Γωνιά της Γλώσσας 19 – Ηχητικό: Ἡ ἐτυμολογία τῆς ἡμέρας

Γεωργίου Ἰ. Βιλλιώτη
Ἡ ἐτυμολογία τῆς ἡμέρας

Τὸ ὑγρὸ στοιχεῖο διαδραμάτισε καταλυτικὸ ρόλο στὴν διαμόρφωση τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ μὲ ἀποτέλεσμα ἑκατοντάδες λέξεις νὰ σχετίζωνται μὲ αὐτό. Μία ἀπὸ αὐτὲς εἶναι ἡ ἅλς, ἡ θάλασσα δηλαδή, ἀπὸ τὴν ὁποία προέρχεται ὁ ἅλιος, ὁ θαλασσινός καὶ βέβαια τὸ ἁλάτι γιὰ εὐνόητους λόγους. Ὁ Πρωτεύς, ὁ ἀρχαῖος θεὸς τοῦ ὑγροῦ στοιχείου, ποὺ μεταμορφώνεται ὅπως ἡ θάλασσα χαρακτηρίζεται ὡς «ἅλιος γέρων». Στὴν μακραίωνη χρήση του -ὅπως παρατηρεῖ ὁ Χρῆστος Ντούμας- τὸ ἐπίθετο ἅλιος ἀπόκτησε καὶ ἄλλες σημασίες, ὅπως δείχνει ἡ φράση «ἅλιον βέλος». Πρόκειται γιὰ τὸ βέλος ποὺ ἀστοχῶντας ξέφυγε ἀπὸ τὴν τροχιά του καὶ ἔπεσε στὴν θάλασσα. Ἐτσι κατέληξε στὴν μεταφορικὴ σημασία του ἄκαρπος, μάταιος, μὲ παράγωγο τὸ ρῆμα ἁλιο-ῶ, ματαιοπονῶ. Ἀπὸ τὴν θαυμάσια εἰκόνα ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν Ὀδύσσεια (γ, 1-3) «Ἠέλιος δ’ ἀνόρουσε, λιπὼν περικαλλέα λίμνην, οὐρανὸν ἐς πολύχαλκον, ἵν’ ἀθανάτοισι φαείνοι καὶ θνητοῖσι βροτοῖσιν ἐπὶ ζείδωρον ἄρουραν». Μετάφραση: Ψηλὰ σηκώθηκε ὁ ἥλιος, πίσω ἀφήνοντας τὴν περίλαμπρη θάλασσα, στὸν οὐρανὸ τὸν πολύχαλκο, τὸ φῶς νὰ φέρῃ στοὺς ἀθανάτους καὶ τοὺς θνητοὺς ἀνθρώπους πάνω στὴ ζωοδότρα γῆ (Μανώλης Κ. Χατζηγιακουμής, Ὁμήρου Ὀδύσσεια, Ἀθήνα 2017, σελ. 99). Οἱ νησιῶτες ἔβλεπαν κάθε μέρα τὸν ἥλιο νὰ ἀναδύεται ἀπὸ τὴν θάλασσα. Τὸν ὀνόμασαν ἅλιο (δωρικὴ διάλεκτος), καὶ οἱ Ἴωνες τὸν εἶπαν ἥλιο. Ἡ πορεία ποὺ κάνει καθημερινὰ ὁ ἥλιος ἦταν ἡ ἕλιξ ποὺ συνδέεται μὲ τὸ ἧλιξ, τὴν ἡλικία, ποὺ συγγενεύει μὲ τὴν ἅλω, τὸν δίσκο τοῦ ἡλίου καὶ μετέπειτα τὸ φωτοστέφανο τῶν ἁγίων.