Η ΕΘΝΙΚΗ ΑΥΤΟΣΥΝΕΙΔΗΣΙΑ ΤΩΝ ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΚΑΙ Η ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΟΥ 1821

Ἀρ­χιμ. Κύ­ριλ­λος Κε­φα­λό­που­λος

 

Με­τὰ τὴν Ἅ­λω­ση τῆς Κων/πό­λε­ως καὶ τὴν κα­τά­λυ­ση κά­θε ἑλ­λη­νι­κῆς κρα­τι­κῆς ὑ­πο­στά­σε­ως ὁ Ἑλ­λη­νι­σμὸς βρέ­θη­κε ὑ­πό­δου­λος σὲ ἕ­να βάρ­βα­ρο καὶ ἀλ­λό­θρη­σκο κα­τα­κτη­τή, ποὺ σά­ρω­σε ὅ­λες τὶς ὑ­πάρ­χου­σες ὀρ­γα­νω­τι­κὲς δο­μὲς τοῦ Γέ­νους. Μό­νον ἡ Ὀρ­θό­δο­ξος Ἐκ­κλη­σί­α μὲ τὸ Οἰ­κου­με­νι­κὸ Πα­τρι­αρ­χεῖ­ο δι­α­σώ­θη­κε με­τὰ τὴν κα­τά­λυ­ση τῆς Βυ­ζαν­τι­νῆς αὐ­το­κρα­το­ρί­ας καὶ ἐ­πε­βί­ω­σε ὡς ὀρ­γα­νω­μέ­νος θε­σμός. Στοὺς δύ­σκο­λους χρό­νους τῆς τουρ­κο­κρα­τί­ας ἡ Ἐκ­κλη­σί­α ἀ­νέ­λα­βε νὰ δι­α­τη­ρή­σει καὶ νὰ δι­α­σώ­σει τὸ Ἑλ­λη­νι­κὸ Ἔ­θνος ἀ­πὸ τὴν ἐ­ξα­φά­νι­ση, τοὺς βί­αι­ους ἐ­ξισ­λα­μι­σμούς, νὰ δι­α­τη­ρή­σει τὴν γλῶσ­σα, τὴν πί­στη, τὰ ἑλ­λη­νι­κὰ καὶ χρι­στι­α­νι­κὰ γράμ­μα­τα μὲ ὅ­σα σχο­λεῖ­α καὶ μὲ με­γά­λες δυ­σκο­λί­ες τῆς ἐ­πέ­τρε­παν οἱ ὀ­θω­μα­νοὶ νὰ λει­τουρ­γεῖ, ἢ ἀ­κό­μη μὲ τὰ κρυ­φὰ σχο­λεῖ­α στὰ Μο­να­στή­ρια καὶ τὶς Ἐκ­κλη­σι­ές, καὶ πα­ραλ­λή­λως νὰ ἀ­γω­νί­ζε­ται νὰ δι­α­τη­ρή­σει στὶς καρ­δι­ὲς τῶν ὑ­πό­δου­λων Ἑλ­λή­νων ἄ­σβε­στη τὴν φλό­γα τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας. Στὰ ἕν­δε­κα προ­ε­πα­να­στα­τι­κὰ κι­νή­μα­τα καὶ ἐ­ξε­γέρ­σεις ποὺ προ­η­γή­θη­σαν τοῦ 1821, ὁ ρό­λος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ὑ­πῆρ­ξε κα­θο­ρι­στι­κὸς καὶ πρω­τα­γω­νι­στι­κός. Σύμ­φω­να μὲ τὸν Ἐμ­μαν. Ξάν­θο, ἐκ τῶν ἱ­δρυ­τῶν τῆς Φι­λι­κῆς Ἑ­ται­ρεί­ας, ΄΄τὴν Ἐ­πα­νά­στα­σιν ἐ­ξε­κί­νη­σαν καὶ ἐ­νε­ψύ­χω­σαν ὅ­λοι σχε­δὸν οἱ ἐκ τοῦ ἱ­ε­ρα­τι­κοῦ τάγ­μα­τος ἄ­νευ τῶν ὁ­ποί­ων ὁ λα­ὸς δὲν ἤ­θε­λε κι­νη­θῆ…΄΄. Ὁ Ἀ­γώ­νας ἦ­ταν γιὰ ἐ­λευ­θε­ρί­α πί­στε­ως καὶ Πα­τρί­δος. ΄΄Ἡ Ἐ­λευ­θε­ρί­α, ποὺ γι᾿ αὐ­τὴ θυ­σι­α­ζόν­τα­νε, δὲν ἤ­τα­νε κά­ποι­α ἀ­κα­θό­ρι­στη θε­ό­τη­τα, ἀλ­λὰ ἤ­τα­νε ὁ ἴ­διος ὁ Χρι­στός, ποὺ γι᾿ αὐ­τὸν εἶ­πε ὁ Ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος ὅ­τι ὅ­που τὸ Πνεῦ­μα τοῦ Κυ­ρί­ου, ἐ­κεῖ εἶ­ναι καὶ ἡ ἐ­λευ­θε­ρί­α. Καὶ ἀλ­λοῦ λέ­γει: ΄΄στα­θεῖ­τε στε­ρε­ὰ στὴν ἐ­λευ­θε­ρί­α, ποὺ σᾶς χά­ρι­σε ὁ Χρι­στὸς καὶ μὴν πέ­σε­τε πά­λι στὸν ζυ­γὸ τῆς δου­λεί­ας, για­τί γιὰ τὴν ἐ­λευ­θε­ρί­α σᾶς κά­λε­σε΄΄. Γιὰ τοῦ­το εἶ­ναι ἁ­γι­α­σμέ­νη ἡ ἑλ­λη­νι­κὴ Ἐ­πα­νά­στα­ση, καὶ ἁ­γι­α­σμέ­νοι οἱ πο­λε­μι­στές της΄΄. (Φ. Κόν­το­γλου).

Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α δι­α­τή­ρη­σε τὸ ὑ­πό­δου­λο Ἔ­θνος καὶ πρω­τα­γω­νί­στη­σε στὸν ἀ­γῶνα ὑ­πὲρ τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας σὲ ὅ­λα τὰ προ­ε­πα­να­στα­τι­κὰ κι­νή­μα­τα. Οἱ ἱ­στο­ρι­κοί τῆς πε­ρι­ό­δου αὐ­τῆς τό­νι­σαν τὸν πρω­τα­γω­νι­στι­κὸ ρό­λο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Ὁ ἱ­στο­ρι­κός τῆς Ἑλ­λη­νι­κῆς Ἐ­πα­να­στά­σε­ως Σπ. Τρι­κού­πης γρά­φει: ΄΄δὲν δυ­νά­με­θα νὰ μὴν θαυ­μά­σω­μεν τὸν μέ­γαν χα­ρα­κήρα, ὅν ὁ κλῆ­ρος, ὁ θεῖ­ος τῷ ὄν­τι κλῆ­ρος, καὶ οἱ ἄρ­χον­τες ἐ­πέ­δει­ξαν. Ἐν μέ­σῳ τῶν δε­σμῶν καὶ τῶν βα­σά­νων, κα­τ᾿ ἔμ­προ­σθεν τῆς ἐ­πο­νει­δί­στου ἀγ­χό­νης καὶ ὑ­πὸ τὴν ἀν­θρω­πο­κτό­νον ἀ­ξί­νην, πολ­λοὶ ἐξ αὐ­τῶν πα­ρορ­μῶν­το νὰ ἀρ­νη­θῶ­σι τὸν Χρι­στὸν καὶ τὴν Ἑλ­λη­νι­κὴν Πα­τρί­δα. Πρὸς δι­α­φύ­λα­ξιν τῆς ζω­ῆς καὶ ἀ­πό­λαυ­σιν πολ­λῶν ἄλ­λων ἀ­γα­θῶν ἐ­πι­γεί­ων, ἀλ­λ᾿ ὅ­λοι μέ­χρις ἑ­νὸς ἐ­προ­τί­μη­σαν τὰς βα­σά­νους καὶ τὸν θά­να­τον΄΄.

Ὁ Διον. Κόκ­κι­νος στὴν δι­κή του Ἱ­στο­ρί­α τῆς Ἑλ­λη­νι­κῆς Ἐ­πα­να­στά­σε­ως ἀ­να­φέ­ρει: ΄΄Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α καὶ ὁ κλῆ­ρος της ὑ­πῆρ­ξεν ὁ ὁ­δη­γὸς καὶ τὸ στή­ριγ­μα τῆς Φυ­λῆς σὲ ὅ­λη τὴν μα­κραί­ω­να δου­λεί­αν καὶ εἰς ὅ­λην τὴν ἐ­θνε­γερ­σί­αν. Ὁ πα­πᾶς κά­τω ἀ­πὸ τὰ ρά­κη τοῦ ρά­σου του κρα­τεῖ τὸ Ψαλ­τή­ρι καὶ πη­γαί­νει νὰ μά­θη τὰ παι­διά, ποὺ τὸν πε­ρί­με­ναν, νὰ δι­α­βά­σουν. Ὁ­μι­λεῖ ἀ­κό­μη εἰς τὰ παι­διὰ καὶ διὰ τοὺς με­γά­λους ἀν­θρώ­πους, ὅ­που ἐ­δό­ξα­σαν ἄλ­λο­τε αὐ­τὸν τὸν τό­πον. Δι­δά­σκει τὴν ὅ­λην ἱ­στο­ρί­αν, ποὺ γνω­ρί­ζει καὶ αὐ­τός. Τὸ κρυ­φὸ σχο­λει­ὸ δὲν εἶ­ναι θρύ­λος. Τὸ συ­νε­τή­ρη­σε, πα­ρὰ τὶς κα­τα­δι­ώ­ξεις, ὁ βα­θύ­τα­τος πό­θος τοῦ τυ­ραν­νου­μέ­νου Ἔ­θνους νὰ ὑ­πάρ­ξη΄΄. Ὁ Κ. Βο­βο­λί­νης στὸ ἔρ­γο του ΄΄Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α εἰς τὸν Ἀ­γῶνα τῆς Ἐ­λευ­θε­ρί­ας΄΄ ἐ­πι­ση­μαί­νει ὅ­τι στὴν Ἐ­πα­νά­στα­ση τοῦ 1821 ΄΄ὑ­πῆρ­ξε ἡ κα­θο­λι­κὴ συμ­με­το­χὴ τοῦ κλή­ρου. Ἐ­μά­χον­το ἐξ ἴ­σου καὶ ὁ ἁ­πλοῦς ἐ­φη­μέ­ριος τοῦ χω­ριοῦ, ὁ ἱ­ε­ρο­μό­να­χος καὶ αἱ κο­ρυ­φαὶ τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἀ­πὸ τῆς ὑ­πά­της κο­ρυ­φῆς μέ­χρι τὸν Ἐπί­σκο­πον καὶ τοῦ ἐ­λα­χί­στου τμή­μα­τος τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς Πα­τρί­δος΄΄. Κα­τὰ τὴν πε­ρί­ο­δο τῶν ἐ­ξε­γέρ­σε­ων καθ­᾿ ὅ­λην τὴν Τουρ­κο­κρα­τί­α μαρ­τύ­ρη­σαν, σκο­τώ­θη­καν ἢ πέ­θα­ναν πο­λε­μών­τας 11 Πα­τριά­ρχες, 100 Ἐ­πί­σκο­ποι καὶ 10.000 πε­ρί­που κλη­ρι­κοὶ. ΄΄Μά­χου ὑ­πὲρ Πί­στε­ως καὶ Πα­τρί­δος΄΄ ἦ­ταν τὸ γε­νι­κὸ σύν­θη­μα, ὅ­πως τὸ προ­τάσ­σει καὶ ὁ Δ. Ὑ­ψη­λάν­της στὴν Δι­α­κή­ρυ­ξή του πρὸς τοὺς ἐ­πα­να­στα­τη­μέ­νους Ἕλ­λη­νες.

Γρά­φει ὁ Φ. Κόν­το­γλου: ΄΄καὶ πρὶν γί­νει ἡ Ἐ­πα­νά­στα­ση, χι­λιά­δες Νε­ο­μάρ­τυ­ρες μαρ­τυ­ρή­σα­νε γιὰ τὴν πί­στη, κι ὕ­στε­ρα ἤρ­θα­νε οἱ ἁρ­μα­τωλοί. Οἱ Δε­σπο­τά­δες, οἱ πα­πᾶδες καὶ οἱ κα­λό­γε­ροι εἴ­χα­νε γί­νει σὰν τοὺς Προ­φῆ­τες, ποὺ ὁ­δη­γού­σα­νε τὸν νέ­ον Ἰσ­ρα­ὴλ στὴ Γῆ τῆς Ἐ­παγ­γε­λί­ας. Οἱ ἁρ­μα­τωλοὶ γι­νή­κα­νε σὰν Ἀσκη­τὲς καὶ ψέλ­να­νε πά­νω στὰ με­τε­ρί­ζια, καὶ ξε­στη­θί­ζα­νε τὸ Ψαλ­τή­ρι γιὰ πα­ρη­γο­ριά, καὶ μὲ τὰ χα­ϊ­μα­λιὰ στὸ στῆ­θος, ποὺ πα­ρι­στά­να­νε τὸν Χρι­στό, τὴν Πα­να­γιά, τὸν ἁη-Γι­ώρ­γη, τὸν ἁη-Δη­μή­τρη. Γιὰ φυ­λα­χτὸ εἴ­χα­νε ἢ τί­μιο ξύ­λο ἢ ἅ­γιο Λεί­ψα­νο ἢ ἕ­να κομ­μά­τι ἀ­πὸ πα­λι­ο­ρά­σο τοῦ ἁ­γί­ου Κο­σμᾶ΄΄.

Μὲ αὐ­τὲς τὶς ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κὲς καὶ ἀ­γω­νι­στι­κὲς προ­ϋ­πο­θέ­σεις ξε­κι­νοῦ­σε κά­θε ἐ­ξέ­γερ­ση τῶν Ἑλ­λή­νων. Καὶ ὅ­μως, αὐ­τὰ ποὺ ἡ ἱ­στο­ρι­κὴ πραγμ­α­τι­κό­τη­τα βε­βαι­ώ­νει, καὶ τὸ ὁ­μο­λο­γοῦν οἱ ἴ­διοι οἱ ­πρω­τα­γω­νι­στές, οἱ ἀ­γω­νι­στὲς τοῦ 1821, βρέ­θη­καν ἄν­θρω­ποι ἐ­πη­ρε­α­σμέ­νοι ἀ­πὸ τὴν Δύ­ση, ἀ­πὸ τὰ ΄΄ἄ­θε­α φῶ­τα τοῦ Δι­α­φω­τι­σμοῦ΄΄, νὰ ἀμ­φι­σβη­τή­σουν ἢ ἀ­κό­μη χει­ρό­τε­ρο νὰ δι­α­γρά­ψουν τε­λεί­ως τὴν προ­σφο­ρὰ τῆς Ἐ­κλη­σί­ας στὴν ἐ­θνι­κὴ αὐ­το­συ­νει­δη­σί­α καὶ ἐ­λευ­θε­ρί­α γιὰ τοὺς ἀ­γῶ­νες τοῦ Ἔ­θνους, καὶ νὰ ἀ­να­κα­λύ­πτουν τα­ξι­κὰ ἢ οἰ­κο­νο­μι­κὰ κί­νη­τρα καὶ αἴ­τια πί­σω ἀ­πὸ τὴν Ἐ­πα­νά­στα­ση. ΄΄Τὸ ὑ­πὲρ Πί­στε­ως καὶ Πα­τρί­δος΄΄, ποὺ ἦ­ταν τὸ μυ­ρι­ό­στο­μο σύν­θη­μα στὰ χεί­λη τῶν ἀ­γω­νι­στῶν, θέ­λουν νὰ τὸ ξεχνοῦν. Ἂς δοῦ­με τί ἀ­πάν­τη­ση δί­νει σὲ αὐ­τοὺς τοὺς νε­ω­τε­ρι­κοὺς δι­α­στρε­βλω­τὲς τῆς ἱ­στο­ρι­κῆς πραγ­μα­τι­κό­τη­τας ὁ Μα­κρυ­γιά­ννης. ΄΄…καὶ βρί­ζουν, οἱ που­λη­μέ­νοι στοὺς ξέ­νους, καὶ τοὺς πα­πᾶδες μας, ὅ­που τούς ζυ­γί­ζουν ἄ­ναν­δρους καὶ ἀ­πό­λε­μους. Ἐ­μεῖς τοὺς πα­πᾶδες τοὺς εἴ­χα­μεν μα­ζὶ εἰς κά­θε με­τε­ρί­ζι, εἰς κά­θε πό­νον καὶ δυ­στυ­χί­αν. Ὄ­χι μό­νον γιὰ νὰ βλο­γᾶ­νε τὰ ὅπλα τὰ ἱ­ε­ρά, ἀλ­λὰ καὶ αὐ­τοὶ μὲ του­φέ­κι καὶ γι­α­τα­γά­νι, πο­λε­μών­τας ὡ­σὰν λε­ον­τά­ρια. Ντρο­πὴ Ἕλ­λη­νες΄΄. Γιὰ τὰ κί­νη­τρα ὅ­σων ἀμ­φι­σβη­τοῦν τὴν ἀ­γω­νι­στι­κὴ προ­σφο­ρὰ τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας γιὰ ἐ­θνι­κὴ ἐ­λευ­θε­ρί­α γρά­φει ὁ Φ. Κόν­το­γλου (σὲ ἄρ­θρο του στὴν ἐ­φη­με­ρί­δα ΄΄Ἐ­λευ­θε­ρί­α΄΄): ΄΄ὁ στό­χος τους εἶ­ναι πάν­τα ὁ ἴ­διος, νὰ σβή­σουν τὴν Ὀρ­θο­δο­ξί­α καὶ νὰ δυ­τι­κο­ποι­ή­σουν τὴν Ἑλ­λά­δα. Ἡ εἴ­σο­δός μας στὴν Εὐ­ρω­πα­ϊ­κὴ Ἕ­νω­ση ἀ­πο­τε­λεῖ τὴν τε­λευ­ταί­α πρά­ξη μί­ας μα­κραί­ω­νης δι­ερ­γα­σί­ας γιὰ τὴν κα­τα­στρο­φὴ τοῦ Ἑλ­λη­νι­σμοῦ καὶ κα­τ᾿ ἐ­πέ­κτα­ση ὅ­λης τῆς Ρω­μαΐικης πα­ρα­δό­σε­ως, ποὺ κέν­τρο ἔ­χει τὸν Θε­άν­θρω­πο. Τὸ Γέ­νος μας εὑ­ρί­σκε­ται στὴ με­γα­λύ­τε­ρη αἰχ­μα­λω­σί­α ὅ­λων τῶν αἰ­ώ­νων΄΄.

Ὡ­στό­σο, ἡ Ἐκ­κλη­σί­α ἦ­ταν ἐ­κεί­νη ποὺ προ­ε­τοί­μα­ζε πνευ­μα­τι­κά τούς ὑ­πό­δου­λους γιὰ τὴν ἐ­λευ­θε­ρί­α. Πα­τριά­ρχες καὶ Μη­τρο­πο­λί­τες ἵ­δρυ­αν σχο­λὲς ἀ­νώ­τε­ρες καὶ σχο­λεῖ­α ὅ­που τὸ ἐ­πέ­τρε­παν οἱ συν­θῆ­κες καὶ ὁ βάρ­βα­ρος κα­τα­κτη­τής. Ἡ παι­δεί­α τοῦ ὑ­πό­δου­λου Ἔθνους εἶ­χε χα­ρα­κτή­ρα θρη­σκευ­τι­κό. Μὲ τὴν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κὴ λα­τρευ­τι­κὴ γλῶσ­σα τῶν ὕ­μνων δι­α­τη­ροῦ­σε ζων­τα­νὴ τὴν ἑλ­λη­νι­κὴ γλῶσ­σα, μὲ τὸ Ψαλ­τή­ρι καὶ τὴν Ὀ­κτώ­η­χο ὁ ἁ­πλὸς πα­πᾶς μά­θαι­νε στὰ ἑλ­λη­νό­που­λα τὰ πρῶ­τα τους γράμ­μα­τα, μὲ τοὺς θρη­σκευ­τι­κοὺς συμ­βο­λι­σμοὺς τῶν ἑ­ορ­τῶν κρα­τοῦ­σε τὴν ἐλ­πί­δα γιὰ ἐ­θνι­κὴ ἀ­νά­στα­ση ζων­τα­νή. Λ.χ. στί­χοι ἀ­πὸ τοὺς ψαλ­μοὺς ὅ­πως ΄΄ἀ­να­στή­τω ὁ Θε­ὸς καὶ δι­α­σκορ­πι­σθή­τω­σαν οἱ ἐ­χθροὶ αὐ­τοῦ…΄΄ ἤ τὸ ΄΄κα­θεῖ­λε δυ­νά­στας ἀ­πὸ θρό­νων καὶ ὕ­ψω­σεν τα­πει­νοὺς΄΄ ὁ ὑ­πό­δου­λος Ἕλ­λη­νας ἐ­ξέ­φρα­ζε τὸν πό­θο του γιὰ ἀ­πε­λευ­θέ­ρω­ση ἀ­πὸ τὸν βάρ­βα­ρο Τοῦρ­κο δυ­νά­στη. Μὲ τὰ σχο­λεῖ­α ποὺ ἵ­δρυ­σε ὁ ἅ­γιος Κο­σμᾶς ὁ Αἰ­τω­λὸς ­κατέ­στη νέ­ος Ἐ­θνα­πό­στο­λος ποὺ δι­έ­σω­σε τὴν βο­ρει­ο­δυ­τι­κὴ Ἑλ­λά­δα, Μα­κε­δο­νί­α, Ἤ­πει­ρο, ἀ­πὸ τὸν ἐ­ξισ­λα­μι­σμὸ καὶ τὸν ἐ­κτουρ­κι­σμό.

Οἱ Νε­ο­μάρ­τυ­ρες, κλη­ρι­κοὶ καὶ λα­ϊ­κοί, ἦσαν σύμ­βο­λα πνευ­μα­τι­κῆς καὶ ἐ­θνι­κῆς ἀν­τί­στα­σης, ποὺ θυ­σι­ά­ζον­ταν γιὰ πί­στη στὸν Χρι­στὸ καὶ ἐ­λευ­θε­ρία­, ἀρ­νού­με­νοι νὰ τουρ­κέ­ψουν, πα­ρὰ τὶς ἀ­φό­ρη­τες πι­έ­σεις καὶ τὶς δε­λε­α­στι­κὲς ὑ­πο­σχέ­σεις ποὺ ἐ­ναλ­λάσ­σον­το μὲ φρι­κτὰ βα­σα­νι­στή­ρια. Γιὰ τὸν λα­ὸ ἦσαν ἥ­ρω­ες τῆς πί­στε­ως καὶ τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας, Ἅγιοι καὶ ἀ­γω­νι­στές. Γρά­φει ὁ σεβ. Μη­τρο­πο­λί­της Ναυ­πά­κτου κ. Ἱε­ρό­θε­ος ὅ­τι ΄΄ἡ  Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α μὲ τὴν λα­τρεί­α της καὶ κυ­ρί­ως μὲ τὴν ἡ­συ­χα­στι­κή της πα­ρά­δο­ση ἀ­νέ­δει­ξε τοὺς Νε­ο­μάρ­τυ­ρες, τοὺς ὁ­ποί­ους μπο­ροῦ­με νὰ θε­ω­ρή­σου­με ὡς τοὺς πραγ­μα­τι­κοὺς ἀν­τι­στα­σια­κούς τῆς ἐ­πο­χῆς ἐ­κεί­νης, συ­νε­τέ­λε­σε πά­ρα πο­λὺ στὴν δι­α­τή­ρη­ση τῆς αὐ­το­συ­νει­δη­σί­ας τοῦ Γέ­νους καὶ ἀ­πο­δεί­χθη­κε μί­α με­γά­λη πνευ­μα­τι­κὴ ΄΄βόμ­βα΄΄, ποὺ ἀ­να­τί­να­ξε τὴν σκλα­βιὰ΄΄.

Κα­θ᾿ ὅ­λην τὴν διά­ρκεια τῆς προ­ε­τοι­μα­σί­ας τοῦ 1821 καὶ σὲ ὅ­λες τὶς πο­λε­μι­κὲς ἐ­νέρ­γει­ες ὁ Ὀρ­θό­δο­ξος ἱ­ε­ρέ­ας ἦ­ταν στὴν πρώ­τη γραμ­μὴ τοῦ Ἀ­γῶ­νος, μα­χη­τὴς καὶ ἐμ­ψυ­χω­τής. Στὶς ἀρ­χὲς τῆς Ἐ­πα­νά­στα­σης ἡ Ἑλ­λη­νορ­θό­δο­ξος Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­χε 200 Ἀρ­χι­ε­ρεῖς, ἐκ τῶν ὁ­ποί­ων οἱ 81 ἦ­σαν ἐ­πι­σή­μως μυ­η­μέ­νοι στὴν Φι­λι­κὴ Ἑ­ται­ρεί­α, καὶ πολ­λοὶ ἄλ­λοι γνώ­ρι­ζαν καὶ στή­ρι­ζαν τοὺς σκο­πούς της. Κα­τὰ τὸν Ἀ­γῶ­να 45 Ἀρ­χι­ε­ρεῖς θυ­σι­ά­σθη­καν εἴ­τε πε­θαί­νον­τας ἀ­πὸ τὰ βα­σα­νι­στή­ρια στὶς τουρ­κι­κὲς φυ­λα­κὲς, εἴ­τε σκο­τώ­θη­καν στὶς πο­λε­μι­κὲς συγ­κρού­σεις (ἐ­φημ. ΄΄Ὀρ­θό­δο­ξος Τύ­πος΄΄, 31-3-2006). Πρῶ­τος Ἐθνο­μάρ­τυς ὁ Οἰ­κου­με­νι­κὸς Πα­τριά­ρχης Γρη­γό­ριος ὁ Ε’ μα­ζὶ μὲ τοὺς συ­νο­δι­κοὺς Ἀρ­χι­ε­ρεῖς. Ὅ­ταν ξέ­σπα­σε ἡ ἐ­πα­νά­στα­ση στὴν Μο­λ­δο­βλα­χί­α, ἤ­ξε­ρε πὼς πρῶ­τος αὐ­τὸς θὰ ἔ­χα­νε τὴν ζω­ή του. Δὲν ἔ­φυ­γε. Ἀν­τι­θέ­τως, προ­σπά­θη­σε νὰ με­σο­λα­βή­σει στὸν μου­σουλ­μά­νο θρη­σκευ­τι­κὸ ἡ­γέ­τη τῆς Πό­λης νὰ μὴν ἐκ­δο­θεῖ θρη­σκευ­τι­κὴ ὁ­δη­γί­α γιὰ σφα­γὲς Χρι­στια­νῶν, καὶ ὑ­πὸ τὴν πί­ε­ση τοῦ σουλ­τά­νου ὑ­πέ­γρα­ψε ΄΄ἀ­φο­ρι­σμὸ΄΄ τοῦ Ἀ­λεξ. Ὑ­ψη­λάν­τη, γιὰ τὸν ὁ­ποῖ­ον ὁ ἴ­διος ὁ Ὑ­ψη­λάν­της ἔ­γρα­φε στοὺς Ἕλ­λη­νες ὁ­πλαρ­χη­γοὺς: ΄΄νὰ τὰ θε­ω­ρεῖ­τε ἄ­κυ­ρα, κα­θ᾿ ὅ­τι γί­νον­ται μὲ βί­αν καὶ δυ­να­στεί­αν καὶ ἄ­νευ τῆς θε­λή­σε­ως τοῦ Πα­τριά­ρχου…΄΄. Πα­ρ᾿ ὅ­λες τὶς κα­τευ­να­στι­κὲς προ­σπά­θει­ες τοῦ Γρη­γο­ρί­ου τοῦ Ε’, δὲν ἀ­πο­σω­βή­θη­καν οἱ σφα­γὲς Χρι­στια­νῶν στὴν Πό­λη καὶ τὴν Μι­κρὰ Ἀ­σί­α, ἐ­νῶ καὶ ὁ ἴ­διος ὁ Πα­τριά­ρχης ἐ­κτε­λέ­στη­κε τὴν ἡ­μέ­ρα τοῦ Πά­σχα διὰ ἀ­παγ­χο­νι­σμοῦ, τὸ σκή­νω­μά του βε­βη­λώ­θη­κε ἀ­πὸ τοὺς Ἑ­βραί­ους ποὺ τὸ ἔ­σερ­ναν στοὺς λα­σπω­μέ­νους δρό­μους τῆς Πό­λης καὶ τε­λι­κῶς τὸ πέ­τα­ξαν στὴν θά­λασ­σα.

Ὁ πα­λαι­ῶν Πα­τρῶν Γερ­μα­νός, στὶς 25 Μαρ­τί­ου ἔ­στη­σε στὴν πλα­τεί­α Ἁ­γί­ου Γε­ωρ­γί­ου σταυ­ρὸ στὸν ὁ­ποῖ­ον ὁρ­κί­σθη­καν οἱ ἀ­γω­νι­στὲς΄΄.

Ἐ­λευ­θε­ρί­α ἢ θά­να­τος΄΄. Ὁ Γερ­μα­νὸς ἀ­νέ­λα­βε τι­μη­τι­κῶς τὴν προ­ε­δρί­α τῆς ἐ­πα­να­στα­τι­κῆς ἐ­πι­τρο­πῆς. Γνω­στὸς ὁ φλο­γε­ρὸς ἀρ­χι­μαν­δρί­της Γρη­γό­ριος Δί­και­ος ἢ Πα­πα­φλέσ­σας, ποὺ εἶ­χε με­γά­λη δρά­ση στὴν ὀρ­γά­νω­ση τῆς ἐ­ξε­γέρ­σε­ως, τὴν μύ­η­ση στὴν Φι­λι­κὴ Ἑ­ται­ρεί­α, τὴν με­τα­φο­ρὰ πο­λε­μο­φο­δί­ων. Πο­λέ­μη­σε ἡ­ρωϊκὰ καὶ σκο­τώ­θη­κε στὸ Μα­νιά­κι, προ­κα­λών­τας τὸν θαυ­μα­σμὸ τοῦ Ἰμ­πρα­ΐμ. Στὴν πο­λι­ορ­κί­α τοῦ Με­σο­λογ­γί­ου ὁ Ἐπί­σκο­πος Ἰ­ω­σὴφ Ρω­γῶν μὲ τὴν σε­βά­σμια μορ­φὴ του ἐμ­ψύ­χω­νε τοὺς πο­λι­ορ­κη­μέ­νους, τοὺς πα­ρη­γο­ροῦ­σε καὶ τοὺς ἐ­νί­σχυ­ε στὴν πί­στη τοῦ Χρι­στοῦ, κοι­νω­νοῦ­σε, ἐ­ξο­μο­λο­γοῦ­σε τοὺς ἀ­γω­νι­στές, ἀ­πὸ τὴν Θεί­α Λει­τουρ­γί­α πή­γαι­νε στὰ πο­λε­μι­κὰ συμ­βού­λια, ὑ­πεν­θύ­μι­ζε τὸ χρέ­ος καὶ τὴν θυ­σί­α πρὸς τὴν Πα­τρί­δα, ἔ­λυ­νε μι­κρο­δι­α­φω­νί­ες καὶ συμ­φι­λί­ω­νε, ἔ­τρε­χε στοὺς προ­μα­χῶ­νες καὶ στὶς γραμ­μὲς τῆς μά­χης με­τα­φέ­ρον­τας πο­λε­μο­φό­δια, χτί­ζον­τας τὰ γκρε­μι­σμέ­να τεί­χη, δί­νον­τας ἐλ­πί­δα καὶ πί­στη στὴν πο­λε­μι­κὴ προ­σπά­θεια. Μα­ζί του συμ­πα­ρα­στά­τες καὶ οἱ ἄλ­λοι ἱ­ε­ρεῖς τοῦ Με­σο­λογ­γί­ου.

Ὁ Ἀ­θαν. Διᾶ­κος (ἦ­ταν δι­ά­κο­νος) πο­λέ­μη­σε ἡ­ρω­ϊκὰ στὴν Ἀ­λα­μά­να, καὶ σου­βλί­σθη­κε γιὰ τὴν πί­στη του. Ὁ Ἐπί­σκο­πος Σα­λώ­νων Ἡ­σα­ΐ­ας μα­ζὶ μὲ τὸν Ἐπί­σκο­πο Τα­λαν­τί­ου Νε­ό­φυ­το κή­ρυ­ξαν ἐ­πι­σή­μως τὴν ἔ­ναρ­ξη τῆς ἐ­πα­να­στά­σε­ως στὴν Στε­ρε­ὰ μὲ Δο­ξο­λο­γί­α στὴν Μο­νὴ Ὁ­σί­ου Λου­κᾶ στὴν Βοι­ω­τί­α εὐ­λο­γών­τας τὰ ὅπλα καὶ τὴν ἐ­πα­να­στα­τι­κὴ ση­μαί­α τοῦ Διά­κου (λευ­κὴ μὲ σταυ­ρὸ καὶ τὴν εἰ­κό­να τοῦ Ἁ­γί­ου Γε­ωρ­γί­ου καὶ μὲ τὴν φρά­ση ἐ­λευ­θε­ρί­α ἢ θά­να­τος). Ἐ­πί­σης ὁ θρυ­λι­κὸς ὁ­πλαρ­χη­γὸς πα­πα- Θύ­μιος Βλα­χά­βας. Αὐ­τοὶ εἶ­ναι με­ρι­κοὶ ἀ­πὸ τοὺς πολ­λοὺς κλη­ρι­κοὺς ποὺ πλά­ϊ στὸν λα­ὸ πο­λέ­μη­σαν καὶ πέ­θα­ναν στὸν Ἀ­γῶνα. Οἱ πρῶ­τοι ποὺ πλή­ρω­ναν τὸν θυ­μὸ καὶ τὸ μί­σος τῶν Τούρ­κων ἦ­σαν οἱ Ἀρ­χι­ε­ρεῖς, οἱ πνευ­μα­τι­κοὶ ἡ­γέ­τες τοῦ Ἔθνους. Αὐ­τοὺς πρῶ­τα συ­νε­λάμ­βα­ναν, φυ­λά­κι­ζαν, καὶ θα­νά­τω­ναν μὲ φρι­κτὰ βα­σα­νι­στή­ρια, ὅ­πως στὴν Τρι­πο­λι­τσὰ καὶ τὴν Κων/πολη μὲ τὴν ἔ­ναρ­ξη τῆς Ἐ­πα­να­στά­σε­ως. Ἀλ­λὰ καὶ τὰ Μο­να­στή­ρια κα­θ᾿ ὅ­λην τὴν Τουρ­κο­κρα­τί­α καὶ στὸ 1821 ἀ­πε­τέ­λε­σαν τὰ κα­τα­φύ­για πα­ρη­γο­ριᾶς, βο­ή­θειας τῶν πτω­χῶν καὶ δυ­στυ­χι­σμέ­νων ρα­γιά­δων, ἀλ­λὰ καὶ τό­ποι ποὺ ἔ­κρυ­βαν πο­λε­μο­φό­δια, πε­ρι­έ­θαλ­παν τραυ­μα­τί­ες καὶ ἐ­νί­σχυ­αν τοὺς ὁ­πλαρ­χη­γούς. Καὶ αὐ­τὸ τὸ ἐ­γνώ­ρι­ζαν κα­λὰ οἱ Τοῦρ­κοι.

Ὅ­λο τὸ Ἔ­θνος πο­λε­μοῦ­σε τὸ 1821 γιὰ πί­στη καὶ ἐ­λευ­θε­ρί­α. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ εἶ­ναι τὰ δύ­ο ἀ­κό­λου­θα Δη­μο­τι­κὰ τρα­γού­δια τῆς ἐ­πο­χῆς: ΄΄γιὰ τῆς πα­τρί­δος τὴν ἐ­λευ­θε­ρί­αν// γιὰ τοῦ Χρι­στοῦ τὴν πί­στιν τὴν ἁ­γί­αν,// γι᾿ αὐ­τὰ τὰ δύ­ο πο­λε­μῶ,// μ᾿ αὐ­τὰ νὰ ζή­σω ἐ­πι­θυ­μῶ// κι ἂν δὲν τὰ ἀ­πο­κτή­σω// τί μ᾿ ὠ­φε­λεῖ νὰ ζή­σω;”….. ΄΄χα­ρὰ ποὺ τὄχουν τὰ βου­νὰ// τὰ κά­στρα πε­ρη­φά­νεια// για­τί γι­ορ­τά­ζει ἡ Πα­να­γιὰ// γι­ορ­τά­ζει καὶ ἡ Πα­τρί­δα/ νὰ βλέ­πης διάκους μὲ σπα­θιὰ/ πα­πᾶδες μὲ ντου­φέ­κια// νὰ βλέ­πης καὶ τὸ Γερ­μα­νὸ// τῆς Πά­τρας τὸ Δε­σπό­τη// πὼς εὐ­λο­γά­ει τ᾿ ἅρ­μα­τα/ κι εὔ­χε­ται τοὺς λε­βέν­τες΄΄. Μέ­σα ἀ­πὸ τὰ δύ­ο αὐ­τὰ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ Δη­μο­τι­κὰ τρα­γού­δια ἡ λα­ϊ­κὴ συ­νεί­δη­ση ἐκ­φρά­ζει τὴν ἐ­θνι­κή της αὐ­το­γνω­σί­α, ὅ­τι ὁ Ἀ­γῶ­νας γί­νε­ται γιὰ ἐ­θνι­κὴ καὶ θρη­σκευ­τι­κὴ ἀ­νε­ξαρ­τη­σί­α καὶ ἐ­λευ­θε­ρί­α, καὶ ὅ­τι στὴν προ­σπά­θεια αὐ­τὴ συ­με­τέ­χουν ὅ­λες οἱ δυ­νά­μεις τοῦ Ἔθνους. Σα­φῶς οἱ ἀ­γω­νι­στὲς τοῦ 1821 ἔ­χουν ξε­κά­θα­ρη ἀν­τί­λη­ψη γιὰ τὰ στοι­χεῖ­α ποὺ συν­θέ­τουν τὴν ἑλ­λη­νι­κό­τη­τά τους.

Αὐ­τὸν τὸν δι­φυ­ῆ ἐ­θνι­κο­θρη­σκευ­τι­κὸ χα­ρα­κτή­ρα τῆς ἐ­θνι­κῆς αὐ­το­συ­νει­δη­σί­ας ποὺ ἐ­ξέ­φρα­ζε τὸν ἀ­δι­άρ­ρη­κτο σύν­δε­σμο Ἐκ­κλη­σί­ας καὶ Ἔ­θνους στὴν ὅ­λη προ­σπά­θεια τῆς Ἐ­θνε­γέρ­σε­ως ἀ­να­γνω­ρί­ζουν καὶ ἀ­πο­δέ­χον­ται δι­α­κε­κρι­μέ­νοι Ἕλ­λη­νες κα­θη­γη­τὲς Πα­νε­πι­στη­μί­ου καὶ σε­βα­στὲς προ­σω­πι­κό­τη­τες. Πα­ρα­θέ­του­με ἐν­δει­κτι­κῶς τὶς γνῶ­μες με­ρι­κῶν ἐξ αὐ­τῶν ποὺ ἐ­πι­βε­βαι­ώ­νουν τὰ ἀ­νω­τέ­ρω.

Ὁ πρω­το­πρε­σβύ­τε­ρος Γ. Με­ταλ­λη­νός, κα­θη­γη­τὴς Πα­νε­πι­στη­μί­ου, γρά­φει γιὰ τὴν πί­στη τῶν ἀ­γω­νι­στῶν τοῦ 1821 (ἐ­φημ. ΄΄Ὀρ­θό­δο­ξος Τύ­πος΄΄, 31-3-2006): ΄΄ὁ ὑ­πό­δου­λος Ἑλ­λη­νι­σμὸς ἔ­φθα­σε στὸ 1821. Τὴν ἑλ­λη­νι­κὴ Πα­τρί­δα ἐ­λευ­θέ­ρω­σαν οἱ ἀ­γω­νι­στές, ποὺ εἶ­χαν ζων­τα­νὴ σχέ­ση μὲ τὴν πί­στη τους. Οἱ Δι­α­φω­τι­στὲς δὲν πο­λέ­μη­σαν, οἱ Πα­πι­κοὶ εἶ­χαν ἐν­το­λὲς ἀ­πὸ τὴ Ρώ­μη καὶ τὴ Γαλ­λί­α, τοὺς προ­στά­τες τους, νὰ μὴν συμ­πρά­ξουν στὸν Ἀ­γῶνα, καὶ ὅ­σοι γί­νον­ταν Προ­τε­στάν­τες ὑ­πά­κου­αν στὶς Με­γά­λες Εὐ­ρω­πα­ϊ­κὲς Δυ­νά­μεις. Ἡ ἀ­πάν­τη­ση τοῦ Μα­κρυ­γιά­ννη στὸν Γάλ­λο Μα­λὲρμπ δεί­χνει τὴν σύν­δε­ση τῶν Ἀ­γω­νι­στῶν τοῦ 1821 καὶ τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας: πράγ­μα τζι­βα­ϊ­ρι­κὸν καὶ πο­λυ­τί­μη­τον, ὅ­που τὸ βα­στή­ξα­με εἰς τὴν τυ­ραν­νί­α τοῦ Τούρ­κου, δὲν τὸ δί­νο­μεν τώ­ρα, οὔ­τε τὸ κα­τα­φρο­νοῦ­μεν οἱ Ἕλ­λη­νες… καὶ ὄ­χι τοῦ λό­γου σου νὰ μοῦ τὸ εἴ­πης, δὲν σὲ ἀ­κού­γω, ἀλ­λὰ κι ὁ Θε­ὸς ὁ δι­κός σου νὰ μοῦ τὸ εἴ­πη (νὰ ἀλ­λά­ξω τὴν πί­στη μου) δὲν σα­λεύ­ει τὸ μά­τι μου …ἡ ση­μαν­τι­κό­τε­ρη προ­σφο­ρὰ τοῦ Ρά­σου στὸ Ἔ­θνος μας δὲν ἦ­ταν τό­σο ἡ συμ­με­το­χὴ τοῦ κλή­ρου στὶς ἔ­νο­πλες ἐ­ξε­γέρ­σεις καὶ συγ­κρού­σεις, ὅ­σο ἡ συμ­βο­λὴ τοῦ Ρά­σου στὴ συν­τή­ρη­ση τοῦ ἑλ­λη­νορ­θο­δό­ξου φρο­νή­μα­τος τοῦ  Γέ­νους καὶ τῆς ἀ­γά­πης πρὸς τὴν ἐ­λευ­θε­ρί­α. Χω­ρὶς αὐ­τὲς τὶς προ­ϋ­πο­θέ­σεις δὲν θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ ὑ­πάρ­ξει Εἰ­κο­σι­έ­να΄΄.

Ὁ ἀ­κα­δη­μα­ϊ­κὸς Σπ. Με­λᾶς σὲ ὁ­μι­λί­α του στὴν Ἀκα­δη­μί­α Ἀ­θη­νῶν στὶς 25 Μαρ­τί­ου 1952 ἐ­πι­ση­μαί­νει ὅ­τι ΄΄διὰ πρώ­την φο­ρὰν εἰς τὴν ἱ­στο­ρί­αν τῶν λα­ῶν ἐμ­φα­νί­ζε­ται μὲ τὴν Ἑλ­λη­νι­κὴν Ἐκ­κλη­σί­αν τὸ φαι­νό­με­νον ὅ­τι ὄ­χι μό­νον δὲν ἐ­στά­θη ἀν­τι­δρα­στι­κὴ εἰς τὴν πρό­ο­δον τῶν φώ­των, ἀλ­λὰ ἐ­κρά­τη­σεν ὑ­ψη­λὰ τὴν λαμ­πά­δα των. Εἰρ­γά­σθη μὲ ὅ­λας της τὰς δυ­νά­μεις, διὰ τὴν ἐ­ξά­πλω­σιν τῆς Ἑλ­λη­νι­κῆς παι­δεί­ας, ἀ­πὸ αὐ­τὴν προσ­δο­κῶσα τὴν Ἀ­νά­στα­σιν τοῦ Ἔ­θνους. Καὶ ὄ­χι μό­νον αὐ­τό, ἀλ­λὰ καὶ πο­λὺ συ­χνὰ ὁ ἱ­ε­ρω­μέ­νος καὶ δι­δά­σκα­λος, ὁ ἐ­θνι­κὸς παι­δα­γω­γός, εἶ­ναι ἓν καί τὸ αὐ­τὸ πρό­σω­πον, ὅ­πως ἀρ­γό­τε­ρα, ὅ­ταν ἔλ­θη ἡ με­γά­λη ὥ­ρα τῶν θαυ­μά­των, ὁ ἴ­διος θὰ γί­νη μάρ­τυς καὶ ἥ­ρως τοῦ ἐ­θνι­κοῦ Ἀγῶ­νος, εἰς φά­λαγ­γα ὁ­λό­κλη­ρον αἱ­μα­τω­μέ­νων ρά­σων, ποὺ ἐ­κά­η­σαν ὅ­λα εἰς τὴν πε­λώ­ριαν πυρ­κα­ϊ­άν τῆς ἐ­θνι­κῆς ἐ­ξε­γέρ­σε­ως. Καὶ εἶ­ναι ἀ­κρι­βῶς ἐ­δῶ τὸ ση­μεῖ­ον, ποὺ πρέ­πει νὰ σα­ρω­θοῦν αἱ ἄ­στο­χοι γνῶ­μαι, ὅ­τι τὸ Εἰ­κο­σι­έ­να ἔ­λα­βε τὴν ἔμ­πνευ­σίν του ἀ­πὸ τὴν Γαλ­λι­κὴν Ἐ­πα­νά­στα­σιν. Ἡ ἐ­πα­νά­στα­σις ἐ­κεί­νη, κοι­νω­νι­κὴ πρω­τί­στως, εἶ­χε καὶ σα­φε­στά­την ἀν­τι­κλη­ρι­κὴν ἀ­πό­χρω­σιν. Ἀλ­λὰ τὴν ση­μαί­αν τοῦ Εἰ­κο­σι­έ­να ὕ­ψω­σαν καὶ ἐ­κρά­τη­σαν χέ­ρια ἐ­πι­σκό­πων΄΄.

Ἡ Ἱ­ε­ρὰ Σύ­νο­δος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος καὶ ὁ μα­κα­ρι­στὸς ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πος Χρι­στό­δου­λος, σὲ μή­νυ­μα γιὰ τὴν 25ην Μαρ­τί­ου, τὸ 2006 τό­νι­ζε τὸν ἀ­δι­άρ­ρη­κτο δε­σμὸ Ἐκ­κλη­σί­ας καὶ Ἔ­θνους, ΄΄τό­τε ἡ Ἐκ­κλη­σί­α, ὡς φι­λό­στορ­γος μη­τέ­ρα, πε­ρι­έ­θαλ­ψε καὶ ἐ­πι­συ­νή­γα­γε τὰ τέ­κνα αὐ­τῆς. Ἀ­νέ­λα­βε τὴν κη­δε­μο­νί­α τῶν Ἑλ­λή­νων, ὀρ­γά­νω­σε τὴ δη­μι­ουρ­γί­α ἐμ­πο­δί­ων στοὺς ἐ­ξι­σλα­μι­σμούς, ἀ­πε­σό­βη­σε τὴν ἀ­φο­μοί­ω­ση πρὸς τοὺς κα­τα­κτη­τές, ἵ­δρυ­σε σχο­λεῖ­α, ἀ­νέ­δει­ξε πλῆ­θος δι­δα­σκά­λων, ἀ­νή­γει­ρε βι­βλι­ο­θῆ­κες καὶ πνευ­μα­τι­κὰ κέν­τρα, ὀρ­γά­νω­σε τὴν πα­ρο­χὴ συσ­σι­τί­ων ἢ ὑ­πο­τρο­φι­ῶν, χρη­σι­μο­ποί­η­σε τυ­πο­γρα­φεῖα­, ἀ­νέ­πτυ­ξε τὴν κοι­νο­τι­κὴ ὀρ­γά­νω­ση, ὑ­πῆρ­ξε ρη­ξι­κέ­λευ­θος σκα­πα­νέ­ας τῆς συ­νε­ται­ρι­στι­κῆς ἰ­δέ­ας, ἀ­νέ­πτυ­ξε τὶς δι­δα­σκα­λί­ες, τοὺς μη­χα­νι­σμοὺς καὶ τοὺς τρό­πους τῆς ἐ­θνι­κῆς πε­ρι­συλ­λο­γῆς καὶ τῆς δι­α­τη­ρή­σε­ως τῆς Ἑλ­λη­νι­κῆς γλώσ­σας καὶ Παι­δεί­ας, τῆς ἀ­να­ζω­πυ­ρώσε­ως τῆς Ἐθνι­κῆς μνή­μης καὶ πα­τρι­ω­τι­κῆς συ­νει­δή­σε­ως καὶ τοῦ ἀ­να­βα­πτι­σμοῦ τῶν Ἑλ­λή­νων στὰ ρεῖ­θρα τῆς ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς ὑ­μνο­λο­γί­ας προ­ώ­θη­σε καὶ ἐμ­ψύ­χω­σε τὶς δι­ερ­γα­σί­ες προ­πα­ρα­σκευ­ῆς καὶ πρα­γματο­ποι­ή­σε­ως τῆς Ἐ­θνε­γερ­σί­ας τοῦ 1821΄΄.

Ἐ­πει­δὴ κά­ποι­οι θὰ μπο­ροῦ­σαν νὰ ἰ­σχυ­ρι­σθοῦν ὅ­τι τὰ πα­ρα­πά­νω ἀ­πο­τε­λοῦν το­πο­θε­τή­σεις καὶ θέ­σεις ποὺ ἐκ­φρά­ζον­ται εὐ­νο­ϊ­κῶς γιὰ τὴν προ­σφο­ρά της στὸν Ἀ­γῶ­να, ἂς ἀ­φή­σου­με τοὺς ἴ­διους τούς πρω­τα­γω­νι­στὲς τῶν μα­χῶν, τοὺς ὁ­πλαρ­χη­γοὺς καὶ τοὺς ἀ­γω­νι­στὲς τῆς Ἐ­πα­να­στά­σε­ως, τοὺς πο­λι­τι­κοὺς καὶ στρα­τι­ω­τι­κοὺς ἡ­γέ­τες, μὲ τὰ δι­κά τους λό­για, νὰ μᾶς μι­λή­σουν γιὰ τὶς πνευ­μα­τι­κὲς δυ­νά­μεις ποὺ τοὺς ἐμ­ψύ­χω­σαν καὶ τοὺς ὁ­δή­γη­σαν στὸν ἡ­ρω­ϊ­κὸ ἀ­γῶνα τῆς ἀ­πε­λευ­θε­ρώ­σε­ως τοῦ ὑ­πό­δου­λου Ἔθνους, νὰ πο­λε­μή­σουν μὲ πά­θος γιὰ τὴν ἐ­λευ­θε­ρί­α, μὲ πνεῦ­μα θυ­σί­ας καὶ ἡ­ρω­ϊ­κῆς αὐ­τα­παρ­νή­σε­ως. Ἂς δοῦ­με λοι­πὸν ποι­ὰ ἰ­δα­νι­κὰ καὶ ἀ­ξί­ες ἑ­τοί­μα­σαν τὸ 1821.

Ὁ Ἀ­ση­μά­κης Ζα­ΐ­μης, προ­ε­στώς τῆς Ἀ­χα­ΐ­ας, μι­λών­τας στοὺς συγ­κεν­τρω­μέ­νους στὴν Ἁ­γί­α Λαύ­ρα τὴν πα­ρα­μο­νὴ τῆς κη­ρύ­ξε­ως τῆς Ἐ­πα­να­στά­σε­ως, εἶ­πε τὰ ἑ­ξῆς: ΄΄δέν μέ­νει πα­ρὰ ἡ ἄ­με­σος κή­ρυ­ξις τῆς Ἐ­πα­να­στά­σε­ως. Ἂς ἀ­να­παυ­θῶ­μεν ἀ­πό­ψε καὶ αὔ­ριον εἰς τὴν Ἐκ­κλη­σί­αν, ἀ­φοῦ με­τα­λά­βω­μεν τῶν Ἀ­χράν­των Μυ­στη­ρί­ων, ἂς προ­σευ­χη­θῶ­μεν ὅ­λοι, κα­τὰ τὴν Δο­ξο­λο­γί­αν εἰς τὸν ἅγιον Ἀ­λέ­ξιον καὶ τὴν Πα­να­γί­αν, νὰ μᾶς βο­η­θή­σουν εἰς τὸν ἄ­νι­σον ἀ­γῶνα, εἰς τὸν ὁ­ποῖ­ον ἀ­πο­δυ­ό­με­θα΄΄.

Στὴν βο­ή­θεια τοῦ Θε­οῦ στη­ρί­χθη­καν οἱ ἀ­γω­νι­στὲς τοῦ 1821. Κα­θὼς ἦ­σαν ἄ­ο­πλοι, ὀ­λι­γά­ριθ­μοι, ἀ­πο­δί­δουν τὶς ἐ­πι­τυ­χί­ες τους ἔ­ναν­τι ἑ­νὸς πα­νί­σχυ­ρου καὶ πά­νο­πλου ἐ­χθροῦ στὴν χά­ρη τοῦ Θε­οῦ ποὺ τοὺς δί­νει πί­στη στὴν προ­σπά­θεια, ἐλ­πί­δα καὶ αἰ­σι­ο­δο­ξί­α. Με­τὰ ἀ­πὸ κά­θε ἐ­πι­τυ­χί­α ἀ­να­πέμ­πουν Δο­ξο­λο­γί­α στὸν Θε­ό. Ἔ­τσι, ὅ­ταν στὶς 23 Μαρ­τί­ου 1821 οἱ Ἕλ­λη­νες εἰ­σῆλ­θαν στὴν Κα­λα­μά­τα, ἡ πρώ­τη ἐ­νέρ­γεια τοῦ Πε­τρομ­πέ­η Μαυ­ρο­μι­χά­λη ἦ­ταν νὰ κά­νουν Δο­ξο­λο­γί­α στοὺς ἁγί­ους Ἀ­πο­στό­λους ΄΄εὐ­χα­ρι­στοῦν­τες καὶ δο­ξά­ζον­τες τὸν Παν­το­δύ­να­μον, ποὺ τοὺς βο­ή­θη­σε νὰ κα­τα­λά­βουν καὶ νὰ ἐ­λευ­θε­ρώ­σουν τὴν Κα­λα­μά­τα΄΄.

Οἱ ἀ­γω­νι­στὲς τοῦ 1821 εἶ­χαν ἀ­πό­λυ­τη βε­βαι­ό­τη­τα πὼς ὁ Ἀ­γῶνας τους, ἐ­πει­δὴ ἦ­ταν δί­και­ος καὶ δι­ε­ξα­γό­ταν γιὰ τὴν ἐ­λευ­θε­ρί­α τῆς Πα­τρί­δας καὶ τὴν πί­στη τοῦ Χρι­στοῦ, ἦ­ταν εὐ­λο­γη­μέ­νος ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸ καὶ τὴν Πα­να­γί­α. Με­τὰ τὴν νί­κη, ἀλ­λὰ καὶ τὸν θά­να­το τοῦ Μάρ­κου Μπό­τσα­ρη στὸ Καρ­πε­νή­σι, ὁ Π. Μαυ­ρο­μι­χά­λης ἀ­πευ­θυ­νό­με­νος στὸν λα­ὸ λέ­ει τὰ ἑ­ξῆς χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ καὶ εὔ­γλωτ­τα γιὰ τὰ ἰ­δα­νι­κὰ τῆς Ἐ­πα­να­στά­σε­ως: ΄΄ἰ­δοὺ ὁ στρα­τὸς καὶ ὁ πα­τρι­ω­τι­σμὸς θρι­αμ­βεύ­ουν. Ἄ­ρα πα­τρι­ω­τι­σμὸν μό­νον ζη­τεῖ ὁ Θε­ὸς ἀ­πὸ ἡμᾶς, καὶ μα­χο­μέ­νους διὰ τὰ ἱ­ε­ρώ­τε­ρα πράγ­μα­τα δὲν μᾶς ἐγ­κα­τα­λιμ­πά­νει πώ­πο­τε. Καὶ ποι­ὸς Ἕλ­λην ἄ­ρα­γε μὲ ἀ­λη­θῆ πα­τρι­ω­τι­σμὸν μα­χό­με­νος δὲν ἐ­νί­κη­σε; ποῖ­ος εὐ­αί­σθη­τος Ἕλ­λην ἀ­κού­ει τοια­ύτας ἀν­δρα­γα­θί­ας καὶ δὲν ἐν­θου­σι­ά­ζε­ται καὶ δὲν φι­λο­τι­μεῖ­ται νὰ πο­λε­μή­ση καὶ ν᾿ ἀ­πο­θά­νη τοι­οῦ­τον ἔν­δο­ξον θά­να­τον, ὡς ὁ Μπό­τσα­ρης; ποῖ­ος Ἕλ­λην δὲν εὐ­χα­ρι­στεῖ­ται ν᾿ ἀ­πο­θά­νη διὰ τὴν πί­στιν καὶ τὴν Πα­τρί­δα;΄΄.

Ἂς δοῦ­με τώ­ρα τὴν ση­μαν­τι­κό­τε­ρη μορ­φὴ τοῦ 1821, τὴν στρα­τη­γι­κὴ ἰ­δι­ο­φυΐ­α καὶ τὴν γεν­ναί­α μορ­φὴ τοῦ θρυ­λι­κοῦ Γέ­ρου τοῦ Μο­ριᾶ, τοῦ Θε­όδ. Κο­λο­κο­τρώ­νη, ποὺ τό­σες φο­ρὲς καὶ σὲ κρί­σι­μες στιγ­μὲς γιὰ τὸν Ἀ­γῶ­να, χά­ρι­σε με­γά­λες νί­κες (Βαλ­τέ­τσι, Τρι­πο­λι­τσά, Δερ­βε­νά­κια) καὶ στή­ρι­ξε τοὺς ἀ­πο­θαρ­ρυ­μέ­νους Ἕλ­λη­νες κα­τὰ τὴν εἰ­σβο­λὴ τοῦ Ἰμ­πρα­ΐμ, θὰ δι­α­πι­στώ­σου­με ὅ­τι καὶ αὐ­τὸς δι­α­κρι­νό­ταν ἀ­πὸ τὴν βα­θειά του πί­στη στὸν Χρι­στὸ καὶ τὴν με­γά­λη ἀ­γά­πη γιὰ τὴν Πα­τρί­δα.

Ὁ Θε­όδ. Κο­λο­κο­τρώ­νης συ­νο­ψί­ζει τὸ σκε­πτι­κὸ μὲ τὸ ὁ­ποῖ­ο ξε­ση­κώ­θη­καν οἱ Ἕλ­λη­νες τὸ 1821 μὲ τὰ ἀ­κό­λου­θα λό­για: ΄΄ὅ­ταν ἀ­πο­φα­σί­σα­μεν νὰ κά­μω­μεν τὴν Ἐ­πα­νά­στα­σι, δὲν ἐ­συλ­λο­γι­σθή­κα­με, οὔ­τε πό­σοι εἴ­με­θα, οὔ­τε πὼς δὲν ἔ­χου­με ἅρ­μα­τα, οὔ­τε ὅ­τι οἱ Τοῦρ­κοι ἐ­βα­στοῦ­σαν τὰ κά­στρα καὶ τὰς πό­λεις, ἀλ­λά, ὡς μί­α βρο­χή, ἔ­πε­σε εἰς ὅ­λους μας ἡ ἐ­πι­θυ­μί­α τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας, καὶ ὅ­λοι, καὶ οἱ κλη­ρι­κοί, καὶ οἱ προ­ε­στοὶ καὶ οἱ κα­πε­τα­ναῖ­οι καὶ οἱ πε­παι­δευ­μέ­νοι καὶ οἱ ἔμ­πο­ροι, μι­κροὶ καὶ με­γά­λοι, ὅ­λοι ἐ­συμ­φω­νή­σα­μεν εἰς αὐ­τὸ τὸ σκο­πό, καὶ ἐ­κά­μα­μεν τὴν Ἐ­πα­νά­στα­σι΄΄ (ἐ­θνι­κὴ ἑ­πο­μέ­νως, συλ­λο­γι­κὴ καὶ πα­νε­θνι­κή, ὄ­χι ΄΄τα­ξι­κὴ΄΄ ἦ­ταν ἡ Ἐ­πα­νά­στα­ση).

Ἐν­δει­κτι­κό τῆς βα­θειᾶς πί­στης τοῦ Κο­λο­κο­τρώ­νη στὸν Θε­ὸ εἶ­ναι ἡ ἐ­πα­να­στα­τι­κή του ση­μαί­α, μὲ τὸν Σταυ­ρὸ στὴν μέ­ση καὶ μὲ τὰ γράμ­μα­τα ΙΣΝΚ (Ἰ­η­σοῦς Χρι­στὸς Νι­κᾶ). Ἀ­π᾿ ὅ­που περ­νοῦ­σε ὁ Γέ­ρος τοῦ Μο­ριᾶ, οἱ χω­ρι­κοὶ μὲ τοὺς πα­πᾶ­δες καὶ τὰ ἑ­ξα­πτέ­ρυ­γα τὸν ὑ­πο­δέ­χον­ταν μὲ ἐν­θου­σια­σμὸ καὶ Δο­ξο­λο­γί­ες στὸν Θε­ὸ γιὰ τὴν με­γά­λη καὶ εὐ­λο­γη­μέ­νη στιγ­μὴ τῆς Ἐ­θνε­γερ­σί­ας. Γρή­γο­ρα ὅ­μως ὁ πρῶ­τος ἐν­θου­σια­σμὸς με­τρι­ά­σθη­κε καὶ ἐμ­φα­νί­σθη­καν οἱ πρῶ­τες ἀ­πο­καρ­δι­ώ­σεις. Τό­τε, ὁ Κο­λο­κο­τρώ­νης, ὅ­πως ὁ ἴ­διος ἀ­να­φέ­ρει στὰ Ἀ­πο­μνη­μο­νεύ­μα­τά του, περ­νών­τας ἔ­ξω ἀ­πὸ τὴν κα­τε­στραμ­μέ­νη ἐκ­κλη­σί­α τῆς Πα­να­γί­ας στὸ Χρυ­σο­βί­τσι, κά­θι­σε καὶ ἔ­κλαι­γε γιὰ τὴν τύ­χη τῆς Ἑλ­λά­δος. Γρή­γο­ρα, ἀ­να­θάρ­ρυ­σε, καὶ ἔ­κα­νε τά­μα στὴν Πα­να­γί­α πὼς ἂν ἐ­λευ­θε­ρω­θεῖ ὁ τό­πος, νὰ τῆς ἀ­νοι­κο­δο­μή­σει τὴν Ἐκ­κλη­σία­, ὅ­πως καὶ τὸ ἔ­πρα­ξε ἕ­να ἔ­τος με­τά, τὸ 1822. Ὁ Κο­λο­κο­τρώ­νης μὲ βα­θειὰ πί­στη προ­σευ­χή­θη­κε στὴν Πα­να­γί­α: ΄΄Πα­να­γιά μου, βο­ή­θη­σε καὶ τού­τη τὴ φο­ρὰ τοὺς Ἕλ­λη­νες νὰ ψυ­χω­θοῦν΄΄. Ἔ­κα­νε τὸν Σταυ­ρό του καὶ δά­κρυ­σε ἀ­σπα­ζό­με­νος τὴν εἰ­κό­να της. Ἀ­να­θάρ­ρυ­σε. Μὲ νέ­α δύ­να­μη καὶ βε­βαι­ό­τη­τα ἔ­λε­γε συ­νε­χῶς στοὺς ἐ­πα­να­στα­τη­μέ­νους Ἕλ­λη­νες ὅ­τι ΄΄ὁ Θε­ὸς ὑ­πέ­γρα­ψε τὴν λευ­τε­ριὰ τῆς Ἑλ­λά­δος καὶ δὲν θὰ πά­ρη πί­σω τὴν ὑ­πο­γρα­φή του΄΄. Ὅ­σες φο­ρὲς ἐ­πα­να­λάμ­βα­νε τὰ λό­για αὐ­τὰ οἱ Ἕλ­λη­νες ἔ­παιρ­ναν θάρ­ρος καὶ ἐ­νί­σχυ­ση.

Ὁ Κο­λο­κο­τρώ­νης πί­στευ­ε ἀ­κρά­δαν­τα στὴν ἱ­ε­ρό­τη­τα τοῦ Ἀ­γῶ­να καὶ τὰ δί­και­ο τοῦ Ἔ­θνους, θε­ω­ροῦ­σε τὴν ὅ­λη ἐ­ξέ­γερ­ση ἁ­γι­α­σμέ­νη καὶ εὐ­λο­γη­μέ­νη ἀ­πὸ τὸν Θε­ό. Πρὶν ἀ­πὸ κά­θε με­γά­λη καὶ δύ­σκο­λη ἀ­να­μέ­τρη­ση μὲ τὸν ἐ­χθρὸ μι­λά­ει στοὺς ἄν­δρες του, τοὺς ἐμ­ψυ­χώ­νει, τοὺς ὑ­πεν­θυ­μί­ζει τὸ ἱ­ε­ρό τους χρέ­ος πρὸς τὸν Χρι­στὸ καὶ τὴν Πα­τρί­δα, καὶ ξε­ση­κώ­νει ρί­γη ἐν­θου­σια­σμοῦ στοὺς Ἕλ­λη­νες. Λί­γο πρὶν τὴν μά­χη μὲ τὸν Δρά­μα­λη στὰ Δερ­βε­νά­κια, μὲ τέ­τοι­α λό­για δυ­να­τά, γε­μᾶτα Ἑλ­λά­δα καὶ Χρι­στό, ἀ­πευ­θύ­νε­ται στὰ παλ­λη­κά­ρια του: ΄΄Ἕλ­λη­νες, ἐ­σεῖς δὲν ἤ­σα­στε ποὺ γιὰ τὴν ἀ­γά­πη τῆς Πα­τρί­δος καὶ τὴν πί­στι τοῦ Χρι­στοῦ ση­κώ­σα­τε τὰ ἅρ­μα­τα καὶ τὴ ση­μαί­α τοῦ Σταυ­ροῦ; Ἕλ­λη­νες! Καί αὐτοὺς θὰ τοὺς νι­κή­σου­με. Εἶ­ναι θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ. Εἶ­ναι κον­τά μας καὶ μᾶς βο­η­θά­ει, για­τί πο­λε­μᾶ­με γιὰ τὴν πί­στι μας, γιὰ τὴν Πα­τρί­δα μας, γιὰ τοὺς γέ­ρους γο­νιούς, γιὰ τ᾿ ἀ­δύ­να­μα παι­διὰ μας, γιὰ τὴν ζω­ή μας, γιὰ τὴ λευ­τε­ριά μας… καὶ ὅ­ταν ὁ δί­και­ος Θε­ὸς μᾶς βο­η­θά­η, ποι­ὸς ἐ­χθρὸς ἠμ­πο­ρεῖ νὰ μᾶς κά­νη κα­λά; Ἕλ­λη­νες! Στ᾿ ἅρ­μα­τα! Θὰ τοὺς συν­τρί­ψου­με μὲ τὴν βο­ή­θεια τοῦ Θε­οῦ΄΄.

Ὁ στρα­τη­γὸς Μα­κρυ­γιά­ννης, ἀ­πὸ τὶς πιὸ ἁ­γνές, ἀ­νι­δι­ο­τε­λεῖς καὶ φλο­γε­ρὲς ἡ­ρω­ϊκὲς μορ­φὲς τοῦ Ἀ­γῶ­να, μέ­σα ἀ­πὸ τὰ Ἀ­πο­μνη­μο­νεύ­μα­τά του ξε­δι­πλώ­νει τὸ πνευ­μα­τι­κὸ καὶ ἠ­θι­κό του με­γα­λεῖ­ο, ἀλ­λὰ καὶ τὴν με­γά­λη πί­στη στὸν Θε­ό, ΄΄πρᾶγ­μα πο­λύ­τι­μο τζι­βα­ϊ­ρι­κό΄΄, ὅ­πως τὴν ἀ­πο­κα­λοῦ­σε καὶ δὲν τὴν ἄλ­λα­ζε γιὰ τί­πο­τε. Γρά­φει λοι­πὸν γιὰ τὴν Ἐ­πα­νά­στα­ση: ΄΄ὅ­ταν ση­κώ­σα­μεν τὴν ση­μαί­α ἐ­ναν­τί­ον τῆς τυ­ρα­γνί­ας, ξέ­ρα­μεν ὅ­τι εἶ­ναι πολ­λοὶ αὐ­τοίνοι καὶ ἀμ­αχη­τι­κοὶ κι ἔ­χουν καὶ κα­νό­νια καὶ ὅ­λα τὰ μέ­σα. Ἐ­μεῖς ἀ­π᾿ οὔλα εἴ­μα­στε ἀ­δύ­να­τοι, ὅ­μως ὁ Θε­ὸς φυ­λά­γει καὶ τοὺς ἀ­δυ­νά­τους, κι ἂν πε­θά­νω­μεν, πε­θαί­νο­μεν διὰ τὴν Πα­τρί­δα μας, διὰ τὴν Θρη­σκεί­αν μας, καὶ πο­λε­μοῦ­μεν ὅ­σο μπο­ροῦ­μεν ἐ­ναν­τί­ον τῆς τυ­ρα­γνί­ας, κι ὁ Θε­ὸς βο­η­θός. Αὐ­τὸς ὁ θά­να­τος εἶ­ναι γλυ­κός, ὅ­τι κα­νέ­νας δὲν θὰ γέ­νη ἀ­θά­να­τος, κι ὅ­ταν ὁ χά­ρος θἄρ­θη νὰ μᾶς πά­ρη ἀρ­ρώ­στους καὶ δυ­στυ­χεῖς, κα­λύ­τε­ρα σή­με­ρα νὰ πε­θά­νω­μεν΄΄.

Μὲ τέ­τοι­ο φρό­νη­μα καὶ θαρ­ρα­λέ­α ἀ­γω­νι­στι­κό­τη­τα, αὐ­τοὶ οἱ λί­γοι, ἀ­γράμ­μα­τοι, ἄ­ο­πλοι σχε­δὸν ἄν­δρες ἔ­γρα­ψαν ἡ­ρω­ϊκὲς σε­λί­δες στὸ 1821 μὲ τὸ αἷ­μα καὶ τὸ πνεῦ­μα τους, καὶ κα­τέ­στη­σαν ἀ­θά­να­τες μορ­φὲς στὴν Ἑλ­λη­νι­κὴ ἱ­στο­ρί­α. Ὅ­μως κά­θε ἐ­πι­τυ­χί­α ἑλ­λη­νι­κὴ οἱ ἀ­γω­νι­στὲς τὴν ἀ­πέ­δι­δαν στὴν βο­ή­θεια τοῦ Θε­οῦ. Ὁ Κο­λο­κο­τρώ­νης ἔ­χτι­σε ἐκ­κλη­σά­κι στὴν Πα­να­γία­, ὁ Μα­κρυ­γιά­ννης ἀ­φι­έ­ρω­σε καν­τή­λι ἀ­ση­μέ­νιο στὸν προ­στά­τη του ἁ­η- Γιά­ννη, ὁ Κα­ρα­ϊ­σκά­κης ἀ­φι­έ­ρω­σε τὰ ὅπλα του στὴν Μο­νὴ τῆς Πα­να­γί­ας στὸν Προυσ­σό, ὁ Κα­νά­ρης ἔ­χτι­σε τὸ ἐκ­κλη­σά­κι τῶν Ἁγί­ων Ἀ­πο­στό­λων στὸ κτῆ­μα του στὴν Κυ­ψέ­λη, κ.ἄ.

Ἀλ­λὰ καὶ οἱ Ἕλ­λη­νες τοῦ ἐ­ξω­τε­ρι­κοῦ βο­ή­θη­σαν πά­ρα πολύ τὸν Ἀ­γῶ­να. Πολ­λοὶ ἐξ αὐ­τῶν ἦλ­θαν στὴν ἐ­πα­να­στα­τη­μέ­νη Ἑλ­λά­δα νὰ πο­λε­μή­σουν, ἄλ­λοι πα­ρέ­μει­ναν στὸ ἐ­ξω­τε­ρι­κὸ ὀρ­γα­νώ­νον­τας φι­λελ­λη­νι­κὰ κο­μι­τᾶτα, ἀ­φυ­πνί­ζον­τας τὸ ἐν­δι­α­φέ­ρον τῆς εὐ­ρω­πα­ϊ­κῆς κοι­νῆς γνώ­μης, ἐ­νη­με­ρώ­νον­τας, συγ­κεν­τρώ­νον­τας χρή­μα­τα καὶ ὅ­πλα γιὰ τὸν Ἀ­γῶνα. Ὁ πιὸ γνω­στὸς ἐξ αὐ­τῶν, ὁ Ἀ­δαμ. Κο­ρα­ῆς, ἀ­πὸ τὸ Πα­ρί­σι, πέ­ραν τῶν ἄλ­λων του ἐ­νερ­γει­ῶν ὑ­πὲρ τοῦ Ἀ­γῶ­να, ἔ­χει ἐ­πι­κοι­νω­νί­α μὲ τοὺς ἐ­ξε­γερ­μέ­νους Ἕλ­λη­νες ὁ­πλαρ­χη­γοὺς καὶ μέ­λη τῆς Προ­σω­ρι­νῆς Κυ­βερ­νή­σε­ως, καὶ δια­ρκῶς στέλ­νει μη­νύ­μα­τα ἐν­θαρ­ρυν­τι­κά, πλή­ρη πνευ­μα­τι­κοῦ καὶ ἀ­γω­νι­στι­κοῦ φρο­νή­μα­τος, ὅ­πως λ.χ. τὸ ἀ­κό­λου­θο: ΄΄ἐ­πι­κα­λε­σά­με­νοι τὴν ἐξ οὐ­ρα­νοῦ βο­ή­θειαν καὶ ἀ­σπα­σά­με­νοι εἰς τὸν ἄλ­λον μὲ τὰ δά­κρυ­α τῆς ἐλ­πί­δος καὶ τῆς χα­ρᾶς, οἱ νέ­οι μὲ τὰ ὅπλα, οἱ γέ­ρον­τες μὲ τὰς εὐ­χάς καὶ τὰς πα­ραι­νέ­σεις, οἱ ἱ­ε­ρεῖς μὲ τὰς εὐ­λο­γί­ας καὶ τὰς πρὸς τὸν Θε­ὸν δε­ή­σεις, ὅ­λοι ὁ­μοῦ ἑ­νω­μέ­νοι, γεν­ναῖ­οι τοῦ Ἑλ­λη­νι­κοῦ ὀ­νό­μα­τος κλη­ρο­νό­μοι, πο­λε­μή­σα­τε γεν­ναί­ως πε­ρὶ Πί­στε­ως, πε­ρὶ Πα­τρί­δος, πε­ρὶ γυ­ναι­κῶν, πε­ρὶ τέ­κνων, πε­ρὶ πά­σης τῆς πα­ρού­σης καὶ ἐ­περ­χο­μέ­νης γε­νε­ᾶς τῶν Γραι­κῶν, τὸν τρι­σβάρ­βα­ρον, τὸν ἄ­σπλαγ­χνον τύ­ραν­νον τῆς Ἑλ­λά­δος, ἂν θέ­λε­τε νὰ φα­νῆ­τε ἄ­ξιοι τῶν πα­λαι­ῶν Ἑλ­λή­νων ἀ­πό­γο­νοι, ἂν θέ­λε­τε νὰ ἀ­φή­σε­τε, ὡς ἐ­κεῖ­νοι, τὸ ὄ­νο­μά σας ἀ­εί­μνη­στον εἰς τοὺς αἰ­ώ­νας΄΄.

Σὲ ὅ­λους αὐ­τοὺς τοὺς γεν­ναί­ους ἀ­γω­νι­στὲς τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας τῆς Πα­τρί­δας καὶ τῆς Πί­στε­ως τοῦ Χρι­στοῦ, ὀ­φεί­λου­με καὶ ἐ­μεῖς οἱ νε­ώ­τε­ρες γε­νι­ὲς τῶν Ἑλ­λήνων νὰ φα­νοῦ­με ἀν­τά­ξιοι ἐ­κεί­νων, τι­μών­τας τὴν ἱ­ε­ρὰ μνή­μην τους, ἀ­κο­λου­θών­τας τὸ πα­ρά­δειγ­μά τους, ἀ­γω­νι­ζό­με­νοι καὶ ἐ­μεῖς στὶς ση­με­ρι­νὲς συν­θῆ­κες γιὰ μί­α ἐ­λεύ­θε­ρη Πα­τρί­δα, ἀ­νε­ξάρ­τη­τη, ὑ­πε­ρή­φα­νη γιὰ τὴν Ἱ­στο­ρί­α καὶ τὴν Χρι­στι­α­νι­κή της Πί­στη.

 Ὅ­ταν τε­λι­κὰ μὲ τὴν πα­ρέμ­βα­ση τῶν Με­γά­λων Δυ­νά­με­ων, Ἀγ­γλί­ας, Γαλ­λί­ας, Ρω­σί­ας, με­τὰ τὴν ναυ­μα­χί­α τοῦ Ναυ­α­ρί­νου, ἱ­δρύ­ε­ται ἕ­να ἀ­νε­ξάρ­τη­το ἑλ­λα­δι­κὸ κρα­τί­διο, οὐ­σι­α­στι­κὰ προ­τε­κτο­ρᾶτο τῶν Με­γά­λων Δυ­νά­με­ων, ὁ κυ­ρί­αρ­χος ἰ­δε­ο­λο­γι­κὸς προ­σα­να­το­λι­σμὸς γιὰ τὴν ἑλ­λη­νι­κό­τη­τα καὶ ἐ­θνι­κὴ αὐ­το­συ­νει­δη­σί­α εἶ­ναι ὁ κλασ­σι­κι­σμός, ἡ ἐ­πι­στρο­φὴ στὴν ἀρ­χαί­α Ἑλ­λά­δα, καὶ ἡ ἀ­πο­κο­πὴ τῶν Ἑλ­λή­νων ἀ­πὸ τὸν φυ­σι­κό τους χῶ­ρο τῆς ΄΄καθ᾿ ἡμᾶς Ἀ­να­το­λῆς΄΄, ἀ­πὸ κά­θε τί ποὺ θυ­μί­ζει Βυ­ζάν­τιο καὶ Ρω­μι­ο­σύ­νη. Ἀ­κό­μη καὶ ἡ Ἑλ­λα­δι­κὴ Ἐκ­κλη­σί­α θε­ω­ρεῖ­ται ὅ­τι πρέ­πει νὰ ἀ­πο­κο­πεῖ ἀ­πὸ τὴν πνευ­μα­τι­κή της ἐ­ξάρ­τη­ση ἀ­πὸ τὸ Πα­τρι­αρ­χεῖ­ο Κων/πό­λε­ως, καὶ νὰ κα­τα­στεῖ ἀ­νε­ξάρ­τη­τη, ἐ­θνι­κή, κρα­τι­κὴ Ἐκ­κλη­σί­α. Αὐ­τὸ γί­νε­ται μὲ τὴν ρή­ξη μὲ τὸ Πα­τρι­αρ­χεῖ­ο καὶ τὴν μο­νο­με­ρῆ ἀ­να­κή­ρυ­ξη τῆς ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς αὐ­το­κε­φα­λί­ας τῆς Ἑλ­λα­δι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας (1833-1850).

Στὸ νε­ο­σύ­στα­το ἑλ­λα­δι­κὸ ἐμ­φα­νί­ζε­ται μί­α δι­χα­στι­κὴ πνευ­μα­τι­κὴ σχι­ζο­φρέ­νεια. Στὰ πλαί­σια τῆς ἀ­να­ζή­τη­σης μί­ας ἑλ­λη­νι­κῆς ταυ­τό­τη­τας γιὰ τὸν νε­ώ­τε­ρο Ἑλ­λη­νι­σμό, ἀν­τὶ νὰ ἐ­πι­χει­ρη­θεῖ μί­α ἀ­να­σύν­θε­ση, μί­α νέ­α σύν­θε­ση ἑλ­λη­νι­κό­τη­τας, ἐμ­φα­νί­ζε­ται μί­α δι­χο­τό­μη­ση. Κα­τὰ τὴν διά­ρκεια τοῦ 19ου αἰ. πα­ρα­τη­ρεῖ­ται μί­α πα­ράλ­λη­λη ὕ­παρ­ξη δύ­ο δι­α­φο­ρε­τι­κῶν ἑλ­λη­νι­κο­τή­των, ποὺ βρί­σκον­ται σὲ σκλη­ρὴ ἀν­τι­πα­ρά­θε­ση με­τα­ξύ τους. Ἀ­πὸ τὴν μία­ πλευ­ρὰ ἔ­χου­με τὴν πα­ρά­τα­ξη τῶν ΄΄Ἑλ­λή­νων΄΄, ποὺ ἐ­πι­ζη­τοῦν πνευ­μα­τι­κὴ καὶ πο­λι­τι­σμι­κὴ στρο­φὴ στὴν ἀρ­χαί­α Ἑλ­λά­δα καὶ ἐ­ξευ­ρω­πα­ϊ­σμό, καὶ ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη πλευ­ρὰ ἔ­χου­με τὴν πα­ρά­τα­ξη τῶν ΄΄Γραι­κο­Ρω­μι­ῶν΄΄, ποὺ βλέ­πουν κα­χύ­πο­πτα κά­θε τί δυ­τι­κὸ καὶ στη­ρί­ζον­ται στὶς πα­ρα­δο­σια­κὲς ἀ­ξί­ες τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας καὶ τῆς βυ­ζαν­τι­νῆς κλη­ρο­νο­μιᾶς. Ἡ ἀν­τι­πα­ρά­θε­ση αὐ­τὴ θὰ πε­ρά­σει ἀ­πὸ ὀ­ξύ­τη­τες, ἔν­το­νες δι­α­μά­χες, θὰ προ­κα­λέ­σει ἐ­θνι­κὸ δι­χα­σμὸ καὶ σύγ­χι­ση ὡς πρὸς τὴν ἑλ­λη­νι­κό­τη­τα καὶ τὰ στοι­χεῖ­α ποὺ τὴν συ­να­πο­τε­λοῦν (μί­α ἰ­δε­ο­λο­γι­κὴ ἀν­τι­πα­ρά­θε­ση ποὺ συ­σκο­τί­ζει τὴν ἐ­θνι­κή μας αὐ­το­γνω­σί­α καὶ φθά­νει ὡς τὶς μέ­ρες μας).

Ἐκ­φρα­στὲς τῆς πρώ­της με­ρί­δος ἀ­πο­τε­λοῦν οἱ ἐ­λὶτ τοῦ νε­ο­ελ­λη­νι­κοῦ κρά­τους, ὁ βα­σι­λιὰς Ὄ­θω­νας καὶ ἡ Βαυ­α­ρο­κρα­τί­α ποὺ προ­έρ­χε­ται ἀ­πὸ τὸν νε­ο­κλασ­σι­κι­σμὸ καὶ τὸν προ­τε­σταν­τι­σμὸ τῆς Γερ­μα­νί­ας, ἡ ἐγ­χώ­ρια πνευ­μα­τι­κὴ δι­α­νό­η­ση, οἱ ἀ­νώ­τε­ρες οἰ­κο­νο­μι­κές, ἀ­στι­κὲς καὶ ἐμ­πο­ρι­κὲς δυ­νά­μεις τοῦ τό­που. Κα­τα­βάλ­λε­ται ἔν­το­νη προ­σπά­θεια κα­θάρ­σε­ως τῆς Ἑλ­λη­νι­κῆς ταυ­τό­τη­τος καὶ τῆς Ἑλ­λα­δι­κῆς κοι­νω­νί­ας ἀ­πὸ στοι­χεῖ­α ποὺ θε­ω­ροῦν­ται κα­τώ­τε­ρα, ὀ­πι­σθο­δρο­μι­κά, λα­ϊ­κά. Ἡ γλῶσ­σα πρέ­πει νὰ κα­θαρ­θεῖ ἀ­πὸ βαρ­βα­ρι­σμοὺς καὶ νὰ ἐ­πα­νέλ­θει στὸ κλέ­ος τῆς κλασ­σι­κῆς ἀτ­τι­κῆς δι­α­λέ­κτου, καὶ ὡς ἐκ τού­του προ­τεί­νε­ται ἡ ΄΄κα­θα­ρεύ­ου­σα΄΄ καὶ ἀρ­χα­ΐ­ζου­σα γλῶσ­σα ὡς ἐ­πί­ση­μη τοῦ κρά­τους, ἀλ­λὰ καὶ ὡς γλωσ­σι­κὸ ὄρ­γα­νο τῶν δι­α­νο­ου­μέ­νων, τῶν κα­θη­γη­τῶν, τῶν λο­γο­τε­χνῶν καὶ συγ­γρα­φέ­ων.

Ἐ­πί­σης, καὶ ἡ νέ­α πρω­τεύ­ου­σα τοῦ κρά­τους, ἡ Ἀ­θή­να, πρέ­πει νὰ ἀ­πο­κα­θαρ­θεῖ καὶ νὰ θυ­μί­ζει ἐμ­φα­νι­σια­κὰ καὶ ἀρ­χι­τε­κτο­νι­κὰ τὴν κλασ­σι­κὴ ἀρ­χαι­ό­τη­τα. Στὸ πλαί­σιο αὐ­τὸ πολ­λὲς βυ­ζαν­τι­νὲς Ἐκ­κλη­σί­ες καὶ ἐκ­κλη­σά­κια τῶν Ἀ­θη­νῶν γκρε­μί­ζον­ται ἀ­πὸ τοὺς Βαυα­ρούς, κα­θὼς θε­ω­ροῦν­ται ὅ­τι ἀ­πέ­χουν ἀ­πὸ τὸ κλασ­σι­κὸ ἰ­δε­ῶ­δες τοῦ κάλ­λους (πάν­τως οἱ βυ­ζαν­τι­νοὶ να­οὶ τῆς Κα­πνι­κα­ρέ­ας καὶ τῶν Ἁ­γί­ων Θε­ο­δώ­ρων στὴν Κλαυθ­μῶ­νος ἦ­σαν ἀ­πὸ τοὺς λί­γους ποὺ εὐ­τυ­χῶς γλύ­τω­σαν ἀ­πὸ τὴν ἀ­να­μορ­φω­τι­κὴ μα­νί­α τῶν Βαυα­ρῶν), τὰ νέ­α δη­μό­σια κτί­ρια (Ἐ­θνι­κὴ Βι­βλι­ο­θή­κη, Πα­νε­πι­στή­μιο, Τρά­πε­ζα τῆς Ἑλ­λά­δος) καὶ νέ­οι να­οὶ (Ἁγ. Εἰ­ρή­νη Αἰ­ό­λου) ὅ­πως καὶ τὰ μέ­γα­ρα τῶν πλου­σί­ων ἀ­κο­λου­θοῦν τὸν νε­ο­κλασ­σι­κὸ ρυθ­μὸ ποὺ συν­δυά­ζει στοι­χεῖ­α δι­α­κο­σμη­τι­κά, ἀρ­χαι­ο­ελ­λη­νι­κοὺς κί­ο­νες, ἀ­ε­τώ­μα­τα, προ­σό­ψεις, ποὺ πα­ρα­πέμ­πουν εὐ­θέ­ως στὴν ἀρ­χαί­α Ἑλ­λά­δα. Ἐ­πί­σης, στὰ πλαί­σια τοῦ ἐκ­συγ­χρο­νι­σμοῦ θύ­μα πέ­φτει καὶ ἡ Ἐκ­κλη­σί­α, κα­θὼς πολ­λὰ Μο­να­στή­ρια κλεί­νουν βια­ίως, μο­να­χοὶ καὶ μο­να­χὲς ἀ­ναγ­κά­ζον­ται νὰ τὰ ἐγ­κα­τα­λεί­ψουν, καὶ τὰ ἱ­ε­ρὰ σκεύ­η κα­τα­λή­γουν νά πω­λοῦν­ται στοὺς δρό­μους. Ὅ­λα αὐ­τὰ φυ­σι­κὰ προ­κα­λοῦν ἔν­το­νες λα­ϊ­κὲς ἀν­τι­δρά­σεις.

Τὴν δεύ­τε­ρη πα­ρά­τα­ξη τῶν ΄΄Γραι­κο­ρω­μι­ῶν΄΄, ἐκ­φρά­ζουν ἡ πλει­ο­ψη­φί­α τῶν λα­ϊ­κῶν στρω­μά­των, οἱ ἀ­γω­νι­στὲς τοῦ 1821 ὅ­πως ὁ Θε­όδ. Κο­λο­κο­τρώ­νης καὶ ὁ Μα­κρυ­γιά­ννης, ἢ ὁ πε­ρί­φη­μος Πα­που­λά­κος. Ὅ­λοι αὐ­τοὶ πα­ρα­μέ­νουν πι­στοὶ στὴν ἑλ­λη­νι­κό­τη­τά τους ποὺ πη­γά­ζει ἀ­πὸ τὸ Βυ­ζάν­τιο, τὴν Ὀρ­θο­δο­ξί­α, τὶς λα­ϊ­κὲς πα­ρα­δό­σεις καὶ τὸ λα­ϊ­κὸ πο­λι­τι­σμό, τὰ Δη­μο­τι­κὰ τρα­γού­δια καὶ τὴν γλῶσ­σα, πο­λι­τι­κὰ στρέ­φον­ται πρὸς τὴν ὁ­μό­δο­ξο Ρω­σί­α (φι­λο­ρω­σι­κὴ πα­ρά­τα­ξη), καὶ ἀν­τι­δροῦν στὸν βί­αι­ο ἐκ­συγ­χρο­νι­σμὸ καὶ τὸν ἐ­πι­χει­ρού­με­νο ἀ­πο­γα­λα­κτι­σμὸ ἀ­πὸ τὶς ρί­ζες τους. Ἀ­ξί­ζει νὰ ση­μει­ώ­σου­με πὼς καὶ ὁ πρῶ­τος Κυ­βερ­νή­της Ἰ­ω. Κα­πο­δί­στριας προ­σπά­θη­σε νὰ ἰ­σορ­ρο­πή­σει καὶ νὰ συν­θέ­σει τὶς δύ­ο αὐ­τὲς ταυ­τό­τη­τες οἰ­κο­δο­μών­τας ἕ­να κρά­τος μὲ σύγ­χρο­νες εὐ­ρω­πα­ϊ­κὲς δο­μὲς καὶ θε­σμούς, τὸ ὁ­ποῖ­ον πα­ράλ­λη­λα θὰ βα­σί­ζε­ται στὶς πα­ρα­δό­σεις καὶ τὴν πί­στη του (ἄλ­λω­στε ὁ ἴ­διος ὁ Κα­πο­δί­στριας ἦ­ταν βα­θειὰ θρη­σκευ­ό­με­νος, ἐκ­κλη­σι­α­ζό­ταν τὶς Κυ­ρια­κὲς ἀ­πὸ πο­λὺ πρω­ΐ, ΄΄ὄρ­θρου βα­θέ­ος΄΄) καὶ μά­λι­στα εἶ­χε ζη­τή­σει μὲ ἐγ­κύ­κλιό τους πρὸς τοὺς δη­μο­σί­ους κρα­τι­κοὺς λει­τουρ­γοὺς νὰ βε­βαι­ώ­σουν ἐγ­γρά­φως ὅ­τι δὲν ἀ­νή­κουν στὴν μα­σο­νί­α ἢ ἄλ­λη κρυ­φὴ ὀρ­γά­νω­ση.

Ἀ­πὸ τὰ μέ­σα τοῦ 19ου αἰ. καὶ με­τὰ γί­νε­ται κα­τα­νο­η­τὸ πὼς αὐ­τὴ ἡ δι­χα­σμέ­νη ἑλ­λη­νι­κό­τη­τα μό­νον ζη­μιὰ προ­κα­λεῖ στὸ Ἔθνος, καὶ κα­τα­βάλ­λε­ται προ­σπά­θεια νὰ ἀ­να­συν­τε­θεῖ ἡ Ἐ­θνι­κὴ ταυ­τό­τη­τα πε­ρι­λαμ­βά­νον­τας ὅ­λα τὰ στοι­χεῖ­α στὴν ἱ­στο­ρι­κὴ δι­α­χρο­νί­α τοῦ ἑλ­λη­νι­σμοῦ. Προ­βάλ­λε­ται ἕ­να ἑ­νο­ποι­η­τι­κὸ Ἐ­θνι­κὸ ὅ­ρα­μα, αὐ­τὸ τῆς Με­γά­λης Ἰ­δέ­ας (πρω­θυ­πουρ­γὸς Ἰ­ω. Κω­λέτ­της, 1843 στὴν Βου­λή), ποὺ θέ­λει νὰ ἀ­πε­λευ­θε­ρώ­σει τοὺς ὑ­πό­δου­λους Ἕλ­λη­νες καὶ τὰ ὑ­πὸ ὀ­θω­μα­νι­κὴ κυ­ρι­αρ­χί­α ἐ­δά­φη, καὶ νὰ τὰ ἐν­σω­μα­τώ­σει σὲ ἕ­να ἑ­νια­ῖο Ἐ­θνι­κὸ κρά­τος.

Σὲ ἐ­πί­πε­δο ἐ­πι­στη­μο­νι­κὸ καὶ θε­ω­ρη­τι­κὸ ἡ πο­λυ­σύν­θε­τη αὐ­τὴ ἑλ­λη­νι­κό­τη­τα ἐκ­φρά­ζε­ται μέ­σα ἀ­πὸ τοὺς ἐ­θνι­κούς μας ἱ­στο­ρι­ο­γρά­φους Σπ. Ζαμ­πέ­λιο καὶ Κων/νο Πα­παρ­ρη­γό­που­λο, πού ἀ­να­σύ­ρουν τὸ ὑ­πο­τι­μη­μέ­νο Βυ­ζάν­τιο καὶ τὸ ἐν­τάσ­σουν στὸ τρι­με­ρὲς ἱ­στο­ρι­κὸ δι­ά­γραμ­μα τοῦ ἑλ­λη­νι­σμοῦ ἀρ­χαι­ό­τη­τα-Βυ­ζάν­τιο-νέ­ος ἑλ­λη­νι­σμός. Στὸ σχῆ­μα αὐ­τὸ τὸ Βυ­ζάν­τιο κα­τα­λαμ­βά­νει τὴν ἁρ­μό­ζου­σα θέ­ση του στὴν ἱ­στο­ρι­κὴ δι­α­χρο­νί­α τοῦ Ἑλ­λη­νι­σμοῦ, κα­θὼς ἀ­να­γνω­ρί­ζε­ται ἡ ἀ­ξί­α του καὶ ἡ συ­νει­σφο­ρά του ὡς ἐν­δι­ά­με­σος συν­δε­τι­κὸς κρί­κος με­τα­ξὺ κλασ­σι­κῆς ἀρ­χαι­ό­τη­τος καὶ νε­ω­τέ­ρου Ἑλ­λη­νι­σμοῦ. Τὸ Βυ­ζάν­τιο παύ­ει νὰ θε­ω­ρεῖ­ται ὡς σκο­τα­δι­στι­κὸ καὶ νὰ ἀ­πα­ξι­ώ­νε­ται. Ἀν­τι­θέ­τως, μέ­σα ἀ­πὸ τὴν ΄΄Ἱ­στο­ρί­α τοῦ Ἑλ­λη­νι­κοῦ Ἔ­θνους΄΄ τοῦ Πα­παρ­ρη­γό­που­λου ἀ­να­δει­κνύ­ε­ται ὡς ἡ πε­ρή­φα­νη ἑλ­λη­νο­χρι­στι­α­νι­κὴ αὐ­το­κρα­το­ρί­α τοῦ με­σαι­ω­νι­κοῦ ἑλ­λη­νι­σμοῦ. Ἐ­πί­σης, ὁ Ν. Πο­λί­της μέ­σα ἀ­πὸ τὴν ἐ­πι­στή­μη τῆς λα­ο­γρα­φί­ας ἀ­πο­δει­κνύ­ει τὴν ἀ­δι­ά­σπα­στη συ­νέ­χεια τοῦ Ἑλ­λη­νι­σμοῦ, κα­θὼς κα­τα­γρά­φει καὶ με­λε­τᾶ τὸν λα­ϊ­κὸ πο­λι­τι­σμὸ καὶ μέ­σα ἀ­πὸ τὰ ἔ­θι­μα καὶ τὶς πα­ρα­δό­σεις τοῦ λα­οῦ ἀ­νι­χνεύ­ον­ται ἐ­πι­βι­ώ­σεις ἀρ­χαι­ο­ελ­λη­νι­κῶν ἐ­θί­μων καὶ συ­νη­θει­ῶν (ὅ­λα αὐ­τὰ ἔρ­χον­ται πρω­τί­στως ὡς ἀ­πάν­τη­ση νὰ ἀν­τι­κρού­σουν τὶς ἀν­θελ­λη­νι­κὲς θε­ω­ρί­ες τοῦ Φαλ­με­ρά­γι­ερ, σὲ τε­λι­κὴ ἀ­νά­λυ­ση κα­τορ­θώ­νουν νὰ συλ­λά­βουν τὸν πο­λυ­σύν­θε­το χα­ρα­κτή­ρα τῆς Ἑλ­λη­νι­κό­τη­τάς μας ).

Τὸ ἑλ­λα­δι­κὸ κρα­τί­διο, πα­ρ᾿ ὅ­λες τὶς  ἀ­δυ­να­μί­ες τοῦ πο­λι­τι­κοῦ του συ­στή­μα­τος (τῆς κομ­μα­το­κρα­τί­ας), τὶς οἰ­κο­νο­μι­κὲς δυ­σχέ­ρει­ες καὶ τὶς μι­κρές του δυ­νά­μεις, πα­ρα­μέ­νει προ­ση­λω­μέ­νο στὸ ὅ­ρα­μα τῆς Με­γά­λης Ἰ­δέ­ας. Με­τὰ ὅ­μως τὸν ἀ­τυ­χῆ ἑλ­λη­νο­τουρ­κι­κὸ πό­λε­μο τοῦ 1897, τὴν πτώ­χευ­ση τοῦ κρά­τους καὶ τὸν δι­ε­θνῆ οἰ­κο­νο­μι­κὸ ἔ­λεγ­χο, μοιά­ζει κά­πως νὰ ἀ­πο­δυ­να­μώ­νε­ται ἡ ἐμ­πι­στο­σύ­νη τῶν Ἑλ­λή­νων στὴν δυ­να­τό­τη­τα πραγ­μα­το­ποί­η­σης τῆς Με­γά­λης Ἰ­δέ­ας. Μέ­σα ἀ­πὸ αὐ­τὸ τὸ βα­ρὺ κλί­μα θὰ ξε­πη­δή­σουν ρω­μα­λέ­οι πνευ­μα­τι­κοὶ ἄν­δρες, ἐκ­φρα­στὲς τῆς ἐ­θνι­κῆς αὐ­το­γνω­σί­ας, ποὺ θὰ δώ­σουν νέ­α ὤ­θη­ση καὶ δυ­να­μι­σμὸ στὸν ἑλ­λη­νι­σμό. Κυ­ρί­αρ­χες ἀ­σφα­λῶς μορ­φὲς ἀ­πο­τε­λοῦν ὁ Πε­ρι­κλῆς Γι­αν­νό­που­λος, ποὺ μὲ τὸ ἔρ­γο του ΄΄Ἔκ­κλη­σις πρὸς τὸ Πα­νελ­λή­νιον Κοι­νὸν΄΄ (1907) θὰ ἐκ­φρά­σει ἕ­να ρο­μαν­τι­κὸ ἰ­δε­ο­λο­γι­κὸ λό­γο προ­τεί­νον­τας ἀ­πόρ­ρι­ψη τῶν ξε­νο­μί­μη­των προ­τύ­πων καὶ ἐ­πι­στρο­φὴ στὶς ἀ­ξί­ες τῆς κλασ­σι­κῆς ἀρ­χαι­ό­τη­τος ποὺ ἔ­χουν τὴν δύ­να­μη νὰ ἐκ­πο­λι­τί­σουν ξα­νὰ τὴν οἰ­κου­μέ­νη (ὁ Γι­αν­νό­που­λος πι­στεύ­ει στὴν ἐκ­πο­λι­τι­στι­κὴ οἰ­κου­με­νι­κὴ ἀ­κτι­νο­βο­λί­α τοῦ ἑλ­λη­νι­σμοῦ), ὁ Ἴ­ων Δρα­γού­μης (1878-1920), ὁ φλο­γε­ρὸς αὐ­τὸς δι­πλω­μά­της, πο­λι­τι­κός, μα­χη­τὴς καὶ δι­α­νο­ού­με­νος πα­τρι­ώ­της, μὲ τὴν με­γά­λη ἀ­γά­πη του γιὰ τὴν Ἑλ­λά­δα, καὶ ἰ­δί­ως γιὰ τὴν Μα­κε­δο­νί­α, ὅ­που συ­νέ­βα­λε τὰ μέ­γι­στα ὡς πρό­ξε­νος στὸ Μο­να­στή­ρι στὴν ὀρ­γά­νω­ση τοῦ Μα­κε­δο­νι­κοῦ Ἀ­γῶνα γιὰ τὴν ἀ­πε­λευ­θέ­ρω­ση τῆς Ἑλ­λη­νι­κῆς Μα­κε­δο­νί­ας ἀ­πὸ Τούρ­κους καὶ Βουλ­γά­ρους, καὶ ποὺ τε­λι­κὰ εἶ­χε ἄ­δο­ξο τέ­λος, δο­λο­φο­νη­μέ­νος ἀ­πὸ βε­νι­ζε­λι­κούς.

Ὁ Ἴ­ων Δρα­γού­μης μέ­σα ἀ­πὸ τὰ ἔρ­γα του ΄΄Μαρ­τύ­ρων καὶ Ἡ­ρώ­ων Αἷ­μα΄΄ (1907), ΄΄Σα­μο­θρά­κη΄΄ (1908), ΄΄Ὅ­σοι ζων­τα­νοὶ΄΄ (1911), ΄΄Ἑλ­λη­νι­κὸς Πο­λι­τι­σμὸς΄΄ (1914), γιὰ νὰ ἀ­να­φερ­θοῦ­με στὰ κυ­ρι­ό­τε­ρα ἔρ­γα του, ἐκ­φρά­ζει μί­α δυ­να­μι­κή, ἡ­ρω­ϊ­κή, γε­μά­τη αὐ­το­πε­ποί­θη­ση ἑλ­λη­νι­κό­τη­τα. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ γιὰ τὸν ἀ­γῶ­να ὑ­πὲρ τῆς Μα­κε­δο­νί­ας γρά­φει: ΄΄ἡ πα­νώ­ρια τού­τη χώ­ρα αἷ­μα δι­ψᾶ καὶ ἀ­πο­ζη­τά­ει ἀ­μέ­τρη­τα πα­λλη­κά­ρια. Ἀ­πὸ τὸν βορ­ριὰ πάν­τα γε­νε­ὲς βαρ­βά­ρων θὰ πλα­κώ­νουν γιὰ νὰ πνί­ξουν τὴν ἑλ­λη­νι­κὴ τὴ φύ­τρα. Ἕλ­λη­νες, ἡ φύ­τρα σας σὲ γῆς ἑλ­λη­νι­κὴ γεν­νι­έ­ται, ξε­φυ­τρώ­νει. Θε­ρι­εύ­ει καὶ φυ­τρώ­νει. Γε­νε­ὲς κλε­φτῶν ἂς στέ­κων­ται παν­το­τει­νά, σκο­ποὶ ἀ­κού­ρα­στοι, στὰ σύ­νο­ρα τὰ βο­ρει­νά, γιὰ νὰ φυ­λά­γουν τὰ Ἑλ­λη­νι­κά, τὰ ἅ­για χώ­μα­τα. Εἶ­ναι ἀ­νοιγ­μέ­νος τώ­ρα, μπρο­στὰ στὰ θο­λω­μέ­να μά­τια σας καὶ στὰ μυα­λὰ σας τὰ σκο­τι­σμέ­να, ἕ­νας δρό­μος ἀ­λη­θι­νός, δρό­μος ζω­ῆς καὶ πο­λέ­μου. Ἂν θέ­λε­τε, πά­ρε­τέ τον. Ἂν δὲν σᾶς ἀ­ρέ­ση πά­λι τοῦ­τος βρί­σκον­ται καὶ ἄλ­λοι, ἀ­λη­θι­νοὶ καὶ αὐ­τοί, δρό­μοι ζω­ῆς καὶ πο­λέ­μου. Δι­α­λέ­ξε­τε καὶ πά­ρε­τε. Εἰ­δε­μή, σα­πί­στε ἐ­κεῖ ποὺ εἶ­σθε!΄΄. (΄΄Μαρ­τύ­ρων καὶ Ἡ­ρώ­ων Αἷ­μα΄΄). Καὶ στὸ βι­βλί­ο του ΄΄Ὁ Ἑλ­λη­νι­σμός μου καὶ οἱ Ἕλ­λη­νες΄΄ ση­μει­ώ­νει χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά: ΄΄πε­ρή­φα­νος γιὰ τὴ γε­νιά μου τὴν ἑλ­λη­νι­κή, χα­ρού­με­νος, για­τί ἔ­βλε­πα ξά­στε­ρα τὸ Ἔθνος μου τυ­ραν­νι­σμέ­νο καὶ δυ­να­τὸ καὶ λε­πτὸ καὶ ἑ­φτά­ψυ­χο, ἔ­μορ­φο στὴ μο­να­ξιά του καὶ στὴν ἐγ­κα­τά­λει­ψη. Μ᾿ ἀ­ρέ­σει νὰ χά­νο­μαι στὶς λε­πτο­μέ­ρει­ες τῆς ζω­ῆς του. Βλέ­πω ἀ­πὸ τί πέ­ρα­σε κι ὅ­μως ζεῖ καὶ θέ­λει ἀ­κό­μη νὰ ζή­σει. Εὐ­γε­νι­κὴ ἡ γε­νιά μου, εὐ­γε­νι­κὴ ὅ­σο καὶ τῶν ἄλ­λων Εὐ­ρω­παί­ων καὶ εὐ­γε­νι­κώ­τε­ρη μά­λι­στα. Τί μι­μοῦν­ται οἱ Ἕλ­λη­νες τὶς εὐ­ρω­πα­ϊ­κὲς συ­νή­θει­ες καὶ ἰ­δέ­ες; μεῖς ἔ­χο­με στὸ αἷ­μα μας ἕ­ναν πο­λι­τι­σμὸ καλ­ύτε­ρο ἀ­πὸ κά­θε ἄλ­λον. Ἔ­πρε­πε νὰ εἴ­μα­στε πιὸ δι­α­γνω­στι­κοὶ καὶ νὰ γι­νώ­μα­στε πιὸ πε­ρή­φα­νοι γιὰ τὸν πο­λι­τι­σμό μας΄΄. ”Ὁ κα­θέ­νας πρέ­πει νὰ φαν­τά­ζε­ται πὼς αὐ­τὸς πρέ­πει νὰ σώ­σει τὸ Ἔ­θνος του. Πρέ­πει νὰ φαν­τά­ζο­μαι πὼς ἀ­πὸ μέ­να μό­νον ἐ­ξαρ­τᾶ­ται ἡ σω­τη­ρί­α τοῦ  Ἔθνους. Νὰ μὴν κοι­τά­ζω τί κά­νουν οἱ ἄλ­λοι καὶ νὰ φαν­τά­ζο­μαι πὼς ἐ­γὼ ἔ­χω τὸ με­γά­λο χρέ­ος τῆς σω­τη­ρί­ας΄΄.

Ἐκ­φρα­στὴς ση­μαν­τι­κὸς ἐ­πί­σης τῆς πο­λυ­σύν­θε­της, δυ­να­μι­κῆς καὶ δι­α­χρο­νι­κῆς ἑλ­λη­νι­κό­τη­τας εἶ­ναι καὶ ὁ με­γά­λος Ἐθνι­κός μας ποι­η­τὴς Κω­στῆς Πα­λα­μᾶς (1859-1943). Μέ­σα ἀ­πὸ τὶς δύ­ο με­γά­λες του ἐ­πι­κὲς συν­θέ­σεις, ΄΄ὁ δω­δε­κά­λο­γος τοῦ γύ­φτου΄΄ (1907) καὶ ΄΄ἡ φλο­γέ­ρα τοῦ βα­σι­λιᾶ΄΄ (1910), ὁ ποι­η­τὴς ἐ­πη­ρε­α­σμέ­νος ἀ­πὸ τὸν ἱ­στο­ρι­κό του πε­ρί­γυ­ρο καὶ τὶς ἐ­θνι­κὲς πε­ρι­πέ­τει­ες (ἀ­τυ­χὴς πό­λε­μος τοῦ 1897 καὶ ἥτ­τα ἀ­πὸ τοὺς Τούρ­κους, προ­σπά­θει­ες ἐ­θνι­κῆς ἀ­νά­τα­σης καὶ ἀ­να­δι­ορ­γά­νω­σης, ὁ Μα­κε­δο­νι­κὸς Ἀ­γώ­νας, με­ταρ­ρυθ­μι­στι­κὲς προ­σπά­θει­ες τῶν ἀρ­χῶν τοῦ 20ου αἰ., τὸ κί­νη­μα στὸ Γου­δὶ ποὺ σά­ρω­σε τὸ πα­λαι­ο­κομ­μα­τι­κὸ σύ­στη­μα καὶ ἔ­φε­ρε στὸ προ­σκή­νιο τὸν Ἐ­λευθ. Βε­νι­ζέ­λο καὶ νέ­ες πο­λι­τι­κὲς δυ­νά­μεις) πε­ρι­γρά­φει μὲ τό­νο ἐ­πι­κό, ἱ­στο­ρι­κὸ καὶ ἡ­ρω­ο­λα­τρι­κὸ τὴν πο­ρεί­α τοῦ ἑλ­λη­νι­κοῦ Ἔ­θνους στὸ ἔν­δο­ξο πα­ρελ­θὸν, ἀλ­λὰ καὶ τὶς ἐ­θνι­κὲς ἐ­πι­δι­ώ­ξεις καὶ ἀ­γω­νί­ες ἑ­νὸς σύγ­χρο­νου, γε­μά­του δυ­να­μι­σμοῦ καὶ ἡ­ρω­ϊσμοῦ Ἔ­θνους πού, ἔ­χον­τας συ­ναί­σθη­ση τῆς ἱ­στο­ρι­κῆς του κλη­ρο­νο­μιᾶς, δι­εκ­δι­κεῖ καὶ τὴν ἀ­νά­λο­γη θέ­ση στὶς ἀρ­χὲς τοῦ 20ου αἰ.

Ὁ Πα­λα­μᾶς στὰ δύ­ο αὐ­τὰ με­γα­λό­πνο­α ἔρ­γα του ἀ­να­μει­γνύ­ει στοι­χεῖ­α τῆς Ἑλ­λη­νι­κῆς ἱ­στο­ρί­ας ἀ­πὸ τὴν ἀρ­χαι­ό­τη­τα, τὸ Βυ­ζάν­τιο καὶ τὴν Νε­ώ­τε­ρη Ἑλ­λά­δα, τὰ πα­ρου­σιά­ζει ὡς ἕ­να σύ­νο­λο, ὡς ἔ­θνος ποὺ βι­ώ­νει τὴν ἱ­στο­ρι­κή του δι­α­χρο­νί­α ὡς ζων­τα­νὸ πα­ρόν. Τὰ πάν­τα συγ­κι­νοῦν τὴν ψυ­χὴ τοῦ ποι­η­τῆ, τὸ κάλ­λος τοῦ ἀρ­χαί­ου κό­σμου, ὁ χρι­στι­α­νι­σμὸς καὶ ἡ λάμ­ψη τοῦ Βυ­ζαν­τί­ου, ἡ ἱ­στο­ρί­α, ἡ φύ­ση, ἡ χα­ρὰ τῆς τέ­χνης, ὁ ἀν­θρώ­πι­νος ψυ­χι­σμὸς μὲ τὶς συ­νε­χεῖς του δι­α­κυ­μάν­σεις. Ὁ ποι­η­τὴς με­τα­τρέ­πει τὴν ἱ­στο­ρί­α σὲ μύ­θο, τὸ λυ­ρι­κὸ στοι­χεῖ­ο ἀ­να­μει­γνύ­ε­ται μὲ τὸ ἐ­πι­κὸ καὶ τὸ δρα­μα­τι­κό, ἡ γλῶσ­σα φα­νε­ρώ­νει νέ­ους γλωσ­σι­κοὺς θη­σαυ­ρούς. Ὁ ποι­η­τὴς ξε­κι­νών­τας ἀ­πὸ τὴν ἱ­στο­ρί­α τοῦ Ἑλ­λη­νι­σμοῦ ἀγ­κα­λιά­ζει τὸν σύγ­χρο­νό του κό­σμο καὶ ὅ­λην τὴν ἀν­θρω­πό­τη­τα.

Τὰ συγ­κε­κρι­μέ­να ἔρ­γα ἀ­πο­γει­ώ­νουν τὴν φή­μη τοῦ Πα­λα­μᾶ, τὸν ὁ­δη­γοῦν στὶς κο­ρυ­φὲς τῆς λο­γο­τε­χνι­κῆς μας ζω­ῆς καὶ τὸν κα­θι­στοῦν ρω­μα­λέο­ ἐκ­φρα­στὴ τῶν ἐ­θνι­κῶν ὁ­ρα­μα­τι­σμῶν. Δι­καί­ως τοῦ ἀ­πο­δό­θη­κε ὁ τί­τλος τοῦ ΄΄Ἐ­θνι­κοῦ μας ποι­η­τῆ΄΄, δευ­τέ­ρου με­τὰ τὸν Σο­λω­μό. Με­ρι­κοὶ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κοὶ στί­χοι: ΄΄ἡ με­γα­λο­σύ­νη τῶν Ἐθνῶν δὲν με­τρι­έ­ται μὲ τὸ στρέμ­μα// μό­νο μὲ τῆς καρ­διᾶς τὸ πύ­ρω­μα με­τρι­έ­ται καὶ τὸ αἷ­μα΄΄, ἐ­νῶ σὲ ἄλ­λο ση­μεῖ­ο ἐ­ξυ­μνεῖ τὴν ἀ­θά­να­τη ἑλ­λη­νι­κὴ ψυ­χή: ΄΄Ὁ Ἀ­κρί­τας εἶ­μαι, χά­ρον­τα// δὲν περ­νῶ μὲ τὰ χρό­νια, //μ᾿ ἄγ­γι­ξες καὶ Δὲ μ᾿ ἔνοιω­σες// στὰ μαρ­μα­ρέ­νια ἁ­λώ­νια,// ἐ­γὼ εἶ­μαι ἡ ἀ­κα­τά­λυ­τη// ψυ­χὴ τῶν Σα­λα­μί­νων, // στὴν Ἑ­φτά­λο­φην ἔ­φε­ρα// τὸ σπα­θὶ τῶν Ἑλ­λή­νων.// Δὲν χά­νο­μαι στὰ Τάρ­τα­ρα// μο­νά­χα ξα­πο­σταί­νω, //στὴν ζω­ὴ ξα­να­φαί­νο­μαι// καὶ λα­οὺς ἀ­να­σταί­νω΄΄. Δι­καί­ως λοι­πόν, ὅ­ταν πέ­θα­νε ὁ Πα­λα­μᾶς στοὺς χρό­νους τῆς κα­το­χῆς (1943), ἡ κη­δεί­α του στὴν Ἀ­θή­να με­τα­βλή­θη­κε σὲ με­γά­λο ἐ­θνι­κὸ γε­γο­νός. Πλή­θη λο­γο­τε­χνῶν καὶ χι­λιά­δες κό­σμου συ­νέρ­ρευ­σαν στὴν κη­δεί­α του ψάλ­λον­τας τὸν Ἐθνι­κὸ ὕ­μνο γιὰ νὰ τι­μή­σουν τὸν Ἐ­θνι­κὸ ποι­η­τή, γιὰ τὸν ὁ­ποῖ­ον ὁ Ἄγ­γε­λος Σι­κε­λια­νὸς στὸ ἐ­πι­κή­δει­ο ποί­η­μα ποὺ ἐ­ξε­φώ­νη­σε ΄΄Ἠ­χῆ­στε σάλ­πιγ­γες!΄΄, εἶ­πε χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά: ΄΄σὲ αὐ­τὸ τὸ φέ­ρε­τρο ἀ­κουμ­πᾶ ἡ Ἑλ­λά­δα΄΄, στὸν Ἐ­θνι­κὸ ποι­η­τὴ ποὺ μὲ τοὺς στί­χους του λά­τρευ­σε τὴν Ἑλ­λά­δα καὶ ὕ­μνη­σε τὸν Ἑλ­λη­νι­σμό.

Με­τὰ τὴν Μι­κρα­σι­α­τι­κὴ κα­τα­στρο­φὴ τοῦ 1922 ὁ Ἑλ­λη­νι­σμὸς ἔ­χον­τας ὑ­πο­στεῖ με­γά­λη ἐ­θνι­κὴ καὶ γε­ω­στρα­τη­γι­κὴ ἥτ­τα, προ­σπα­θεῖ τὴν διά­ρκεια τοῦ Με­σο­πο­λέ­μου νὰ ἀ­να­συν­τα­χθεῖ καὶ νὰ βρεῖ νέ­ο ἐ­θνι­κὸ βη­μα­τι­σμό.  Μέ­σα ἀ­πὸ τὴν λο­γο­τε­χνι­κὴ γε­νιὰ τῆς δε­κα­ε­τί­ας τοῦ 1930 ξε­χω­ρί­ζει ἡ μορ­φὴ τοῦ ποι­η­τῆ Ἄγ­γε­λου Σι­κε­λια­νοῦ, ὁ ὁ­ποῖ­ος στὴν δι­κὴ του σύλ­λη­ψη πε­ρὶ ἑλ­λη­νι­κό­τη­τος δί­νει προ­τε­ραι­ό­τη­τα στὴν ἀρ­χαί­α Ἑλ­λά­δα καὶ στὶς οἰ­κου­με­νι­κὲς πνευ­μα­τι­κὲς ἀ­ξί­ες τοῦ ἀρ­χαί­ου Ἑλ­λη­νι­σμοῦ. Ἐ­πι­χει­ρεῖ μὲ ἐ­πι­τυ­χία­ νὰ ἀ­να­συ­στή­σει τὶς ἀρ­χαῖ­ες Δελ­φι­κὲς ἑ­ορ­τὲς καὶ δί­νει πα­ρα­στά­σεις ἀρ­χαί­ου δρά­μα­τος. Ἄλ­λω­στε, καὶ ὅ­λη ΄΄ἡ γε­νιὰ τοῦ ᾿30΄΄, με­τὰ τὴν τραυ­μα­τι­κὴ ἐμ­πει­ρί­α τοῦ Ἑλ­λη­νι­σμοῦ τὸ 1922 καὶ τὸν ξερ­ρι­ζω­μό του ἀ­πὸ τὶς προ­γο­νι­κές του πα­τρί­δες τῆς ΄΄καθ᾿ ἡ­μᾶς Ἀ­να­το­λῆς΄΄, στρέ­φε­ται καὶ ἡ ἴ­δια πε­ρισ­σό­τε­ρο πρὸς τὴν Δύ­ση καὶ ἀ­να­δει­κνύ­ον­τας τὴν σχέ­ση τῆς ἀρ­χαί­ας Ἑλ­λά­δας μὲ τὸν δυ­τι­κο­ευ­ρω­πα­ϊ­κὸ πο­λι­τι­σμό. Ἀ­ξι­ο­μνη­μό­νευ­τη ἐ­ξαί­ρε­ση ἀ­πο­τε­λεῖ ὁ λο­γο­τέ­χνης καὶ ἁ­γι­ο­γρά­φος Φώ­της Κόν­το­γλου, κα­τα­γό­με­νος ἀ­πὸ τὸ Ἀ­ϊ­βα­λὶ τῆς Μι­κρᾶς Ἀ­σί­ας, ὁ ὁ­ποῖ­ος μέ­σα ἀ­πὸ τὰ κεί­με­νά του καὶ τὴν ἁ­γι­ο­γρα­φί­α πα­ρα­μέ­νει βα­θύ­τα­τα Ρω­μιός, ἐκ­φρα­στὴς ὅ­λης τῆς ἀ­να­το­λι­κῆς Ὀρ­θό­δο­ξης πνευ­μα­τι­κῆς πα­ρα­δό­σε­ως, αὐ­τῆς τῆς ΄΄πο­νε­μέ­νης Ρω­μι­ο­σύ­νης΄΄, ὅ­πως ὁ ἴ­διος τὴν ἀ­πο­κα­λεῖ, ἐ­νῶ καὶ μὲ τὴν ἁ­γι­ο­γρα­φί­α του στρέ­φει τὴν τέ­χνη νὰ ἀ­να­κα­λύ­ψει τὶς βυ­ζαν­τι­νὲς ρί­ζες καὶ νὰ ἀ­πο­μα­κρυν­θεῖ ἀ­πὸ τὶς δυ­τι­κὲς τε­χνο­τρο­πί­ες.

Μὲ τὸ στρα­τι­ω­τι­κὸ κα­θε­στώς τῆς 4ης Αὐ­γού­στου τοῦ Ἰ­ω. Με­τα­ξᾶ ἐ­πι­χει­ρεῖ­ται νὰ προ­βλη­θεῖ μί­α ἐ­θνι­κὴ ἰ­δε­ο­λο­γί­α ποὺ ὀ­νο­μά­ζε­ται τρί­τος Ἑλ­λη­νι­κὸς πο­λι­τι­σμὸς καὶ βα­σί­ζε­ται σὲ μί­α Ἑλ­λη­νο­χρι­στι­α­νι­κὴ προ­σέγ­γι­ση τῆς Ἑλ­λη­νι­κό­τη­τας.

 

 

 

Ετικέτες - Σχετικά Θέματα