του Max-Erwann Gastineau* Μετάφραση: Ευάγγελος Δ. Νιάνιος
[Ηρθε η ώρα να διαπιστώσουμε πόσο επικίνδυνη είναι η Ευρωπαϊκή Ενωση για την εθνική μας επιβίωση καθώς είναι αυτή που εξέθρεψε τον ναζιστικό «λύκο της στέπας» μας και οι κυρώσεις εναντίον των επιθετικών του ενεργειών παραπέμφτηκαν στις ελληνικές καλένδες. Τι έγινε αυτή η «ευρωπαϊκή οικογένεια» με την οποία μας βαυκάλιζαν οι «προοδευτικοί» πολιτικοί όλων των αποχρώσεων;
Η ΕΕ (Περισσότερα δες Ανιχνεύσεις, ΕΕ: Ναζιστικό το σχέδιο, αμερικανική η σφραγίδα ) δεν ενδιαφέρεται για την κοινή άμυνα, ούτε για την οικονομική ενοποίηση των κρατών-μελών της – είναι γνωστό ότι ο Νότος της συσσωρεύει ελλείμματα και ο Βοράς της πλεονάσματα. Όπως προκύπτει από την πρόσφατη ομιλία της Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κας Ursula Von der Leyen στόχος είναι η δημιουργία μιας «ευρωπαϊκής κοινωνίας» με βάση τα προτάγματα της Νέας Εποχής…Ε.Δ.Ν.]
Η ομιλία στις 16 Σεπτεμβρίου της Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ursula Von der Leyen, σχετικά με τη «γενική κατάσταση της Ένωσης», σηματοδοτεί μια σημαντική εξέλιξη στον μεγάλο ευρωπαϊκό διακρατικό σχεδιασμό: εκφράζει τη βούληση για την οικοδόμηση πέραν της ενιαίας αγοράς, μιας «ευρωπαϊκής κοινωνίας», με κοινές «αξίες».
Αυτό δείχνει το τέλος αυτής της ομιλίας, αφιερωμένο στα «δικαιώματα των μειονοτήτων». Πρέπει να «αγωνιστούμε κατά των διακρίσεων», να καταπολεμήσουμε τις «ασυνείδητες προκαταλήψεις» και, υπό αυτή την προοπτική, υπόσχεται η Von der Leyen, να εφαρμόσει μια «στρατηγική με στόχο (…) την αμοιβαία αναγνώριση των οικογενειακών σχέσεων στην ΕΕ» ( γάμος ομοφυλοφίλων, ομοφυλογονικότητα, θεωρία φύλου στην εκπαίδευση …). Σε μια Ευρώπη όπου ο καθένας πρέπει να μπορεί να ζει σύμφωνα με την «ταυτότητά του», σε κοινωνίες που χαρακτηρίζονται από τον «πλουραλισμό» και την αρχή της «μη διάκρισης», τα κοινωνικά ζητήματα δεν υπάγονται πλέον στην αποφασιστική αρμοδιότητα των κρατών. Πρέπει να γίνουν υπόθεση των εγγυητών της Ένωσης, και επομένως της Επιτροπής.
Αυτή η «κοινωνική» επίθεση δεν στοχεύει μόνο ορισμένα δύστροπα κράτη (Ουγγαρία, Πολωνία). Αφορά σε ολόκληρη την Ευρώπη και πρέπει, ως τέτοια, να τοποθετηθεί στο πλαίσιο μιας πιο γενικής αλλαγής. Αυτό συμβαίνει κάτω από τη μηχανική επίδραση δύο συμπληρωματικών – η μία απορρέει από την άλλη – τάσεων. Μια «ψυχο-ιστορική» και μια «νομο-πολιτική» τάση.
Η δυσφήμηση του πατριωτισμού
Η πρώτη τάση αντανακλά ένα γνωστό αξίωμα: «Ο εθνικισμός σημαίνει πόλεμος!» Σε μια Ευρώπη που χαρακτηρίζεται από τη φρίκη του 20ού αιώνα, η θυσία της αμετάκλητης πολλαπλότητας των ανθρώπινων κοινοτήτων στον βωμό της συλλογικής σωτηρίας, ο εθνικισμός – ή η ανάδειξη των εθνικών ιστορικών και πολιτιστικών ιδιαιτεροτήτων – δεν είναι πλέον επιλογή [σ.τ.μ.: Και βέβαια ο εθνικισμός είναι καταδικαστέος, αλλά η ανάδειξη ιστορικών και πολιτιστικών ιδιαιτεροτήτων είναι πατριωτισμός, και αναγκαία συνθήκη επιβίωσης ενός λαού]. Είναι απαραίτητο να αποβάλουμε το εκρηκτικό φορτίο και, για το σκοπό αυτό, να οικοδομήσουμε τους όρους μιας μεταπολιτισμικής ιθαγένειας, χωρίς ιστορική αγκύρωση, με βάση την αυστηρή προσκόλληση στις καθολικές αξίες που είναι εγγεγραμμένες στη συνταγματική τάξη. Αυτή η πρόταση, που προβλήθηκε τη δεκαετία του 1970 από το φιλόσοφο Jürgen Habermas** με το όνομα «συνταγματικός πατριωτισμός», καθιέρωσε και επηρέασε βαθιά τη φύση του δεσμού του πολίτη με το κράτος του. Έτσι, ο ισχυρισμός των κρατών ή των κομμάτων ότι υπερασπίζονται ένα όραμα της οικογένειας που εμπνέεται από μοναδικές εθνικές και πνευματικές παραδόσεις, ή ότι δίνουν προτεραιότητα στη συνοχή του έθνους από την επέλευση μιας «ανοιχτής» και πολυπολιτισμικής κοινωνίας δεν κρίνεται μόνο παρωχημένος, αλλά ένοχος ότι αντιβαίνει στους όρους του συμβολαίου που η μετα-Χίτλερ Ευρώπη υποσχέθηκε να μην παραβεί ποτέ.
Η απονομιμοποίηση του Εθνους
Η δεύτερη τάση, νομο-πολιτική, απορρέει από την πρώτη. Η απονομιμοποίηση του έθνους ως πολιτικής κοινότητας που βασίζεται σε μια συγκεκριμένη ταυτότητα όχι μόνο επιτάχυνε το «άνοιγμα» των ευρωπαϊκών κοινωνιών στην επέλευση άλλων, πιο φιλελεύθερων αξιών, αλλά προώθησε και τον μαύρο θρύλο της λαϊκής κυριαρχίας. «Δεν εκλέχτηκε ο Χίτλερ;», που ποτέ δεν θα θέλαμε να θυμόμαστε (σε αντίθεση, άλλωστε, με την πιο στοιχειώδη ιστορική πραγματικότητα);
Η λαϊκή κυριαρχία έχασε τη νομιμότητά της και, μαζί της, την εξουσία του καθορισμού της πολιτικής. Μια αρχή της πρόνοιας καθιερώνεται τώρα εναντίον οποιουδήποτε κόμματος ή καθεστώτος που ισχυρίζεται ότι ανταποκρίνεται στις φιλοδοξίες της πλειοψηφίας. Έτσι περάσαμε από τη δημοκρατία με βάση την ιδέα που διαδόθηκε από τη Γαλλική Επανάσταση της «κυριαρχίας του λαού» – και το επακόλουθο της: ο νόμος ως έκφραση της γενικής βούλησης – σε μια «νομική ιδέα της δημοκρατίας», συνοψίζει τον Marcel Gauchet***, η οποία θέτει στο επίκεντρό της τη διαφύλαξη και την επέκταση των ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών που παλαιότερα παραβιάζονταν, προστατεύονται τώρα από το κράτος δικαίου· την ανάπτυξη ανεξάρτητων δικαστηρίων.
Η μεγάλη προσοχή που δόθηκε σε αυτά τα δικαιώματα και τις ελευθερίες διατρέχει ολόκληρο τον δυτικό κόσμο. Αλλά στην Ευρώπη συνδυάζεται με μια διαδικασία «αποεθνοποίησης» του δικαίου, συνυφασμένη με το ευρωπαϊκό σχέδιο «συνεχώς στενότερης ένωσης μεταξύ των λαών», το οποίο ευνοεί την έλευση ενός «υπερεθνικού κράτους δικαίου» του όπου οι πολίτες θεωρούνται ως χειραφετημένοι από το εθνικό πλαίσιο. “Επειδή τα δικαιώματα είναι παγκόσμια, πώς είναι δυνατόν να παρεμβάλουμε ενδεχομένως λίγο πολύ γεωγραφικά εμπόδια που δεν έχουν καμία σχέση με την ουσία τους; Αυτή είναι η διαδικασία που συνεπάγεται σιωπηρά η έννοια του κράτους δικαίου”, σημειώνει εύστοχα ο Gauchet. Δίκη του Κράτους, ως νόμιμου εκπροσώπου των συμφερόντων μιας ανθρώπινης συλλογικότητας ενωμένης κάτω από το λάβαρό του, και του Έθνους, ως ιστορικό πλαίσιο της δημοκρατίας.
Επίθεση σε Πολωνία και Ουγγαρία
Όπως δείχνει ο Σύμβουλος Επικρατείας Bertrand Mathieu, σε ένα έργο που πρέπει να διαβαστεί Το Δίκαιο κατά της Δημοκρατίας; (Le droit contre la Democratie?), η Επιτροπή της Βενετίας δεν αποκλείει ότι, αύριο, ο έλεγχος της συνταγματικότητας «να γίνει στοιχείο της κοινής συνταγματικής κληρονομιάς, σε ολόκληρη την ήπειρο ». Μετά την εξομοίωση των ηθών και των αξιών για την προώθηση της εμφάνισης μιας «ευρωπαϊκής κοινωνίας», η εξομοίωση των ελέγχων συνταγματικότητας ελέγχει, ώστε κανένα κράτος να μην μπορεί να υπερασπίσει τις ιδιαιτερότητες της συνταγματικής του τάξης ενώπιον του ευρωπαίου δικαστή; Το ΕΔΑΔ διαδραματίζει ήδη, στην πραγματικότητα, το ρόλο του ομοσπονδιακού δικαστή, στο βαθμό που η νομολογία του χρησιμοποιείται σήμερα σε μεγάλο βαθμό από τον εθνικό συνταγματικό δικαστή, ο οποίος στη συνέχεια την επιβάλλει στο Νομοθέτη. Ένας προβληματικός ρόλος, δεδομένου ότι το ΕΔΑΔ, το οποίο δεν είναι δημοκρατικό, εκλεγμένο σώμα, δίνει στον εαυτό του μια εξουσία ερμηνείας που δεν γνωρίζει όρια. Σκεφτείτε την απόφαση Marcks της 13ης Ιουνίου 1979, με την οποία το ΕΔΑΔ πιστεύει ότι η Ευρωπαϊκή Σύμβαση του 1950 για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα πρέπει να ερμηνευθεί «υπό το φως των σημερινών συνθηκών». Ας σκεφτούμε επίσης την απόφαση Rees της 17ης Οκτωβρίου 1986, με την οποία το ΕΔΑΔ**** έδωσε στον εαυτό του την εξουσία «να προσαρμόζει τα δικαιώματα που αναγνωρίζει η Σύμβαση στις αλλαγές των ηθών και των νοοτροπιών, ή ακόμα και της επιστήμης».
Η επιβεβαίωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στον τομέα των αξιών αποτελεί επομένως μέρος ενός ευρωπαϊκού θεσμικού τοπίου που αναδιαμορφώνεται συνεχώς από τις απόψεις και τις αποφάσεις που εκδίδονται στις κλειστές αίθουσες των δικαστηρίων. Με αυτήν την αργή και συνεχή αλλαγή, άλλαξε η φύση του κράτους δικαίου. Δεν είναι πλέον απλώς υπεύθυνο για τη διασφάλιση της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων, στοχεύει να τα επεκτείνει, να «ανοίξει όσο το δυνατόν περισσότερο χώρο στις ατομικές ελευθερίες», υπενθυμίζει μια σχετική έκθεση της Εθνικής Συνέλευσης του 2018. Δεν επιφορτίζει απλώς τους δικαστές με το καθήκον να καθορίζουν το νόμιμο πεδίο παρέμβασης του πολιτικού, επεκτείνει το νόμιμο πεδίο παρέμβασης του δικαστή … σε σημείο να δίνει στον τελευταίο αποφασιστικό ρόλο στη διαδικασία οικοδόμησης συλλογικών προτύπων. Εκπαιδευμένος στο Πανεπιστήμιο Yale και καθηγητής νομικής και πολιτικής επιστήμης στο Πανεπιστήμιο του Τορόντο, ο Ran Hirschl πιστεύει ότι τα δυτικά καθεστώτα, μεταφέροντας «άνευ προηγουμένου εξουσία από αντιπροσωπευτικά όργανα σε δικαστικά συστήματα», έχουν καθιερώσει καθεστώτα «δικαιοκρατικής» φύσης, κυριαρχούμενα από έναν «συνασπισμό νεωτεριστών νομικών αυτονομημένων», που καθορίζουν «το ημερολόγιο, την έκταση και τη φύση των συνταγματικών μεταρρυθμίσεων» και τα οποία, «ενώ επιβεβαιώνουν ότι στηρίζουν τη δημοκρατία (… ), προσπαθούν να περιθωριοποιήσουν τους υπεύθυνους λήψης αποφάσεων από τις αντιπαραθέσεις της δημοκρατικής πολιτικής.» Σύμφωνα με τον συγγραφέα του Towards Juristocracy, το πεδίο των «αξιών» είναι ιδιαίτερα ευνοϊκό για την ανάπτυξη αυτών των καθεστώτων, τα οποία με δυο λόγια θα ορίσουμε με βάση το κίνημα που προαναγγέλλουν: το πέρασμα μέσω του δικαίου σε μια «εξουσία του δικαίου», με φόντο την αυξανόμενη σημασία των δικαστηρίων.
Πάρτε την περίπτωση της εξέλιξης του Συνταγματικού Συμβουλίου στη Γαλλία. Αυτό δεν είναι πλέον μόνο υπεύθυνο για τη λογοκρισία νόμων που θεωρούνται ασυμβίβαστοι με το Σύνταγμά μας, αλλά δίνει και «συνταγματική αξία» σε αφηρημένες αρχές, μετατρέπει ιδανικά σε δικαιώματα. Αυτό συνέβη ιδιαίτερα το 2018, όπου η αρχή της «αδελφωσύνης» ήταν συνταγματικά έγκυρη μετά από ένα «ζήτημα προτεραιότητας της συνταγματικότητας» (QPC) που υπέβαλαν ενώσεις βοήθειας σε μετανάστες και δύο πολίτες που είχαν καταδικαστεί ότι βοήθησαν ανθρώπους σε παράτυπη κατάσταση να μείνουν στη Γαλλία. Η συνταγματοποίηση της αρχής της «αδελφωσύνης» προστατεύει το άτομο που την επικαλείται, αλλά τι γίνεται με την εθνική κοινότητα; Στο βαθμό που η παράνομη διέλευση των συνόρων της δεν υπόκειται πλέον ουσιαστικά σε ποινική δίωξη, δεν αποδυναμώνεται; Η έννοια της «αδελφωσύνης» που επεκτείνεται έτσι στην ανθρωπότητα κάνει, χωρίς να το λέει, το δικαστή όχι πλέον τον προσεκτικό θεματοφύλακα του συνταγματικού γράμματος, αλλά μια δημιουργική δύναμη νέων ατομικών δικαιωμάτων και κανόνων που επηρεάζουν τομείς (όπως εδώ τη μετανάστευση) που παλαιότερα προορίζονταν για τους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς του κυρίαρχου λαού.
Η κριτική του «δικαιοκρατισμού» – της επιβεβαίωσης στη Δύση (Καναδάς, Νέα Ζηλανδία, Ισραήλ, ΕΕ κ.λπ.) μιας πιο ιδεολογικής παρά νομικής αντίληψης του κράτους δικαίου – πρέπει να δίνει περισσότερη προσοχή στην πολιτική, και ιδιαίτερα στη Γαλλία. Όταν ο πρώην πρόεδρος του Tribunal de Grande Instance (TGI) του Παρισιού δηλώνει, όπως το 2014, ότι «εναπόκειται στους δικαστές να προσαρμόσουν τον νόμο στις προσδοκίες του κοινωνικού σώματος», θα θέλαμε να του απαντήσουμε ότι στη δημοκρατία αυτός ο ρόλος αρμόζει στην πολιτική, στους εκπροσώπους του λαού. Όταν το Ακυρωτικό Δικαστήριο δηλώνει, όπως το 2011, ότι τα δικαστήρια πρέπει στο εξής να ακολουθούν «κατά προτίμηση» τη νομολογία του ΕΔΑΔ έναντι των «εθνικών νόμων», τίθεται ένα ερώτημα: δεν είμαστε μάρτυρες της δόλιας επιβεβαίωσης ενός μετα-δημοκρατικού καθεστώτος, όπου η παραγωγή του κανόνα ξεφεύγει από τον έλεγχο των πολιτών; Όταν η Επιτροπή της Βενετίας επιβεβαιώνει ότι «η ορθή λειτουργία ενός δημοκρατικού καθεστώτος εξαρτάται από την ικανότητά του για μόνιμη εξέλιξη», δεν μπαίνουμε στον πειρασμό να παραφράσουμε τον φιλόσοφο José Ortega y Gasset*****, και να υπενθυμίσουμε ότι «το δικαίωμα της ιστορικής συνέχειας» είναι το πρώτιστο από τα ανθρώπινα δικαιώματα· ότι κάθε λαός στηρίζεται σ’ ένα βάθρο σταθερών εθίμων και αξιών;
Η ευρωπαϊκή νομικοκρατούσα στροφή θέτει μια ιδιαίτερη πρόκληση για τα συντηρητικά κόμματα, που παραδοσιακά προτάσσουν συνήθως την πολιτική, την οικογένεια και την πολιτιστική κληρονομιά των κοινωνιών. Υπενθυμίζει σ’ αυτά τα κόμματα την ανάγκη να εγκαταλείψουν τη στάση του θεατή, αφού τους καταδικάζει να υφίστανται το «κίνημα», την «εξέλιξη», την «αλλαγή» που οι οργανωμένες μειονότητες (ενώσεις, ΜΚΟ κ.λπ.). θέτουν στην ατζέντα της «Προόδου».
Και το πιο ουσιαστικό: είναι το μέλλον της δημοκρατίας ως καθεστώς με θεμέλιο την καθολική ψηφοφορία την οποία αμφισβητεί η καθιέρωση του ευρωπαϊκού «δικαστικού Λεβιάθαν». Ας ξαναδιαβάσουμε σε αυτό το θέμα τα λόγια του πατέρα του ελέγχου της συνταγματικότητας στην Ευρώπη, Hans Kelsen, για τον οποίο η συντακτική εξουσία έπρεπε να αποφεύγει απολύτως τη «φρασεολογία», δηλ. τη «χρήση αόριστων αξιών και αρχών όπως ελευθερία, ισότητα, δικαιοσύνη ή ισότητα» που θα μπορούσαν να οδηγήσουν ένα συνταγματικό δικαστήριο να καταργήσει έναν νόμο με την αιτιολογία ότι είναι απλώς άδικος ή ακατάλληλος. ” Διότι τότε, κατέληγε, “η εξουσία του δικαστηρίου θα γινόταν τέτοια που θα θεωρούνταν απλώς αφόρητη.”
Από φόβο έναντι στην ιστορική δύναμη της πολιτικής, δημιουργήσαμε τη νέα δύναμη του δικαστηρίου. Δεν είμαι σίγουρος αν αυτό αποτελεί πρόοδο, ειδικά σε ένα ευρωπαϊκό πλαίσιο όπου οι λαοί παροτρύνουν τους ηγέτες τους να «πάρουν πίσω τον έλεγχο» («to take the control back», έλεγαν οι Βρετανοί την εποχή του Brexit), και στον πολιτιστικό τομέα, για να διατηρήσουμε τη συνοχή αυτών των διαφόρων τρόπων ευρωπαϊκής ύπαρξης που είναι τα έθνη μας.
*Διπλωματούχος του Ινστιτούτου ανώτερων ευρωπαϊκών σπουδών του Στρασβούργου.
** Είναι ο φιλόσοφος που είδε την επίθεση του ΝΑΤΟ στη Σερβία, στα τέλη του 20ού αιώνα, ως “άλμα στο δρόμο που οδηγεί από το κλασικό διεθνές δίκαιο των κρατών στο κοσμοπολίτικο δίκαιο μιας παγκόσμιας κοινωνίας των πολιτών“. Ελλείψει οργάνων επιφορτισμένων με τη διατήρηση της παγκόσμιας τάξης, το ΝΑΤΟ έπρεπε να λειτουργήσει ως “εργαλείο ενός ανώτερου νόμου”. (Δες, Ανιχνεύσεις, ΓΕΡΜΑΝΙΑ : Στοχαστές στην υπηρεσία της βαρβαρότητας)
***Ο Marcel Gauchet (γεν.1946) είναι Γάλλος φιλόσοφος και ιστορικός. Διετέλεσε Διευθυντής σπουδών στο Κέντρο Πολιτικής Έρευνας Raymond Aron, και είναι αρχισυντάκτης του περιοδικού Le Débat, ένα από τα κύρια γαλλικά πνευματικά περιοδικά.
**** Η διείσδυση δικαστών-ανθρώπων της «ανοιχτής κοινωνίας» του Σόρος στο ΕΔΑΔ δεν είναι άσχετη με αυτή την εξέλιξη. (Περισσότερα δες στο Ανιχνεύσεις: Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο στα δίχτυα του Σόρος)
***** Ο Χοσέ Ορτέγα ι Γκασέτ (1883-1955) ήταν Ισπανός φιλόσοφος και δοκιμιογράφος, που άσκησε σημαντική επιρροή στην πνευματική και πολιτιστική αναγέννηση της Ισπανίας στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα.