Η Δυστοπική Εποχή της Μάσκας

ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΩΜΕΝΗ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ

Πώς ο Ernst Jünger προέβλεψε την πανταχού παρουσία των μασκών

Γράφει ο  Thomas Crew, Διδάκτωρ Γερμανικής Λογοτεχνίας

 

Το βιβλιο «Γενναίος νέος κόσμος» του Huxley (1932) διαχωρίζει τους ανθρώπους σε 5 κατηγορίες: τους Άλφα, τους Βήτα, τους Γάμμα, τους Δέλτα και τους Έψιλον Ημι-Ηλίθιους – γενετικά τροποποιημένες τάξεις με ομοιόμορφα ρούχα και ομοιόμορφες απόψεις. Στο έργο του Οργουελ «Χίλια εννιακόσια ογδόντα τέσσερα» (1984) παρουσιάζεται η αστυνόμευση της σκέψης και ο έλεγχος του λόγου και των ειδήσεων. Ενώ ο Zαμιατίν στο έργο του «Εμείς» του (1921) χρησιμοποιεί αριθμούς αντί των ανθρώπων – D-503, I-330, O-90: φωνήεντα για τις γυναίκες, σύμφωνα για τους άνδρες.

Αν υπάρχει ένα μόνο καθοριστικό χαρακτηριστικό της δυστοπικής λογοτεχνίας, αυτό είναι η εξάλειψη όλης της ατομικότητας. Η «αυτογνωσία», γράφει ο Ζαμιατίν, «είναι απλά μια ασθένεια». Για το λόγο αυτό, οι δυστοπίες κατά κανόνα αναφέρονται από βασανισμένους ξένους: εκείνους που γνωρίζουν καλά την τυποποίηση των συνανθρώπων τους όπως τα εμπορεύματα αλλά είτε φοβούνται να μιλήσουν και να πουν την αλήθεια ή δυσανασχετούν με τη δική τους αίσθηση για τον εαυτό τους. Εξάλλου, «κανένα αδίκημα δεν είναι τόσο ειδεχθές όσο η ανορθόδοξη συμπεριφορά», όπως γράφει ο Χάξλεϊ.

Δεδομένης της μανιακής και τυραννικής τους ενασχόλησης με την ομοιομορφία, δεν είναι περίεργο που, ως λογοτεχνική μορφή, εμφανίστηκαν δυστοπίες στις αρχές του εικοστού αιώνα. Τα ολοκληρωτικά καθεστώτα της Ρωσίας και της Γερμανίας, καθώς και οι τεχνοκρατικοί δυτικοί ομόλογοί τους, εμπνευσμένοι από τους F. W. Taylor και Henry Ford, ήταν κεντρικές πηγές έμπνευσης για τη δυστοπική λογοτεχνία. Παρά τις προφανείς διαφορές τους, αυτές οι ανταγωνιστικές ιδεολογίες ανατολής και δύσης ενώνονται από την ουτοπική προσπάθεια επανασχεδιασμού όχι μόνο της κοινωνίας, αλλά και του ίδιου του ανθρώπου. Η αυξανόμενη δύναμη της επιστήμης και της τεχνολογίας οδήγησε στην ιδέα ότι η ίδια η φύση, σε όλη την ακατάστατη πολυπλοκότητά της, θα μπορούσε επιτέλους να τεθεί σε μια τάξη.

Εκτός από αυτούς τους τρεις κανονικούς συγγραφείς, ωστόσο, αυτή η γενιά παρήγαγε ένα άλλο εξίσου εντυπωσιακό, αν και πολύ λιγότερο γνωστό, δυστοπικό συγγραφέα: ο αινιγματικός Γερμανός, Ernst Jünger. Γνωστός κυρίως για τα ημερολόγια του του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και την ακλόνητη αντίθεση του στον φιλελευθερισμό της Βαϊμάρης, ο Jünger συνέχισε να ζει μέχρι την ηλικία των 103 ετών, γράφοντας για θέματα από την εντομολογία και τα ψυχεδελικά μέχρι τον μηδενισμό και τη φωτογραφία. Στο δεύτερο μισό της καριέρας του παρήγαγε τρία κύρια έργα δυστοπικής φαντασίας: “Ηλιούπολη” (1949), “Eumeswil” (1977), και, ίσως το καλύτερο του, “Οι Γυάλινες Μέλισσες” (1957).

Αναμφισβήτητα το πιο ανατριχιαστικό όραμά του, ωστόσο, προσφέρεται σε ένα εκτεταμένο δοκίμιο που δημοσιεύθηκε την παραμονή της ναζιστικής ανάληψης στην εξουσία το 1932 «Ο Εργαζόμενος», όπως το αποκαλεί ο Jünger, έχει ως στόχο να σκιαγραφήσει αυτό που θεωρεί ως την επερχόμενη νέα παγκόσμια τάξη – μια τάξη που ορίζεται από έναν ριζικά νέο τύπο ανθρώπου. Έχοντας απαλλαγεί από τις φιλελεύθερες αξίες του παρελθόντος και ασπαστεί τη μοίρα του στα εργοστάσια και στα πεδία των μαχών των αρχών του εικοστού αιώνα, το σήμα κατατεθέν του νέου ανθρώπου είναι μια παράξενη ομοιότητα – τόσο στο σώμα όσο και στην ψυχή – με τη μηχανή. Γεννημένος από τους ανθρώπινους γονείς, ο «εργαζόμενος» του Jünger είναι εντούτοις ένα παιδί της βιομηχανικής εποχής.

Μετά τις δυστοπίες των σύγχρονων του, το κύριο θύμα αυτής της νέας εποχής είναι επίσης το άτομο. Διότι η λογική της μηχανής δεν επιτρέπει καμία διαφορά. Είτε ο φυσικός κόσμος είτε ο ανθρώπινος νους, ο Jünger υποστηρίζει ότι όλα καθορίζονται όλο και περισσότερο από «ένα ορισμένο κενό και ομοιομορφία». Το αποτέλεσμα, για να χρησιμοποιήσω τα λόγια του Όργουελ, είναι «ένα έθνος πολεμιστών και φανατικών, που βαδίζουν προς τα εμπρός με απόλυτη ενότητα, όλοι σκέφτονται τις ίδιες σκέψεις και φωνάζουν τα ίδια συνθήματα» – εκατομμύρια άνθρωποι, προσθέτει, «όλοι με το ίδιο πρόσωπο».

«Η ετοιμότητά μας να κρύψουμε το πρόσωπό μας αντανακλά τις απανθρωπιστικές τάσεις που αποτελούν τη βάση της σύγχρονης περιόδου».

Είναι από αυτή την τελευταία άποψη που «Ο εργαζόμενος» παίρνει μια ανησυχητική σημασία για τη δική μας εποχή. Διότι η ομοιομορφία της νέας εποχής συμβολίζεται, καθώς ο Jünger υποδηλώνει, από τον ξαφνικό πολλαπλασιασμό της μάσκας στη σύγχρονη κοινωνία. «Δεν είναι τυχαίο», γράφει, «ότι η μάσκα αρχίζει και πάλι να διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στη δημόσια ζωή. Εμφανίζεται με πολλούς διαφορετικούς τρόπους … είτε ως μάσκα αερίου, με την οποία προσπαθούν να εξοπλίσουν ολόκληρους πληθυσμούς· είτε ως μάσκα προσώπου για τον αθλητισμό και υψηλές ταχύτητες, που τις βλέπουμε σε κάθε οδηγό αγώνων ταχύτητας, είτε ως μάσκα ασφαλείας για χώρους εργασίας που εκτίθενται σε ακτινοβολία, εκρήξεις ή ναρκωτικές ουσίες.

Μπορούμε να υποθέσουμε», συνεχίζει, με μια απόκοσμη προεπιστήμη, «ότι η μάσκα θα έρθει να αναλάβει λειτουργίες που σήμερα δύσκολα μπορούμε να φανταστούμε».

Δεδομένης της ξαφνικής πανταχού παρουσίας της μάσκας προσώπου το 2020, σε ολόκληρο τον κόσμο και σε έναν αυξανόμενο αριθμό κοινωνικών πλαισίων, είναι αδύνατο να αποφευχθεί το συμπέρασμα ότι αυτό είναι ακριβώς το είδος της ανάπτυξης που ο Jünger είχε κατά νου. Η ετοιμότητά μας να συγκαλύψουμε το πρόσωπο αντικατοπτρίζει τις απανθρωπιστικές τάσεις που, για τον Jünger, ελλοχεύουν στη σύγχρονη εποχή. Αντιπροσωπεύει ένα άλλο στάδιο στην υποβάθμιση του ατόμου που έγινε σαφές στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Είτε ως ένα κομμάτι του υλικού στο πεδίο της μάχης ή ένα γρανάζι στη μηχανή της οικονομίας του πολέμου, η σύγχρονη εποχή έχει τη συνήθεια να μειώνει το ανθρώπινο ον σε ένα λειτουργικό αντικείμενο. Όλα τα «μη απαραίτητα» – τα πάντα, δηλαδή, που μας κάνουν ανθρώπους – ελαφρά τη καρδία απορρίπτονται.

Το ερώτημα για εμάς είναι τι σημαίνει να θυμίζει η κοινωνία μας ένα τόσο δυστοπικό όραμα. Είμαστε ευτυχείς να εξορθολογίσουμε τους μετασχηματισμούς της καθημερινής μας ζωής, ή μας ανησυχεί η εγγύτητα του σημερινού κόσμου με μερικές από τις πιο βασικές δυστοπικές αλληγορίες. Η έκκληση για κοινωνική απομόνωση, διαρκή “επαγρύπνηση”, ή οι υποχρεωτικές μάσκες προσώπου, τα μέτρα των τελευταίων έξι μηνών αντιπροσωπεύουν κάτι περισσότερο από μια επίθεση κατά της προσωπικής ελευθερίας. Μας διατάζουν σιωπηρά να θυσιάσουμε την ανθρωπιά μας για να σώσουμε τις ζωές μας. Ακόμα κι αν δεν έχουμε διαβεί αυτό το σκαλοπάτι, αξίζει να σκεφτούμε το σημείο στο οποίο βρίσκεται. Γιατί ίσως υπάρχει κάτι περισσότερο στη ζωή από την απλή συνέχισή της. Ίσως «ο σκοπός», όπως ήξερε καλά ο Γουίνστον Σμιθ, (1984 Οργουελ), «δεν είναι να μείνεις ζωντανός αλλά να μείνεις άνθρωπος».

 

Αγγλική έκδοση:

https://thecritic.co.uk/the-dystopian-age-of-the-mask/