Ε’. Ἀσκητής Γαβριήλ Καρουλιώτης

Απο την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

     O γέ­ρων Γα­βρι­ήλ, ὁ με­γά­λος Κα­ρου­λι­ώτης ἀ­σκη­τής, γεν­νή­θη­κε τό ἔ­τος 1903 στό χω­ριό Πλα­τά­νι Ἀ­χα­ΐ­ας. Ὁ πα­τέ­ρας του ὠ­νο­μα­ζό­ταν Δη­μή­τριος Βο­γι­α­τζό­γλου καί ἡ μη­τέ­ρα του Πα­γώ­να. Στήν βά­πτι­σή του τόν ὠ­νό­μα­σαν Γε­ώρ­γιο.

Ὅ­ταν ὁ Γε­ώρ­γιος ἦ­ταν ἀ­κό­μη νή­πιο, ἡ μη­τέ­ρα του μί­α μέ­ρα πού τόν εἶ­χε στήν ἀγ­κα­λιά της, εἶ­πε: «Ἐ­γώ τό παι­δί μου, ὅ­ταν με­γα­λώ­ση, θά τό παν­τρέ­ψω». Τό νή­πιο ἀ­πάν­τη­σε: «Ἐ­γώ θά γί­νω κα­λό­γε­ρος». «Κού­φια–κού­φια ἡ ὥ­ρα», ἀ­παν­τᾶ ἐ­κεί­νη.

    Ὅ­ταν ἐ­νη­λι­κι­ώ­θη­κε, ἔ­γι­νε Ἀ­στυ­νο­μι­κός καί ὑ­πη­ρέ­τη­σε στήν Κα­λα­μά­τα. Ὅ­ταν πῆ­ρε τήν ἀ­με­τά­κλη­τη ἀ­πό­φα­ση νά γί­νη μο­να­χός, ἡ ἀ­δελ­φή του εἶ­δε ὄ­νει­ρο ὅ­τι πή­γαι­νε γιά μο­να­χός καί αὐ­τή τόν ἔρ­ραι­νε μέ λου­λού­δια. Τήν ρώ­τη­σε: «Θέλεις νά γί­νω μο­να­χός;», καί ἐ­κε­ί­νη ἀ­πάν­τη­σε: «Ὑ­πάρ­χει κα­λύ­τε­ρο πρᾶγμα;». Ὅ­σες φο­ρές οἱ γο­νεῖς της τό ἐ­θυ­μοῦν­το αὐ­τό, ἐ­στε­νο­χω­ροῦν­το, για­τί τό ἤ­ξε­ρε καί δέν τούς τό εἶ­χε πεῖ. Γι᾽ αὐ­τό τήν ἔ­δερ­ναν, κα­θώς ἔ­λε­γε ἀρ­γό­τε­ρα ὁ Γέ­ρον­τας.

     Τό ἔ­τος 1930, σέ ἡ­λι­κί­α εἴ­κο­σι ἑ­πτά ἐ­τῶν, ἄ­φη­σε τήν μα­ται­ό­τη­τα τοῦ κό­σμου καί ἦλ­θε στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος νά μο­νά­ση. Ὁ πο­λύς του ζῆ­λος καί οἱ ἀ­να­ζη­τή­σεις του γιά μί­α ἀ­νώ­τε­ρη ἀ­σκη­τι­κή ζω­ή, τόν ὡ­δή­γη­σαν στά φρι­κα­λέ­α Κα­ρού­λια, τόν πιό ξη­ρό καί ἀ­πα­ρη­γό­ρη­το τό­πο τοῦ Ἄ­θω­νος. Ἐ­κεῖ, σέ μία σπη­λιά μέ Ἐκ­κλη­σά­κι τῶν Τα­ξια­ρχῶν, ζοῦ­σε τό­τε ὁ γέ­ρον­τας Σε­ρα­φείμ.

Ὁ π. Σε­ρα­φείμ ὅ­ταν ἦ­ταν νέ­ος  μο­να­χός, κά­πο­τε ἔ­κα­νε πα­ρα­κο­ή στόν γέ­ρον­τά του Γα­βρι­ήλ, τόν κτί­το­ρα τοῦ Ἀ­σκη­τη­ρί­ου, καί κα­τά πα­ρα­χώ­ρη­ση Θε­οῦ ­δαι­μο­νί­σθηκε. Ὁ γέ­ρον­τάς του Γα­βρι­ήλ ἀ­πευ­θύν­θη­κε μέ πό­νο μία ἡ­μέ­ρα στήν εἰ­κό­να τοῦ Ἀρ­χαγ­γέ­λου λέ­γον­τας:

–Τί εἶ­ναι αὐ­τά, ἅ­γι­ε Ἀρ­χάγ­γε­λέ μου;

Ἀ­κού­στη­κε τό­τε φω­νή ἀ­πό τήν εἰ­κό­να:

–Τόν παι­δεύ­ω τόν ἀ­πει­θῆ, γιά νά σω­φρο­νι­σθῆ.

–Ἔ, τώ­ρα ἄς τόν θε­ρα­πεύ­σω­με, εἶ­πε πά­λιν ὁ γέ­ρον­τας Γα­βρι­ήλ· ἀ­μέ­σως ὁ π. Σε­ρα­φείμ ἀ­πηλ­λά­γη  ἀ­πό τήν δυ­να­στεί­α τοῦ δι­α­βό­λου καί ἔ­γι­νε ὑ­γι­ής.

Ἀλ­λά καί ἄλ­λη φο­ρά, ὕ­στε­ρα ἀ­πό χρό­νια φι­λο­νί­κη­σε ὁ π. Σε­ρα­φείμ μέ τόν γέ­ρον­τά του καί ἐ­κεῖ­νος τόν ἔ­δι­ω­ξε. Συμ­βου­λεύ­τη­κε τό­τε ὁ π. Σε­ρα­φείμ κά­ποι­ον Πνευ­μα­τι­κό πού τοῦ εἶ­πε: «Πή­γαι­νε, κα­λέ μου ἄν­θρω­πε, βά­λε με­τά­νοι­α μέ ὅ­σο τό δυ­να­τόν με­γα­λύ­τε­ρη τα­πεί­νω­ση, δι­ό­τι βάλ­θη­κε ὁ δι­ά­βο­λος νά ἀ­πο­λέ­ση ἔ­στω καί τόν ἕ­να ἀ­πό τούς δύ­ο. Καί νά γνω­ρί­ζης ὅ­τι σέ λί­γο πλη­σιά­ζει τό τέ­λος τοῦ ἑ­νός σας». Ἀ­φοῦ πῆ­γε καί συμ­φι­λι­ώ­θη­κε, με­τά ἀ­πό λί­γο ἐ­κοι­μή­θη ὁ γέ­ρον­τάς του Γα­βρι­ήλ.

Στόν Γέ­ρον­τα Σε­ρα­φείμ, λοι­πόν, ὑ­πε­τά­γη ὁ νέ­ος Γε­ώρ­γιος καί ἀ­γω­νι­ζό­ταν μέ ὑ­πα­κο­ή καί αὐ­ταπάρ­νη­ση. Ζη­τοῦ­σε ὅ­λο καί με­γα­λύ­τε­ρες ἀ­σκή­σεις.

     Στίς 17 Μαρ­τί­ου τοῦ ἔ­τους 1933 ἔ­γι­νε ἡ κου­ρά του καί τοῦ δό­θη­κε τό ὄ­νο­μα Γα­βρι­ήλ, πρός τι­μήν τοῦ Ἀρ­χαγ­γέ­λου πού ἐ­τι­μᾶ­το τό Ἀ­σκη­τή­ριο, καί εἰς μνή­μην τοῦ παπ­ποῦ του Γα­βρι­ήλ. Τήν ἡ­μέ­ρα τῆς κου­ρᾶς του ὁ π. Γα­βρι­ήλ εἶ­δε ἕ­να δαί­μο­να μέ μορ­φή πι­θή­κου νά χο­ρο­πη­δᾶ πά­νω του. «Γέ­ρον­τα», φώ­να­ξε, «ἕ­νας πί­θη­κος». «Πές του, “εἰς τό πῦρ τό αἰ­ώ­νιον”», τοῦ εἶ­πε ὁ Γέ­ρον­τας Σε­ρα­φείμ, καί μό­λις τό ἐ­πα­νέ­λα­βε ὁ π. Γα­βρι­ήλ, ἀ­μέ­σως ὁ πί­θη­κος–δαί­μο­νας ἐ­ξα­φα­νί­σθη­κε.

Μα­ζί μέ τόν Γέ­ρον­τά του ἔ­ζη­σε ὡς ὑ­πο­τα­κτι­κός ἕ­ξι χρό­νια. Ὁ γέ­ρον­τάς του Σε­ρα­φείμ ἐ­κοι­μή­θη ἕ­να ἀ­πό­γευ­μα με­τά τό «Δι᾽ εὐ­χῶν…» τοῦ Ἑ­σπε­ρι­νοῦ πού διά­βα­ζε ὁ π. Γα­βρι­ήλ. Μέ σε­βα­σμό καί ἀ­γά­πη τόν ἐν­τα­φί­α­σε καί ἔ­χον­τας ὡς ἐ­φό­διο τήν εὐ­χή του, για­τί τόν ὑ­πη­ρέ­τη­σε καί τόν ἀ­νέ­παυ­σε, ἐ­πι­δό­θη­κε πλέ­ον σέ με­γα­λύ­τε­ρους ἀ­γῶ­νες.

      Κοι­μό­ταν πά­νω σέ σα­νί­δια καί εἶ­χε γιά προ­σκέ­φα­λο μί­α πέ­τρα. Ἔ­κα­νε με­γά­λες νη­στεῖ­ες· ἦ­ταν νη­στευ­τής τῶν ἄ­κρων. Ἡ συ­νη­θι­σμέ­νη του τρο­φή ἦ­ταν τό πα­ξι­μά­δι· οὔ­τε καί ὄ­σπρια ἔ­τρω­γε δι­ό­τι τά θε­ω­ροῦ­σε τρυ­φή καί ἀ­πό­λαυ­ση. Ἔ­τρω­γε ἐ­πί­σης λί­γα ἀ­μύ­γδα­λα κο­πα­νι­σμέ­να καί τόν Αὔ­γου­στο σῦ­κα. Εἶ­χε φυ­τε­ύ­σει κλῆ­μα ἀλ­λά τά στα­φύ­λια τά ἔ­δι­νε σέ ἄλ­λους, προ­φα­σι­ζό­με­νος ὅ­τι αὐ­τός δέν τά τρώ­ει για­τί δέν ἔ­χει δόν­τια. Ἐ­πί­σης ἔ­τρω­γε ἀ­γρι­ο­λά­χα­να καί ρα­δί­κια. Σπα­νι­ώ­τα­τα κα­τέ­λυ­ε. Τά δέ δε­κα­τέσ­σε­ρα τε­λευ­ταῖ­α χρό­νια τῆς ζω­ῆς του νή­στευ­ε καί ἀ­πό λά­δι. Στό τέ­λος τῆς ζω­ῆς του, ὅ­ταν τόν ρω­τοῦ­σαν για­τί νη­στεύ­ει τό­σο πο­λύ, ἀ­παν­τοῦ­σε: «Νά, ἔ­φα­γα με­ρι­κές φο­ρές, ἀλ­λά σέ τί­πο­τε δέν ὠ­φε­λή­θη­κα. Ὅ­ταν ἤ­μουν λα­ϊ­κός, ἔ­τρω­γα πο­λύ, γι᾽ αὐ­τό τώ­ρα κά­νω νη­στεῖ­ες». Δέν ἀρ­τύ­νε­το οὔ­τε τό Πά­σχα. Τοῦ­το τό στή­ρι­ζε στό Ἀ­πο­στο­λι­κόν «ὁ ἀ­γω­νι­ζό­με­νος πάν­τα ἐγ­κρα­τεύ­ε­ται», ἐ­κλαμ­βά­νον­τάς το χρο­νι­κῶς. Στοῦ Δι­ο­νυ­σί­ου πού κά­πο­τε γι­όρ­τα­σε τό Πάσχα, ζή­τη­σε ἀ­πό τά νε­ρό­βρα­στα τῆς Με­γά­λης Ἑ­βδο­μά­δος. Ὅ­ταν τοῦ εἶ­παν ὅ­τι τά πέ­τα­ξαν, ἔ­φα­γε τήν ἡ­μέ­ρα τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως ψω­μί καί ἐ­λι­ές.   

    Κά­πο­τε πα­ρα­βρέ­θη­κε σέ τρά­πε­ζα κοι­νο­βια­κή πού εἶ­χε ἐ­κεί­νη τήν ἡ­μέ­ρα κα­τά­λυ­ση. Ὁ γε­ρω–Γα­βρι­ήλ δέν πα­ρέ­βη­κε τό τυ­πι­κό του, δέν χά­λα­σε τή νη­στεί­α του. Ἔ­φα­γε μό­νο ψω­μί καί ἐ­λι­ές. Ἄλ­λη φο­ρά σέ κοι­νο­βια­κή τρά­πε­ζα πα­ρε­τέ­θη­σαν καί γλυ­κά. Ὅ­ταν εἶ­δε τά γλυ­κά μπρο­στά του ὁ Γέ­ρον­τας, εἶ­πε: «Πάρ­τε αὐ­τές τίς  μύ­ξες ἀ­πό δῶ».

Ἐ­πει­δή νή­στευ­ε πο­λύ, ἄλ­λοι τόν ἔ­λε­γαν νη­στευ­τή καί ἄλ­λοι τόν κα­τη­γο­ροῦ­σαν ὡς πλα­νε­μέ­νον. Ἔλε­γε ὁ π. Γα­βρι­ήλ ὁ Δι­ο­νυ­σιά­της: «Ἦ­ταν με­γά­λος ἀ­σκη­τής, με­γά­λος βια­στής». Ὁ π. Γε­ρόν­τιος τῶν  Δα­νι­η­λαί­ων: «Ἦ­ταν ἕ­νας ἀ­πό τούς με­γά­λους ἀ­σκη­τές, πο­λύ βια­στής, ἀλ­λά ἔ­πια­νε τά ἄ­κρα». Ὁ π. Πα­ΐ­σιος: «Ἦ­ταν πραγ­μα­τι­κός ἀ­σκη­τής». Ὁ γε­ρω–Ἰ­λα­ρί­ων: «Ἀ­ξί­ζει νά γρά­ψουν γιά τόν γε­ρω–Γα­βρι­ήλ». Ὁ πα­πα–Γρη­γό­ρης τῶν Δα­νι­η­λαί­ων: «Ἔ­κα­νε ἄ­σκη­ση τῶν ἄ­κρων. Με­γά­λη ἄ­σκη­ση. Δού­λευ­ε σκλη­ρά ἐ­κεῖ στά πε­ζού­λια του. Με­τε­λάμ­βα­νε σέ κά­θε θεί­α Λει­τουρ­γί­α, ἐ­πει­δή ἦ­ταν με­γά­λος νη­στευ­τής».

Κά­πο­τε οἱ Δα­νι­η­λαῖ­οι εἶ­χαν τό μνη­μό­συ­νο τοῦ Γέ­ρον­τός των καί μέ ἕ­να νέ­ο τοῦ ἔ­στει­λαν φα­γη­τό. Ὅ­ταν τό εἶ­δε, εἶ­πε: «Κα­λό μου παι­δί, για­τί ἔ­κα­νες τό­σο κό­πο; Δό­ξα τῷ Θε­ῷ, ἐ­φέ­τος μοῦ ἔ­δω­σε ὁ Θε­ός τό­σες εὐ­λο­γί­ες. Ἔ­χω τό­ο­ο­σες πα­τά­τες», καί ἔ­δει­ξε δύο–τρί­α κι­λά πα­τά­τες πού στό μέ­γε­θος ἦ­ταν ἴ­σες μέ αὐ­γό. Οἱ νε­ρό­βρα­στες πα­τά­τες τοῦ ἐφαίνον­το σπου­δαῖ­ο φα­γη­τό. Ὅ­ταν ἔ­τρω­γε κου­κιά, τά ἔ­τρω­γε μέ τίς κά­πες (φλοῦ­δες). Εἶ­χε φυ­τέ­ψει καί μο­λό­χες, τίς ὁ­ποῖ­ες ἔ­τρω­γε ὠ­μές. Ὅ­ταν καμ­μία φο­ρά τοῦ ἔ­στελ­ναν κά­τι οἱ Δα­νι­η­λαῖ­οι, αὐ­τός το­ύς ἔ­δι­νε μο­λό­χες καί το­ύς πα­ράγ­γελ­νε νά μήν τίς φᾶ­νε ὠ­μές, ἀλ­λά νά τίς βρά­σουν.

     Κάποτε στήν ἑ­ορ­τή του πῆ­γε στούς Δα­νι­η­λαί­ους καί ζή­τη­σε μί­α χού­φτα ρύ­ζι, γιά νά φά­η λί­γο ρυ­ζά­κι ἀ­λά­δω­το γιά τό αἰ­δέ­σι­μο τῆς ἡ­μέ­ρας.

Εἶ­χε στό κελ­λί του ἕ­να πιθά­ρι μέ ἀ­λεύ­ρι καί τό στό­μιο τό εἶ­χε σκε­πα­σμέ­νο μέ πα­νί πού τό ἔ­δε­νε μέ σχοι­νί γύ­ρω ἀ­πό τό λαι­μό. Εἶ­πε σέ κά­ποι­ον ἐ­πι­σκέ­πτη του: «Γιά νά δοῦ­με, μοῦ ἔ­κλε­ψαν οἱ κλέ­φτες (τά μυρ­μήγ­κια) τό ἀ­λεύ­ρι;». Ἄ­νοι­ξε τό πιθά­ρι καί βε­βαι­ώ­θη­κε ὅ­τι δέν τό ἔ­κλε­ψαν. Αὐ­τό τό ἔ­κα­νε γιά νά δῆ ὁ ἐ­πι­σκέ­πτης ὅ­τι ὁ Γέ­ρον­τας ἔ­χει ἀ­λε­ύ­ρι, ὅτι δῆ­θεν ζυ­μώ­νει καί τρώ­γει ζε­στό ψω­μί.

    Κά­θε νύ­χτα ἔ­κα­νε ἀ­γρυ­πνί­α ἐ­πί ἕ­ξι–ὀ­κτώ ὧ­ρες.  Σ᾽ ἕ­να μο­νο­πά­τι πε­ρί­που μι­σό μέ­τρο πλά­τος καί μῆ­κος 40–50 μέ­τρα, πού τό ἄ­νοι­ξε ἐ­πί­τη­δες καί τό ἔ­στρω­σε μέ χα­λί­κια, βη­μά­τι­ζε τή νύ­χτα λέ­γον­τας τήν εὐ­χή γιά νά μήν τόν πιά­νη ὁ ὕ­πνος. Εἶ­χε κα­θί­σμα­τα ἀ­πό πέ­τρες ἤ κού­τσου­ρα, γιά νά κά­θε­ται ὅ­ταν κου­ρα­ζό­ταν. Ἔ­κα­νε πο­λύ κό­πο γιά ν᾽ ἀ­νοί­ξη αὐ­τό τό μο­νο­πά­τι, για­τί φο­βό­ταν νά βη­μα­τί­ζη ἐ­κεῖ πλη­σί­ον στό Κελ­λί του πού εἶ­χε γκρε­μούς μή­πως τόν ρί­ξη ὁ δι­ά­βο­λος στόν γκρε­μό. Ὅ­ταν ἔ­κα­νε τήν ἀ­γρυ­πνί­α μέ­σα στό κελ­λί του, βα­στα­ζό­ταν ἀ­πό σχοι­νί πού στη­ρι­ζό­ταν σέ δύ­ο ση­μεῖ­α τῆς ὀ­ρο­φῆς. Ἔ­κα­νε καί ἀ­μέ­τρη­τες με­τά­νοι­ες σάν ἐ­λα­τή­ριο.

Ὅ­ταν συμ­πλή­ρω­νε τήν ἑ­ξά­ω­ρη ἀ­γρυ­πνί­α του θυ­μί­α­ζε τίς εἰ­κό­νες καί τό Ἐκ­κλη­σά­κι του ψάλ­λον­τας: «Ὅ­ταν τί­θων­ται θρό­νοι καί ἀ­νοί­γων­ται βί­βλοι καί Θε­ός εἰς κρί­σιν κα­θέ­ζη­ται…», ἐν­θυ­μο­ύ­με­νος τό ἀδέ­κα­στο κρι­τή­ριο. Γιά νά ἔ­χη μνή­μη θα­νά­του, εἶ­χε ἀ­νοί­ξει τόν τά­φο του κον­τά στό Προ­σκυ­νη­τά­ρι τῆς Πα­να­γί­ας με­τα­ξύ Μι­κρᾶς Ἁ­γί­ας Ἄν­νης καί Ἁ­γί­ας Ἄν­νης. Ἐ­πει­δή κά­ποι­ος ἔ­γρα­ψε πα­ρα­πλε­ύ­ρως «Ἔρ­γον πλά­νης», συμ­βου­λεύ­θη­κε τόν πνευ­μα­τι­κό του Ἡ­γού­με­νον τῆς Δι­ο­νυ­σί­ου Γα­βρι­ήλ καί καθ᾽ ὑ­πό­δει­ξή του τόν ἔ­κλει­σε.

     Ἀ­πέ­φευ­γε ἐ­πι­με­λῶς τήν ἀρ­γο­λο­γί­α. Εἶ­πε σέ γνω­στό του κλη­ρι­κό πού ἤ­θε­λε νά τόν ἐ­πι­σκε­φθῆ: «Ἄν θέ­λης νά μι­λᾶ­με πνευ­μα­τι­κά, ἔ­λα. Ὅ­λη τήν ἡ­μέ­ρα καί ὅ­λη τή νύ­χτα νά συ­ζη­τᾶ­με. Ἀλ­λά γιά ἀρ­γο­λο­γί­ες δέν ἔ­χω χρό­νο». Ἦ­ταν ἄν­θρω­πος τῆς σι­ω­πῆς. Μόνο ἄν τόν ρω­τοῦ­σαν μι­λοῦ­σε καί συμ­βο­ύ­λευ­ε.  Εἶ­χε τό δι­δα­κτι­κό χά­ρι­σμα.

Ἔ­μα­θε ἀ­πό πεῖ­ρα πό­σο βλα­βε­ρό πά­θος εἶ­ναι ἡ κα­τά­κρι­ση καί τήν ἀ­πέ­φευ­γε. Κάποτε κα­τέ­κρι­νε κά­ποι­ον μο­να­χό καί ὅ­λη τή νύ­χτα τόν τά­ρα­ξε καί τόν πε­ί­ρα­ξε ὁ δι­ά­βο­λος μέ ἐ­νύ­πνια. Ἔ­φρι­ξε ἀ­πό τόν πει­ρα­σμό καί κα­τά­λα­βε κα­λά αὐ­τό πού λέ­γει ἡ Κλί­μα­κα: «Τό κρί­νειν, καθ᾿ ἑ­αυ­τό καί μό­νον ἐν ἡ­μῖν ὑ­πάρ­χον, τε­λε­ί­ως ἀ­πο­λέ­σαι ἡ­μᾶς ἰ­σχύ­ει»[1].

     Οἱ ἐ­πι­σκέ­πτες δέν μπο­ροῦ­σαν νά τόν βροῦν εὔ­κο­λα, για­τί κρυ­βό­ταν στά βρά­χια. Τούς ἀ­πέ­φευ­γε, για­τί τόν ρω­τοῦ­σαν μέ πε­ρι­έρ­γεια: «Ἀ­πό ποῦ εἶ­σαι; Τί τρῶς; Πῶς περ­νᾶς;» κ.λπ. Ἔ­λε­γε ὁ Γέ­ρον­τας: «Γι᾽ αὐ­τό ἦρ­θα ἐ­δῶ; Νά χά­νω τόν χρό­νο μου; Ἐ­δῶ ἦρ­θα νά ἔ­χω συ­νε­χῆ ἐ­πι­κοι­νω­νί­α μέ τόν Κύ­ριο, νά προ­σεύ­χω­μαι συ­νε­χῶς».

     Με­ρι­κές φο­ρές συ­νέ­βαι­νε καί τό ἑ­ξῆς, ὅ­πως δι­η­γή­θη­κε ὁ ἴ­διος: «Ἔρ­χον­ται δι­ά­φο­ροι στό Κα­λύ­βι  μου γιά κου­βέν­τα. Κά­θο­μαι στά βρά­χια, περ­νοῦν δί­πλα μου, σχε­δόν μέ σκουν­τοῦν, ἀλ­λά δέν μέ βλέ­πουν». Ὁ Γέ­ρον­τας ἔ­κα­νε προ­σευ­χή καί ὁ Θε­ός τόν ἔ­κα­νε ἀ­ό­ρα­το στούς ἀρ­γό­σχο­λους.

Ὁ Σε­βα­σμι­ώ­τα­τος Μη­τρο­πο­λί­της Βε­ρο­ί­ας καί Να­ο­ύ­σης κ.κ. Παν­τε­λε­ή­μων πε­ρι­γρά­φει τήν πρώ­τη ἐ­πί­σκε­ψή του ὡς μα­θη­τής τῆς Ἀ­θω­νι­ά­δος στόν γε­ρω–Γα­βρι­ήλ,  μέ τόν ὁ­ποῖ­ον εἶ­χε προ­η­γου­μέ­νως ἀλ­λη­λο­γρα­φί­α: «Ἀ­κο­λου­θών­τας τίς ὁ­δη­γί­ες τῶν Δα­νι­η­λα­ί­ων ἔ­φθα­σα με­τά ἀ­πό ἀρ­κε­τή ὁ­δοι­πο­ρί­α στίς ἀ­πό­κρη­μνες πλα­γι­ές τοῦ Ἄ­θω­να, στό Κελ­λί τοῦ π. Γα­βρι­ήλ. Χτύ­πη­σα τήν πόρ­τα καί πε­ρί­με­να. Καμ­μί­α ἀ­πάν­τη­ση. Ξα­να­χτύ­πη­σα καί πά­λι σι­ω­πή. Φώναξα ”π. Γα­βρι­ήλ, εἶ­μαι ὁ Ἰ­ω­άν­νης Καλ­πα­κί­δης”. Τίποτε. Τέλεια ἡ­συ­χί­α.

»Γύρω μου ἔ­βλε­πα μό­νο τά μυ­τε­ρά βρά­χια καί κά­τω τήν θά­λασ­σα. Κάθησα καί ἄρ­χι­σα, ἀ­κο­λου­θών­τας τήν συμ­βου­λή τοῦ π. Νήφωνος, νά ψέλ­νω τό ”Θε­ο­τό­κε, Παρ­θέ­νε”, τήν πα­ρά­κλη­ση τῆς Πα­να­γί­ας καί ὅ,τι ἄλ­λο θυ­μό­μουν.

»Ἡ ὥ­ρα περ­νοῦ­σε, ἀλ­λά ἡ πόρ­τα τοῦ Κελ­λιοῦ δέν ἄ­νοι­γε, οὔ­τε φαι­νό­ταν νά ἔρ­χε­ται ὁ π. Γα­βρι­ήλ. Ἔ­φτα­σε τό με­ση­μέ­ρι. Σέ μία στιγμή ἄ­νοι­ξε ξαφ­νι­κά ἡ πόρ­τα καί τόν ἀν­τί­κρυσα.

–Ἀ­κό­μη ἐ­δῶ εἶ­σαι; μέ ρώ­τη­σε.

–Πῶς νά φύ­γω, Γέροντα, ποῦ νά πά­ω; Ἀ­φοῦ ἦρ­θα γιά σᾶς καί ἤ­θε­λα νά σᾶς συ­ναν­τή­σω, τοῦ εἶ­πα μέ λα­χτά­ρα.

–Πέρασε μέ­σα, μοῦ εἶ­πε.

»Κο­ί­τα­ξα γύ­ρω μου. Πῶς νά πε­ρά­σω; Δέν ὑ­πῆρ­χε κα­θό­λου χῶ­ρος μέ­σα στό Κελ­λί τοῦ Γέροντα. Ἕ­να μό­νο σα­νί­δι ὑ­πῆρ­χε καί πί­σω ἀ­πό αὐ­τό ἦ­ταν γκρε­μός. Κα­τά­λα­βε ὁ Γέροντας τήν ἀ­μη­χα­νί­α μου καί βι­α­στι­κά μοῦ ἐ­ξή­γη­σε ὅ­τι πρίν ἀ­πό λί­γον και­ρό εἶ­χε πέ­σει ἕ­νας βρά­χος καί εἶ­χε γκρε­μί­σει τό με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος τοῦ Κελ­λιοῦ μα­ζί μέ τό ὑ­πο­τυ­πῶ­δες Ἐκ­κλη­σά­κι πού εἶ­χε. Ἔ­τσι τώ­ρα κοι­μό­ταν μέ­σα σέ ἕ­να βα­ρέ­λι. Πα­ρε­κά­λε­σε τήν Πα­να­γί­α καί τόν Χρι­στό νά βά­λουν ἕ­ναν Ἄγ­γε­λο νά κρα­τοῦν τόν ἄλ­λο βρά­χο πού ἦ­ταν ἑ­τοι­μόρ­ρο­πος, για­τί ἄν ἔπεφτε καί κεῖ­νος θά γκρε­μιζόταν καί τό ὑ­πό­λοι­πο Κα­λύ­βι.  

»Προ­χώ­ρη­σα καί τα­κτο­ποι­ή­θη­κα ὅ­πως μπο­ροῦ­σα. Κάθησε καί ὁ Γέροντας καί ἄρ­χι­σε νά μοῦ μι­λᾶ γιά τήν Πα­να­γί­α, γιά τήν ἐ­πί­σκε­ψή της στόν Ἄ­θω­να, γιά τήν προ­στα­σί­α καί τήν φρον­τί­δα της γιά το­ύς μο­να­χο­ύς. Καί ὕ­στε­ρα ἔ­στρε­ψε τήν συ­ζή­τη­ση στή νο­ε­ρά προ­σευ­χή καί στήν ἄ­σκη­ση τῶν πα­τέ­ρων. Κα­θη­λω­μέ­νος τόν ἄ­κου­γα μέ εὐ­λά­βεια, χω­ρίς νά τόν δι­α­κό­πτω γιά ὥ­ρα.

»Κάποια στιγμή γύ­ρι­σα νά δῶ τό ρο­λό­ϊ μου. Ὁ Γέροντας τό πα­ρα­τή­ρη­σε καί μέ ρώ­τη­σε:

–Βι­ά­ζε­σαι νά φύ­γης;

–Ὄ­χι, Γέροντα, τοῦ εἶ­πα, ἀλ­λά οἱ Δα­νι­η­λαῖ­οι μοῦ εἶ­παν νά ἐ­πι­στρέ­ψω γιά τήν ὥ­ρα τοῦ φα­γη­τοῦ. Ἔκ­πλη­κτος ἐ­κεῖ­νος ἀ­πό τήν ἀ­πάν­τη­σή μου γύ­ρι­σε καί μοῦ εἶ­πε:

–Κα­λά, ἐ­γώ σοῦ δί­νω τήν καρ­διά καί σύ θέ­λεις νά φᾶς τά ἐ­ξώ­φυλ­λα; Μήν ἀ­νη­συ­χῆς, θά σοῦ κά­νω  ἐγώ τό τρα­πέ­ζι σή­με­ρα. Στε­νο­χω­ρη­μέ­νος γιά τό λά­θος μου, ζή­τη­σα ἀ­μέ­σως συγ­γνώ­μη καί πρό­σθε­σα:

–Ὄ­χι, Γέροντα, θά με­ί­νω. Ἦρ­θα γιά νά σᾶς συ­ναν­τή­σω καί θέ­λω νά ἀ­κο­ύ­σω ὅ­σα μοῦ λέ­τε.

»Ὁ  Γέροντας συ­νέ­χι­σε  νά  μοῦ μι­λᾶ γιά τά μυστή­ρια τῆς νο­ε­ρᾶς προ­σευ­χῆς καί ἐ­γώ τόν ἄκο­υγα ἀ­μί­λη­τος, σι­ω­πη­λός. Κάποτε ἔ­φτα­σε ἡ ὥ­ρα τοῦ φα­γη­τοῦ. Ση­κώ­θη­κε καί ἔ­φε­ρε ἕ­να κα­θα­ρό κον­σερ­βο­κο­ύ­τι καί ἕ­να μπου­κά­λι πού πε­ρι­εῖ­χε κά­ποι­ο ὑ­γρό. “Θά σοῦ δώ­σω νά πι­ῆς”, μοῦ εἶ­πε χύ­νον­τας ἀ­πό τό ὑγρό τοῦ μπου­κα­λιοῦ στό ἄ­δει­ο κον­σερ­βο­κο­ύ­τι, “καί ἐ­άν σοῦ ἀ­ρέ­ση, θά σοῦ ξα­να­δώ­σω”.

»Χω­ρίς νά γνω­ρί­ζω τί εἶ­ναι, τό ἤ­πια πράγ­μα­τι, ἀλ­λά ἀ­συ­νή­θι­στος κα­θώς ἤ­μουν, μοῦ στά­θη­κε σάν πέ­τρα στό στο­μά­χι.

–Θέλεις καί ἄλ­λο; μέ ρώ­τη­σε ὁ π. Γα­βρι­ήλ.

–Ὄ­χι, Γέροντα, σᾶς εὐ­χα­ρι­στῶ, τοῦ εἶ­πα.

–Δέν σοῦ ἄ­ρε­σε, συμ­πέ­ρα­νε ἐ­κεῖ­νος.

–Μοῦ ἄ­ρε­σε, ἀλ­λά δέν θέ­λω ἄλ­λο· σᾶς εὐ­χα­ρι­στῶ, πρό­σθε­σα.

»Τό ὑ­γρό πού μοῦ προ­σέ­φε­ρε ἦ­ταν ζου­μί ἀ­πό φραγ­κό­συ­κα, καί αὐ­τό ἦ­ταν ἡ τρο­φή του, για­τί ὁ γέ­ρων Γα­βρι­ήλ δέν ἔ­τρω­γε πο­τέ λά­δι. Ἄ­κου­σα μά­λι­στα ὅ­τι πῆ­γε κά­πο­τε ἕ­νας νέ­ος γιά νά μο­νά­ση κοντά του καί, ἀ­φοῦ πέ­ρα­σε ἀρ­κε­τός και­ρός καί τόν ρώ­τη­σε γιά δι­ά­φο­ρα θέ­μα­τα, τοῦ εἶπε, ”καί πό­τε, Γέροντα, τρῶ­με λά­δι;”, γιά νά τοῦ ἀ­παν­τή­ση ὁ Γέροντας: ”Οὔ­τε τό Πάσχα”. Τόσο αὐ­στη­ρή, τό­σο σκλη­ρή ἦ­ταν ἡ ζωή πού ἔ­κα­νε, ὑ­πο­βάλ­λον­τας τόν ἑ­αυ­τό του σέ μία ἀ­πε­ρί­γρα­πτη δο­κι­μα­σί­α.

»Ἡ γνω­ρι­μί­α μου μέ τόν γέ­ρον­τα Γα­βρι­ήλ ἔ­φε­ρε στήν ψυ­χή μου τό πρῶ­το σκίρ­τη­μα νά με­ί­νω γιά πάν­τα στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος. Ὁ Γέροντας ἦ­ταν ὅ,τι πιό ἱ­ε­ρό εἶ­χα γνω­ρί­σει μέ­χρι τό­τε στήν ζωή μου».

      Ἡ ἀ­δι­ά­λει­πτη προ­σευ­χή ἦ­ταν τό κύ­ριο ἔρ­γο τοῦ γε­ρω–Γα­βρι­ήλ. Γιά  νά πο­λε­μᾶ τόν δι­ά­βο­λο  μέ τήν ἀ­δι­ά­λει­πτη προ­σευ­χή εἶ­χε καί μία σπη­λιά πού βρι­σκό­ταν ψη­λά· δε­ξιά ἀ­πό τό καλ­ντε­ρί­μι, ὅ­πως ἀνε­βαί­νο­με ἀ­πό τό μου­ρά­γιο. Ἐ­κεῖ πή­γαι­νε καί κρυ­βό­ταν με­ρι­κές μέ­ρες, γιά νά ἐ­πι­δο­θῆ ἀ­πε­ρί­σπα­στα στήν ἀ­γα­πη­μέ­νη του νο­ε­ρά προ­σευ­χή. Ἦ­ταν ἕ­να κοί­λω­μα βρά­χου κτι­σμέ­νο μπρο­στά μέ ξη­ρο­λι­θιά. Εἶ­χε γιά κρεβ­βά­τι ἕ­να φαρ­δύ σα­νί­δι καί ἕ­να κού­τσου­ρο τυ­λιγ­μέ­νο μέ πα­νιά γιά προ­σκέ­φα­λο. Μο­νο­πά­τι δέν εἶ­χε νά πᾶς ἐ­κεῖ.

Ἐ­λει­τουρ­γεῖ­το στήν Ἁ­γί­α Ἄν­να καί ὅ­που ἀλ­λοῦ εὕ­ρι­σκε θεί­α Λει­τουρ­γί­α. Μία φο­ρά ἐ­πέ­στρε­φε πρωΐ ἀ­πό τήν Λει­τουρ­γί­α καί στόν δρό­μο συ­νάν­τη­σε γνω­στό του κλη­ρι­κό. Τά μά­τια του φα­ί­νον­ταν κου­ρα­σμέ­να ἀ­πό τήν ἀ­γρυ­πνί­α, ἀλ­λά ἦ­ταν πο­λύ χα­ρού­με­νος. Τήν χα­ρά πού ζοῦ­σε δέν μπο­ροῦ­σε νά τήν κρύ­ψη. Εἶ­πε μέ ἔμ­φα­ση: «Πά­τερ μου, τί εἶ­ναι τά πυ­ρη­νι­κά πού ἔ­χουν σή­με­ρα οἱ κο­σμι­κοί; Ἐ­μεῖς ἔ­χο­με ἀ­νώ­τε­ρα ὅ­πλα! Ἡ προ­σευ­χή καί ἡ θεί­α Κοι­νω­νί­α μᾶς κά­νουν φλο­γε­ρούς “ὡς λέ­ον­τες, πῦρ πνέ­ον­τες”. Ποῦ νά πλη­σιά­ση ὁ δι­ά­βο­λος! Τόν βά­ζου­με (χτυ­πᾶ­με) καί γί­νε­ται σκό­νη, φεύ­γει μα­κρυ­ά, φρρρ…!». Ἐ­νί­ο­τε ἔ­κα­νε Λει­τουρ­γί­α καί στό Κελ­λί του.

Κάποτε εἶ­χε κα­λέ­σει γιά Λει­τουρ­γί­α τόν πα­πα–Ἐ­φρα­ίμ. Ἐ­κεῖ­νος σκε­πτό­με­νος μή­πως θέ­λη νά κά­νη καί μνη­μό­συ­νο στόν Γέροντά του πῆ­γε μί­α ὥ­ρα νω­ρί­τε­ρα. Ὁ γε­ρω–Γα­βρι­ήλ θυ­μω­μέ­νος τοῦ εἶ­πε: «Πα­πᾶ, τί ὥ­ρα σοῦ εἶ­πα νἄρ­θης; Ξέρεις τί μέ­λι ἔ­τρω­γα ἀ­πό τόν οὐ­ρα­νό καί ἦρ­θες καί μέ δι­έ­κο­ψες;». Ἄλ­λο­τε ἔ­λε­γε στόν πα­πα–Ἐ­φρα­ίμ: «Δέν μπο­ρεῖς νά φαν­τα­στῆς τί ἀ­γά­πη αἰ­σθά­νο­μαι, ὅ­ταν προ­σε­ύ­χω­μαι γιά το­ύς ναυ­τι­λλο­μέ­νους, ὅ­ταν βλέ­πω κα­νέ­να κα­ρά­βι. Σάν νά μοῦ λέ­η ὁ Θε­ός “κα­λά κά­νεις, νά προ­σε­ύ­χε­σαι”».

     Εἶ­χε τυ­πι­κό νά κοι­νω­νῆ συ­χνά, εἰ δυ­να­τόν καί κά­θε μέ­ρα. Ἦ­ταν πάν­τα προ­ε­τοι­μα­σμέ­νος γιά τήν συ­χνή θεί­α Κοι­νω­νί­α, δι­ό­τι πάν­τα νή­στευ­ε, ἀ­γρυ­πνοῦ­σε καί προ­σευ­χό­ταν, καλ­λι­ερ­γών­τας τήν με­τά­νοι­α καί τήν τα­πεί­νω­ση. Τοῦ εἶ­παν, ἄν θέ­λη νά κοι­νω­νᾶ συ­χνά, νά μήν τρώ­γη λά­δι, καί τό ἐ­φήρ­μο­σε ἀ­πό­λυ­τα.

Εἶ­χε τυ­πι­κό με­τά τήν θε­ί­α Λει­τουρ­γί­α πού ἔ­κα­νε στό κελ­λί του, νά μή μι­λᾶ οὔ­τε στόν πα­πᾶ. Τοῦ ἔ­βα­ζε με­τά­νοι­α, τοῦ ἔ­δι­νε ἕ­να κου­τί κα­λα­μα­ρά­κια, (τήν ἀ­μοι­βή του) καί πή­γαι­νε στό κελ­λί του.

Εἶ­χε λά­βει πεῖ­ρα δαι­μό­νων πολ­λές φορές. Τοῦ εἶ­πε κά­πο­τε ὁ π. Μ: «Θέ­λω νά δῶ τόν πει­ρα­σμό, γιά νά πι­στέψω ὅ­τι ὑ­πάρ­χει». «Ἄν τόν δῆς», ἀ­πάν­τη­σε, «θά πε­θά­νεις ἀ­πό τόν φό­βο σου». Ὁ ἴ­διος κά­πο­τε προ­σευ­χό­με­νος ἔ­βλε­πε τούς δαί­μο­νες σάν σμή­νη σφη­κῶν νά ἐ­πι­τί­θεν­ται κα­τε­πά­νω του.

Σάν νά μήν ἔ­φθα­ναν τά νυ­χθη­με­ρι­νά του ἀ­σκη­τι­κά πα­λαί­σμα­τα καί οἱ με­γά­λες νη­στεῖ­ες, ὁ γερω– Γα­βρι­ήλ γιά πε­ρισ­σό­τε­ρη ἄ­σκη­ση τήν ἡ­μέ­ρα κο­πί­α­ζε πά­ρα πο­λύ. Ἔ­σπα­ζε βρά­χια, ἔ­κτι­ζε πε­ζού­λια καί με­τέ­φε­ρε κο­σκι­νι­σμέ­νο χῶ­μα ἀ­πό μα­κρυ­ά. Ἕ­να πε­ζού­λι εἶ­χε 1.000 τε­νε­κέ­δες κο­σκι­νι­σμέ­νο χῶ­μα, ἄλ­λο 1.500, ἄλ­λο 2.500. Τό­σος κό­πος ἀ­πό ἕ­ναν σκε­λε­τω­μέ­νον ἀ­σκη­τή. Ἄλ­λα­ζε φα­νέλ­λα, ὅ­ταν ἵ­δρω­νε ἀπό  τήν χει­ρω­να­κτι­κή ἐρ­γα­σί­α του καί τίς με­τά­νοι­ες, καί συνέχιζε. Κι­νού­με­νος ἀ­πό ἀ­γά­πη πή­γαι­νε με­ρι­κές φο­ρές τίς νύ­χτες καί, κρυ­φά νά μήν τόν ἀν­τι­λη­φθοῦν, κου­βα­λοῦ­σε χῶ­μα γιά ἄλ­λους ἀ­σκη­τές τῆς πε­ρι­ο­χῆς. Τό χῶ­μα ἐ­κεῖ στά κα­τά­ξη­ρα βρά­χια εἶ­ναι πο­λύ­τι­μο, γιά νά μπο­ρέ­σουν οἱ ἀσκητές νά φυ­τέ­ψουν ἕ­να κου­κί ἤ κα­νέ­να ἀ­γρι­ο­λά­χα­νο. Ὁ γε­ρω–Γα­βρι­ήλ ἔ­κα­νε ἐ­λε­η­μο­σύ­νη τόν κό­πο του καί τόν ἱ­δρῶ­τα του γιά τήν ἀ­νά­παυ­ση τῶν ἀ­δελ­φῶν. Φύ­τευ­σε ἀ­μυγ­δα­λι­ές καί μία συ­κιά στά πε­ζού­λια τῆς ρε­μα­τιᾶς. Κά­ποι­ος τόν ρώ­τη­σε: «Γέ­ρον­τα, για­τί τά βά­ζε­τε αὐ­τά τά δέν­δρα;». Ἀ­πάν­τη­σε: «Ἐ­γώ θά φύ­γω κά­πο­τε. Θά πε­ρά­σει ὅ­μως ἕνας πε­ρα­στι­κός, θά φά­ει καί θά πεῖ: “Θε­ός σχω­ρέσ᾽ αὐ­τόν πού τά φύ­τε­ψε”.

Με­τα­ξύ τῶν ἄλ­λων φύ­τε­ψε καί μία τρι­αν­τα­φυλ­λιά. Ὅ­ταν τόν ρώ­τη­σαν τί χρει­ά­ζε­ται αὐ­τή ἡ τρι­αν­τα­φυλ­λιά στήν ἔ­ρη­μο, ἀ­πάν­τη­σε: «Ξέ­ρεις, ὅ­ταν πά­ω στήν Ἁ­γιά­ννα καί περ­νῶ ἀ­πό τό Προ­σκυ­νη­τά­ρι τῆς Πα­να­γί­ας, προ­σκυ­νῶ καί ἀ­φή­νω στήν Μάν­να μας ἕ­να τρι­αν­τά­φυλ­λο». Αὐ­τός ὁ σκλη­ρός καί τρα­χύς ἀ­σκη­τής εἶ­χε τό­ση εὐ­αι­σθη­σί­α, πού χαι­ρό­ταν νά ἀ­φι­ε­ρώ­νη ἀ­πό τόν κό­πο του ἕ­να τρι­αν­τά­φυλ­λο στήν Πα­να­γί­α.

Ἐ­πί­σης, ἡ ἀ­γά­πη του καί ἡ εὐ­αι­σθη­σί­α του τόν ἔ­κα­ναν νά φρον­τί­ζη καί γιά τά πε­τει­νά τοῦ οὐ­ρα­νοῦ. Εἶ­χε κά­νει μέ τό σμι­λά­κι του μί­α στερ­νού­λα σέ ἕ­να ση­μεῖ­ο τοῦ βρά­χου καί δί­πλα ἰ­σο­πέ­δω­σε τήν ἐ­πι­φά­νεια τοῦ βρά­χου  σάν  τρα­πέ­ζι. Δύο φο­ρές τήν ἡ­μέ­ρα ἔ­βα­ζε βρό­χι­νο νε­ρό στήν λακ­κού­βα καί βρεγ­μέ­νο πα­ξι­μά­δι. Πα­ρέ­θε­τε τρά­πε­ζα στά που­λά­κια. Χτυ­ποῦ­σε τά χέ­ρια του, φώ­να­ζε μέ ἕ­να δι­κό του τρό­πο καί ἔρ­χον­ταν σμή­νη ἀ­πό κο­τσύ­φια, πε­ρι­στέ­ρια καί ἄλ­λα που­λιά. Ἔ­τρω­γαν, ἔ­πι­ναν νε­ρό, λού­ζον­ταν στήν στερ­νού­λα καί ἀ­φοῦ χόρ­ται­ναν, ἔ­φευ­γαν καί ὕ­στε­ρα ἔρ­χον­ταν ἄλ­λα. Εἶ­χε καί ἕ­να κοκ­κι­νο­λαί­μη, πού τόν φώ­να­ζε «Λα­λού­λη», μέ τόν ὁ­ποῖ­ο εἶ­χε πε­ρισ­σό­τε­ρη οἰ­κει­ό­τη­τα καί τόν φρόν­τι­ζε ἰ­δι­αί­τε­ρα.

     Ἐ­πί­σης ὁ γε­ρω–Γα­βρι­ήλ βο­η­θοῦ­σε στά χρό­νια τοῦ συμ­μο­ρι­το­πο­λέ­μου κά­ποι­ον Χρῆ­στο χω­ρο­φύ­λα­κα πού κρυ­βό­ταν στά σπή­λαι­α τῆς Μ. Ἁ­γί­ας Ἄν­νης καί τῆς πα­ρα­λί­ου πε­ρι­ο­χῆς τῶν Κα­του­να­κί­ων. Τοῦ πή­γαι­νε τρό­φι­μα, μέ κά­θε και­ρό ἀλ­λά ὁ δυ­στυ­χής ἦ­ταν δαι­μο­νι­σμέ­νος καί κά­πο­τε κτύ­πη­σε μέ ἕ­να σφυ­ρί τόν βρά­χο δί­πλα στό κε­φά­λι τοῦ Γέ­ρον­τα λέ­γον­τας: «Δέν ἔ­πρε­πε νά μοῦ φέ­ρης ψω­μί». «Εἶ­χε ἀ­πό τό­τε τήν λε­γε­ῶ­να μέ­σα του», ἔ­λε­γε ὁ γε­ρω–Γα­βρι­ήλ.

     Προ­γνώ­ρι­ζε καί προ­έ­λε­γε κά­ποι­α πράγ­μα­τα. Στόν ἀ­δελ­φό του, πού ἔ­κα­νε γιά ἕ­να δι­ά­στη­μα δό­κι­μος κον­τά του καί ἔ­πει­τα προ­τί­μη­σε νά ἐ­πι­στρέ­ψη στόν κό­σμο, ὁ γε­ρω–Γα­βρι­ήλ τοῦ εἶ­πε ὅ­τι θά κα­τα­ρα­σθῆ τήν ἡ­μέ­ρα πού ἔ­φυ­γε γιά τόν κό­σμο. Πράγ­μα­τι, ἐ­πα­λη­θεύ­τη­κε ἡ προ­φη­τεί­α του. Ὁ ἀ­δελ­φός του ἔ­πε­σε κά­πο­τε σέ ἐ­νέ­δρα κομ­μου­νι­στῶν καί σου­βλί­στη­κε ἀ­πό αὐ­τούς.

Κά­ποι­ος ἄλ­λος πού τοῦ ἔ­δει­ξε μία χού­φτα λίρες καί τοῦ εἶ­πε «αὐ­τά ἔ­χουν ἀ­ξί­α», ὁ Γέ­ρον­τας τόν θεώ­ρη­σε ὡς ὑ­λι­στή καί μα­σῶ­νο καί τοῦ προ­εῖ­πε ὅ­τι εἶ­ναι κοντά τό τέ­λος του. Ἐν­τός ὀ­λί­γων ἡ­με­ρῶν ἀ­πέ­θα­νε.   

Κά­ποι­ον ἐρ­γά­τη λα­ϊ­κό πού ἐρ­γαζόταν στά Καυ­σο­κα­λύ­βια, ὅ­ταν τόν εἶ­δε τόν προ­σφώ­νη­σε μέ τό ὄ­νο­μα τοῦ χω­ριοῦ του.

Κά­ποι­ον νέ­ο πού πέ­ρα­σε ἀ­πό τό Ἀ­σκη­τή­ριό του καί τόν πα­ρα­κα­λοῦ­σε νά τόν κρα­τή­ση γιά μο­να­χό, ὁ Γέ­ρον­τας ἄν καί ἤ­θε­λε ὑ­πο­τα­κτι­κό τόν ἔ­δι­ω­ξε, για­τί αἰ­σθάν­θη­κε δυ­σω­δί­α. Ἡ ἐ­ξέ­λι­ξη αὐ­τοῦ τοῦ νέ­ου δι­κα­ί­ω­σε τόν γέ­ρον­τα Γα­βρι­ήλ καί ἀ­πέ­δει­ξε τήν γνη­σι­ό­τη­τα τοῦ χα­ρί­σμα­τός του. Ὁ ἀ­νω­τέ­ρω νέ­ος, ἔ­γι­νε μέν μο­να­χός, ἀλ­λά ὕ­στε­ρα ἀ­πέ­βα­λε τό Σχῆ­μα· ὄ­χι μό­νο παν­τρε­ύ­τη­κε ἀλ­λά ἔ­γι­νε καί μο­να­χο­μά­χος, ἁ­γι­ο­μά­χος καί θε­ο­μά­χος.

      Ὁ γε­ρω–Γα­βρι­ήλ γιά ἕ­να δι­ά­στη­μα στήν ἀρ­χή ἦ­ταν ζη­λω­της καί δέν εἶ­χε κοι­νω­νί­α μέ τά Μο­να­στή­ρια καί τήν Ἐκ­κλη­σί­α. Κα­τά τό δι­ά­στη­μα αὐ­τό εἶ­χε μία σκλη­ρά­δα, ἕ­να φα­να­τι­σμό∙ συγ­κρο­υόταν ἐ­νί­ο­τε καί μέ τόν Γέροντά του καί μέ ἄλ­λους πα­τέ­ρες. Ἀρ­γό­τε­ρα μα­λά­κω­σε καί ἡ­μέ­ρε­ψε. Ὁ φί­λος του γερω–Συ­με­ών ὁ Καυ­σο­κα­λυ­βί­της τόν βο­ή­θη­σε νά ἀ­φή­ση τόν ζη­λω­τι­σμό. Τοῦ δι­ά­βα­σε τόν ΝΗ’ Λό­γον τοῦ ἁ­γί­ου Ἰ­σα­άκ τοῦ Σύ­ρου: «Πε­ρί τῆς βλά­βης τοῦ ζή­λου τοῦ μω­ροῦ…».

Τό Ἐκ­κλη­σά­κι τῶν Ἀρ­χαγ­γέ­λων καί τό Κελ­λί τοῦ γε­ρω–Γα­βρι­ήλ.

 

     Κά­πο­τε, ἐ­νῶ συμ­με­τεῖ­χε στήν θεί­α Λει­τουρ­γί­α στήν Λαύ­ρα, ἔ­νι­ω­σε στό «Σέ ὑ­μνοῦ­μεν…» ὑ­περ­βο­λι­κή κα­τά­νυ­ξη καί αἰ­σθάν­θη­κε ἐ­σω­τε­ρι­κή πλη­ρο­φο­ρί­α ὅ­τι πρέ­πει νά ἀ­κο­λου­θῆ τήν Ἐκ­κλη­σί­α καί ὄ­χι, ὅ­πως μέ­χρι τό­τε νό­μι­ζε, τούς ζη­λω­τές.

Ὁ­ρι­στι­κά καί ἀ­με­τά­κλη­τα ἐγ­κα­τέ­λει­ψε τόν ζη­λω­τι­σμό τό ἔ­τος 1955. Δι­η­γή­θη­κε σχε­τι­κά στόν κο­νακτσῆ τοῦ Δι­ο­νυ­σί­ου π. Βησ­σα­ρί­ω­να: «Θά σοῦ πῶ τήν ἱ­στο­ρί­α μου. Ἐ­γώ ἀ­πό σή­με­ρα ἀλ­λά­ζω, δέν θά εἶ­μαι πιά ζη­λω­τής. Ἔ­βλε­πα ὅ­τι ὁ νοῦς μου δέν ἦ­ταν κα­θα­ρός, ἡ προ­σευ­χή μου ἦ­ταν θο­λή καί συλ­λο­γι­ζό­μουν: “Τί ἔ­χω; Τί μέ βλά­πτει;”. Σκέ­φτη­κα νά πά­ω μί­α μέ­ρα νά πα­ρα­κο­λου­θή­σω μί­α Λει­τουρ­γί­α σέ αὐ­τούς πού μνη­μο­νεύ­ουν. Πῆ­γα στήν Σταυ­ρο­νι­κή­τα καί λει­τουρ­γή­θη­κα σή­με­ρα. Ἐ­φη­μέ­ριος ἦ­ταν ὁ πα­πα–Εὐ­θύ­μιος (τοῦ Ἐ­σταυ­ρω­μέ­νου), ὁ Πνευ­μα­τι­κός. Τούς λει­τουρ­γεῖ κά­θε Κυ­ρια­κή. Μό­λις ἄ­κου­σα τήν Λει­τουρ­γί­α, κά­τι ἔ­γι­νε σέ μέ­να. Κα­θά­ρι­σε ὁ νοῦς μου. Ὁ­πό­τε, ἀ­πό δῶ καί πέ­ρα δέν θά ξα­να­πά­ω στούς ζη­λω­τές. Ἤ­μουν σέ πλά­νη καί δέν τό κα­τα­λά­βαι­να. Τώ­ρα ὅ­μως τό κα­τά­λα­βα».

Ἄ­φη­σε μέν ὁ γε­ρω–Γα­βρι­ήλ τόν μω­ρό καί «οὐ κατ᾽ ἐ­πί­γνω­σιν» ζῆ­λο, ἀλ­λά κρά­τη­σε τόν ζῆ­λο γιά τά θέ­μα­τα τῆς πί­στε­ως καί τῆς πα­ρα­δό­σε­ως.

Ἀ­κού­γον­τας κά­ποι­ες προ­τε­σταν­τι­κές θε­ω­ρί­ες κυ­ρι­εύ­θη­κε ἀ­πό ἱ­ε­ρή ἀ­γα­νά­κτη­ση καί πά­ραυ­τα ἔ­πε­σε κε­ραυ­νός σέ ἀ­πό­στα­ση ὀ­κτώ μέ­τρων, χτύ­πη­σε στόν βρά­χο καί ἔν­τρο­μοι ἐ­φι­μώ­θη­σαν οἱ κε­νο­λο­γοῦν­τες.

Σέ κά­ποι­α πα­νή­γυ­ρη τοῦ εἶ­πε κά­ποι­ος ὅ­τι τό «Δύ­να­μις» πού ἔ­ψαλ­λαν οἱ ψάλ­τες, εἶ­ναι νε­ω­τε­ρι­στι­κό καί μά­λλω­σε τούς ἱ­ε­ρο­ψάλ­τες.

Κά­πο­τε συ­νάν­τη­σε καθ᾽ ὁ­δόν ἱ­ε­ρέ­α νά κα­πνί­ζη. Τόν ἀ­πο­πῆ­ρε καί τόν ἔ­λεγ­ξε λέ­γον­τάς του: «Πα­πᾶς εἶ­σαι ἐ­σύ ἤ κα­ραγ­κι­ό­ζης;».

Πα­ρα­κα­λοῦ­σε συ­χνά τόν Θε­ό: «Θε­έ μου, στεῖ­λε μου  ἕ­ναν  ἁ­μαρ­τω­λό  νά τόν μπο­λιά­σω  στήν Χά­ρι Σου».

Κά­ποι­ος νέ­ος φι­λο­μό­να­χος, πού σπού­δα­ζε  Θε­ολο­γί­α, τόν ρώ­τη­σε ἐ­άν πρέ­πη νά πά­ρη τό πτυ­χί­ο του. Ἀ­πάν­τη­σε: «Πά­ρε τό πτυ­χί­ο σου καί ἔ­λα στόν δι­ο­ρι­σμό σου», δηλ. νά ᾿ρθῆ γιά μο­να­χός. Ἦρ­θε ὁ νέ­ος, ἔ­βα­λε με­τά­νοι­α καί ἔ­μει­νε πε­ρί­που 100 μέ­ρες μα­ζί μέ τόν Γέ­ρον­τα. Τόν οἰ­κο­νο­μοῦ­σε στήν ἄ­σκη­ση καί κά­νον­τας συγ­κα­τά­βα­ση ἔ­τρω­γε μα­ζί του ὄ­σπρια ἀ­λά­δω­τα. Τόν συμ­βού­λευ­ε συ­χνά: «Σέ θέ­λω νά ἔ­χης χε­ρου­βι­κούς ὀ­φθαλ­μούς, ὄ­χι κοι­μι­σμέ­νον, νά παίρ­νη πολ­λές στρο­φές τό μυα­λό σου. Θά σέ δώ­σω τό κα­λύ­τε­ρο ὄ­νο­μα, πρό­σε­ξε ὅ­μως κα­κο­μοί­ρη μου νά τό τι­μή­σης».

Δέν ἄ­φη­νε τόν ὑ­πο­τα­κτι­κό του νά δι­α­βά­ζη μου­σι­κά βι­βλί­α, οὔ­τε νά συ­νο­μι­λῆ μέ κα­νέ­ναν οὔ­τε νά ψάλ­λη σέ Λει­τουρ­γί­ες. Ὅ­ταν ἦ­ταν ἀ­νάγ­κη, ἔ­ψαλ­λε ὁ ἴ­διος ὁ Γέ­ρον­τας.

Ἀ­πε­στή­θι­ζε ὁ ὑ­πο­τα­κτι­κός του τρο­πά­ρια, ἀλ­λά τοῦ τό ἀ­παγό­ρευ­σε.

Κά­ποι­α φο­ρά ἐ­πισκέ­φθηκε μέ τόν ὑ­πο­τα­κτι­κό του τόν γνω­στό του γε­ρω–Ἀρ­σέ­νιο τόν Τσου­ρα­πᾶ στήν Ἁ­γιά­ννα. Κά­θη­σαν ἀρ­κε­τή ὥ­ρα σι­ω­πῶν­τες καί ἔ­φυ­γαν χω­ρίς νά ποῦν λέ­ξη. Πῶς συν­νε­νο­ή­θη­καν οἱ δύ­ο Γέ­ρον­τες;

Ὁ δό­κι­μος τελικά δέν ἄν­τε­ξε τήν σκλη­ρή ζω­ή τοῦ Κα­ρου­λι­ώ­του Γα­βρι­ήλ καί θέ­λη­σε νά ἀ­να­χω­ρή­ση. Ὁ Γέ­ρον­τας τόν ἔ­στει­λε στόν φί­λο του Κα­θη­γού­με­νον τῆς Ἱ. Μ. Ἁ­γί­ου Δι­ο­νυ­σί­ου Γα­βρι­ήλ, ὅ­που καί ἔ­μει­νε γε­νό­με­νος μο­να­χός. Ἔ­λε­γε: «Χα­λά­λι του, ἔ­κα­νε πολ­λή ὑ­πα­κο­ή».

Ἦ­ταν θι­α­σώ­της τῆς ὑ­πα­κο­ῆς, τήν ὁ­ποί­α ἄ­ρι­στα δι­δά­χθη­κε ἀ­πό τήν ἑ­ξα­ε­τῆ μα­θη­τεί­α του στόν Γέ­ρον­τά του Σε­ρα­φείμ καί ἀ­πό τά Ἀ­σκη­τι­κά συγ­γράμ­μα­τα.

Ἔ­λε­γε: «Ὁ Γέ­ρον­τάς σου εἶ­ναι ὁ Θε­ός σου. Εἶ­δες τόν Γέ­ρον­τά σου; Εἶ­δες τόν Θε­όν σου. Ἐ­άν σοῦ πῆ ὁ Γέ­ρον­τάς σου, “πέ­σε στήν θά­λασ­σα”, ρώ­τη­σέ τον μί­α φο­ρά, “τί λές βρέ, Γέ­ρον­τα, νά πέ­σω;” καί  ἄν σοῦ πῆ γιά δεύ­τε­ρη φο­ρά “πέ­σε”, νά πέ­σης».

Ἔ­λε­γε  ἐ­πί­σης: «Ἅ­μα γη­ρο­κο­μή­σης Γέ­ρον­τα, θά στεί­λει ὁ Ἅ­γιος Θε­ός ἄν­θρω­πο νά σέ κοιτά­ξη καί σέ­να». Με­λε­τοῦ­σε πο­λύ τήν Φι­λο­κα­λί­α καί ἀ­γα­ποῦ­σε ἰ­δι­αι­τέ­ρως τόν Εὐ­ερ­γε­τι­νό γιά τόν ὁ­ποῖ­ον ἔ­λε­γε: «Ἔ­χω δι­α­βά­σει 18 φο­ρές τόν Εὐ­ερ­γε­τι­νό καί ἄν ζή­σω, θά τόν δι­α­βά­σω ἄλ­λες τό­σες. Μή ζη­τᾶς ἄλ­λο βι­βλί­ο. Ἀ­πό κεῖ πα­ίρ­νεις ἀ­πάν­τη­ση σέ ὅ­λα τά ἐ­ρω­τή­μα­τα. Ἐ­κεῖ μέ­σα εἶ­ναι ἡ Συ­να­γω­γή τῶν πα­τέ­ρων». Ρω­τοῦ­σε γιά ὅ­λα τόν Πνευ­μα­τι­κό του, τόν Δι­ο­νυ­σι­ά­τη Ἡ­γο­ύ­με­νο Γα­βρι­ήλ, καί γιά ἁ­πλά πράγμα­τα συμ­βου­λευ­ό­ταν τόν γε­ρω–Χρι­στό­δου­λο τόν  Κα­του­να­κι­ώ­τη, τόν τσαγ­κά­ρη.

     Γιά τήν πνευ­μα­τι­κή του βο­ή­θεια στά πνευ­μα­τι­κῆς φύ­σε­ως θέ­μα­τα τῆς Μο­νῆς Δι­ο­νυ­σί­ου τοῦ ἔ­δι­ναν κά­ποι­α εὐ­λο­γί­α. Οἱ πα­τέ­ρες ἀ­πό ἀ­γά­πη τοῦ ἔ­λε­γαν: «Πά­ρε καί ἄλ­λη κουμ­πά­νια, γε­ρω–Γα­βρι­ήλ,   πά­ρε καί λά­δι», ἀλ­λά αὐ­τός τη­ρών­τας τήν μο­να­χι­κή ἀ­κρί­βεια ἔ­παιρ­νε τά ἀ­πα­ραί­τη­τα, λέ­γον­τας: «Ἄν πά­ρω πα­ρα­πά­νω, πρέ­πει νά σᾶς τρα­βῶ πα­ρα­πά­νω κομ­πο­σχο­ί­νι». Ἤ­θε­λε τίς ἀ­πα­ραί­τη­τες εὐ­λο­γί­ες πού δε­χό­ταν νά τίς ξε­πλη­ρώ­νη εἴ­τε μέ ἄλ­λες εὐ­λο­γί­ες εἴ­τε μέ προ­σευ­χή.

    Στή­ρι­ζε νέ­ους Δι­ο­νυ­σιά­τες μο­να­χούς καί ἔ­λε­γε ὅ­τι «αὐ­τοί εἶ­ναι δι­κά μου μπό­λια». Συ­νι­στοῦ­σε στόν πα­πα–Συ­με­ών: «Νά δι­α­βά­ζης τόν ἀβ­βᾶ Δω­ρό­θε­ο καί ἡ εὐ­χή νά δου­λε­ύ­η σάν πο­λυ­βό­λο». Στόν Κα­θη­γού­με­νο ἔ­λε­γε μέ σε­βα­σμό: «Γέ­ρον­τα, μή βγαί­νης ἔ­ξω στόν κό­σμο, για­τί ὁ δι­ά­βο­λος τό­τε κά­νει μα­κρο­βού­τι στήν ποί­μνη σου». Σέ νέ­ο μο­να­χό ἔ­βα­λε «πα­τσα­βού­ρα», δηλ. κα­νό­να σι­ω­πῆς γιά ἕ­να δι­ά­στη­μα.

Τόν ρώ­τη­σε κά­ποι­ος Δι­ο­νυ­σιά­της: «Ἔ­χω λο­γι­σμό γιά τήν ἔ­ρη­μο». Τοῦ ἀ­πάν­τη­σε: «Ὄ­χι, ἐ­σύ δέν κά­νεις γιά τήν ἔ­ρη­μο. Κά­θη­σε ἐ­δῶ νά δου­λεύ­ης».

Ὁ γε­ρω–Βησ­σα­ρί­ων Δι­ο­νυ­σιά­της ἔ­λε­γε: «Ὁ γε­ρω–Γα­βρι­ήλ ἦ­ταν ἀ­ρε­τῆς ἄν­θρω­πος, ἅ­γιος ἄν­θρω­πος. Τά ρά­σα του δέν εἶ­χαν κά­τι τό ἰ­δι­αί­τε­ρο. Ἦ­ταν πα­λαι­ά, τριμ­μέ­να, ἀλ­λά ὄ­χι μέ μπα­λώ­μα­τα. Δέν μι­λοῦ­σε μέ τόν κα­θέ­να. Νή­στευ­ε συ­νέ­χεια. Δέν ἔ­τρω­γε λα­δε­ρά. Ἐρ­χό­ταν συ­χνά στήν τρά­πε­ζα. Ἔ­παιρ­νε μό­νο λί­γο ψω­μί γιά τό Κελ­λί του. Μέ συμ­βού­λευ­ε πῶς πρέ­πει νά εἶ­ναι ὁ μο­να­χός, μοῦ ἔ­λε­γε νά προ­σέ­χω, νά λέ­γω τήν εὐ­χή. Με­ρι­κές φο­ρές μοῦ ἔ­λε­γε καί κά­τι ἀπ᾽ αὐ­τά πού ἔ­βλε­πε. Μοῦ εἶ­πε κά­πο­τε ὅ­τι εἶ­δε ἕ­να μο­να­χό νά ἔ­χη μα­ζί του δύ­ο πι­θή­κους, ἕ­ναν ἀ­πό δῶ καί ἕ­ναν ἀ­πό κεῖ. Δέν εἶ­πε τό ὄ­νο­μά του, ἀλ­λά κα­τά­λα­βα ποι­ός ἦ­ταν, για­τί αὐ­τός δη­μι­ουρ­γοῦ­σε πολ­λά σκάν­δα­λα.

»Ἐρ­χό­ταν κα­τά και­ρούς στοῦ Δι­ο­νυ­σί­ου καί ἐ­ξω­μο­λο­γεῖ­το στόν Ἡ­γού­με­νο. Τοῦ ἔ­δι­ναν κελ­λί στό Ἀρ­χον­τα­ρί­κι, ἀλ­λά δέν κοι­μό­ταν στό κελ­λί. Μό­λις ὁ Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κός ἄ­νοι­γε τήν Ἐκ­κλη­σί­α ν᾽ ἀ­νά­ψη τά καν­τή­λια, ἔμ­παι­νε μέ­σα καί ὁ γε­ρω–Γα­βρι­ήλ. Με­ρι­κές φο­ρές ἔ­κα­ναν πνευ­μα­τι­κή συ­ζή­τη­ση. Τόν ρώ­τη­σε κά­πο­τε ὁ Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κός: ”Γε­ρω–Γα­βρι­ήλ, βλέ­πω ὅ­τι σ᾽ ἀ­ρέ­σει τό Μο­να­στή­ρι μας, για­τί δέν κά­θε­σαι ἐ­δῶ;”.

»”Τώ­ρα μέ ἀ­ναγ­κά­ζεις νά σοῦ πῶ πράγ­μα­τα πού ἐ­σύ δέν τά κα­τα­λα­βαί­νεις. Βλέ­πω τούς ἀν­θρώ­πους, πῶς εἶ­ναι ὁ κα­θέ­νας, τό ἐ­σω­τε­ρι­κό τους (τήν ψυ­χή τους), καί βλέ­πω ἄλ­λους πού ἔ­χουν δαι­μό­νια πά­νω τους, καί βλέ­πον­τας αὐ­τά πέ­φτω σέ κα­τά­κρι­ση, γι᾽ αὐ­τό δέν μπο­ρῶ νά κα­θή­σω πο­λύ ἐ­δῶ”».

Ὁ γε­ρω–Γα­βρι­ήλ εἶ­χε ἀ­πο­κτή­σει πεῖ­ρα καί  γνώ­ση πνευ­μα­τι­κή ἀ­πό τούς ἀ­γῶ­νες του, τήν με­λέ­τη τῶν ἀ­σκη­τι­κῶν συγ­γραμ­μά­των καί τήν προ­σευ­χή. Εἶ­χε χά­ρι Θε­οῦ καί θεῖ­ες πα­ρη­γο­ρί­ες. Ἡ χα­ρά ἐκ τῆς θεί­ας χά­ρι­τος ἦ­ταν σ᾿ αὐ­τόν κα­νό­νας. Πάν­το­τε ἦ­ταν χα­ρού­με­νος.

Ἔ­λε­γε ὁ γε­ρω–Γα­βρι­ήλ: «Μοῦ ἔ­δω­σε ὁ Θε­ός κά­ποι­ο χά­ρι­σμα καί τό ἔ­χα­σα. Ἐλ­πί­ζω μέ­χρι τό τέ­λος νά μοῦ τό ξα­να­δώ­ση». Εἶ­χε χά­ρι­σμα νά ὁ­μι­λῆ σάν ρή­το­ρας καί νά οἰ­κο­δο­μῆ. Με­ρι­κές δι­δα­χές–συμ­βου­λές τοῦ γε­ρω–Γα­βρι­ήλ:

«Τήν κα­λο­γε­ρι­κή ἐ­γώ τήν ἔ­μα­θα ἀ­πό τό πέ­σε–σή­κω».

«Ση­μεῖ­α τῆς ἡ­συ­χί­ας εἰ­σίν ἐγ­κρά­τεια, σι­ω­πή καί αὐ­το­μεμ­ψί­α» (Ἁγ. Γρη­γο­ρί­ου Σι­να­ΐ­του).

«Τώρα πού εἶ­στε νέ­οι νά ἀ­γω­νί­ζε­στε νά κά­νε­τε νη­στεῖ­ες, με­τά­νοι­ες, τόν κα­νό­να σας, για­τί ἅ­μα γε­ρά­σε­τε δέν θά μπο­ρεῖ­τε νά κά­νε­τε τί­πο­τε».

«Βία–βία, σωτηρία».

Ἐ­ξέ­φρα­ζε μέ ἁ­πλά λό­για τήν ἰ­σχύ τοῦ πνευ­μα­τι­κοῦ νό­μου λέ­γον­τας: «Θε­ός ἐκ­δι­κή­σε­ων Κύ­ριος»,  καί ἐ­τό­νι­ζε τήν με­τά­νοι­α ὡς φάρ­μα­κο γιά τήν θε­ρα­πεί­α τῶν πα­ρε­κτρε­πο­μέ­νων. Ἔ­λε­γε: «Ὁ Κύ­ριος λέ­γει· “κα­νο­νί­σου, ἵ­να μή σέ κα­νο­νί­σω”».

Ἀ­πό τα­πεί­νω­ση ἔ­λε­γε: «Πα­ρα­κα­λῶ νά γί­νω ἀ­λαμ­πής ἀ­στήρ τοῦ νο­η­τοῦ στε­ρε­ώ­μα­τος».

«Ὅ­ταν πά­σχω­με, νά μή λέ­με ὅ­τι πά­σχο­με γιά τήν ἀ­γά­πη τοῦ Χρι­στοῦ, ἀλ­λά γιά τίς ἁ­μαρ­τί­ες μας».

«Ὁ Θε­ός βλέ­πει τό βά­θος τῆς ψυ­χῆς, τά ἄλ­λα δέν τόν ἐν­δι­α­φέ­ρουν».

Ὅ­ταν τοῦ εἶ­πε κά­ποι­ος ὅ­τι εἶ­ναι ἐν­δε­χό­με­νο νά ἐ­πι­κρα­τή­σουν οἱ κομ­μου­νι­στές καί θά μᾶς σφά­ξουν, ἀ­πήν­τη­σε: «Εὐ­λο­γη­μέ­νη ἡ ὥ­ρα», φα­νε­ρώ­νον­τας τόν πό­θο του γιά τό μαρ­τύ­ριο καί τήν ὁ­μο­λο­γί­α. Ἀ­γα­ποῦ­σε πο­λύ τόν ἅ­γιο Μάξιμο τόν Ὁ­μο­λο­γη­τή καί, ὅ­ταν ἀ­νέ­φε­ρε τό ὄ­νο­μά του, γέ­μι­ζε ὁ­λό­κλη­ρος ἀ­πό ἀ­γαλ­λί­α­ση.

Τόν ἔ­λεγ­χο τῆς συ­νει­δή­σε­ως χα­ρα­κτή­ρι­ζε μέ μία­ λέ­ξη τῆς ἰ­δι­αι­τέ­ρας πα­τρί­δος του «ξου­ρα­φά­κου­λα», δηλ. ξυ­ρα­φά­κια πού κεν­τοῦν καί κό­βουν μέ­σα μας ὅ­ταν τήν ἀ­θε­τοῦ­με.

     Ὁ γε­ρω–Γα­βρι­ήλ ἦ­ταν ἄν­θρω­πος μέ ἰ­σχυ­ρή θέ­λη­ση καί με­γά­λη σω­μα­τι­κή ἀν­το­χή. Στήν Λει­τουρ­γί­α καί στίς ἀ­γρυ­πνί­ες στε­κό­ταν ὄρ­θιος σάν κο­λώ­να. Ἄρ­χι­σαν ὅ­μως νά ἐμ­φα­νί­ζων­ται μέ τό πέ­ρα­σμα τῶν χρό­νων προ­βλή­μα­τα στήν ὑ­γεί­α του. Ἔ­πα­σχε ἀ­πό τήν μέ­ση του.

Γιά ἕ­να δι­ά­στη­μα ἦ­ταν κα­τά­κοι­τος ἐ­πί ἑ­πτά μέ­ρες. Ὁ γέ­ρον­τας τῶν Δα­νι­η­λαί­ων Γε­ρόν­τιος μό­λις τό ἔ­μα­θε, πῆ­ρε μα­ζί φάρ­μα­κα καί ἔ­κα­νε καί μί­α σου­πί­τσα, για­τί σκέ­φθη­κε ὅτι τό­σες μέ­ρες μό­νος του δέν θά ἔ­χει φά­ει τί­πο­τε. Ὅ­ταν τά πρό­σφε­ρε στόν γε­ρω– Γα­βρι­ήλ, ἐκεῖνος τοῦ ἀ­πήν­τη­σε: «Γέ­ρον­τα, τά χά­πια σου  καί ἡ σού­πα σου εἶ­ναι δυ­να­τώ­τε­ρα, ἤ ἡ χά­ρις τοῦ Θε­οῦ; Ἄν θέ­λη ὁ Θε­ός, ἄς μέ κά­νη κα­λά, ἄν δέν θέ­λη, ἄς μέ πά­ρη», καί δέν πῆ­ρε τί­πο­τε. Τήν ἄλ­λη μέ­ρα τόν εἶ­δαν ὑ­γι­ῆ νά ἐρ­γά­ζε­ται στά πε­ζού­λια.

Ἀρ­γό­τε­ρα, ἀ­φοῦ πλέ­ον ἔ­πε­σε ὁ­ρι­στι­κά κα­τά­κοι­τος ἀ­πό τήν μέ­ση του, ὑ­πέ­φε­ρε δει­νούς πό­νους μό­νος στήν ἐ­ρη­μιά. Ἀ­κου­γό­ταν νά λέ­γη τήν εὐ­χή ἐκ­φώ­νως «Κύ­ρι­ε Ἰ­η­σοῦ Χρι­στέ, ἐ­λέ­η­σόν με», δι­α­κο­πτο­μέ­νη ἀ­πό στε­ναγ­μούς πό­νου. «Ὤ­ω­ω­ωχ…».

Ὅ­ταν τόν ρώ­τη­σε κά­ποι­ος, τί κά­νει, ἀ­πάν­τη­σε: «Σταυ­ρός χω­ρίς καρ­φιά». Δη­λα­δή ὑ­πέ­φε­ρε πο­λύ  σάν νά εἶ­ναι σταυ­ρω­μέ­νος χω­ρίς καρ­φιά.

Εἶ­χε γρά­ψει σέ χαρ­τί μέ τό χέ­ρι του τόν τρό­πο, μέ τόν ὁ­ποῖ­ον ὤ­φει­λε νά ἀν­τι­με­τω­πί­ση τόν θά­να­το. Τώ­ρα τόν ἔ­βλε­πε κον­τά του, ἄν καί σέ ὅ­λη τήν ζω­ή του τόν με­λε­τοῦ­σε καί προ­ε­τοι­μα­ζό­ταν.

    Ὅ­ταν δέν μπο­ροῦ­σε πλέ­ον νά αὐ­το­ε­ξυ­πη­ρε­τη­θῆ, οἱ Δα­νι­η­λαῖ­οι ἤ­θε­λαν νά τόν πά­ρουν γιά νά τόν γη­ρο­κο­μή­σουν, ἀλ­λ᾿ αὐ­τός δέν ἤ­θε­λε ν᾿ ἀ­φή­ση τό Κελ­λί του. Πα­ρε­κά­λε­σε τό­τε τόν π. Ἰ­λα­ρί­ω­να νά πη­γα­ί­νη νά τόν βο­η­θᾶ. Ἐ­κεῖ­νος τόν ρω­τοῦ­σε ἄν θέ­λη καμ­μιά σο­ύ­πα, ρύ­ζι, χυ­λό, ἀλ­λά αὐ­τός ζη­τοῦ­σε μό­νο βρα­στές πα­τά­τες, πού τίς ἔ­τρω­γε μέ χον­τρό ἁ­λά­τι μα­ζε­μέ­νο ἀ­πό τίς ἁ­λυ­κές. Τοῦ ἔ­δι­νε τό φα­γη­τό στό στό­μα για­τί τά χέ­ρια του δέν τά κου­νοῦ­σε.

«Κάποια μέ­ρα», δι­η­γή­θη­κε ὁ γε­ρω–Ἰ­λα­ρί­ων, «μοῦ εἶ­πε νά γε­μί­σω ἕ­να στερ­νά­κι μέ νε­ρό πί­σω σ᾿ ἕ­να βρά­χο. Μόλις ἔ­βα­λα νε­ρό, τό ἡ­λι­ο­βα­σί­λε­μα μα­ζε­ύ­τη­καν που­λιά δι­ά­φο­ρα, κοκ­κι­νο­λα­ί­μη­δες, σπί­νοι, κο­τσύ­φια καί ἄλ­λα, πά­ρα πολ­λά. Γέμισε ὁ τό­πος. Ἔ­πι­ναν νε­ρό, κο­λυμ­ποῦ­σαν καί πή­γαι­ναν γύ­ρω–γύ­ρω ἀ­πό τόν γε­ρω–Γα­βρι­ήλ· κά­θον­ταν καί τόν κοι­τοῦ­σαν στά μά­τια. Εἶ­δε τήν ἀ­πο­ρί­α μου καί μοῦ λέ­ει: “Αὐ­τά τά ἔ­χω μα­να­ρά­κια. Τά ἔ­χω μά­θει νἄρ­χων­ται τό ἡ­λι­ο­βα­σί­λε­μα”. Ὕ­στε­ρα τοῦ εἶ­πα:

–Βρέ, γε­ρω–Γα­βρι­ήλ, τώ­ρα εἶ­σαι γέ­ρος καί ἄρ­ρω­στος. Φάε λί­γο λα­δά­κι. Καί σ᾿ αὐ­τές τίς βρα­στές πα­τά­τες ἄν ρί­χνα­με λί­γο λά­δι δέν θά γίνονταν κα­λύ­τε­ρες;

–Ἐ­γώ δέν ξέ­ρω ὅ­τι θά γί­νον­ταν κα­λύ­τε­ρες; Καί ψά­ρι ἄν εἴ­χα­με, ξέ­ρω ὅ­τι ἀ­κό­μα κα­λύ­τε­ρα θά ἦ­ταν. Ἀλ­λά νά σοῦ πῶ, ἐ­γώ τά ἔ­χω πε­ρά­σει αὐ­τά ὅ­ταν ἤ­μουν Χω­ρο­φύ­λα­κας. Ἔ­τρω­γα μι­σό ἀρνί ψη­τό  στήν κα­θι­σιά καί, ἐ­πει­δή γι᾿ αὐ­τά θά μοῦ ζη­τη­θεῖ λό­γος, προ­σπα­θῶ τώ­ρα νά ξε­χρε­ώ­σω ὅ,τι μπο­ρῶ.

–Ἀλ­λά σ᾿ ἀ­ρέ­σει πού λέ­νε ὅ­τι ὁ γε­ρω–Γα­βρι­ήλ δέν τρώ­ει λά­δι;

–Ἐ­γώ δέν τά ὑ­πο­λο­γί­ζω αὐ­τά, δέν μ᾿ ἐν­δι­α­φέ­ρει, ὅ,τι θέ­λουν νά λέ­νε. Δέν κοι­τά­ω τί θά ποῦν οἱ ἄλ­λοι, ἀλ­λά τήν δυ­στυ­χί­α μου, πῶς θά πε­ρά­σω τόν πύ­ρι­νο πο­τα­μό. Κά­πο­τε καί ὁ Πνευ­μα­τι­κός μοῦ εἶ­πε νά φά­ω, γιά νά μήν τό σχο­λι­ά­ζουν οἱ ἄλ­λοι πα­τέ­ρες, καί ὅ­τι καί ἐ­γώ θά αἰ­σθαν­θῶ δι­α­φο­ρε­τι­κά. Μία φο­ρά λοι­πόν στήν Ἁ­γί­α Ἄν­να σέ μί­α πα­νή­γυ­ρη κά­θη­σα καί ᾿γώ στήν τρά­πε­ζα. Εἶ­χαν ψά­ρι καί μοῦ ἔ­βα­λαν μί­α με­ρί­δα γε­ρή. Πει­νοῦ­σα κι ὅ­λας καί τήν ἔ­φα­γα ὅ­λη. Οἱ πα­τέ­ρες ἔ­λε­γαν: “Μπά, ὁ Γα­βρι­ήλ κά­θη­σε στήν τρά­πε­ζα. Μπά, τί ἔ­πα­θε; Νά, καί ὁ Γα­βρι­ήλ τρώ­ει. Ἄ, τρώ­ει, πῶς ἔ­τσι;”. Πρίν ἔ­λε­γαν “δέν τρώ­ει, για­τί δέν τρώ­ει λά­δι;”, καί τώ­ρα ἔ­λε­γαν “τρώ­ει”. Καί ἐ­γώ δέν ἔ­νι­ω­σα δι­α­φο­ρε­τι­κά, οὔ­τε κα­λύ­τε­ρα οὔ­τε χει­ρό­τε­ρα. Τό εἶ­πα στόν Πνευ­μα­τι­κό καί ὕ­στε­ρα δέν ξα­νά­φα­γα».

Ὅ­ταν ὁ γε­ρω–Γα­βρι­ήλ βά­ρυνε πε­ρισ­σό­τε­ρο, δέ­χθη­κε νά πά­η στο­ύς Δα­νι­η­λα­ί­ους. Τόν ἀ­νέ­βα­σαν μέ φο­ρεῖ­ο. Μέχρι τό­τε εἶ­χε τυ­πι­κό νά κοι­νω­νᾶ κά­θε μέ­ρα. Εἶ­χε εὐ­λο­γί­α ἀπ᾿ τόν Πνευ­μα­τι­κό του καί εἶ­χε Ἅ­γιον Ἄρ­το στό Ἐκ­κλη­σά­κι του. Οἱ Δα­νι­η­λαῖ­οι ὅ­μως τοῦ εἶ­παν:

–Γε­ρω–Γα­βρι­ήλ, αὐ­τό ἐ­μεῖς δέν μπο­ροῦ­με νά τό δε­χθοῦ­με, νά σέ κοι­νω­νοῦ­με κά­θε μέ­ρα.

–Κοι­τάξ­τε, το­ύς εἶ­πε. Ὅ­σο ἤ­μουν στό Κελ­λί μου ἔ­κα­να αὐ­τό πού ἤ­θε­λα. Ἂλ­λο ἐ­κεῖ, ἄλ­λο ἐ­δῶ. Ἐ­δῶ θ᾿ ἀ­κο­λου­θή­σω τό τυ­πι­κό σας. Θα­ύ­μα­σαν οἱ πα­τέ­ρες ἀ­πό τήν ἀ­πάν­τη­σή του καί τοῦ εἶ­παν:

–Ὅ­πο­τε θέ­λεις θά σέ κοι­νω­νοῦ­με.          

Ἡ συ­νο­δεί­α τῶν Δα­νι­η­λαί­ων μέ τήν ἀρ­χον­τι­κή πρός ὅ­λους ἀ­γά­πη τους τόν πε­ρι­έ­θαλ­ψαν στά τε­λευ­ταῖ­α του καί τόν κοι­νω­νοῦ­σαν κά­θε μέ­ρα.

Τό χα­λύ­βδι­νο σῶ­μα τοῦ Κα­ρου­λι­ώ­του ἀ­σκη­τοῦ, πού ἔ­σπα­ζε τά βρά­χια καί ἔ­κα­νε τίς με­γά­λες νη­στεῖ­ες, πα­ρα­δό­θη­κε πλέ­ον ὕ­πτιο καί ἀ­νήμ­πο­ρο στό κρεβ­βά­τι ἀ­πό τήν ἐ­ξάν­τλη­ση, τό γῆ­ρας καί τίς ἀρ­ρώ­στι­ες. Ὅ­μως ἡ ἀ­γω­νι­στι­κή δι­ά­θε­ση τοῦ γερω– Γα­βρι­ήλ ἦ­ταν ἀκ­μα­ί­α, δέν κάμ­φθη­κε, γι᾿ αὐ­τό εἶ­πε στο­ύς πα­τέ­ρες: «Πα­τέ­ρες, καί ἄν ἐ­γώ χά­σω τά μυα­λά μου καί ζη­τή­σω νά φά­ω λά­δι, ἐ­σεῖς νά μή μοῦ δώ­σε­τε». Το­ύς εἶ­πε ἐ­πί­σης: «Δέν θά φέ­ρε­τε οὔ­τε για­τρό οὔ­τε φάρ­μα­κα. Ἀ­φή­νω ὅ­λη τήν ἐλ­πί­δα μου στόν Θεό».

     Ἐ­κεῖ προ­σευ­χό­με­νος καί αὐ­το­μεμ­φό­με­νος ἦρ­θε σέ ἔκ­στα­ση· εἶ­δε σέ θε­ω­ρί­α τόν Πα­ρά­δει­σο καί ἀ­να­φω­νοῦ­σε: «Πώ, πώ, τί βλέ­πω! Τί λου­λο­ύ­δια, τί ὀ­μορ­φιά!  Εἶ­ναι γιά τόν ἄν­θρω­πον αὐ­τά τά ὡ­ραῖ­α πράγ­μα­τα; Πώ, πώ, βλέ­πεις; Βλέ­πεις;». Λέ­γει ὁ π. Δα­νι­ήλ: «Ἐ­μεῖς δέν βλέ­πο­με τί­πο­τε, Γέ­ρον­τα». «Σάμ­πως κι ἐ­γώ βλέ­πω», ἀ­πάν­τη­σε, προ­σπα­θών­τας νά κα­λύ­ψη τό γε­γο­νός. Τήν προ­η­γο­ύ­με­νη μέ­ρα εἶχε δῆ ἄλ­λο ὅ­ρα­μα. Εἶ­πε στόν π. Ἰ­λα­ρί­ω­να: «Βλέ­πω ση­μεῖα­ καί τέ­ρα­τα». Φα­ί­νε­ται ὁ κα­λός Θε­ός, κα­τά τήν δι­και­ο­κρι­σί­α του, βρά­βευ­σε τήν με­γά­λη του αὐ­τα­πάρ­νη­ση καί τοῦ ἔ­δω­σε πλη­ρο­φο­ρί­α ἀ­πό αὐ­τή τήν ζωή.

Προ­σε­υ­χόταν συ­νε­χῶς καί ζοῦ­σε ἤ­δη νο­ε­ρῶς σέ ἄλ­λο κό­σμο. Κάποτε πού τοῦ μίλησαν φαι­νό­ταν ὅ­τι κοι­μό­ταν, ἐνῶ ἀ­πάν­τη­σε: «Ἄχ, μω­ρέ, για­τί μέ δι­έ­κο­ψες;».

     Τοῦ εἶ­παν ὅ­τι πλη­σιά­ζει ἡ ἑ­ορτή του καί ἀ­πάν­τη­σε ὅ­τι αὐ­τός δέν θά εἶ­ναι μα­ζί τους. Προ­εῖ­δε σα­φῶς τήν κοί­μη­σή του. Ζή­τη­σε κά­ποι­α ἡ­μέ­ρα νά κοι­νω­νή­ση. Ὅ­ταν τοῦ εἶ­παν ὅ­τι ἀ­κό­μα εἶ­ναι στόν Ὄρ­θρο, εἶ­πε νά τόν κοι­νω­νή­σουν μέ Ἅ­γιον Ἄρ­το για­τί κα­τά­λα­βε ὅ­τι μέ­χρι τήν Λει­τουρ­γί­α θά ἔ­χει φύ­γει, καί τόν κοι­νώ­νη­σαν.

Εἶ­χαν μα­ζευ­τῆ κον­τά του οἱ πα­τέ­ρες. Ἐ­πει­δή ἦ­ταν ὥ­ρα ἀ­κο­λου­θί­ας, τούς εἶ­πε: «Ἄν­τε, πη­γαί­νε­τε  στήν ἀ­κο­λου­θί­α, ἀ­φῆ­στε με ἐ­μέ­να». Ὁ Γέ­ρον­τάς  τους ὅ­μως στήν Ἐκ­κλη­σί­α σκέ­φθη­κε: «Κα­λά, ὁ ἄν­θρω­πος εἶ­ναι στά τε­λευ­ταῖ­α του καί μεῖς τόν ἀ­φή­νου­με μό­νο του;». Καί γυρ­νών­τας τόν εἶ­δε νά ἀ­φή­νη τίς τε­λευ­ταῖ­ες του πνο­ές.

Ἐ­κοι­μή­θη στίς 3 Νο­εμ­βρί­ου 1968.

Εἶ­χε ὁ­σια­κό τέ­λος.  Στό Ἀ­σκη­τή­ριό του ὁ ἀ­κτή­μων ἀ­σκη­τής ἄ­φη­σε ὡς μό­νη πε­ρι­ου­σί­α του λίγα κι­λά ἀ­μύ­γδα­λα. Εἶ­χε πῆ στόν π. Ἰ­λα­ρί­ω­να νά τά δώ­ση σέ κά­ποι­ον ἱ­ε­ρέ­α γιά νά τόν μνη­μο­νεύ­η. Ἀλ­λά ὅ­λοι τόν μνη­μό­νευ­αν.

Με­τά ἀ­πό τρί­α χρό­νια πού ἔ­κα­ναν τήν ἀ­να­κο­μι­δή του, τά λεί­ψα­νά του εἶ­χαν γί­νει σάν στά­χτη. Προ­φα­νῶς ἀ­πό τήν ἄ­κρα νη­στεί­α, κυ­ρί­ως ἀ­πό τήν στέ­ρη­ση τοῦ λα­διοῦ.

Τήν εὐ­χή του νά ἔ­χου­με.  Ἀ­μήν.

 

Διαβάστε ΕΔΩ τα προηγούμενα σχετικά άρθρα

 

  1. 1. Κλῖμαξ Ι’, ι­ς’.