ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΟΙ-ΙΑΤΡΙΚΟΙ ΟΡΟΙ ΣΤΗΝ ΙΛΙΑΔΑ ΤΟΥ ΟΜΗΡΟΥ (8ος αἰ. π. Χ.)

Ἀθανασίου Ἰω. Ἀντωνίου

Ἐπ. καθηγητοῦ Πανεπιστημίου-Ἱστορικοῦ

Εἰσαγωγικὰ

Ἡ γλῶσσα τοῦ Ὁμήρου συνδέεται ἀναπόσπαστα μὲ τὴν Ἑλλάδα καὶ ἡ Ἑλλάδα μὲ τὴν γλῶσσα καὶ τὸν πολιτισμό. Εἶναι ἀναμφίβολα τὸ μέγιστο πολιτιστικὸ ἀγαθὸ ἡ γλώσσα, ὅσο κι ἂν αὐτὸ σήμερα δὲν τὸ κατανοοῦμε. Ἐν τούτοις οἱ λίγοι μποροῦν νὰ τὸ καταλάβουν. Καὶ αὐτὴ ἡ γενικὴ ἀρχὴ ἰσχύει γιὰ ὅλες τὶς γλῶσσες, ὅσο φτωχὲς κι ἂν εἶναι αὐτές, τὸ ἴδιο ἰσχύει κατὰ μείζονα λόγο γιὰ τὴν ἑλληνικὴ – ἐθνική μας γλῶσσα, ἡ ὁποία τὸν τελευταῖο καιρὸ ἔχει συρρικνωθεῖ καὶ ἔχει φτωχύνει, ὅσο κι ἂν αὐτὸ δὲν θέλουμε νὰ τὸ παραδεχτοῦμε. Καὶ βέβαια ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα εἶναι πολὺ πλούσια σὲ λεξιλόγιο, ὅσο καὶ παλιά, ἀφοῦ μάλιστα οἱ ἀπαρχὲς τῆς ἀνάγονται στὰ 2500 μὲ 3000 χρόνια πρὸ Χριστοῦ, λαμβάνοντας ὑπ’ ὄψιν μας τὴν ἀποκρυπτογράφηση καὶ ἀνάγνωση τῆς Γραμμικῆς Γραφῆς Β΄ (Linear B) ποὺ ἀπέδειξε ὅτι ἡ γραφὴ αὐτὴ εἶναι γνήσια ἑλληνική.

Τὸ 2000 μ.Χ. δημοσιεύτηκε μελέτη μὲ κέντρο ἀναφορᾶς τὴν ἀρχαία ἐλληνικὴ γλῶσσα. Ἰδοὺ τί γραφόταν λίαν συνοπτικά: «Τὰ ἑξῆς κοσμοϊστορικὰ γεγονότα συνετέλεσαν στὴ διάδοση τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γλώσσας καὶ κατ’ ἐπέκταση τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ στὸν τότε γνωστὸ ἀρχαῖο κόσμο· ὁ πρῶτος καὶ δεύτερος ἑλληνικὸς ἀποικισμὸς πρῶτα, καὶ ὕστερα ὁ λεγόμενος τρίτος ἑλληνικὸς ἀποικισμός, ποὺ ἦταν ἀποτέλεσμα τῶν κατακτήσεων τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου, καὶ τέλος ἡ διάδοση τοῦ πολιτισμοῦ ἀνὰ τὸν κόσμο τῶν Ῥωμαίων μὲ τὴν κοσμοκρατορία τους σὲ Ἀνατολὴ καὶ Δύση ποὺ ἵδρυσαν. Τὰ κοσμοϊστορικὰ αὐτὰ γεγονότα διέσωσαν καὶ διέδωσαν τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ γλῶσσα ἀνὰ τὰ πέρατα τοῦ τότε γνωστοῦ κόσμου, καθὼς καὶ τὸν ἑλληνικὸ πολιτισμὸ ἔτσι ὥστε, ὅταν ἦλθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου καὶ γεννήθηκε ὁ Χριστὸς βρῆκε τὸ γλωσσικὸ καὶ πολιτιστικὸ ἐκεῖνο ὑπόβαθρο γιὰ τὴ διάδοση τοῦ Χριστιανισμοῦ μὲ τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα, ἀφοῦ στὴν Ἀρχαία Ἑλληνικὴ γράφτηκε ἡ Καινὴ Διαθήκη, μεταφράστηκε ἡ Παλαιὰ Διαθήκη στὰ ἑλληνικὰ ἀπὸ τοὺς Ἑβδομήκοντα (Ο΄) καὶ διαδόθηκε τὸ Εὐαγγέλιο καὶ ἡ Χριστιανικὴ Διδασκαλία στὸν κόσμο, μὲ κύριο ὄχημα τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα.

Στὴν παροῦσα μελέτη θὰ κάνουμε λόγο γιὰ τὴν προσφορὰ τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας στὸν κόσμο σὲ ὅλους τους κλάδους τοῦ ἐπιστητοῦ καὶ τῆς ἐπιστήμης, ὅμως ἐν προκειμένῳ γίνεται λόγος στὴν προσφορὰ ἰατρικῶν-ἀνατομικῶν ὅρων στὴν ἰατρικὴ ἐπιστήμη καὶ δὴ ἐπιλεκτικά. Πράγματι, ἔρευνά μας στὴν Ἰλιάδα τοῦ Ὁμήρου μᾶς ὁδήγησε στὸ συμπέρασμα ὅτι ἕνα πλῆθος ἀρχαίων ἑλληνικῶν λέξεων ποὺ ἐπιβιώνουν στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα ὥς σήμερα ἀλλὰ καὶ σὲ λέξεις καὶ ἐπιστημονικοὺς ἰατρικοὺς ὅρους  ἔχουν τὴν καταγωγή τους στὰ Ἔπη τοῦ Ὁμήρου, δηλ. στὴν Ἰλιάδα καὶ τὴν Ὀδύσσεια. Ἀπὸ τὸ ὁμηρικὸ λεξιλόγιο προέρχεται καὶ ἕνα πλῆθος παραγώγων λέξεων καὶ παραγώγων ἐπιστημονικῶν ὅρων, ὅπως θὰ δειχθεῖ, μέσα ἀπὸ τὰ ὁποῖα, καταδεικνύεται ἡ τεράστια προσφορὰ τῆς Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς στὸν κόσμο τῆς ἐπιστήμης καὶ τῆς γνώσης, ἀρχῆς γενομένης ἀπὸ τὰ Ἔπη τοῦ Ὁμήρου.

Ἀκολουθοῦν: Διαχρονικοὶ-Ἰατρικοὶ ὅροι στὴν Ἰλιάδα τοῦ Ὁμήρου (8ος αἰ. π.Χ.)

ἀρδιοθήρα, ἡ: Ἄρδις,-εως+θήρα, ἡ ἀκίδα, ἡ αἰχμή κάθε πράγματος, π.χ. ἡ αἰχμὴ βέλους, τὸ κέντρο, «κεντρὶ» τοῦ οἴστρου, κ. ἀλογόμυγα, χειρουργικὴ λαβίδα.

ἀστράγαλος, ὁ: τὸ κεντρικότερο ὀστὸ τοῦ ταρσοῦ μεταξὺ τῶν σφυρῶν καὶ τῆς φτέρνας. τὸ ὀστό ποὺ ἐξέχει στὴν κάτω δεξιὰ μεριὰ τοῦ ποδιοῦ, ἀνάμεσα στὴν κνήμη καὶ στὸ πέλμα, κοινῶς κότσι.

αὐχήν, ὁ,-ένος: τὸ ὅτι δηλώνει «στενὸ σημεῖο ἢ πέρασμα» ἐξηγεῖ καὶ τὴ χρήση τῆς λ. μὲ τὴ σημασία «τράχηλος, σβέρκος» ἤδη ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα καὶ δὴ στὴν Ἰλιάδα τοῦ Ὁμήρου. Παράγωγα: αὐχενικὸ σύνδρομο καὶ λοιπὰ πολλά.

βελουλκία, ἡ: (κατὰ διωσμόν): βέλος + ἕλκω. Ὁ ἕλκων, ὁ ἀνασύρων, ὁ ἐκβάλλων βέλος ἀπὸ πληγή, χειρουργικὴ ἐπέμβαση.

βουβών, ὁ,-ῶνος: ὁ βουβών, ἡ λαπάρα, τὸ τμῆμα τοῦ σώματος ἀνάμεσα στοὺς ἄνω μηροὺς καὶ στὸ ὑπογάστριο, ἢ τὸ μέρος τοῦ σώματος μεταξὺ ἰσχύου καὶ αἰδοίου. Παράγωγα ἰατρικά: βουβωνοκήλη καὶ ἄλλα πολλά.

βραχίων, ὁ,-όνος: τὸ ἄνω τμῆμα τοῦ χεριοῦ (ἄνω ἄκρου) ποὺ περιλαμβάνεται μεταξὺ ὄγκου καὶ ἀγκῶνα, κατ’ ἐπέκταση ὁλόκληρο τὸ χέρι ἀπὸ τὴν ὠμοπλάτη ὣς τὸν καρπό: συγκριτικὸς βαθμὸς τοῦ ἐπιθέτου βραχύς, ποὺ δικαιολογεῖ τὸν Πολυδεύκη (2ος αἰ. μ.Χ.), ἐπειδὴ ὁ βραχίονας εἶναι μικρότερος ἀπὸ τὸν πῆχυ τοῦ χεριοῦ.

γαστήρ, ἡ,-έρος, γαστρός: ἡ κοιλιακὴ χώρα, ἡ κοιλία, τὸ ὑπογάστριο. Παράγωγα ἰατρικά: γαστρονομία (στὰ Ἀρχαῖα λεγόταν κυρίως γαστρολογία), γαστριμαργία, γαστρορραγία, γαστραλγία, γαστρεκτομή, γαστρεντερίτιδα, γαστροπάθεια, γαστροσκόπηση, ὑπογάστριο, ἐπιγάστριο, κ.ἄ.π.

γλωχὶς ἢ γλωχίν, ἡ,-ῖνος: γλωσσίδι, προεξέχουσα αἰχμὴ ἢ ἀκωκή, τὸ ἄκρο τοῦ λωρίου τοῦ ζυγοῦ, ἡ αἰχμὴ ἢ ἀκωκὴ βέλους, αὐτὸ τὸ τόξο. Παράγωγα: οἱ γλωχῖνες στὴν καρδιολογία καὶ ἄλλα παράγωγα.

διαμπερής, ὁ, ἡ, τὸ-ές: αὐτὸς ποὺ φθάνει ἀπὸ τὸ ἕνα ἄκρο στὸ ἄλλο, τραῦμα. Ἀπὸ τὸ δια+ἀνα-πείρω, διὰ μέσου, πέρα γιὰ πέρα, ἀπ’ ἀρχῆς μέχρι τέλους, αἰωνίως.

ἐκδόριον, τό: ἔμπλαστρο καλυμμένο μὲ ἀλοιφὴ κανθαριδίνης, βιζικάντι, τσιρότο.

ἐκμύζησις, ἡ,-έως: βύζαγμα, ἀπομύζηση, ἐκπίεση, ἔκθλιψη.

ἕλκος, τό,-ους: τραῦμα τοῦ δέρματος ἢ τοῦ βλεννογόνου, ποὺ συνοδεύεται ἀπὸ διάλυση τοῦ συνδετικοῦ ἱστοῦ,- στομάχου, δωδεκαδακτύλου, γεν. πληγή.

ἔμπλασμα, τό, -τος: ἔμπλαστρο, ἔμπλαστρο φάρμακο (Ἱπποκράτης) ἀπὸ τὸ ἐμπλάσσω, ἐπικολλῶ κατάπλασμα.

ἐξέλκωσις, ἡ: Ἀπὸ ἔξω+ἕλκω, ἀνάπτυξη ἕλκους σὲ δέρμα ἢ σὲ βλεννογόνο.

ἧπαρ, τό,-τος: τὸ συκῶτι- ἀνεπάρκεια, κίρρωση, φλεγμονὴ ἥπατος. Ἐθεωρεῖτο ἕδρα τῶν παθῶν, κυρίως τῆς ὀργῆς καὶ τοῦ ἔρωτα.

ἰγνύς, ἡ, ύος καὶ ἰγνύη, ἡ: τὸ γόνατο, τὸ κοῖλο ἢ πίσω μέρος τοῦ γόνατος, ὁ κάτω ἀπὸ τὰ γόνατα τόπος.

ἰνίον, τό: ὑποκοριστικό του ἴς, ἰνὸς «τὸ πίσω καὶ κάτω μέρος τῆς κεφαλῆς». Δηλώνει ἡ λ. τὸ σύνολο τῶν μυῶν καὶ τενόντων τοῦ λαιμοῦ. Παράγωγα: τὸ ἰνιακὸν ὀστοῦν καὶ ἄλλα πολλὰ παράγωγα.

ἰσχῦον, τό,-ου: ἡ κλείδωση τοῦ γοφοῦ δλ. τὸ κοῖλο ποὺ περιστρέφεται ὁ γοφός, λέγεται καὶ κοτύλη· στὸν πλήθ. τὰ ἰσχύα, τὰ νεφρά, οἱ μηροί.

ἰχώρ, ὁ,-ῶρος: τὸ πύον, στὴ μύθ. τὸ αἷμα τῶν θεῶν! ὁ χυμὸς ὁ ρέων στὶς φλέβες τῶν θεῶν!

καρπός, ὁ: ὁ ἁρμὸς τοῦ πήχεως μὲ τὸ κυρίως χέρι ἢ τὸ τμῆμα τοῦ χεριοῦ ἀνάμεσα στὸ ἀντιβραχιόνιο καὶ στὸ μετακάρπιο.

κλεῖς, ἡ, κληίς, ἡ, -δός: ἡ κλεῖδα τοῦ ὤμου λέγεται καὶ κλειδοκόκκαλο, ὑποκορ. τοῦ κλεῖς τὸ αρχ. κλειδίον. Παράγωγα: κλείδωση, ἡ ἄρθρωση τῶν ὀστῶν χεριοῦ ἢ ποδιοῦ.

κοτύλη, ἡ: ἡ κουτάλα, μικρὸ ποτήρι, τὸ κοίλωμα ἄρθρωσης ὀστῶν, ἰδίως τοῦ μηροῦ, μικρὸ ἀγγεῖο μὲ δυὸ ἀντικρυστὲς λαβὲς ποὺ ξεκινοῦν ἀπὸ τὴ βάση καὶ καταλήγουν στὸ στόμιο· κάθε κοιλότητα ποὺ σχηματίζουν οἱ ἀρθρώσεις τοῦ σώματος καὶ κυρίως αὐτὲς ποὺ συνδέουν τὰ μηριακὰ ὀστᾶ μὲ τὴ λεκάνη.

κρόταφος, ὁ: τὸ δεξιὸ καὶ ἀριστερὸ πλάγιο τμῆμα τοῦ κεφαλιοῦ ἀπὸ τὸ μάτι ἕως τὸ ἀφτί, λέγεται καὶ μηνίγγι.

κύστης, ἡ,-εως: ἡ «φοῦσκα», οὐροδόχος, γενικῶς σάκκος θύλακα ἢ ἄλλως ὑμενώδης θύλακας τοῦ σώματος τῶν ζῴων σὲ σχῆμα σάκκου, χοληδόχος, οὐροδόχος.

λαβίς,-ίδος: ἡ χειρουργικὴ λαβίδα, τοῦ 5ου ἤδη αἰ. π. Χ. στὸν Ἱπποκράτη. Προέρχεται ἀπὸ τὸ λάβ- τοῦ ρ. λαμβάνω, τσιμπίδα, χειρουργικὸ ἐργαλεῖο.

λαγών, ἡ,-ῶνος: λαγόνα, λαγκὼν, λαγγόνι, καθένα ἀπὸ τὰ πλάγια μέρη τῆς λεκάνης.

λαπάρα ἢ λαπάρη, ἡ: τὸ μέρος τοῦ σώματος ποὺ βρίσκεται ἀνάμεσα στὰ πλευρὰ καὶ τὸ ἰσχύο, κατ’ ἐπέκταση ὁλόκληρη ἡ κοιλιακὴ χώρα. Παράγωγα σήμερα στὴν Ἰατρικὴ ἐπιστήμη ἔχουμε: λαπαροσκόπηση, λαπαροσκόπιο, λαπαροτομία καὶ ἄλλα πολλά.

μαζός, ὁ: μαστός, καθένα ἀπὸ τὰ δυὸ ἡμισφαιρικὰ ἀδενώδη ὄργανα τοῦ σώματος τῆς γυναικός, ἀπὸ τὰ ὁποία ἐκκρίνεται τὸ γάλα γιὰ θηλασμὸ τοῦ βρέφους. Πιθανῶς προέρχεται ἀπὸ τὴν ἐτυμολογικὴ οἰκογένεια τοῦ μαδῶ.

μῆνιγξ, ἡ,-γγός: τὸ μηνίγγι ἢ μηλίγγι ἢ μελίγγι. Καθένα ἀπὸ τὰ τρία μεμβρανώδη περιβλήματα (τὸ χοριοειδές, τὸ ἀραχνοειδὲς καὶ τὸ σκληρό) ποὺ περιβάλλουν τὸν ἐγκέφαλο καὶ τὸν νωτιαῖο μυελὸ καὶ ἀποστολὴ τους ἔχουν νὰ προστατεύουν τὸ κεντρικὸ νευρικὸ σύστημα· ἄλλως μηνίγγια, κρόταφοι.

μηρός, ὁ: τὸ ἄνω μέρος τοῦ σκέλους, τὸ κωλομέρι, τὸ μποῦτι, τὸ μηρί. Ἡ λ. μήρια σημαίνει μόνο τὰ ὀστᾶ τῶν μηρῶν, ἐνῶ μηροὶ εἶναι οἱ σάρκες μὲ τὰ ὀστᾶ μαζί.

μίτρα, ἡ: ἡ λ. αὐτὴ στὸν Ὅμηρο δήλωνε τὸ μέρος τῆς πανοπλίας ποὺ φοροῦσαν γύρω ἀπὸ τὴ μέση καὶ κάτω ἀπὸ τὸν θώρακα, ἢ ἄλλως περισκελὴς μάλλινη, μέρος τῆς πανοπλίας καὶ κυρίως ἦταν ἡ ζώνη, ποὺ κάλυπτε τὴν κοιλιά.

νεῦρον, τό: δερματόσχοινο, καθεμία ἀπὸ τὶς κυλινδρικὲς χορδές, ποὺ ἀποτελοῦνται ἀπὸ δέσμη ἰνῶν (νευρικὲς ἶνες) καὶ καλύπτονται ἀπὸ συνδετικὸ ἱστό, τὸ ἐπινεύριο.

ὄγκος, ὁ: ἀκίδα, ἄγκιστρο, στὸν πληθ. τὰ ἀγκιστρωτὰ πλάγια ἄκρα τοῦ βέλους ἢ τῆς αἰχμῆς τοῦ δόρατος.

ὀμφαλός, ὁ: ἀφαλός, κάθε πράγμα ὅμοιο πρὸς ὀμφαλό, τὸ στὴ μέση της ἀσπίδας στρογγυλὸ κόσμημα, ὁ ῥόζος τῆς ἀσπίδας ποὺ προεξέχει.

ὀστέον, οῦν, τό: σημαίνει ὅ,τι καὶ σήμερα, τὸ ὀστό, τὸ κόκκαλο. ὀφθαλμός, ὁ: σημαίνει ὅ,τι καὶ σήμερα,

ὀφθαλμός, κ. μάτι ἀπὸ τὸ ὁράω–ῶ.

ὀφρύς, ἡ,-ύος: τὸ ὑπεράνω κάθε ματιοῦ τοξοειδὲς τρίχωμα, ὀφρύς, κ. φρύδι.

πνεύμων, ὁ: τὸ ὄργανο τῆς ἀναπνοῆς πνευμόνια, πνεύμονας.

ῥίς, ἡ,-ῖνός: ἡ μύτη, τὰ ρουθούνια, οἱ μυστῆρες.

σπόνδυλος, ὁ: καθένα ἀπὸ τὰ τριαντατρία γιὰ τὸν ἄνθρωπο ὀστᾶ τῆς σπονδυλικῆς στήλης( λέγεται καὶ σφόνδυλος, κοινῶς σφονδύλι.

στέρνον, τό: τὸ στῆθος, ἡ καρδιά, τὸ ἔμπροσθεν μέρος τοῦ σώματος.

στῆθος, τό: σὲ ἀντιδιαστολὴ πρὸς τὸ συνώνυμο «στέρνο» τοῦ ὁποίου ἡ Ὁμηρικὴ χρήση περιορίζεται στὸν ἄνδρα, ἡ λ. στῆθος ἀναφέρεται στὰ δυὸ φύλα.

τένων, ὁ,-όντος: ἀπὸ τὸ ρ. τείνω, λέγεται τὸ ἰσχυρὸ καὶ τεταμένο νεῦρο, τὸ πλέγμα νεύρων, ὁ τένων ποδιοῦ.

τριγλῶχις, ἡ καὶ τριγλωχίν, ἡ, -ῖνος: τριάγκιστρο, ὅ,τι ἔχει τρεῖς ἀκίδες, τρεῖς ἀκωκές, τρεῖς αἰχμές, τρία γλωσσίδια, ὅ,τι πράγμα ἢ ἀντικείμενο εἶναι τρίγλωσσο.

φλέβα, ἡ (καὶ φλέψ,-βός): αἱμοφόρο ἀγγεῖο, ποὺ μεταφέρει τὸ φτωχὸ σὲ ὀξυγόνο αἷμα ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη καὶ τὰ ὄργανα τοῦ σώματος στὸν δεξιὸ κόλπο τῆς καρδιᾶς.

χείρ, ἡ,-ρός: καὶ δωρικὸς τύπος χήρ, τὸ χέρι ὡς καὶ σήμερα. Παράγωγα Ἰατρικά: χείρ+έργω, χειρουργὸς καὶ ἄλλα πολλά.

Χειρόγραφες σημειώσεις τοῦ Νεύτωνα στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα, 1661-5 Βρετανικὸ Μουσεῖο

Χειρόγραφες σημειώσεις τοῦ Νεύτωνα
στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα, 1661-5
Βρετανικὸ Μουσεῖο

Περίληψη

Διαχρονικοὶ-Ἰατρικοὶ Ὄροι στὴν Ἰλιάδα τοῦ Ὁμήρου (Ἐπιλογή)

Ἡ ἀξία τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας διαχρονικά, ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Ὁμήρου ἕως καὶ τὴν σημερινὴ ἐποχή, καταδεικνύεται ἀπὸ τὸ ἐνδεικτικὸ λεξιλόγιο ποὺ παρατίθεται ἀνωτέρω καὶ ἀποτελεῖ τοὺς διαιώνιους ἰατρικοὺς ὅρους στὴν Ἑλληνικὴ ἀλλὰ καὶ σὲ ἄλλες γλῶσσες, ὅπως τὴν Ἀγγλική, τὴν Γερμανική, τὴ Γαλλική, κ.ἄ., δείγματα τῶν ὁποίων εἶναι γνωστά.

Οἱ ἰατρικοὶ αὐτοὶ ὅροι παραπέμπουν μέσῳ τῆς Ἑλληνικῆς Γλώσσας στὸν Ἀρχαῖο Ἑλληνικὸ πολιτισμό, ὁ ὁποῖος, ἐρχόμενος σὲ συγκερασμὸ καὶ ἐπαφή, μέσῳ τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, μὲ τὸν Βυζαντινὸ Χριστιανισμό, δημιούργησε τὸν λεγόμενο σήμερα «Εὐρωπαϊκὸ Πολιτισμό».

Βιβλιογραφία

Ι.Ν. Αὐγουστή, Κ.Γ. Παπαδόπουλος, «Ἡ ἰατρικὴ τοῦ Ὁμήρου», Ἀθῆνα 2008.

Π. Μανιάτης, Ἱστορία τῆς Ἰατρικῆς, ἐκδ. Ἐντός, Ἀθήνα 2002, σσ. 101-103.

Margotta, Ἱστορία τῆς Ἰατρικῆς, μεταφρ. Γ.Ν. Ἀντωνακόπουλος, ἐκδ.Μ.Γρ. Παρισιάνος, Ἀθῆνα 1996, σσ. 22-26.

Γ.Μπαμπινιώτης, Λεξικὸ τῆς Νέας Ἑλληνικῆς Γλώσσας, Κέντρο Λεξικολογίας, Β΄ ἔκδοση (= Γ΄ἀνατύπωση 2006, ἐμπλουτισμένη), Ἀθῆνα 2002.

Γ. Μπαμπινιώτης, Ἐτυμολογικὸ Λεξικὸ τῆς Νέας Ἑλληνικῆς Γλώσσας, Κέντρο Λεξικολογίας, Ἀθῆνα 2009.

Ὁμήρου, Ἰλιάς, Εἰσαγωγὴ εἰς τὸ Ὁμηρικὸ ἔπος ὑπὸ Βιλαμόβιτς, Ἀρχαῖον Κείμενον- Σημειώσεις Α. Παπαγιάννη, Ἐπιστημονικὴ Ἑταιρεία τῶν Ἑλληνικῶν Γραμμάτων ΠΑΠΥΡΟΣ, ἐν Ἀθήναις 1955 (τόμοι δυό, Ράψ. Α-Μ καὶ Ράψ. Ν-Ω).

Ι. Παπαβασιλείου-Β. Ρόζος, Ἐγχειρίδιον τῆς Ἰατρικῆς, ἐκδ. Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, Ἀθήνα 1979, σσ. 90-95.

Γ. Ρηγᾶτος, Ὁμηρικὲς Λέξεις στὴ σύγχρονη Ἰατρική, ἐκδόσεις Κάκτος, Ἀθήνα 1996.

Ἰωάννου Δρ. Σταματάκου, Λεξικὸν Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς Γλώσσης, τόμοι Ι-ΙΙΙ, Ἐκδ. Οἶκος Π. Δημητράκου, Ἀθῆναι 1949.

Ἰωάννου Δρ. Σταματάκου, Λεξικὸν τῆς Νέας Ἑλληνικῆς Γλώσσης, τόμοι Ι-ΙΙΙ, Ἐκδ. Οἶκος Π. Δημητράκου, Ἀθῆναι 1952.

Tick-Ε. Τασούλης, Ἡ θεραπεία τῆς ψυχῆς μέσα ἀπὸ τὰ ὄνειρα (μτφρ.), Ἔκδ. Ἐνάλιος 2003, σσ. 53-100.

Ἀγαπητὸς Γ. Τσοπανάκης, Εἰσαγωγὴ στὸν Ὅμηρο, 4η ἔκδοση διορθωμένη, Ἐκδ. Οἶκος Ἀδελφῶν Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1998, 2000.