ τοῦ 1922 ὁ Ἑλληνισμὸς ἔχοντας ὑποστεῖ μεγάλη ἐθνικὴ καὶ γεωστρατηγικὴ ἥττα, προσπαθεῖ τὴν διάρκεια τοῦ Μεσοπολέμου νὰ ἀνασυνταχθεῖ καὶ νὰ βρεῖ νέο ἐθνικὸ βηματισμό. Μέσα ἀπὸ τὴν λογοτεχνικὴ γενιὰ τῆς δεκαετίας τοῦ 1930 ξεχωρίζει ἡ μορφὴ τοῦ ποιητῆ Ἄγγελου Σικελιανοῦ, ὁ ὁποῖος στὴν δικὴ του σύλληψη περὶ ἑλληνικότητος δίνει προτεραιότητα στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα καὶ στὶς οἰκουμενικὲς πνευματικὲς ἀξίες τοῦ ἀρχαίου Ἑλληνισμοῦ. Ἐπιχειρεῖ μὲ ἐπιτυχία νὰ ἀνασυστήσει τὶς ἀρχαῖες Δελφικὲς ἑορτὲς καὶ δίνει παραστάσεις ἀρχαίου δράματος. Ἄλλωστε, καὶ ὅλη ΄΄ἡ γενιὰ τοῦ ᾿30΄΄, μετὰ τὴν τραυματικὴ ἐμπειρία τοῦ Ἑλληνισμοῦ τὸ 1922 καὶ τὸν ξερριζωμό του ἀπὸ τὶς προγονικές του πατρίδες τῆς ΄΄καθ᾿ ἡμᾶς Ἀνατολῆς΄΄, στρέφεται καὶ ἡ ἴδια περισσότερο πρὸς τὴν Δύση καὶ ἀναδεικνύοντας τὴν σχέση τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδας μὲ τὸν δυτικοευρωπαϊκὸ πολιτισμό. Ἀξιομνημόνευτη ἐξαίρεση ἀποτελεῖ ὁ λογοτέχνης καὶ ἁγιογράφος Φώτης Κόντογλου, καταγόμενος ἀπὸ τὸ Ἀϊβαλὶ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, ὁ ὁποῖος μέσα ἀπὸ τὰ κείμενά του καὶ τὴν ἁγιογραφία παραμένει βαθύτατα Ρωμιός, ἐκφραστὴς ὅλης τῆς ἀνατολικῆς Ὀρθόδοξης πνευματικῆς παραδόσεως, αὐτῆς τῆς ΄΄πονεμένης Ρωμιοσύνης΄΄, ὅπως ὁ ἴδιος τὴν ἀποκαλεῖ, ἐνῶ καὶ μὲ τὴν ἁγιογραφία του στρέφει τὴν τέχνη νὰ ἀνακαλύψει τὶς βυζαντινὲς ρίζες καὶ νὰ ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὶς δυτικὲς τεχνοτροπίες.
Μὲ τὸ στρατιωτικὸ καθεστώς τῆς 4ης Αὐγούστου τοῦ Ἰω. Μεταξᾶ ἐπιχειρεῖται νὰ προβληθεῖ μία ἐθνικὴ ἰδεολογία ποὺ ὀνομάζεται τρίτος Ἑλληνικὸς πολιτισμὸς καὶ βασίζεται σὲ μία Ἑλληνοχριστιανικὴ προσέγγιση τῆς Ἑλληνικότητας.