Στρατῆ Τζιμῆ φιλολόγου
Κάθε γλῶσσα δὲν εἶναι ἁπλῶς ἕνα πρακτικὸ ὄργανο ἔκφρασης καὶ ἐπικοινωνίας, ἀλλὰ ταυτίζεται μὲ τὶς σκέψεις, τὰ συναισθήματα, τὸν πο-λιτισμὸ καὶ τὴν ἱστορία τοῦ φορέα λαοῦ. Ὅπως μποροῦμε νὰ ἐπικοινωνοῦμε, ἔτσι ἔχουμε τὴ δυνατότητα νὰ σκεπτόμαστε καὶ νὰ αἰσθανόμαστε. Εἶναι, λοιπόν, ἡ γλῶσσα συνυφασμένη μὲ τὴν ἴδια τὴν ὑπόσταση τοῦ λαοῦ – ἔθνους. Γι’ αὐτὸ οἱ ἱστορικοὶ λαοὶ ἔζησαν καὶ κινήθηκαν στὸν στίβο τῆς ἱστορίας ὡς ὁμόγλωσσες ὁμάδες.
Ἑπομένως, ἀποτελεῖ ὑψίστης ση μασίας ὁ προβληματισμὸς γιὰ τὸ σημεῖο στὸ ὁποῖο βρίσκεται σήμερα ἡ γλῶσσα μας καὶ ποῦ βαδίζει, ποιὰ θά εἶναι ἡ μελ λοντική της πορεία, ποιὲς εἶναι οἱ προο πτικές της. Εἶναι ἀδιαμφισβήτητο ὅτι ἀπὸ τὰ ἀρχαιότατα χρόνια ἡ ἑλληνικὴ εὐφυΐα πῆρε στὰ χέρια της τὸν θολὸ κόσμο τῆς Ἀνατολῆς καὶ τὸν ἔκανε διαφανῆ, σαφῆ καὶ ἁρμονικό, δημιουργῶντας καὶ στὴ συνέχεια διαμορ φώνοντας τὸ τελειότερο γλωσσικὸ ἐργαλεῖο. Ἐνῷ ἡ γλῶσσα μας βυθίζεται στὰ βάθη 40 αἰώνων, ἡ σύγ χρονη Ἑλληνικὴ εἶναι ἡ τελευταία μορφὴ ἐξέλιξης τῆς ἀρχαίας Ἑλληνικῆς μὲ τὴν οποία ἔχει εὐρύτερη συνέχεια ἀλλά καὶ στενή λεξιλογικὴ καὶ δομικὴ σχέ ση. Κατὰ τὴν μακραίωνη αὐτὴ πορεία της λίγα στοι χεῖα της μετέβαλε ριζικά, τὰ περισσότερα, ὅμως ἢ τὰ διατήρησε ἀπαράλλακτα ἢ τὰ τροποποίησε. Τὸ γεγονὸς ὃτι λειτουργεῖ χωρίς διακοπὴ, ὅτι ἐπιβιώνει καί ἐξελίσσεται δυναμικὰ τὴν κατατάσσει ὡς μία ἀπὸ τὶς πλέον ἀρχαιότερες ἀλλὰ ζωντανὲς γλῶσσες. Ἡ γνώμη τοῦ Σεφέ-ρη ὃτι ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσσα «γιὰ καλὸ ἢ γιὰ κακὸ εἶναι ἀπὸ τὶς πιὸ συντηρητικὲς γλῶσσες τοῡ κόσμου» δίνει ἐξήγηση γιὰ τὴν ἀντοχή της, τὴ συνέχειά της ἀλλὰ καὶ τὴν καθαρότητά της. Ἔτος ὁρόσημο γιὰ τὴ λύση τοῦ δυ- σεπίλυτου γλωσσικοῦ ζητήματος, τὸ ὁποῖο ὑπῆρξε συνάμα κοινωνικὸ ἀλλὰ καὶ πνευματικὸ καί τὸ ὁποῖο ἐπὶ αἰῶνες ταλάνισε τὸν χρήστη τῆς γλώσσας μας, ἦταν τυπικὰ τὸ 1974. Τότε ἔκλεισε ἕνας κύκλος αἰώνων, ὅπου ὁ ἑλληνισμὸς δι ήνυσε τὴ γλωσσικὴ διμορφία, δηλαδὴ ἄλλη νὰ εἶναι ἡ μορφὴ τοῦ προφορικοῦ λόγου (ἐξέλιξη ἀρχαίας στὴ δημοτικὴ) καὶ ἄλλη ἡ μορφὴ τοῦ γραπτοῦ λόγου (ἐξέ λιξη τεχνητῆς ἀττι- κιστικῆς μίμησης σὲ λόγια).
Ἡ λήξη αὐτῆς τῆς ἐκκρεμότητας, ἡ ὁποία διήρκεσε περίπου εἴκοσι αἰῶνες, συνέβαλε ἀποφασιστικά στὴν ἐπίσημη καθιέρωση τῆς Νεο- ελληνικῆς καὶ στὸν γραπτό λόγο. Ὅμως, καὶ τότε οἱ δυσκο- λίες δὲν ἐξέλιπαν, γιατὶ δὲν εἶχε γίνει ἡ ἀπαιτούμενη προ εργασία (συγγραφὴ σύγχρονων λεξικῶν, κατάλληλων διδακτικῶν βιβλίων ἀλλὰ καὶ ἀπαραίτητων βιβλίων γραμματικῆς καὶ συντακτικοῦ). Ἔτσι, ἠγέρθηκαν πολλὲς ἀμφισβητήσεις καὶ διχογνωμίες κυρίως στὰ κείμενα τῆς ἐξουσίας ἀλλὰ καὶ τῆς ἐκπαίδευσης. Γεννήθηκε τότε τὸ πρόβλημα τῆς ποιότητας τῆς Νεοελληνικῆς τόσο στὸν προφορικὸ ὅσο καὶ στὸν γραπτὸ λόγο. Ὅμως, μὲ τὴ βοήθεια τῶν γλωσσολόγων, τῶν ἔμπειρων φιλολόγων, τῶν ἱκανῶν καὶ ἄριστα καταρτισμένων δημοσιογράφων ἀλλὰ καὶ μὲ τὴ δημιουργία γλωσσικῶν βοηθημάτων, ἡ γλῶσσα μας ἀπέκτησε τὴν ἐπιζητούμενη ἰσορροπία καὶ ποιότητα. Ἔτσι, σήμερα μποροῦμε νὰ ἰσχυριστοῦμε ὅτι πολλοὶ Ἕλληνες μιλοῦν καὶ γράφουν πολὺ καλὰ τὴ Νεοελληνική. Βέβαια δὲν εξέλιπε παντελῶς τὸ πρόβλημα τῆς ποιότητας τῆς γλώσσας μας οὔτε ἀπομακρύνθηκαν οἱ κίνδυνοι ποὺ τὴν ἀπειλοῦν μακροπρόθεσμα. Ἡ πανίσχυρη σὲ οἰκονομικὸ καὶ στρατιωτικὸ ἐπίπεδο Ἀμερικὴ (ΗΠΑ) ἐπιχειρεῖ μέσῳ τῆς παγκοσμιοποιημένης ἀγορᾶς καὶ μὲ αἰχμὴ τοῦ δόρατος τὴν τεχνολογία νὰ ἀλλοτριώσῃ τὴν πολιτιστικὴ κληρονομιὰ τῶν ἄλλων κρατῶν, πλήττοντας περισσότερο τὴν τέχνη καὶ τὴ γλῶσσα τους. Ἐπίσης, ἡ ἀδικαιολόγητη χρήση ἀγγλικῶν λέξεων καὶ φράσεων, ἐκ μέρους πολλῶν γιὰ λόγους ἐντυπωσιασμοῦ καὶ ἐπίδειξης, στὴ θέση τῶν ἑλληνικῶν ἀποτελεῖ κίνδυνο γιὰ μαρασμὸ τῆς γλώσ- σας μας. Δεῖγμα ἀπρονοησίας καὶ ἐπιπολαιότητας ἀλλὰ καὶ τοῦ πολιτιστικοῦ ἰμπεριαλισμοῦ, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἐπιχειρούμενο ἐξαγγλισμό, εἶναι ἡ προσπάθεια λατινοποίησης τῆς γραφῆς μας ἐκ μέρους μεγάλης μερίδας νέων ἀλλὰ καὶ κάποιων μέσων ἐνημέρωσης καὶ ἐπικοινωνίας. Δὲν εἶναι λίγοι, ἐπίσης, ἐκεῖνοι ποὺ ἰσχυρίζονται ὅτι ἡ Ἑλληνικὴ διατρέχει κινδύνους στὸν αἰῶνα μας ἐξαιτίας καὶ τῆς ἀγλωσσίας πολλῶν νέων, οἱ ὁποῖοι χρησιμοποιοῦν καὶ ἐποικοινωνοῦν γλωσσικὰ μ’ ἕναν περιορισμένο ἀριθμὸ λέξεων ἀπὸ 500 ἕως 1000, γεγονὸς ποὺ μπορεῖ νὰ τὴν ὁδηγήσει μακροπρόθεσμα σὲ μιὰ κρεολὴ (μιγαδοποιημένη) μορφὴ γλώσσας.
Μάλιστα, ὁ λεξιλογικὸς ἀφοπλισμὸς ὑποχρεώνει τοὺς νέους αὐτούς, ὅταν πρόκειται νὰ ἐκφράσουν διάφορες συναισθηματικὲς καταστάσεις, νὰ χρη- σιμοποιοῦν χυδαῖες ἐκφράσεις ἢ ὑβριστικὲς λέξεις ἢ ἀκόμη καὶ ἀπρόσωπες καὶ ἀκατανόητες ἐκφράσεις, ὅπως «μοῦ τὴ δίνει», «μοῦ τὴ σπάει». Τέλος, ἄλλος ἕνας σοβαρός κίνδυνος γιὰ τὴ γλῶσσα μας εἶναι ἡ κυριαρχία τῶν ξενικῶν ἐπιγραφῶν στὰ διάφορα καταστήματα, ὡσὰν νὰ μὴν εἶχε ἡ Ἑλληνικὴ λέξεις, γιὰ νὰ ἐκφράσῃ ἀκόμη καὶ τὶς πιὸ ἐξεζητημένες καὶ ἐμπορικὲς ἔννοιες. Ἡ ἐνδελεχής, ὅμως, παρατήρηση στὴ λειτουργία τῆς γλώσσας, κατὰ τὶς τελευταῖες τέσσερις δεκαετίες, μᾶς ἐπιτρέπει νὰ εἴμαστε αἰσιόδοξοι γιὰ τὸ μέλλον της. Διαπιστώθηκε, λοιπόν, μεγάλη βελτίωση στὴ χρήση της τόσο στὸν προφορικὸ ὅσο καὶ στὸν γραπτὸ λόγο. Βέβαια, συνέβαλε στὴ βελτίωση αὐτὴ καὶ τὴν καλλιέργειά της ἡ ἔκδοση κατάλληλων διδακτικῶν βιβλίων καὶ λεξιλογίων καὶ φυσικὰ ἡ συμβολὴ τοῦ Τύπου καὶ τῆς ἐκπαίδευσης. Παρατηρήθηκε ἐπίσης ὅτι καὶ οἱ νέοι αὐτοί, ποὺ νομίζουμε ὅτι ἔχουν φτωχὸ λεξιλόγιο, συναγωνίστηκαν μὲ ἀξιώσεις στὶς πανελλαδικὲς ἐξετάσεις καὶ μάλιστα στὸ μάθημα τῆς γλώσσας καὶ τῆς ἔκθεσης, χρησιμοποιῶντας μερικὲς χιλιάδες ἐναλλασσόμενες λέξεις. Ἀκόμη, μερικοὶ ἐπιστήμονες, καὶ μάλιστα χωρὶς τὴν κρατικὴ μέριμνα καὶ στήριξη, ἐπιχειροῦν μὲ ἐπιτυχία νὰ ἀποδώσουν στὴν ἑλληνική μὲ τὶς πιὸ περιεκτικὲς καὶ ἀκριβεῖς ἔννοιες τὶς ἀντίστοιχες ἀγγλικὲς ὁρολογίες τῆς πληροφορικῆς.
Παράλληλα, καὶ ἡ χρήση τοῦ πολυτονικοῦ ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἔχουν μεγάλη εὐαισθησία στὴν αἰσθητικὴ τῆς γραφῆς εἶναι ἕνας ἐνθαρρυντικὸς παράγοντας γιὰ τὴ διατήρηση τῆς γλώσσας μας. Μάλιστα, ἐξοικειώνει τοὺς μαθητὲς καὶ τοὺς εκπαιδευτικοὺς στὴ διδασκαλία τῆς χρή-σης τῶν τόνων στὰ λόγια καὶ στὰ ἀρχαῖα κείμενα, γνώσεις ποὺ εἶναι ἀπαραίτητες γιὰ τὴ μελέτη αὐτοῦ τοῦ λόγου. Ἐπίσης, στοιχεῖα ποὺ καταδεικνύουν τὴν ἀνωτερότητα τῆς γλώσσας μας καὶ ποὺ μᾶς γεμίζουν μὲ ὑπερηφάνεια εἶναι ἀφενὸς ἡ λειτουργία Κέντρων ἑλληνικῆς γλώσσας στὰ περισσότερα ἀξιόλογα πανεπιστήμια σὲ ὅλο τὸν κόσμο καὶ ἀφετέρου ἡ ζωντανὴ παρουσία τῆς γλώσσας μας στὸ σύγχρονο λεξιλόγιο τῶν ἐπιστημῶν. Χιλιάδες ἀρχαιοελληνικὲς λέξεις ἔχουν πολιτογραφηθεῖ στὸ πανανθρώπινο λεξιλόγιο, γιὰ να ἀποδώσουν ἔννοιες δυσκολοκαθόριστες. Ὅροι τῆς ἰατρικῆς, τῆς βοτανικῆς, τῶν μαθηματικῶν, τῆς χημείας, τῆς ἀστρονομίας καὶ τῆς φιλοσοφίας ἕλκουν τὴν προέλευσή τους ἀπευθείας ἀπὸ τὴν ἑλληνική. Ἐπειδή, λοιπόν, τὰ σύνορα, δὲν εἶναι μόνο τὰ γεωγραφικὰ ἀλλὰ εἶναι καὶ ἡ γλῶσσα, ἡ παιδεία, ἡ πνευματικὴ αὐτοσυνειδησία μας, πρέπει νὰ εἴμαστε σὲ διαρκῆ ἐγρήγορση, γιατί, ὅταν ρημαχτοῦν οἱ ἀντιστάσεις καὶ ἐπέλθει ἡ στασιμότητα καὶ ἡ νέκρα σ’ αυτές, τότε ἐπέρχεται τὸ μοιραῖον γιὰ τὸ ἔθνος καὶ τὰ σύνορα. Ἡ διατήρηση, λοιπόν, καὶ ἡ σωστὴ ἐκμάθηση τῆς γλώσσας μας ταυτίζεται μὲ τὴν ἐθνική μας επιβίωση. Αὐτό, ὅμως, εἶναι ἐφικτὸ κυρίως μὲ τὴ συστηματικὴ παρέμβαση τοῦ κράτους πρὸς ὅλα τὰ ἐπίπεδα, μὲ τὴν παροχὴ σωστῆς παιδείας, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν ἀξιοποίηση σήμερα τῶν ἐκπληκτικῶν δυνατοτὴτων τῆς πληροφορικῆς. Γιατὶ μαζί μὲ τὴ γλῶσσα καὶ χάρη σ’ αὐτὴν ἐπιζεῖ ἱστορικὰ τὸ ἑλληνικὸ ἔθνος, γιατὶ μαζί της θὰ ἐπιζή- σει καὶ στὸ μέλλον, καὶ χωρὶς αὐτὴν θὰ πεθάνει. Αὐτό, ἄλλωστε, εἶναι τὸ μεγάλο μας δίδαγμα ἀπὸ τὴν ἱστορία μας.