Απο την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση
O κατά κόσμον Γεώργιος Λαγιός γεννήθηκε τό ἔτος 1891 στήν Λῆμνο. Φαίνεται ὅτι νέος δέν βοηθήθηκε πνευματικά γι᾿ αὐτό ἔπινε καί μεθοῦσε. Αὐτά γράφονται, ὅπως τά διέσωσαν παλαιοί γνώριμοί του, γιά νά ἐξηγηθοῦν καί νά κατανοηθοῦν κάποιες ἰδιαίτερες μοναχικές του ἀσκήσεις. Ἀλλά ὁ καλός Θεός πού εἶδε τήν καλή του προαίρεση, ἔδωσε μετάνοια φλογερή στήν ἁπλή καί σπάνια ψυχή του καί ἦρθε νά μονάση στό Ἅγιον Ὄρος τό ἔτος 1908 σέ ἡλικία 17 ἐτῶν.
Οἱ ἡσυχαστικές του ἀναζητήσεις καί ἡ φήμη τοῦ μεγάλου ἡσυχαστοῦ, παπα–Δανιήλ Ἁγιοπετρίτου, ὡδήγησαν τά βήματά του στήν πιό ἀπομονωμένη καί ἡσυχαστική περιοχή, στό Κελλί πού ἀσκήτευσε ὁ ἅγιος Πέτρος ὁ Ἀθωνίτης, ὁ πρῶτος καί μεγαλύτερος Ἀθωνίτης ἡσυχαστής. Ὑποτάχθηκε στόν παπα–Δανιήλ, τόν ὁποῖον προσπαθοῦσε νά ἀκολουθῆ στούς ἀγῶνες του καί νά τοῦ κάνη καλή ὑπακοή.
Μετά ἀπό παρατεταμένη δοκιμή ἔγινε μοναχός τό ἔτος 1926 μέ τό ὄνομα Πέτρος. Ἔμαθε ἀπό τόν ἁγιασμένο Γέροντά του τήν πρακτική καλογερική καί μυήθηκε ἀπ᾿ αὐτόν στά μυστικά τῆς ἡσυχίας, τῆς νήψεως, τοῦ ἐγκλεισμοῦ καί τῆς ἀδιαλείπτου νοερᾶς προσευχῆς, τά ὁποῖα κράτησε μέχρι θανάτου.
Βιώνοντας βαθειά τήν μετάνοια γιά τά ἐν γνώσει καί ἀγνοίᾳ ἁμαρτήματα τῆς νεανικῆς του ζωῆς ζήτησε καί ἔλαβε εὐλογία ἀπό τόν Γέροντά του ἐπί τρεῖς μῆνες νά μήν πιῆ νερό, γιά νά συγχωρήση ὁ Θεός τίς οἰνοποσίες του. Ἔτρωγε φαγητό καί χόρτα βέβαια, ἀλλά δέν ἤπιε νερό ἐπί τρεῖς μῆνες!
Ἦταν πρόθυμος καί γενναῖος στούς ἀσκητικούς ἀγῶνες καί μέ τήν μεγάλη ἁπλότητα πού τόν διέκρινε ἔκανε τελεία ὑπακοή στόν Γέροντά του. Ἡ καλή ἀρχή, τό πνευματικό θεμέλιο πού ἔθεσε, προοιμίαζε καί τήν μετέπειτα φωτεινή πορεία του.
Ὅταν ἐκοιμήθη ὁ παπα–Δανιήλ, περίπου τό 1929, γιά λίγα χρόνια ἔζησε μέ τούς παραδελφούς του. Κάποιος ἀπό αὐτούς βγῆκε στόν κόσμο. Οἱ ἄλλοι ἀπεβίωσαν καί φαίνεται ὅτι δυσκολευόταν μόνος του. Ἦρθαν καί τά δύσκολα χρόνια τῆς Κατοχῆς καί τῆς πείνας· ἔτσι ἀναγκάστηκε τό 1940 νά ἀφήση τό Κελλί τῆς μετανοίας του καί νά πάρη ἕνα ξηροκάλυβο στήν Μικρά Ἁγία Ἄννα. Βρίσκεται πάνω ἀπό τήν Καλύβη τοῦ Ἀπ. Θωμᾶ, χαμηλότερα ἀπό τόν δρόμο πού ὁδηγεῖ στά Κατουνάκια καί δέν φαίνεται γιατί εἶναι μέσα στόν βράχο. Ἔχει δύο μικρά καί χαμηλά κελλάκια. Μία ἐσωτερική πόρτα ὁδηγεῖ στόν βράχο, ὅπου ὑπάρχει μία σπηλιά ἀρκετά εὐρύχωρη μέ ἕνα ἄνοιγμα γιά φωτισμό. Ἐδῶ ἀπομονωνόταν ὁ Γέροντας γιά περισσότερη ἡσυχία.
Αὐτό ἦταν τό πνευματικό του ἐργαστήριο, ἡ πνευματική του κυψέλη, τό «γλυκό Κατούνι του», πού γι᾿ αὐτόν ἦταν ἐπίγειος παράδεισος, ἀφοῦ γευόταν τό μέλι τῆς ἡσυχίας καί τό μάννα τοῦ οὐρανοῦ. Γι᾿ αὐτό δέν τοῦ ἔκανε καρδιά νά βγαίνη ἀπό τό καλύβι του, νά συναναστρέφεται καί νά μιλᾶ μέ ἄλλους. Ὁ μικρόσωμος, ἀγράμματος καί φτωχός «Πετράκης» ἦταν ἡσυχαστής σέ μεγάλα μέτρα. Εἶχε τήν ἀδιάλειπτη προσευχή, ἔβλεπε συχνά τό Ἄκτιστο Φῶς καί ζοῦσε ἀπό αὐτήν τήν ζωή παραδεισένιες καταστάσεις.
Διηγήθηκε ὁ γέρων Γεράσιμος ὁ Ὑμνογράφος: «Γνώρισα τόν γερω–Πέτρο (Πετράκη) τόν Κατουνακιώτη. Ἦταν ὄντως ἅγιος μοναχός. Ἔκανε πολλή προσευχή καί μεγάλη ἄσκηση. Μία φορά τήν ἑβδομάδα μαγείρευε καί ἔτρωγε κάθε μέρα ἀπό αὐτό. Μία φορά ἦρθε στό Κελλί μας ἀλλοιωμένος στήν ὄψη· κλαίγοντας μοῦ εἶπε ὅτι τό βράδυ προσευχόμενος περικυκλώθηκε ἀπό λευκό ἄπλετο φῶς καί γέμισε εὐωδία τό κελλί του. Ὁ ἴδιος αἰσθάνθηκε ἀνέκφραστη μακαριότητα, γλυκύτητα καί εἰρήνη. Δέν γνώριζε ἄν βρισκόταν στό κελλί του. Ρωτοῦσε νά μάθη τί εἶναι αὐτό πού τοῦ συνέβη. Μοῦ εἶπε: ”Ἐσύ εἶσαι μορφωμένος, ξέρεις γράμματα, νά μοῦ πῆς μήπως εἶναι πλάνη τοῦ Σατανᾶ, μήπως εἶναι τίποτε κακό;”. Ὅλα ὅσα μοῦ ἔλεγε ἦταν τῆς χάριτος· καθώς τά διηγεῖτο εἶχε βγῆ ἐκτός ἑαυτοῦ καί σέ μία στιγμή ξαφνικά τό πρόσωπό του ἔλαμψε καί ἐγώ τἄχασα. Δέν μιλοῦσα καί τόν ἄφησα νά λέη. Δέν τόν διέκοψα καθόλου. Ἀποτύπωνα καί ἔλεγχα ὅσα ἔλεγε. Δέν διέκρινα κανένα σημεῖο πλάνης. Ὕστερα τοῦ εἶπα νά δοξάζη τόν Θεόν πού ἀξιώθηκε νά δῆ αὐτά, γιατί ὅλα εἶναι ἀπό τόν Θεό καί δέν εἶναι πλάνη. Φεύγοντας μέ παρακάλεσε νά μήν τά πῶ πουθενά καί νά παρακαλῶ τόν Θεό νά τόν ἐλεήση γιά νά μήν πλανηθῆ. Ὁ γερω–Πέτρος ἦταν τῆς νοερᾶς προσευχῆς. Πολύ ταπεινός καί ἁπλός μοναχός».
Φαίνεται πώς αὐτό τό γεγονός τοῦ συνέβη τότε γιά πρώτη φορά, γιατί στήν συνέχεια ζοῦσε πολλές τέτοιες καταστάσεις, ὅπως ἀπεκάλυψε στόν γέροντα Παΐσιο[1]. Ἔβλεπε συχνά τό Ἄκτιστο Φῶς, εἶχε ἀείρροα δάκρυα πού συνώδευαν τήν ἀδιάλειπτη προσευχή του καί εἶχε ξεπεράσει τά τυπικά.
Τόν ρώτησε κάποιος Γέροντας ἄν κάνη κανόνα καί ἀκολουθία, καί ἀπάντησε: «Οὔτε κανόνα οὔτε ἀκολουθία κάνω. Μόλις δύσει ὁ ἥλιος τρώγω, κάνω τό Ἀπόδειπνο καί κοιμᾶμαι δύο ὧρες. Ὅταν ξυπνήσω, καί ὅταν ἔχη ἤδη νυχτώσει, ἀρχίζω τά κομποσχοίνια. Στό δεύτερο–τρίτο κομποσχοίνι ἔρχονται τά δάκρυα καί μέχρι τό πρωΐ δέν ξέρω ποῦ βρίσκομαι. Τό καλοκαίρι ἀρχίζω τήν ἀγρυπνία τό βράδυ καί ὅταν βγῆ ὁ ἥλιος, τότε συνέρχομαι καί μπαίνω μέσα». (Πιθανώτατα ἡρπάζετο σέ θεωρία).
Γι᾿ αὐτό ζοῦσε ἔγκλειστος καί δέν ἤθελε νά μιλᾶ, «ἐγκοπήν γλυκύτητος Θεοῦ λαβεῖν μή βουλόμενος»[2]. Γιά νά μή χάση τήν ἐπικοινωνία του μέ τόν Θεόν, ἀπέφευγε τίς συναναστροφές. «Ὁ ἀγαπῶν τήν ὁμιλίαν
τήν μετά τοῦ Χριστοῦ ἀγαπᾷ γενέσθαι μοναστικός»[3]. Τόν ἐπισκέπτονταν οἱ πατέρες καί χτυποῦσαν τήν ἐξώπορτα, αὐτός ὅμως ἄνοιγε λίγο τό παραθυράκι καί ρωτοῦσε ποιός εἶναι καί τί θέλει. Ἄν τοῦ πήγαιναν τρόφιμα, τούς ἔλεγε νά τά ἀφήσουν ἔξω. Δέν ἔβγαινε νά τά πάρη μέχρι πού σάπιζαν. Αὐτό τό ἔκανε γιά νά βλέπουν οἱ πατέρες τά σαπισμένα τρόφιμα καί νά μήν τοῦ ξαναφέρνουν.
Τόν ρώτησε κάποιος γιατί δέν βγαίνει. «Ἅμα βγῶ ἔξω, θά ποῦμε λόγια περίσσια», ἀπάντησε. Ἦταν ἀκτήμων. Μία–δύο φορές τόν χρόνο ἔβγαινε γιά νά δώση τό ἐργόχειρό του, τά κομποσχοίνια, καί νά προμηθευτῆ τό παξιμάδι του. Ἔκανε κάθε μέρα ἐνάτη καί λάδι δέν ἔτρωγε σχεδόν ὅλο τόν χρόνο. Ἡ συνηθισμένη τροφή του ἦταν τσάϊ μέ παξιμάδι. Ἔκανε καί ἔκτακτα τριήμερα.
Ἔλεγε στόν παπα–Διονύσιο τόν Μικραγιαννανίτη ὅταν ἦταν νέο καλογέρι: «Γιά νά μείνης στήν ἔρημο, θά πρέπει νά εἶσαι καλός μάγειρας. Θά μαγειρεύεις φασόλια τήν Κυριακή καί θά τρῶς μέχρι τήν Τρίτη. Τήν Τετάρτη θά βάλεις λίγο νεράκι καί θά τά βράζεις, τήν Πέμπτη θά βάλεις λίγη ντοματούλα, τήν Παρασκευή λίγο ἁλατάκι καί νερό, τό Σάββατο θά βάλεις καί λίγο χυλό ἀπό ἀλεύρι, καί τήν Κυριακή ἄλλο φαγητό. Ἔτσι μέ ἕνα φαγητό περνᾶς ὅλη τήν ἑβδομάδα».
Κάποτε εἶχε χιονίσει καί τόν ἔβλεπε ὁ παπα–Διονύσιος ἀπό ἀπέναντι νά πηγαινοέρχεται ξυπόλυτος πάνω στό χιόνι. Ὕστερα τόν ρώτησε γιατί τό ἔκανε αὐτό, καί τοῦ ἐκμυστηρεύτηκε ὅτι εἶχε σαρκικό πόλεμο καί βγῆκε ξυπόλυτος στό χιόνι γιά νά πολεμήση τήν πύρωση.
Ὁ γερω–Πέτρος εἶχε χάρισμα νά βλέπη πράγματα πού θά συνέβαιναν μελλοντικά. Κάποια μέρα πῆρε πληροφορία καί πῆγε στόν τότε Γέροντα τῆς Καλύβης τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους στή Νέα Σκήτη καί τοῦ εἶπε: «Γέροντα, ἔρχεται ὁ λύκος νά φάη τό προβατάκι σου, τό ξέρεις; Τό καλογέρι σου δέν πάει καλά. Τό παρακολουθεῖς; Πρόσεξέ το, γιατί θά φύγει καί θά τά πετάξει». Ὄντως τό καλογέρι ἦταν πνιγμένο στούς λογισμούς καί σχεδίαζε νά φύγη. Ὁ γερω–Πέτρος ἀπό τήν Μικρά Ἁγία Ἄννα τό ἔβλεπε τό καλογέρι. Δυστυχῶς παρά τήν προσπάθεια τοῦ Γέροντά του ἔφυγε στόν κόσμο καί παντρεύτηκε.
Ζοῦσε τελείως ἀπερίσπαστα. Ἀνέβαινε τά καλοκαίρια στόν Ἄθωνα μέ τήν πρόφαση νά μαζεύη τσάϊ, ἀλλά στήν πραγματικότητα ἡσύχαζε καί ἐπεδίδετο στή νοερά καί ἀδιάλειπτη προσευχή, καί στήν θεωρία. Προσπαθοῦσε νά ζῆ στήν ἀφάνεια, γι᾿ αὐτό δέν διασώζονται πολλά στοιχεῖα ἀπό τήν ζωή του. Ἀλλά, ὅπως λένε οἱ Ἅγιοι Πατέρες, ἀρκεῖ πολλές φορές καί ἕνας λόγος, γιά νά φανερώση ὅλη τήν πνευματική κατάσταση καί τήν ἐσωτερική ἐργασία τοῦ μοναχοῦ. Ἄν δοκιμάση κανείς ἕνα ρακοπότηρο κρασί καταλαβαίνει ὅλη τήν ποιότητα τοῦ κρασιοῦ ἑνός μεγάλου βαρελιοῦ. Καί ὁ γερω–Πέτρος, ἀπ᾿ τά λίγα στοιχεῖα πού ὑπάρχουν, φαίνεται ὅτι ἦταν προχωρημένος στήν εὐχή. Ἦταν μοναχός τῆς εὐχῆς, τῆς ἐσωτερικῆς ἐργασίας. Μοναχός βιαστής, πραγματικός ἀσκητής πού συνδύαζε πράξη καί θεωρία.
Ὅλοι οἱ πατέρες πού τόν γνώρισαν ἐκφράζονται γι᾿ αὐτόν μέ τά καλύτερα λόγια. «Ἦταν ὁ καλύτερος τῆς περιοχῆς», «πραγματικός μοναχός», «ἁγιώτατο Γεροντάκι». Καί ὁ γερω–Παΐσιος ἔλεγε ὅτι ἀπ᾿ ὅσους ἀσκητές γνώρισε, ὁ γερω–Πέτρος ἦταν σέ ἀνώτερα μέτρα, γι᾿ αὐτό ἤθελε νά γίνη ὑποτακτικός του.
Ὁ παπα–Ἐφραίμ ὁ Κατουνακιώτης εἶχε πολλή εὐλάβεια στόν γερω–Πέτρο καί εἶπε γι᾿ αὐτόν: «Σοῦ ἄφηνε μία γλυκύτητα μέσα σου, ὅταν τόν συναντοῦσες καί σέ μιλοῦσε αὐτός ὁ ἄνθρωπος. Ποτέ δέν φάνηκε σέ ἀγρυπνίες καί ποτέ δέν προξένησε σκάνδαλο. Μία ζωή στό Ἅγιον Ὄρος καί νά εἶναι εἰρηνικός μέ ὅλους, μεγάλο κατόρθωμα».
Ὁ γερω–Πέτρος, ὅταν συναντοῦσε Πατέρες στόν δρόμο, δέν ἔλεγε τόν καθιερωμένο χαιρετισμό «εὐλογεῖτε», ἀλλά τό ἑξῆς βαθυστόχαστο: «Πατέρες, φεύγουμε» (δηλαδή πεθαίνουμε).
Εἶχε μεγάλη λεπτότητα. Ἀπέφευγε νά διανυκτερεύη σέ Κελλιά, γιά νά μήν ἐπιβαρύνη τούς πατέρες, ἀλλά καί γιά νά μή χάνη ὁ ἴδιος τήν ἡσυχία του καί παραβαίνη τό τυπικό του. Μία φορά ὁ γερω– Ἰωακείμ ὁ Καρυώτης ἀπό τήν Βατοπεδινή Καλύβη τῆς Ἀναλήψεως τόν πίεσε νά διανυκτερεύση στό Κελλί του, ἀλλά δέ δέχθηκε. Ξεκίνησε μέ τά πόδια γιά τήν Δάφνη. Στόν δρόμο νύχτωσε, ἄρχισε νά βρέχη καί διανυκτέρευσε σέ μία κουφάλα καστανιᾶς.
Ὅταν προαισθάνθηκε ὅτι πλησιάζει ἡ κοίμησή του, ἔφυγε ἀπό τό Κελλάκι του στήν Μικρά Ἁγία Ἄννα καί πῆγε στήν μετάνοιά του, στόν Ἅγιο Πέτρο, ν᾿ ἀφήση τά κόκκαλά του ἐκεῖ, ὅπου ξεκίνησε τήν καλογερική του. Ἔζησε ἐκεῖ μερικούς μῆνες καί ἐκοιμήθη τό ἔτος 1958 τήν ἡμέρα τῆς μνήμης τοῦ ἁγίου Πέτρου τοῦ Ἀθωνίτου τοῦ ὁποίου εἶχε τό ὄνομα καί πρός τιμήν τοῦ ὁποίου ἐτιμᾶτο ὁ ναός τῆς Καλύβης. Ὅταν ἐκοιμήθη, τά μόνα πράγματα πού βρέθηκαν στό κελλί του ἦταν λίγο παξιμάδι σ᾽ ἕνα καλάθι καί μισό μπουκάλι λάδι γιά τό καντήλι. Οὔτε κρεββάτι οὔτε στρῶμα εἶχε.
Τήν εὐχή του νά ἔχουμε. Ἀμήν.
Διαβάστε ΕΔΩ τα προηγούμενα σχετικά άρθρα
- 1. Βλ. Ἁγιορεῖται Πατέρες καί Ἁγιορείτικα, σελ. 69.
- Κλῖμαξ ΚΖ΄, κε΄.
- Ἀββᾶ Ἰσαάκ, ΛΔ’, 152.