ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΜΕΤΟΧΙΤΗΣ – Ἕνας βυζαντινὸς λόγιος

metoxitis1 Στυλιανή-Εἰρήνη Σ. Κουρὴ

Μεταπτυχιακὴ φοιτήτρια Α.Π.Θ.

 

Ἡ ἀρχαία ἑλληνικὴ λογοτεχνία καὶ ἡ ἐπιστημονικὴ παιδεία στὴ Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία εἶχαν μία συνεχῆ παρουσία καὶ παραμονή. Τὸ Βυζάντιο δὲν εἶχε ποτὲ ἀποκοπεῖ ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ ἀρχαιότητα σὲ ἀντίθεση πρὸς τὴ δυτικὴ Εὐρώπη ποὺ γιὰ αἰῶνες τὴν εἶχε σχεδὸν ξεχάσει. Ἔτσι μὲ τὸν ὅρο ἀναγέννηση τῆς ἑλληνικῆς γραμματείας κατὰ τὴν πρώιμη ἐποχὴ τῶν Παλαιολόγων ἐννοεῖται ἁπλῶς ἡ ἐντατικοποίηση μιᾶς ἀδιάλειπτης παραδόσεως (1), ποὺ οὔτε ἡ λατινικὴ κατοχὴ τῆς Κωνσταντινουπόλεως δὲν διέκοψε (2). Τὴν ἴδια ἄποψη ἔχει καὶ ὁ Marcello Gigante (3), ὁ ὁποῖος μελέτησε τὸν βυζαντινὸ Οὐμανισμό, ὅπως αὐτὸς διαμορφώθηκε κατὰ τὸν δέκατο τέταρτο  αἰώνα, κυρίως μέσα ἀπὸ τὸ ἔργο τοῦ Θεόδωρου Μετοχίτη, τὸν ὁποῖο θεωρεῖ θερμὸ ὑποστηρικτὴ τοῦ ἀρχαίου πνεύματος, τῆς λογικῆς καὶ ταυτόχρονα, ὑποστηρικτὴ τῆς βασικῆς ἀρχῆς τοῦ χριστιανισμοῦ σχετικὰ μὲ τὴν ἀντίληψη τῆς ζωῆς.

Ὅπως στὴν Κίνα, ἔτσι καὶ στὸ Βυζάντιο οἱ αὐτοκράτορες ἔδιναν μεγάλη προσοχὴ στὴν ἐκπαίδευση τῶν κρατικῶν ὑπαλλήλων. Ἡ παιδεία ἔπαιζε σημαντικὸ ρόλο στὴν ἀνέλιξη τῶν κρατικῶν λειτουργῶν

Ἡ ἀναγέννηση στὴ λογοτεχνία καὶ στὶς ἐπιστῆμες ἔφθασε στὸ μέγιστο βαθμό της κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ βυζαντινοῦ αὐτοκράτορα Ἀνδρόνικου Β΄, ὁ ὁποῖος ἀνέβηκε στὸν θρόνο τὸν Δεκέμβριο τοῦ 1282. Ἡ περίοδος αὐτὴ συμπίπτει μὲ τὴν παιδικὴ ἡλικία, τὴ νεότητα καὶ τὴν ὅλη πορεία στὴ ζωὴ τοῦ Θεοδώρου Μετοχίτη, τὴν ἐξέλιξή του στὸ ἀξίωμα τοῦ Μεγάλου Λογοθέτη καὶ ἀνθρώπου τῶν γραμμάτων, ἀλλὰ καὶ ἀναστηλωτὴ –καὶ τοῦτο ἀξίζει νὰ τονισθεῖ – τῆς Μονῆς τῆς Χώρας καὶ δημιουργοῦ τῆς  περίφημης  βιβλιοθήκης της.

Ὁ Θεόδωρος Μετοχίτης κρατικὸς λειτουργός, μελετητὴς καὶ προστάτης τῶν τεχνῶν, καταγόταν ἀπὸ μία ἀξιόλογη οἰκογένεια τῆς ὑστεροβυζαντινῆς περιόδου ποὺ διαδραμάτισε σημαντικὸ ρόλο κατὰ τὴν ἐποχὴ τῶν Παλαιολόγων. Τὸ ὄνομα Μετοχίτης προέρχεται κατὰ πάσα πιθανότητα ἀπὸ τὴ λέξη «μετόχιον». Ὁ Θεόδωρος Μετοχίτης γεννήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ 1269/70 (4) καὶ πατέρας του ἦταν ὁ Γεώργιος Μετοχίτης (γεννημένος τὸ ca.1250), ὁ ὁποῖος ἦταν ἀρχιδιάκονος στὴν Κωνσταντινούπολη (1276-1282) καὶ στάλθηκε ὡς πρεσβευτὴς σὲ διάφορες ἀποστολὲς πρὸς τοὺς πάπες τῆς Ρώμης κατὰ τὴν περίοδο 1275-1278 (5). Ὁ Θεόδωρος Μετοχίτης εἶναι μία ἀπὸ τὶς πιὸ ἐνδιαφέρουσες προσωπικότητες ἐπὶ βασιλείας τοῦ Ἀνδρονίκου Β΄, τόσο γενικότερα ὅσο καὶ εἰδικότερα, γιὰ τὴν πολιτισμικὴ ἱστορία τοῦ Βυζαντίου κατὰ τὸν δέκατο τρίτο καὶ τὸν δέκατο τέταρτο αἰώνα. Ἀπὸ τὸ 1290 χρημάτισε διπλωμάτης καὶ κρατικὸς ὑπάλληλος καταλαμβάνοντας τὸ ὑψηλὸ ἀξίωμα τοῦ Μεσάζοντος ἐπὶ Ἀνδρονίκου Β΄.

Ὁ Θεόδωρος εἶχε μία ἄνετη παιδικὴ ἡλικία τουλάχιστον μέχρι τὸ 1283, ὅποτε ἀκολούθησε τὸν πατέρα του στὴν ἐξορία στὴ Μικρὰ Ἀσία. Ἡ μόρφωση τοῦ Μετοχίτη διακόπηκε τότε, ἀλλὰ ὁ ἴδιος συνέχισε κατ’ ἰδὶαν τὶς μελέτες του καὶ ἀργότερα στὴν ἡλικία τῶν δεκατριῶν ἐτῶν περίπου ἐνεγράφη σὲ μία σχολὴ ὅπου ἐκπαιδεύτηκε στὸ Trivium καὶ στὸ Quadrivium. Ὅταν τελείωσε τὴ σχολή, συνέχισε νὰ μελετάει κατ’ ἰδίαν κυρίως τοὺς ἀρχαίους κλασικοὺς καὶ εἰδικότερα τοὺς ρήτορες. Στὰ εἴκοσί του χρόνια συνέθετε δοκίμια ἐπὶ τῆς ἑλληνικῆς ἱστορίας καὶ ἐγκώμια Ἁγίων, ἐνῷ παράλληλα διάβαζε καὶ μελετοῦσε τοὺς ἀρχαίους φιλοσόφους καὶ τὰ ἱερὰ βιβλία. Ἀκόμη, σπούδασε θεολογία, φυσικὰ τὴν ὀρθόδοξη, δεδομένου ὅτι ἦταν ἕνας προνοητικὸς νέος καὶ δὲν ἐπιθυμοῦσε νὰ ἀκολουθήσει τὰ ἀχνάρια τοῦ πατέρα του.

Ὁ Μετοχίτης ἀντιλήφθηκε ἔγκαιρα ὅτι γιὰ αὐτὸν σπουδὲς σήμαινε μέσον ἐπιβίωσης καὶ ὄχι μόνο σπουδές. Ὄντας υἱὸς γονέων ὑπὸ δυσμένεια, χωρὶς τὴ  δυνατότητα ὑπάρξεως βοήθειας ἀπὸ αὐτούς, δὲν ἤλπιζε στὴν αὐτοκρατορικὴ εὔνοια.  Ὅμως, παρὰ τὸ σοβαρὸ αὐτὸ μειονέκτημα γιὰ μία μελλοντικὴ κυβερνητικὴ σταδιοδρομία, τράβηξε τὸ 1290 τὴν προσοχὴ τοῦ αὐτοκράτορα Ἀνδρονίκου Β΄, ὁ ὁποῖος εἶχε ἐπισκεφθεῖ τὴ Νίκαια, καὶ τοῦτο λόγῳ τῶν ἀσυνήθιστων λογίων γνώσεών του. Ὁ Αὐτοκράτορας συμπάθησε καὶ ἐκτίμησε τὸν νεαρὸ Μετοχίτη, εἰδικὰ μετά, ἀφοῦ τὸν ἄκουσε νὰ ἐκφωνεῖ ἕνα ἐγκώμιο γιὰ τὴν πόλη τῆς Νίκαιας, καὶ τὸν προσέλαβε ἀμέσως στὴν ὑπηρεσία του παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ πατέρας του ἦταν ἀκόμη στὴν φυλακή.  Ὁ Μετοχίτης αἰσθάνθηκε ὅτι τὸ ἀδύνατο εἶχε γίνει δυνατό. Ἡ σκληρὴ δουλειὰ ἀνταμείφθηκε καὶ ἡ πολυμάθεια καὶ τὸ λογοτεχνικὸ ταλέντο ἐκτιμήθηκαν δεόντως. Στὰ πρώιμα χρόνια του μάλιστα ἀντιμετώπιζε τὸ δίλημμα νὰ ἀκολουθήσει τὸν δρόμο τοῦ λογίου ἢ ἐκεῖνο τοῦ πολιτικοῦ. Τελικὰ ἐπέλεξε τὴν πολιτικὴ ἐλπίζοντας παράλληλα νὰ ἀσχοληθεῖ καὶ μὲ τὴ φιλολογία στὸν ἴδιο βαθμό.

Μετὰ ἀπὸ ἕνα χρόνο στὴν ὑπηρεσία τοῦ Αὐτοκράτορα, ταξιδεύοντας μαζί του σὲ ὅλη τὴν Μικρὰ Ἀσία, ὁ Μετοχίτης ἔλαβε τὸν τίτλο τοῦ Λογοθέτη τῶν Ἀγελῶν καὶ μαζὶ  μὲ αὐτὸν ἐπιπλέον, καὶ ἐκεῖνον τοῦ μέλους τῆς συγκλητικῆς τάξεως.

Τὸ 1321 ἔγινε Μέγας Λογοθέτης καὶ τὴν ἐποχὴ αὐτὴν ἦταν πλέον ἕνας ἰσχυρὸς καὶ πλούσιος ἄνδρας. Τότε ἄρχισε νὰ ἀρέσκεται καὶ νὰ ἀπολαμβάνει κολακεῖες καὶ ἐπαίνους, νὰ παραχωρεῖ ἢ νὰ ἀρνεῖται χάρες, ἀκόμη καὶ τὶς ἀκροάσεις ἐνώπιον τοῦ Αὐτοκράτορα εἶχε ἀναλάβει. Καὶ πάνω ἀπὸ ὅλα πουλοῦσε ἀξιώματα, παραχωρήσεις γῆς καὶ ἀργομισθίες. Δὲν ἔχασε ὅμως ποτὲ τὴν ἀγάπη του γιὰ τὰ γράμματα καὶ τὴν παιδεία. Τὴν ἡμέρα ἀσχολούταν μὲ τὰ δημόσια πράγματα καὶ τὴ νύχτα ἔγραφε καὶ μελετοῦσε. Τὸν Μάιο τοῦ 1328, ὅταν ἐκθρονίστηκε ὁ Ἀνδρόνικος Β΄, συμπαρέσυρε στὴν πτώση του καὶ τὸν Μετοχίτη, φτάνοντας ἔτσι στὸ τέλος της ἡ πολιτικὴ του σταδιοδρομία. Φυλακίσθηκε καὶ ἐξορίστηκε στὸ Διδυμότειχο στὴ Θράκη, ὅπου ἔμεινε μέχρι τὸ 1330. Τὸ παλάτι του καταστράφηκε καὶ ἡ περιουσία του κατασχέθηκε. Μετὰ ἀπὸ μία ἄθλια περίοδο δυὸ ἐτῶν ἐξορίας, κατάφερε νὰ ἐπιστρέψει στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἔζησε ὡς μοναχός, μὲ τὸ ὄνομα Θεόληπτος, στὴν Μονὴ τῆς Χώρας  μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς του, τὸ 1332.

Ὁ Sevcenko (2) γράφει ὅτι κατὰ κάποιο τρόπο ἡ ζωή του ἦταν μία ἀποτυχία. Ὁ Μετοχίτης ἤθελε νὰ πλουτίσει. Ἐπὶ σειρὰ ἐτῶν λάμβανε ἀπὸ τὸν Αὐτοκράτορα ἐπιχορηγήσεις εἴτε γιὰ τὸν ἴδιο εἴτε γιὰ τὴ Μονὴ τῆς Χώρας, τὴν ὁποία εἶχε φροντίσει νὰ ἀνακαινίσει μεταξὺ τοῦ 1316 καὶ 1321 μὲ τεράστιο κόστος. Ἀξίζει νὰ σημειώσουμε ὅτι ἐνῷ ὁ Μετοχίτης ἔδειχνε τόση ὑπερβολικὴ φροντίδα γιὰ τὰ παιδιά του, φαίνεται ὅτι δὲν ἔκανε τὸ ἴδιο γιὰ τὸν πατέρα του, τὸν Γεώργιο. Κάποιοι μελετητὲς θεωροῦν αὐτὸ σὰν ἔλλειψη ἀλληλεγγύης μεταξὺ τῶν ἀτόμων στὸ Βυζάντιο (4).

Ὁ Μετοχίτης ἄφησε μία σειρὰ ἀπὸ ἔργα σημαντικῆς ἐκτάσεως ἀλλὰ καὶ ἀξίας. Πίστευε ὁ ἴδιος ὅτι ποτὲ δὲν εἶναι ἀργὰ γιὰ περαιτέρω μάθηση καὶ παιδεία, καὶ ἔτσι, κατὰ προτροπὴ τοῦ αὐτοκράτορα Ἀνδρονίκου Β΄, στὴν ἡλικία τῶν σαράντα τριῶν ἐτῶν ἄρχισε νὰ ἀσχολεῖται μὲ τὴν ἀστρονομία. Ἀνάμεσα στὰ ἔργα του ὑπάρχουν ποιήματα, δοκίμια γιὰ τὴν ἀρχαία φιλοσοφία καὶ τὴ λογοτεχνία, ρητορικὰ καὶ ἁγιολογικὰ ἔργα. Ὑπάρχει , γενικά, μία ἀσυμφωνία σχετικὰ μὲ τὴν πραγματικὴ ἀξία τοῦ Μετοχίτη ὡς συγγραφέα καὶ ὡς λογοτεχνικὴ προσωπικότητα.

Ὅλα τὰ ἔργα τοῦ Μετοχίτη διασώθηκαν ἐκτὸς ἀπὸ μία συλλογὴ ἐπιστολῶν, ἡ ὁποία ἔχει χαθεῖ. Ἕνα μεγάλο μέρος τοῦ ἔργου του εἶναι ἀκόμη ἀδημοσίευτο λόγῳ τοῦ γνωστοῦ δυσνόητου ὕφους του. Ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ ἐνδιαφέροντα ἔργα τοῦ Μετοχίτη εἶναι τὸ Ὑπομνηματισμοὶ καὶ Σημειώσεις Γνωμικαί, γνωστὸ πλέον μὲ τὸν λατινικὸ τίτλο Miscellanea(4). Αὐτὸ τὸ ἔργο εἶναι μία συλλογὴ δοκιμίων ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ πολλὰ κεφάλαια διαφορετικῆς ἐκτάσεως τὸ καθένα καὶ τὰ ὁποία δίνουν μία ἱκανοποιητικὴ εἰκόνα τῆς Παλαιολόγειας Ἀναγέννησης, τῆς ὁποίας προϊὸν εἶναι ὁ Μετοχίτης. Ἀσχολήθηκε ὁ ἴδιος σὲ βάθος μὲ τοὺς ἀρχαίους  Ἕλληνες ἀφιερώνοντας τους πολὺ χρόνο. Εἶχε τόσο πλημμυρίσει ἀπὸ τὴν ἀρχαία κληρονομιά, ὥστε νὰ λέγει ὅτι οἱ ἀρχαῖοι δὲν ἄφησαν τίποτε σημαντικὸ καὶ ἀξιόλογο μὲ τὸ ὁποῖο νὰ ἀσχοληθεῖ ἡ δική του γενεά. Ἔτσι, θέλησε νὰ παραμείνει πιστὸς στὴ γλώσσα καὶ στὸ διανοητικὸ ὕφος τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων παρὰ στὴν ψυχὴ τῆς ἐποχῆς του. Καὶ ἔγραψε σὲ μία γλώσσα πού, γιὰ νὰ τὴν κάμει ὅσο τὸ δυνατὸ περισσότερο ἀρχαΐζουσα, τὴν ἀπομάκρυνε ἀπὸ τὴ σαφήνεια τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων.

Ἔτσι ἕνα ἀπὸ τὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ συγγραφικοῦ ἔργου τοῦ Μετοχίτη εἶναι ἡ περίπλοκη γλώσσα καὶ τὸ ἐπιτηδευμένο ὕφος ποὺ χρησιμοποιεῖ. Αὐτό, τὸ βασανισμένο ὕφος, ὁ Sevcenko τὸ ἀποδίδει στὴν ἐπιθυμία τοῦ Μετοχίτη νὰ εἶναι διαφορετικός. Κάτι ἀκόμα ποὺ διαφαίνεται στὸ ἔργο του εἶναι ἕνας μελαγχολικὸς τόνος, ὁ ὁποῖος ἴσως νὰ ὀφείλεται στὶς τραγικὲς συνθῆκες τῆς προσωπικῆς του ζωῆς, ἀλλὰ καὶ στὴν παρακμὴ τῆς βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας (4). Ὁ Μετοχίτης εἶχε ἐπίγνωση τῆς παρακμῆς τῆς αὐτοκρατορίας (5), ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς πρώτους λογίους του δεκάτου τετάρτου καὶ τοῦ δεκάτου πέμπτου αἰώνα, ὁ ὁποῖος εἶδε τὸ Βυζάντιο νὰ ἀκολουθεῖ τὸν νόμο τῆς ἀνάπτυξης καὶ τῆς καταστροφῆς ποὺ ἐρχόταν.  Ὁ Μετοχίτης τονίζει στὸ ἔργο του τὴν ἀστάθεια τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς, ἀλλὰ ὁ ἴδιος ἐλπίζει νὰ κερδίσει τὴν ἀθανασία μέσα ἀπὸ τὸ πνευματικὸ ἔργο του. Τὰ ποιήματά του περιγράφουν πολλὰ πράγματα, ἐντυπώσεις καὶ αὐτοβιογραφικὰ περιστατικά. Ἐπίσης, σημαντικὲς εἶναι οἱ θεωρητικὲς πολιτικὲς σκέψεις τοῦ (9), ἀλλὰ καὶ ὅλο τὸ ποικίλο ἔργο του σὲ θέματα ἠθικά, ἱστορικά, ἀστρονομικά.

 Ὁ Μετοχίτης ἦταν ἕνας μεγάλος συλλέκτης βιβλίων, τοῦ ἄρεσαν τὰ βιβλία περισσότερο ἀπὸ κάθε τι ἄλλο. Στὴν συλλογὴ τῶν βιβλίων του ἀναφέρονται πάνω ἀπὸ ὀγδόντα ἀρχαῖοι συγγραφεῖς. Τὴ βιβλιοθήκη του τὴ δώρισε στὴν Μονὴ τῆς Χώρας, τὴν ὁποία ἀνακαίνισε μεταξὺ τοῦ χρονικοῦ διαστήματος 1316 καὶ 1321. Μπορεῖ ἡ βιβλιοθήκη νὰ ἦταν ἰδιωτική, ὅμως, ἦταν προσιτὴ σὲ ὅλους καὶ  γιὰ αὐτὸν τὸν λόγο ἀποτελοῦσε ἕνα σημαντικὸ πνευματικὸ φάρο στὴ ζωὴ τῶν Βυζαντινῶν τοῦ δεκάτου τετάρτου αἰώνα. Θὰ μεταφέρουμε ἐδῶ αὐτὰ ποὺ ὁ Sevcenko (1) γράφει γιὰ τὸν Μετοχίτη καὶ τὴ Μονὴ τῆς Χώρας γιὰ νὰ δείξουμε τὸν ἄνθρωπο Μετοχίτη καὶ τὸ ἔργο του: «Χωρὶς νὰ παραλείπουμε τὰ ἐλαττώματά του, θὰ πρέπει νὰ τοῦ παραχωρήσουμε τὸν θαυμασμό μας ὅτι γιὰ νὰ μᾶς δώσει τὴν Μονὴ τῆς Χώρας θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι ἕνας ἄνδρας πλούσιος, μὲ πλούσια καλαισθησία καὶ εὐφυΐα». Καὶ ὁ Παναγιώτης Κανελλόπουλος γράφει γιὰ τὸν Μετοχίτη στὴν Ἱστορία τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Πνεύματος (10) ὅτι πρόκειται γιὰ μία μεγάλη προσωπικότητα ποὺ κατάφερε νὰ εἶναι ἀδιάκοπα ὑπεύθυνος γιὰ τὴ ζωὴ τοῦ κράτους, καὶ μάλιστα σὲ μία ἐποχὴ ποὺ ἦταν γεμάτη ἀγωνίες καὶ πολεμικὲς περιπέτειες, καὶ παράλληλα νὰ ἀναπτύξει τὸν ἑαυτὸν του ὡς τὸν πολυμερέστερο ἀνθρωπιστὴ τοῦ Βυζαντίου. Στὸν ἴδιο τόνο καὶ ὁ Marcello Gigante γράφει (3) ὅτι ὁ Μετοχίτης εἶναι θερμὸς ὑποστηρικτὴς τοῦ ἀρχαίου λόγου ἀλλὰ παράλληλα καὶ τῶν ἀξιῶν τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἕνας βυζαντινὸς Οὐμανιστής. 

 

 

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

 

(1). I. Ševčenko, The Chora and the Intellectual Trends of His Time, The Kariye Djami. Volume 4. Studies in the Art of the Kariye Djami and Its Intellectual Background, P. A. Underwood, Routledge & Kegan Paul, Princeton 1975, 19-55; του ιδίου, Études sur la polemique entre Théodore Métochite et Nicéphore Choumnos (Corpus Bruxellense Historiae Byzantinae, Subsidia III), Byzantion 1962, Bruxelles; του ιδίου, Observations sur les recueils des discours et des poemès di Théodore Métochite et sur la bibliothèque de Chora à Constantinople, Volume 5. Scriptorium 1951, 279-288.

(2). H. Hunger, Βυζαντινή Λογοτεχνία. Ἡ λόγια κοσμικὴ γραμματεία τῶν Βυζαντινῶν, Τόμος Β΄. Μετάφραση Γ. Χ. Μακρὴς κ.ἄ., Μορφωτικὸ Ἵδρυμα Ἐθνικῆς Τραπέζης, Ἀθήνα 2005.

(3).  M. Gigante, Il Ciclo delle poesie inedite di Teodoro Metochites a se stesso o sull’ instabilità della vita, Vol. 2. Byzantinische Forscungen [Polychordia, Festschrift Franz Dölger, 2], Amsterdam 1968, 204-224; του ιδίου, Per l’ interpretazione di Teodoro Metochites quale umanista bizantino, Rivista di Studi Bizantini e neoellenici N.S. 4, 1967, 11-25.

(4). J. M. Featherstone, Thedore Metochites’ s Poems ‘To Himself’. Introduction, Text and Translation (Byzantina Windobonensia, Band XXIII), Wien 2000.

(5).  J. O. Rosenquist, Βυζαντινὴ Λογοτεχνία ἀπὸ τὸν 6ο αἰ. ὣς τὴν ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως, μεταφραστὴς Ἰωάν. Βάσσης, ἔκδ. Κανάκης 2008, 221-224.

(6).  Α. P. Kazhdan, The Oxford Dictionary of Byzantium, New York: Oxford University Press 1991.

(7).  H. G. Beck, Theodor Metochites, die Krise des byzantinischen Weltbildes im 14. Jahrhundert, Munich 1952, 3-25; R. Guilland, Les poésies inédites de Théodore     Métochite, Vol. 3, Byzantion 1926, 262-302 ; Ch. Diehl, Les mosaïques de Kahrié Djami dans son livre Etudes Byzantines, Paris 1905, 392-431.

(8).  E. de Vries-Van der Velden,  Théodore Métochite. Une réévaluation, Amsterdam 1987, 31-104.

(9). C. G. Müller-T. Kiessling, Theodori Metochitae Miscellanea Philosophica et Historica, Leipzig 1821 (ανατ. Amsterdam 1966).

(10).  Π. Κανελλόπουλος, Ἱστορία τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Πνεύματος, Ἀπὸ τὸν Αὐγουστῖνο ὡς τὸν Φραγκίσκο τῆς Ἀσσίζης, τόμος 1ος, ἔκδ. Τὸ Βῆμα, Ἀθήνα 2010.

 

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ‘Ἐρῶ’ , ΣΤ΄ ΤΕΥΧΟΣ, ΑΠΡ.-ΙΟΥΝ. 2011