ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΖΟΜΑΣΤΕ;

EKKLHSIASMOS

Παντελή Παπαδόπουλου

Θεολόγου

                 

(Σκέψεις περί Ἐκκλησιασμοῦ παρμένες 

 ἀπό ὁμιλίες τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου  τοῦ Χρυσοστόμου)

Εἰσαγωγικά

 

                 

      Παρ’  ὅλα  αὐτά, λίγοι  εἶναι  αὐτοί  πού  ἔρχονται στήν ἐκκλησία τακτικά. Πόσο ἀλήθεια μᾶς λείπει τό φιλότιμο, ἄν σκεφτοῦμε ὅτι οἱ μάρτυρες ἔχυσαν τό αἷμα τους γιά τήν ἀλήθεια  καί μεῖς δέν θέλουμε νά θυσιάσουμε λίγο τήν ἄνεσή μας. Ὁ Κύριος πέθανε γιά χάρη μας καί ἐμεῖς  Τόν περιφρονοῦμε. Ἡ Ἐκκλησία μᾶς  καλεῖ νά ἑορτάσουμε μνῆμες ἁγίων  καί ἐμεῖς προτιμᾶμε νά μένουμε σπίτι μας. Καί ὅμως, ἀπό φιλότιμο πρέπει νά πᾶμε, νά τιμήσουμε τούς ἁγίους. Γιά νά τούς δοῦμε νά νικοῦν, τόν  διάβολο νά νικιέται, τόν Θεό νά δοξάζεται καί τήν Ἐκκλησία νά θριαμβεύει.

      Μιά πρώτη  πρόφαση  πού  προβάλλουν κάποιοι  εἶναι: «Εἴμαστε ἁμαρτωλοί καί δέν τολμοῦμε νά ἀντικρίσουμε τούς ἁγίους». Μά ἀκριβῶς, ἐπειδή εἶσαι ἁμαρτωλός, ἔλα ἐδῶ γιά νά γίνεις δίκαιος. Ἤ μήπως νομίζεις ὅτι καί αὐτοί πού στέκονται μπροστά στό ἱερό θυσιαστήριο, οἱ ἱερεῖς, εἶναι ἀναμάρτητοι; Ὁ Θεός τά οἰκονόμησε ἔτσι, ὥστε καί οἱ ἱερεῖς νά ἔχουν κάποια πάθη, ὥστε νά κατανοοῦν τήν ἀνθρώπινη ἀδυναμία καί νά συγχωροῦν τούς μετανοοῦντας πιστούς.

      Μία ἄλλη, ἐπίσης, λογικοφανής πρόφαση εἶναι: «Ἀφοῦ δέν τήρησα ὅσα ἄκουσα στήν Ἐκκλησία, πῶς μπορῶ νά ἔρθω πάλι;»   Καί ἡ ἀπάντηση εἶναι βέβαια:  «Ἔλα νά ξανακούσεις τόν Θεῖο Λόγο.  Καί προσπάθησε τώρα νά τόν ἐφαρμόσεις». Ἀλήθεια, πές μου, ἄν βάλεις φάρμακο πάνω στό τραῦμα σου καί δέν ἐπουλωθεῖ σέ μία μέρα, δέν θά ξαναβάλεις καί τήν ἑπομένη;  Κάνε καί σύ τώρα τό ἴδιο γιά τά τραύματα τῆς ψυχῆς σου.

      Ἀλλά  θά μοῦ πεῖς, σ’ ἐμποδίζουν νά ἐκκλησιαστεῖς  κούραση, φτώχεια, ἀνέχεια καί ἡ ἀνάγκη νά ἐργαστεῖς. Ὅμως καί αὐτή ἡ πρόφαση δέν εἶναι εὔλογη. Ἀπό τίς ἑπτά ἡμέρες τῆς ἑβδομάδος, ἔχεις ἔξι μέρες νά ἐργασθεῖς. Μία μόνο σοῦ ζητάει ὁ Θεός νά τοῦ δώσεις καί συγχρόνως νά ξεκουραστεῖς. Εἶναι γεγονός ὅτι ἡ συνεχής, χωρίς διαλείμματα ἐργασία, φθείρει τήν ὑγεία γρήγορα. Ἀλλά, γιατί μιλᾶμε γιά ὁλόκληρη ἡμέρα; Ἡ χήρα του Εὐαγγελίου ἐπαινέθηκε ἀπό τόν Χριστό, γιατί ἔδωσε γιά ἐλεημοσύνη δύο λεπτά ἀπό τό ὑστέρημά της καί πῆρε πολλή χάρη ἀπό τόν Θεό.  Δώρισε καί ἐσύ δύο ὧρες στόν Θεό πηγαίνοντας στήν Ἐκκλησία καί θά φέρεις στό σπίτι σου κέρδη ἀμέτρητων ἡμερῶν.  Ἄν ὅμως περιφρονήσεις τόν Θεό, γνώριζε ὅτι τά κέρδη, πού συγκεντρώνεις μέ τήν ἐργασία τῆς Κυριακῆς, θά σκορπιστοῦν ἀνώφελα.

      Μά, καί ἄν ἀκόμα, ἐργαζόμενοι τήν Κυριακή, βρίσκαμε ὁλόκληρο θησαυροφυλάκιο γεμάτο ἀπό χρυσάφι καί ἐξ αἰτίας του ἀπουσιάζαμε ἀπό τόν Ναό, θά ἦταν πολύ μεγαλύτερη ἡ ζημιά μας· και μάλιστα τόσο μεγαλύτερη, ὅσο ἀνώτερα εἶναι τά πνευματικά πράγματα ἀπό τά ὑλικά. Διότι τά ὑλικά πράγματα, ἀκόμα καί ἄν εἶναι πολλά, δέν τά παίρνουμε στήν ἄλλη ζωή. Δέν μεταφέρονται μαζί μας στόν οὐρανό, δέν παρουσιάζονται μπροστά στό φοβερό βῆμα τοῦ Κυρίου. Ἐκτός αὐτοῦ πολλές φορές καί πρίν ἀκόμα πεθάνουμε μᾶς ἐγκαταλείπουν. Ἀντίθετα ὁ πνευματικός θησαυρός, πού ἀποκτοῦμε στήν Ἐκκλησία, εἶναι κτῆμα ἀναφαίρετο καί μᾶς ἀκολουθεῖ παντοῦ.

      Ἐδῶ πρέπει νά ἀναφέρουμε πόσο μεγάλη σημασία  ἔδινε στήν ἀργία τῆς Κυριακῆς ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός.  Ἔλεγε «πρέπει καί ἠμεῖς νά ἐργαζώμεθα τές ἔξι ἡμέρες διά τοῦτα τά μάταια, τά γήινα καί ψεύτικα πράγματα καί τήν Κυριακήν νά σχολάζωμεν, νά πηγαίνωμεν εἰς τήν ἐκκλησίαν καί νά στοχαζώμασθεν τές ἁμαρτίες μας, τόν θάνατον, τήν Κόλασιν καί τόν Παράδεισον· νά στοχαζώμασθεν τήν ψυχήν μας, ὁπού εἶναι τιμιωτέρα ἀπό ὅλον τόν κόσμον, καί ὄχι νά πολυτρώγωμεν καί νά πολυπίνωμεν, νά κάνωμεν ἁμαρτίες, οὔτε νά ἐργαζώμασθεν καί νά πραγματευώμασθεν καί νά κάνωμεν λισιβερίσια τήν Κυριακήν… Ὅθεν ἀδελφοί μου, διά νά μήν πάθετε κανένα κακόν, μήτε ψυχικά μήτε σωματικά, ἐγώ σᾶς συμβουλεύω νά φυλάγετε τήν Κυριακήν σας, ὡσάν ὁπού εἶναι ἀφιερωμένη εἰς τόν Θεόν… Ἀλλοῦ, ὁ Ἃγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, συμβουλεύει τούς ποιμένες πού ἔχουν πρόβατα, τό γάλα πού ἀρμέγουν τήν Κυριακή νά τό προσφέρουν ἐλεημοσύνη, στήν Ἐκκλησία ἤ στό σχολεῖο.     

      Μία ἄλλη πρόφαση πού προβάλλεται  συνήθως γιά τήν ἀποφυγή τοῦ  Ἐκκλησιασμοῦ εἶναι :  «Ναί, ἀλλά μπορῶ νά προσευχηθῶ καί στό σπίτι μου». Ἡ ἀπάντηση εἶναι ὅτι βεβαίως καί μπορεῖς νά προσευχηθεῖς στό σπίτι σου. Ἡ προσευχή ὅμως στήν ἐκκλησία εἶναι ἀνώτερη, διότι ἐκεῖ ὑπάρχουν περισσότερες πνευματικές προϋποθέσεις ἀπό ὅ,τι στό σπίτι σου. Δέν παρακαλεῖς μόνος σου, ἀλλά σέ συμφωνία μέ τούς ἱερεῖς (οἱ ὁποῖοι προΐστανται τῶν ἀκολουθιῶν) καί τούς ἄλλους πιστούς, οἱ ὁποῖοι συμμετέχουν καί ἑνώνουν τίς προσευχές τους μέ τίς δικές σου. Ἀλλά τό πιό σημαντικό εἶναι ὅτι στήν Ἐκκλησία τελεῖται ἡ Θεία Εὐχαριστία καί τά ἄλλα μυστήρια, κατέρχεται τό Ἅγιο Πνεῦμα καί ἁγιάζει τούς πιστούς. Ἡ ἀναίμακτη θυσία εἶναι αὐτή, πού τρέφει πνευματικά τούς πιστούς, τούς θωρακίζει ἀπό τίς δαιμονικές προσβολές, τούς ἐνώνει ὀργανικά μέ τόν Χριστό καί μεταξύ τους.  Ἡ ἀτομική προσευχή ἔχει ἀξία καί πιάνει τόπο, ὅταν ὁ πιστός μένει συνδεδεμένος μέ τόν Χριστό καί τήν Ἐκκλησία διά τῆς Θείας Εὐχαριστίας.  Διαφορετικά, ἄν μείνει μόνος του, ξεκομμένος ἀπό τήν κοινή λατρεία καί τά μυστήρια, εἶναι δυνατόν νά τόν πλανήσει ὁ διάβολος.

       

      Ἡ δύναμη τῆς  κοινῆς προσευχῆς  εἶναι  πολύ μεγάλη καί συνοδεύεται  ἀπό  θαυμαστά γεγονότα. Παράδειγμα, ὅπως διαβάζουμε στίς Πράξεις  τῶν  Ἀποστόλων  (Πράξ. ε΄ 19) ἡ θερμή προσευχή  τῆς  Ἐκκλησίας  προκάλεσε τήν ἐπέμβαση  τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἔστειλε τόν ἄγγελό του νά ἀπελευθερώσει θαυματουργικά τόν ἁλυσοδεμένο Πέτρο  μέσα  ἀπό  τη  φυλακή.