ΣΥΖΥΓΙΑ: ΑΘΛΗΜΑ ΖΩΗΣ

πρωτοπρεσβυτέρου Σταύρου Τρικαλιώτη

Θεολόγου, φιλολόγου

 Σεβασμιώτατοι  ἅγιοι ἀρχιερεῖς, πανοσιολογιώτατοι καί αἰδεσιμολογιώτατοι σεβαστοί πατέρες, ἐκλεκτοί ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,

   Στό θέμα πού θά ἀναπτύξω στήν ἀγάπη σας  θά ἐξετάσω τή συζυγία στό πλαίσιο τοῦ ὀρθοδόξου γάμου καί θά προσπαθήσω νά καταδείξω τήν  ἀνωτερότητα τῆς χριστιανικῆς συζυγίας, ἡ ὁποία θεμελιώνεται ἐν Χριστῷ καί ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ.

   Ἄν θελήσουμε νά δοῦμε τή λέξη συζυγία ἀπό ἑτυμολογικῆς ἀπόψεως, θά λέγαμε ὅτι ἡ λέξη προέρχεται ἀπό τήν ἀρχαιοελληνική λέξη συζυγία καί αὐτή μέ τή σειρά της  ἀπό τή μεταπτωτική βαθμίδα τοῦ θέματος  -συζυγ- πού ἀπαντᾶ στό ἀρχαῖο ²συζεύγνυμι² (συζευγνύω: συνδέω, ἑνώνω).(1)

   Ἑπομένως, συζυγία εἶναι ἡ «σύζευξη», «ἡ ἕνωση» τῶν δύο συζύγων, ὁ γάμος (συν. πάντρεμα, ζευγάρωμα) (2) καί σύζυγος (ὁ, ἡ) εἶναι ὁ νόμιμος σύντροφος, τό ἄτομο μέ τό ὁποῖο κανείς συνδέεται μέ γάμο. (3). Ἐνῶ στήν νεολληνική γλῶσσα τό ρῆμα συζῶ ἔφτασε νά σημαίνει: ζῶ στό ἴδιο σπίτι  μέ τόν / τήν σύντροφό μου χωρίς νά ἔχουμε παντρευτεῖ.

   Τό ἴδιο ρῆμα: ²συζεύγνυμι² ἤ ²συζευγνύω² χρησιμοποίησε καί ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός θέλοντας νά δηλώσει  τήν ἰσχυρή ἕνωση ἀνδρός καί γυναικός, ἕνωση τήν ὁποία ἐπικυρώνει καί διασφαλίζει ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Μᾶς λέει λοιπόν ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος ὅτι κάποτε οἱ Φαρισαῖοι θέλοντας νά πειράξουν τόν Κύριό μας τοῦ ἔθεσαν τό ἑξῆς ἐρώτημα: «εἰ ἔξεστιν ἀνθρώπῳ ἀπολῦσαι τὴν γυναῖκα αὐτοῦ κατὰ πᾶσαν αἰτίαν;», δηλ. «Ἐπιτρέπεται νά χωρίζει  κανείς τήν γυναίκα του διά κάθε αἰτία»; Γιά νά λάβουν τήν ἀποστομωτική ἀπάντηση ἀπό τόν Ἰησοῦ: «οὐκ ἀνέγνωτε ὅτι ὁ ποιήσας ἀπ᾽ ἀρχῆς ἄρσεν καὶ θῆλυ ἐποίησεν αὐτούς»  δηλ. «Δέν διαβάσατε ὅτι ὁ Δημιουργός ἀπό τήν ἀρχή τούς ἐδημιούργησε ἄνδρες καί γυναῖκες» «καὶ εἶπεν, ἕνεκεν τοῦτου καταλείψει ἄνθρωπος τὸν πατέρα καὶ τὴν μητἐρα καὶ κολληθήσεται τῇ γυναικὶ αὐτοῦ, καὶ ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν; » δηλ. : «Καί εἶπε ὁ Δημιουργός: ²Διά τοῦτο ὁ ἄνθρωπος θά ἐγκαταλείψει τόν πατέρα καί τήν μητέρα καί θά προσκολληθεῖ στήν γυναίκα του, καί οἱ δύο θά γίνουν μία σάρκα;²» Καί καταλήγει συμπερασματικά ὁ Κύριος: «ὥστε οὐκέτι εἰσὶ δύο, ἀλλὰ σάρξ μία. ὅ οὖν ὁ Θεὸς συνἐξευξεν, ἄνθρωπος μὴ χωριζέτω», δηλαδή «Ὥστε δέν εἶναι πλέον δύο, ἀλλά μία σάρκα. Ἐκεῖνο λοιπόν πού ὁ Θεός ἕνωσε, ὁ ἄνθρωπος ἄς μήν τό χωρίζει». (5)

    Ὁ Κύριός μας στό σημεῖο αὐτό  ἑρμηνεύει τό κλασικό χωρίο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης.(6) Τό χωρίο αὐτό εἶναι σημαντικότατο διότι μᾶς δείχνει  ὅτι ὁ  γάμος συνεστήθη ὑπό τοῦ Δημιουργοῦ Θεοῦ. Ἄρα  ὁ γάμος εἶναι θεῖος θεσμός καί δέν νοεῖται ὡς γάμος τίποτε ἄλλο , παρά ἡ ἕνωση τοῦ ἄνδρα μέ τή  γυναίκα, ὅπως σαφῶς προσδιορίζεται ἀπό τήν Ἁγ. Γραφή. Ὁ ἑρμηνευτής Εὐθύμιος Ζιγαβηνός μᾶς λέει ὅτι ὁ Θεός ἔπλασε στήν ἀρχή ἕναν ἄνδρα καί μία γυναίκα μέ σκοπό αὐτό τό ζεῦγος νά ἔχει μιά μοναδικότητα. Ἐάν ἤθελε ὁ Θεός ὁ ἄνδρας νά ἀφήσει τήν γυναίκα του καί νά πάρει ἄλλη, θά δημιουργοῦσε περισσότερες γυναῖκες. Ἐπειδή ὅμως δέν ἔπλασε περισσότερες γυναῖκες, θέλει ὁ Θεός νά μήν χωρίζει ὁ ἄνδρας τήν γυναίκα του». (Ἑρμην. Στό Κατά Ματθαῖον εὐαγγέλιον). Στή συνέχεια ὁ Κύριος τονίζει ὅτι ὁ Μωϋσῆς κατά ἄκρα συγκατάβαση καί ἐξ αἰτίας τῆς σκληροκαρδίας τῶν Ἰουδαίων τούς ἔδωσε τήν δυνατότητα νά χωρίζουν τίς γυναῖκες τους καί μέ τήν λέξη ²σκληροκαρδία² ὑποδηλώνει ἐδῶ τήν σκληρότητα καί τήν ὡμότητα πού ἐπεδείκνυαν οἱ Ἰουδαῖοι στίς γυναῖκες τους, «ἐπειδή γιά διάφορους λόγους ἔφταναν νά τίς μισοῦν καί δέν συμφιλιώνονταν μαζί τους» (Ζιγαβηνός). Ἦταν μάλιστα «τόσο σκληροί πρός τίς γυναῖκες τους, ὥστε ἔφταναν καί στό σημεῖο νά τίς φονεύουν» (Θεοφύλακτος Βουλγαρίας).  Γι᾽αὐτό κι ὁ Μωϋσῆς,  προκειμένου ν᾽ ἀποφεύγονται τέτοιου εἴδους ἀκραῖες καταστάσεις, παρεχώρησε τήν δυνατότητα τοῦ διαζυγίου. Ὁ Κύριός μας, ὅμως, διατρανώνοντας τήν ἱερότητα τοῦ θεσμοῦ τοῦ γάμου καί συμπληρώνοντας τόν νόμο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἕνα λόγο δέχεται ὡς εὔλογη αἰτία διαζυγίου:  «ἐπὶ πορνείᾳ», ἐάν δηλαδή ἡ γυναίκα διαπράξει τό ἁμάρτημα τῆς πορνείας μέ κάποιον ἄλλο ἄνδρα. Μέ αὐτόν τόν τρόπο ὁ Ἰησοῦς Χριστός θέλει νά διασφαλίσει «τήν ἀδιάσπαστον ἕνωσιν» (Θεοφύλακτος Βουλγαρίας) πού ὑπάρχει στήν νόμιμη συζυγία.

  Θά ἤθελα, ἀγαπητοί μου, νά σταθοῦμε στήν ἀδιάσπαστη αὐτή ἕνωση πού ὑπάρχει μεταξύ  τοῦ ἄνδρα καί  τῆς γυναίκας. Στήν ἀκολουθία τοῦ γάμου καί πρίν τήν στέψη  καί τήν ἕνωση τῶν χειρῶν τῶν νεονύμφων ἀπό τόν ἱερέα, ὁ ἱερέας διαβάζει μιά πολύ ὄμορφη εὐχή, μεστή θεολογικῶν νοημάτων, ἡ ὁποία προδιαγράφει τή σχέση τοῦ ἀνδρογύνου. Μᾶς λέει λοιπόν ἡ εὐχή: «Ὁ Θεὸς ὁ ἅγιος, ὁ πλάσας ἐκ χοὸς τὸν ἄνθρωπον, καὶ ἐκ τῆς πλευρᾶς αὐτοῦ ἀνοικοδομήσας γυναῖκα καὶ συζεύξας αὐτῷ βοηθὸν κατ᾽ αὐτόν, διὰ τὸ οὕτως ἀρέσαι τῇ σῇ μεγαλειότητι, μὴ μόνον εἶναι τὸν ἄνθρωπον ἐπὶ τῆς γῆς»· δηλ. «Ὁ Θεός ὁ ἅγιος, πού ἔπλασες ἀπό χῶμα τόν ἄνθρωπο καί ἀπό τήν πλευρά του δημιούργησες τήν γυναίκα, καί τήν ἔδωσες σ᾽αὐτόν ὡς βοηθό, ἐπειδή ἔτσι ἄρεσε στή μεγαλειότητά σου, νά μήν εἶναι ὁ ἄνθρωπος μόνος πάνω στή γῆ», «αὐτὸς καὶ νῦν, δέσποτα, ἐξαπόστειλον τὴν χεῖρά σου ἐξ ἁγίου κατοικητηρίου σου, καὶ ἅρμοσον τὸν δοῦλον σου (τὸνδε) καὶ τὴν δούλην σου (τὴνδε), ὅτι παρὰ σοὺ ἁρμόζεται ἀνδρὶ γυνή». Δηλαδή «στεῖλε ἀπό μακριά τό χέρι σου ἀπό τό ἅγιο κατοικητήριό σου καί συνένωσε τόν δοῦλον σου (τάδε) καί τήν δούλη σου (τάδε), γιατί ἀπό σένα ἑνώνεται ἡ γυναίκα μέ τόν ἄνδρα».  «Σύζευξον αὐτοὺς ἐν ὁμοφροσύνῃ, στεφάνωσον αὐτοὺς εἰς σάρκα μίαν, χάρισαι αὐτοῖς  καρπὸν κοιλίας, εὐτεκνίας ἀπόλαυσιν». Δηλαδή «Συνένωσέ τους μέ ἑνότητα φρονήματος καί αἰσθημάτων· στεφάνωσέ τους σέ μιά σάρκα· χάρισαί τους καρπό κοιλίας, ἀπόλαυση καλῶν παιδιῶν». (8)

    Ὁ συντάκτης τῆς εὐχῆς αὐτῆς ἔχει ἀναφορές σέ βασικά  χωρία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης (βιβλίο Γενέσεως), τά ὁποῖα καί προσδιορίζουν τήν θεολογία τοῦ γάμου. Ἔτσι λοιπόν, βλέπουμε ὅτι:

   α. Ὁ πρωταρχικός  καί βασικός σκοπός τῆς δημιουργίας τοῦ ἑτέρου ἡμίσεως (δηλ. τῆς γυναίκας) εἶναι γιά νά ὑπάρχει ἡ  συντροφικότητα στό ἀνδρόγυνο καί ἡ βοήθεια τῆς γυναίκας πρός τόν ἄνδρα, χωρίς αὐτό νά ἀποκλείει καί τό ἀντίστροφο.

   β. Ἡ δημιουργία τῆς γυναίκας «ἐκ τῆς πλευρᾶς τοῦ ἀνδρός» δέν δηλώνει δουλική ἐξάρτηση τῆς γυναίκας ἀπό τόν ἄνδρα, ἀλλά μᾶλλον τήν ἰσοτιμία καί τήν οἰκειότητα  τῶν προσώπων.

   γ. Ἡ φράση: «διὰ τὸ οὕτως ἀρέσαι τῇ σῇ μεγαλειότητι» ὑποδηλώνει τήν ἐλευθερία τῶν ἐπιλογῶν τοῦ Θεοῦ κατά τήν δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου καί τή βασική θέση ὅτι ἡ κρίση τοῦ  πανσόφου Δημιουργοῦ δέν ὑπόκειται σέ τυχόν  ἀνθρώπινες ἀμφισβητήσεις. Ὁ Θεός σέ καμμία περίπτωση δέν καθίσταται ὑπόλογος σέ ἐνστάσεις καί «γιατί» τῶν ἐλλόγων δημιουργημάτων του.

   δ. Ἡ ἕνωση τοῦ ἀνδρογύνου στό μυστήριο τοῦ γάμου γίνεται μέ θεία ἐνέργεια καί εὐλογία. Ἑπομένως ὁ θεσμός τῆς οἰκογένειας εἶναι θεοσύστατος καί κάθε  ἀνθρώπινη ἐνέργεια πού ἔρχεται σέ ἀντίθεση μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ,  ἀποβαίνει σέ τελευταία ἀνάλυση θεομάχος. Ἀλλά ὅπως μᾶς ὑπενθυμίζει καί ἡ θεία Γραφή:  «σκληρὸν» γιά τόν ἀνθρωπο τό «πρὸς κέντρα λακτίζειν». (9)

   ε. Τό «Σύζευξον αὐτοὺς ἐν ὁμοφροσύνῃ» ὑποδηλώνει σαφῶς ὅτι ἡ ἐπίτευξη συνεννοήσεως, ἀλληλοκατανοήσεως καί εἰρήνης μεταξύ τοῦ ἀνδρογύνου, ἀποτελεῖ ἱκανή καί ἀναγκαία συνθήκη γιά νά στερεωθεῖ ὁ γάμος καί αὐτό γίνεται καί μέ τήν προσπάθεια τῶν συζύγων (ἀνθρώπινος παράγοντας) καί μέ τήν θεία βοήθεια, διότι, ὅπως μᾶς ἔχει πεῖ καί ὁ Κύριός μας: «χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν». (10)

   στ. Τέλος, ἡ δημιουργία τέκνων καί ἡ χαρά πού προσφέρει στό ἀνδρόγυνο ἡ τεκνογονία εἶναι ἕνα δῶρο καί εὐλογία  τοῦ Θεοῦ,  τό ὁποῖο παρέχεται στόν ἀνδρόγυνο σύμφωνα μέ τίς βουλές τοῦ Θεοῦ. Δέν πρέπει ὅμως νά ἀπολυτοποιεῖται, γιατί μπορεῖ νά ὑπάρξει καί ζευγάρι πού νά ζεῖ σύμφωνα μέ τόν νόμο τοῦ Θεοῦ καί παρ᾽ ὅλα αὐτά νά εἶναι ἄτεκνο. Σκοπός τοῦ γάμου εἶναι νά κερδίσουν ἀμφότεροι οἱ σύζυγοι τήν βασιλεία του Θεοῦ μέ ἤ χωρίς παιδιά. Ἡ τεκνογονία εἶναι μέν   μεγίστη εὐλογία ἀπό τόν Θεό, ταυτόχρονα ὅμως ἀποτελεῖ  καί μεγίστη εὐθύνη γιά τούς γονεῖς,  ἐφ᾽ ὅσον προϋποθέτει πνεῦμα αὐτοθυσίας καί αὐταπαρνήσεως καί τῶν δύο συζύγων.

   Ἡ χριστιανική  συζυγία, ὅπως προσδιορίζεται ἀπό τίς ὑψηλές προδιαγραφές πού θέτουν ἡ Ἁγία Γραφή καί οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, δέν εἶναι κάτι πού ἐπιτυγχάνεται  ²μαγικῷ τῷ τρόπῳ² ἀπό τή στιγμή πού ἡ Ἐκκλησία μας ἑνώνει μέ τά δεσμά τοῦ γάμου δύο πρόσωπα. Στό ἱερό μυστήριο παρέχονται οἱ προϋποθέσεις ἑνός ἐπιτυχημένου γάμου. Ἀπό ἐκεῖ καί πέρα ἐναπόκειται στό ζευγάρι πῶς μέσα ἀπό τήν ἐλευθερία καί τόν σεβασμό τῶν προσώπων, θά κατορθώσει νά διαπλεύσει τό πέλαγος τοῦ βίου καί θά ὁδηγήσει τό σκάφος τῆς συζυγίας σέ ἀκύμαντο λιμάνι. Ὁ βίος δέν εἶναι ἀνθόσπαρτος! Ἀντίθετα, εἶναι σπαρμένος μέ πολλά ἀγκάθια καί τριβόλια, πειρασμούς καί δοκιμασίες πού ἀναφύονται στήν πορεία τοῦ ἔγγαμου βίου καί προσπαθοῦν νά πνίξουν τήν ἀγάπη τῶν συζύγων.

   Ἄν γιά τήν συνύπαρξη καί συμβίωση δύο ἀδελφῶν (πού προέρχονται ἀπό τόν ἴδιο πατέρα καί ἀπό τήν ἴδια μητέρα) ὑπάρχουν προβλήματα καί δυσκολίες, πόσο μᾶλλον ἀπό τήν συμβίωση δύο ἐντελῶς ξένων μεταξύ τους προσώπων, δύο διαφορετικῶν κόσμων, μέ διαφορετικές ἤ καί ἀντίθετες πολλές φορές  νοοτροπίες, κοινωνικές καί οἰκονομικές καταβολές, ἐμπειρίες   καί πνευματικό ἤ   μορφωτικό ἐπιπέδο.

  Καί ἀκριβῶς ἐπειδή ὑπάρχουν ὅλες αὐτές οἱ ἀντιθέσεις καί δυσκολίες πού προαναφέραμε, γι᾽αὐτό καί ἡ Ἐκκλησία μας θέτει ὡς βάση καί ὡς ὅρο ἀπαράβατο γιά τήν ἁρμονική συνύπαρξη τοῦ ζεύγους τήν ἀγάπη. Ἡ Ἐκκλησία μας προσεύχεται γιά τούς νεονύμφους: «Ὑπέρ τοῦ καταπεμφθῆναι αὐτοῖς ἀγάπην τελείαν, εἰρηνικὴν καί βοήθειαν». Ὁ ἱερός Χρυσόστομος ὡς  ἀλάνθαστος ἀνατόμος τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς τονίζει πόσο σημαντικό εἶναι νά ὑπάρχει ἀγάπη μεταξύ τῶν συζύγων καί προσδιορίζει τήν ὑφή αὐτῆς τῆς ²ὑπερβάλλουσας ἀγάπης²: «Δέν ὑπάρχει τόσο μεγάλη οἰκειότητα ἄνδρα πρός ἄνδρα, ὅση τῆς γυναίκας πρός τόν ἄνδρα, ἐάν εἶναι κανείς συνεζευγμένος  ὅπως πρέπει». Ὁ ἅγιος κατόπιν μᾶς μιλάει γιά τήν τυραννίδα αὐτῆς τῆς ἀγάπης καί τήν σφοδρότητά της  καθώς καί γιά τό γεγονός ὅτι ἔχει τήν ἰδιότητα νά παραμένει σταθερή, «ἀμάραντος», χωρίς νά μαραίνεται. Καί ἐξηγεῖ τό γιατί ὁ ἱερός πατήρ: « Ὑπάρχει κάποιος ἔρωτας πού ἐμφωλεύει στή φύση καί  διαφεύγει τῆς προσοχῆς μας, ὁ ὁποῖος ἔρωτας συμπλέκει αὐτά τά σώματα. Γι᾽ αὐτό καί ἀρχικά ἡ γυναίκα πλάσθηκε ἀπό τόν ἄνδρα, καί κατόπιν ἀπό τόν ἄνδρα καί τήν γυναίκα ὁ ἄνδρας καί ἡ γυναίκα».  Πάλι ἐπανέρχεται ὁ ἱερός πατήρ καί μᾶς τονίζει τήν σπουδαιότητα πού ἔχει ὁ ἔρωτας τοῦ ἄνδρα καί τῆς γυναίκας στήν συγκρότηση τοῦ ἀνθρώπινου βίου: « Τίποτε δέν ἑνώνει τόσο τή ζωή μας, ὅσο ὁ ἔρωτας τοῦ ἄνδρα καί τῆς γυναίκας· ἐξαιτίας αὐτοῦ τοῦ ἔρωτα πολλοί καταθέτουν καί τά ὅπλα, χάριν αὐτοῦ παραδίδουν καί τήν ψυχή τους». Κατόπιν  ὁ ἱερός πατήρ μᾶς ἐπεξηγεῖ: « Δέν θά ἦταν δυνατόν λοιπόν ἔτσι ἁπλῶς καί χωρίς λόγο ὁ Παῦλος νά φρόντιζε πολύ ὑπέρ αὐτοῦ τοῦ πράγματος λέγοντας· ²Αἱ γυναῖκες, τοῖς ἰδίοις ἀνδράσιν ὑποτάσσεσθε, ὡς τῷ Κυρίῳ². (11) Γιατί λοιπόν; Διότι ἐάν ἔχουν αὐτοί ὁμόνοια καί τά παιδιά ἀνατρέφονται καλῶς καί οἱ ὑπηρέτες πειθαρχοῦν καί ὑπακοῦν, καί οἱ γείτονες ἀπολαμβάνουν τήν εὐωδία καί οἱ φίλοι καί οἱ συγγενεῖς. Ἐάν ὅμως συμβαίνει τό ἀντίθετο, ὅλα ἀνατρέπονται καί ἀναστατώνονται. Καί ὅπως, ὅταν εἰρηνεύουν οἱ στρατηγοί, τά πάντα ἀκολουθοῦν ὁμαλά καί ὅταν πάλι ἐκεῖνοι ταράσσονται, ὅλα γίνονται ἄνω κάτω, ἔτσι λοιπόν καί τώρα». (12)

   Στό σημεῖο αὐτό καί γιά νά μήν ὑπάρξουν παρανοήσεις καί παρερμηνεῖες, θά ἤθελα νά παρατηρήσω ὅτι τόσο ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὅσο καί ὁ ἑρμηνευτής του ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, περιγράφουν τίς σχέσεις ἄνδρα καί γυναίκας τονίζοντας τούς διαφορετικούς ρόλους τῶν δύο φύλων. Βέβαια, ἐάν τό ἑρμηνεύσει κάποιος αὐτό τό χωρίο μέ τίς τρέχουσες λανθασμένες φεμινιστικές ἀντιλήψεις,  ἴσως φτάσει στό μή ὀρθό συμπέρασμα ὅτι ἡ γυναίκα εἶναι κατώτερη ἀπό τόν ἄνδρα καί ὅτι ἀπό τήν Ἐκκλησία ζητεῖται ἀπό τήν γυναίκα ἡ  δουλική ὑποταγή στόν ἄνδρα, κάτι πού ἀσφαλῶς δέν ἰσχύει. Ἡ γυναίκα καλεῖται νά σεβαστεῖ καί νά συνεργαστεῖ μέ τόν ἄνδρα ὡς τήν πρώτη ἀρχή, ἀλλά ταυτόχρονα καί ὁ ἄνδρας καλεῖται νά θυσιαστεῖ γιά τήν γυναίκα καί νά κάνει τά πάντα γιά τήν γυναίκα του, ὅπως καί ὁ Χριστός θυσιἀστηκε γιά τήν Ἐκκλησία καί «ἑαυτὸν παρέδωκε ἵνα σταυρωθῇ». Στό σημεῖο αὐτό ἀξίζει νά δανειστοῦμε τήν χρυσοστόμειο ἑρμηνεία, ἡ ὁποία καί τοποθετεῖ τά πράγματα στήν ἁρμόζουσα τάξη καί σειρά.  Μᾶς λέει λοιπόν ὁ ἱερός πατήρ: «Ἄκουσες τήν ὑπερβολή τῆς ὑποταγῆς· ἐπαίνεσες καί ἐθαύμασες τόν Παῦλο, καθόσον συγκροτεῖ τή ζωή μας, ὡς ἕνα θαυμαστό καί πνευματικό ἄνδρα. Ἔχει καλῶς. Ἀλλ᾽ ἄκουσε καί ἐκεῖνα, τά ὁποῖα ἀπαιτεῖ ἀπό σένα.  Πάλι βέβαια χρησιμοποιεῖ τό ἴδιο παράδειγμα· ²Οἱ ἄνδρες, λέγει, νά ἀγαπᾶτε τίς γυναῖκες σας, καθώς καί ὁ Χριστός ἀγάπησε τήν Ἐκκλησία². (13) Εἶδες τό μέγεθος τῆς ὑπακοῆς; Ἄκουσε καί τό μέγεθος τῆς ἀγάπης. Θέλεις νά ὑπακούει σέ σένα ἡ γυναίκα σου, ²καθώς ἡ Ἐκκκλησία στόν  Χριστό²;  Φρόντιζε κι ἐσύ αὐτήν, ὅπως ὁ Χριστός φροντίζει τήν Ἐκκλησία. Εἶτε πρέπει νά δώσεις τήν ψυχή σου γιά χάρη τῆς γυναίκας σου, εἴτε πρέπει  νά πληγωθεῖς χίλιες φορές, εἴτε νά ὑπομείνεις καί νά πάθεις ὁ,τιδήποτε, νά μήν τό ἀποφύγεις· καί ἄν ἀκόμη πάθεις αὐτά, τίποτε ἀκόμη δέν κατόρθωσες, ὅπως ὁ Χριστός».  (14) Σέ κάποια ἄλλη ὁμιλία ὁ ἱερός πατήρ ἀποδεικνύει ὅτι ἡ γυναίκα ἐπλάσθηκε  ὡς λογική φύση ἀπό τήν πλευρά τοῦ ἄνδρα («ὀστοῦν ἐκ τῶν ὀστέων αὐτοῦ» ) καί δόθηκε  στόν ἄνδρα  «ὡς βοηθὸς κατ᾽αὐτόν» , δηλ. δόθηκε ἡ γυναίκα ὡς παρηγορία στόν ἄνδρα (²παραμυθία²). Στήν ἴδια ὁμιλία μᾶς ἀναφέρει ὅτι ἡ γυναίκα εἶναι ὁμότιμη μέ τόν ἄνδρα καί ὅτι πλάσθηκε κατόπιν συσκέψεως Πατρός πρός τόν Υἱόν, τόν ²Θαυμαστὸν σύμβουλον²:  «Ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ᾽ εἰκόνα ἡμετέραν καὶ καθ᾽ ὁμοίωσιν («διαλέγεται ὁ Πατήρ πρὸς τὸν ἐξ αὐτοῦ γεννηθέντα)». (15) Στήν Ἐκκλησία μας σύμφωνα καί μέ τήν παύλειο θέση δέν ὑπάρχουν διακρίσεις ὡς πρός τό φῦλο: «οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδὲ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδὲ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ. Πάντες γὰρ ὑμεῖς εἷς ἐστὲ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (16), ἀλλά διαφοροποίηση ρόλων καί κοινή ἐν Χριστῷ πορεία πρός τήν βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Ὁ γάμος εἶναι μυστήριο ἀγάπης, μᾶς τονίζει κάπου ἀλλοῦ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος:  «μυστήριον ἀγάπης ἐστὶν ὁ γάμος. Γυνὴ γὰρ καὶ ἀνὴρ οὐκ εἰσὶν ἄνθρωποι δύο, ἀλλὰ ἄνθρωπος εἷς …». (17)

    Σέ κοσμικά κυρίως περιβάλλοντα ἤ σέ ἀνθρώπους πού εἶναι χαλαρά (ἤ ὑποκριτικά ) συνδεδεμένοι μέ τήν Ἐκκλησία, παρατηρεῖται μιά τάση ὑποβάθμισης  καί ὑποτίμησης τῆς  γυναίκας. Οἱ ἐφήμερες σχέσεις (ἐκτός γάμου), τό σχιζοφρενικό μοντέλο τῆς ἐναλλαγῆς «ἐρωτικῶν συντρόφων», ὁ περιορισμός τοῦ ρόλου τῆς γυναίκας ἀπό τούς ἄνδρες σέ ἀντικείμενο μόνο ἡδονῆς καί ἡ ἀνάλογη ἐμπορευματοποίηση τοῦ φαινομένου, ἡ οἰκονομική ἐκμετάλλευση τῆς γυναίκας, ἀκόμα (καί τό χειρότερο) ἡ χειροδικία τῶν ἀνδρῶν κατά τῶν γυναικῶν, ἀποτελοῦν μερικά μόνο  παραδείγματα γιά τό ποῦ μπορεῖ νά φτάσει ὁ ἐξευτελισμός τῆς γυναίκας ἀπό ἀνθρώπους πού δέν βιώνουν τήν γνησιότητα τῆς ὀρθόδοξης παράδοσης.

   Μόνο στήν γνήσια ἐν Χριστῷ ζωή τό πρόσωπο τῆς γυναίκας βρίσκει τήν πλήρη καταξίωσή του. Στό εὐλογημένο πλαίσιο τοῦ γάμου (ὁ ὁποῖος εἶναι τύπος τῆς παρουσίας τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ) (18),  τά ἐπιμέρους ἐγώ, τά διάφορα πάθη καί οἱ μικρότητες πού δηλητηριάζουν τίς σχέσεις τῶν συζύγων, ὑποχωροῦν γιά  χάρη τῆς συζυγικῆς ἀγάπης καί τῆς ἁρμονικῆς συμβιώσεως. Ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς συνέστηνε στά ζευγάρια –πνευματικά του παιδιά- κάθε βράδυ μετά τήν κοινή  προσευχή τοῦ  Ἀποδείπνου νά  βάζουν οἱ σύζυγοι ἀπό μία μετάνοια ὁ ἕνας στόν ἄλλο,  εἴτε ἔχουν ψυχρανθεῖ εἴτε ὄχι (προληπτικά). Αὐτό βοηθάει πάρα πολύ στήν ταπείνωση. Καί ὅπου ὑπάρχει ἀληθινή ταπείνωση, ἐκεῖ ὑπάρχει καί ἀσφάλεια καί εἰρήνη, φυγαδεύονται οἱ δαίμονες  καί δίνεται πλούσια ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Γι᾽αὐτό καί πάλι μᾶς διδάσκει πολύ εὔστοχα ὁ ἱερός Χρυσόστομος: «Ἄς γίνει τό σπίτι σου στίβος καί παλαίστρα ἀρετῆς· ἀφοῦ γυμνασθεῖς ἐκεῖ μέσα καλῶς, νά ἀγωνισθεῖς μέ πολλή τέχνη καί στήν ἀγορά». (19) Ἀλλοῦ ὁ ἴδιος ἅγιος χαρακτηρίζει τόν γάμο ὡς «λιμάνι» καί ἔτσι πρέπει νά εἶναι: ἕνα ἀπάγγειο λιμάνι, ὅπου βρίσκουμε ζεστασιά καί θαλπωρή ἀπό τόν πολυκύμαντο ἀγώνα τῆς ζωῆς.

   Στό σημεῖο αὐτό πρέπει νά τονίσουμε τόν εὐεργετικό ρόλο πού διαδραματίζει στό ζεῦγος ἡ παρουσία ἑνός καλοῦ πνευματικοῦ πατέρα στή ζωή τους (εἰ δυνατόν κοινοῦ), ὁ ὁποῖος ὡς ἀντικειμενικός κριτής θά διορθώσει πνευματικά τίς ἑκατέρωθεν παρεκκλίσεις, θά ἀναλάβει ρόλο εἰρηνοποιοῦ σέ ὁριακές καταστάσεις,  ὅπου κλυδονίζεται ἡ συζυγική ἀγάπη  καί μέ τήν προσευχή του καί τήν δύναμη καί χάρη τοῦ  Μυστηρίου τῆς Ἱερᾶς  Ἐξομολογήσεως,  θά βοηθήσει τό ἀνδρόγυνο  νά ἀποφύγει τούς ὑφάλους πού κρύβει ὁ ἔγγαμος βίος καί τήν ὀδυνηρή ἐμπειρία ἑνός διαζυγίου ἤ μιᾶς ἐξωσυζυγικῆς σχέσης.

   Ὁ ἱερός Χρυσόστομος στήν περίπτωση ἐνδεχόμενης μοιχείας εἶναι σαφής καί κατηγορηματικός: « Τήν γυναίκα πού σοῦ ἔλαχε ἀπό τήν ἀρχή, αὐτήν νά ἔχεις συνέχεια».  Γι᾽αὐτό καί ἡ Ἐκκλησία μας εὔχεται: «Τίμιος ὁ γάμος καὶ ἡ κοίτη ἀμίαντος». Ἐδῶ πρέπει νά κάνουμε εἰδική μνεία γιά τήν εὐθύνη πού ἔχει ὁ ἄνδρας ὥστε ἡ γυναίκα νά εἶναι «ἁγία καὶ ἄμωμος» συμφώνως πρός τήν   παύλειο προτροπή. (20)  Ὁ ἄνδρας πρέπει νά συμβουλεύει τήν γυναίκα, νά θυσιάζεται γι᾽αὐτήν, νά κάνει διάλογο μαζί της καί νά προσπαθεῖ μέ κάθε τρόπο νά ἐξασφαλίσει τήν σωτηρία της. Νά μήν ἀφήνει τήν γυναίκα του νά ἔχει συναισθηματικά κενά καί ἐλλείψεις, τά ὁποῖα μπορεῖ νά ἐκμεταλλευτεῖ ὁ πονηρός καί νά τήν ὁδηγήσει σέ παράνομα ὑποκατάστατα πού θά βάλουν «βόμβα» στά θεμέλια τοῦ γάμου.  «Πῶς εἶναι δυνατόν»  λέει στόν ἄνδρα ὁ ἱερός Χρυσόστομος, «νά λείπεις ὅλη μέρα μέ τούς φίλους σου καί νά γυρνᾶς στό σπίτι τό ἀπόγευμα καί νά μήν ξέρει πού βρίσκεσαι καί νά τήν βάζεις νά ἔχει ὑπόνοιες γιά σένα» . «Κι ὅταν» , λέει στόν ἄνδρα ὁ ἱερός πατήρ, «σέ κατηγορήσει γιά τήν συμπεριφορά σου αὐτή, ἐσύ νά μήν δυσανασχετεῖς, γιατί ἡ ἐνέργειά της αὐτή εἶναι δεῖγμα ἀγάπης καί ὄχι ἄλογη ἀντίδραση. Οἱ κατηγορίες της εἶναι δεῖγμα θερμῆς φιλίας καί φόβου μήπως κάποια ἄλλη τῆς ἔκλεψε τήν συζυγική κλίνη». (21)

   Κάποιος διανοούμενος εἶχε πεῖ τό ἑξῆς χαρακτηριστικό: «Τό πρόβλημα μέ τόν γάμο εἶναι ὅτι ἐρωτευόμαστε μιά προσωπικότητα καί πρέπει νά ζήσουμε μέ ἕνα χαρακτήρα». Ἐγώ αὐτό τό καταλαβαίνω ὡς ἑξῆς: Στήν ἀρχή τοῦ γάμου βλέπουμε μόνο τά θετικά στοιχεῖα τοῦ ἄλλου, μᾶς ἑλκύει μιά ἰδανική εἰκόνα πού σχηματίζουμε γι᾽ αὐτόν. Στήν πορεία τῆς συζυγικῆς ζωῆς, ὅμως, ἀνακαλύπτουμε καί τόν χαρακτήρα τοῦ ἄλλου μέ ὅλα τά ἀρνητικά στοιχεῖα πού αὐτός«φέρει». Κι ἐδῶ ἀκριβῶς ἔγκειται ὁ ἀγώνας τῶν συζύγων: «Νά ξεπεράσουν τόν ἐγωκεντρισμό τους καί νά ἐπανατοποθετηθοῦν στόν δρόμο πού ὁδηγεῖ στήν κοινωνία τῶν προσώπων, στήν ἑνότητα τῆς μίας ἀνθρώπινης φύσης, ²Εἰς Χριστὸν καὶ εἰς τὴν ᾽Εκκλησίαν²». (22)

   Γιά νά εἶναι ἐπιτυχημένη αὐτή ἡ συνοδοιπορία τοῦ ζεύγους  στόν δρόμο γιά τή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, θά πρέπει νά βάλουν καί οἱ δύο  ὁρισμένα ὅρια καί νά δουλέψουν στήν οἰκοδόμηση τῆς μεταξύ τους ἀγάπης. Ποιά εἶναι αὐτά τά ὅρια;

α) Ἀμφότεροι οἱ γονεῖς τῶν συζύγων θά πρέπει νά τηροῦν μιά διακριτική ἀπόσταση ἀσφαλείας, ἀλλά καί τό ζεῦγος θά πρέπει νά ἀποδίδει στούς γονεῖς τήν ὀφειλομένη τιμή καί  σεβασμό. Κάποτε ὁ ἅγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης ἔγραψε σέ εὐχετήρια κάρτα πού ἀπευθυνόταν σέ νιόπαντρο ζευγάρι: «Ὁ Χριστός καί ἡ Παναγία μαζί σας. Σοῦ δίνω τήν εὐλογία, Δημήτρη, νά μαλώνεις μέ ὅλον τόν κόσμο, ἐκτός ἀπό τήν Μαρία! Τό ἴδιο καί στήν Μαρία» (23)

β) Ἡ ἀγάπη τῶν τέκνων δέν πρέπει νά ὑποκαθιστᾶ τήν συζυγική ἀγάπη. Ἀγαπᾶμε τά παιδιά ἐξ αἰτίας τοῦ (τῆς) συζύγου ( Ἅγ. Ἰω.  Χρυσόστομος).

γ) Τά τυχόν περιουσιακά στοιχεῖα τῶν συζύγων δέν πρέπει νά γίνονται πρόσκομμα στήν συζυγική ἀγάπη. Πρέπει στό ζευγάρι ὅλα νά εἶναι κοινά. Ὅπως ἀκριβῶς συνέβαινε στούς πρώτους χριστιανούς, ὅπου «ἦν αὐτοῖς ἅπαντα κοινά» (24)

   Καί τέλος, ἄς μήν ξεχνᾶμε, ὅτι τό καλό κρασί τῆς συζυγικῆς ἀγάπης δίνεται στό ζευγάρι στό τέλος, ὅταν ὡριμάσουν καί οἱ δυό μέσα ἀπό τίς ἀντιξοότητες καί τίς δυσχέρειες τοῦ ἔγγαμου βίου, ὁ ὁποῖος, ὅπως προείπαμε, εἶναι «ἄθλημα ζωῆς».

………………………………………………………………………………………….

ΠΗΓΕΣ – ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

 

  1. Γ. ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗ, ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ, ΑΘΗΝΑ 2009, σελ. 1353)
  2. Γ. ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗ, ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ, ΑΘΗΝΑ 1998, σελ. 1698
  3. Γ. ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗ, ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ, ΑΘΗΝΑ 1998, σελ. 1699
  4. Χρηστικό λεξικό τῆς Νεοελληνικής Γλώσσας, Ἐκδ. Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν, ΑΘΗΝΑ 2014, σελ. 1505. Σύνταξη – ἐπιμέλεια: Χριστόφορος Χαραλαμπάκης.
  5. Ματθ. ιθ´, 4- 6.
  6. Γεν. α´, 27.
  7. (Ματ. ιθ´, 9)
  8. Ο ΓΑΜΟΣ (Ἰω. Β. Κογκούλη, Χρ. Οἰκονόμου, Παν. Σκαλτῆ), σελ. 92, 93, ἔκδ. «ΛΥΔΙΑ», Θες/ νίκη, 1996
  9. Πράξ. κστ´, 14
  10. Ἰω. ε´, 5
  11. Ἐφ. ε´, 22
  12. Ἰω. Χρυσοστόμου, ὁμιλ. Κ´εἰς τὴν Πρὸς Ἐφεσίους, Ε.Π.Ε. τ. 21, σελ. 194, 196.
  13. Ἐφ. ε´, 25
  14. Ἰω. Χρυσοστόμου, ὁμιλ. Κ ´εἰς τὴν Πρὸς Ἐφεσίους, Ε.Π.Ε. τ. 21, σελ. 198.
  15. Γεν. α´, 26. Ἰω. Χρυσοστόμου, ὁμιλ. ΙΔ´ Εἰς τὴν Γένεσιν, Ε.Π.Ε. τ. 2, σελ. 206, 208 & σελ. 368, 370
  16. (Γαλ. γ, 28)
  1. Ἰω. Χρυσοστόμου, Πρὸς Κολοσσαεῖς, Ὁμιλία ΙΒ, ΕΠΕ 22, 342)
  1. Ἰω. Χρυσοστόμου, Πρὸς Κολοσσαεῖς, Ὁμιλία ΙΒ, ΕΠΕ 22, 346
  1. «Ἀγὼν ἔστω καὶ παλαίστρα ἀρετῆς ἡ οἰκία, ἵνα ἐκεῖ καλῶς γυμνασάμενος, μετὰ πολλῆς τῆς ἐπιστήμης τοῖς ἐν ἀγορᾷ προσβάλλῃς» (Ἰω. Χρυσοστόμου, Εἰς Ματθαῖον, ὁμ. ΙΑ’, ΕΠΕ 9, 376).
  1. Ἐφεσ. ε´,27
  1. Ἰω. Χρυσοστόμου, ὁμιλ. Κ ´εἰς τὴν Πρὸς Ἐφεσίους, Ε.Π.Ε. τ. 21, σελ. 224
  1. ( Πρωτ. Ἀντωνίου Ἀλεβιζοπούλου, “Εγχειρίδιο αἱρέσεων καί παραχριστιανικῶν ὁμάδων”)
  1. Λόγοι Ἁγίου Παϊσίου Ἁγιορείτου, τ.Δ´, ἔκδ. Ἱ. Μ. Ἁγίου Ἰωάννου Θεολόγου, Σουρωτή Θεσσαλονίκης)
  1. Πράξ. δ´, 32