Για τον Άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο εκείνο που είναι σημαντικό, το οποίο τονίζει και στο οποίο επανέρχεται και όλο σ’ αυτό αναφέρεται, είναι ότι πρέπει να γίνει στον καθένα το δεύτερο βάπτισμα. Όπως για να γίνει κανείς χριστιανός πρέπει να βαπτιστεί και να χρισθεί, δεν γίνεται αλλιώς, και φυσικά όχι απλώς να γίνουν αυτές οι πράξεις, αλλά να αποδεχθεί ο Θεός τον βαπτιζόμενο και χριόμενο δίνοντάς του το Πνεύμα το Άγιο, έτσι τώρα, για να ξαναγίνει κανείς χριστιανός – διότι για τον Άγιο καθένας μας είναι σαν να έχασε τη χριστιανικότητά του – χρειάζεται να συντελεστεί το δεύτερο βάπτισμα.
Να τονίσουμε ότι για τον Άγιο Συμεών νέο βάπτισμα δεν είναι απλώς η εξομολόγηση. Όπως μπορεί να κάνει κανείς απλώς την πράξη του βαπτίσματος, και να μη συμβεί τίποτε περισσότερο ή άνετα να πάει κανείς να ανοίξει το στόμα του να κοινωνήσει, χωρίς να τον επηρεάσει η θεία Κοινωνία, έτσι λοιπόν μπορεί να πάει να εξομολογηθεί κανείς ή να μπαινοβγαίνει στην εκκλησία, όλο εκεί να είναι και να ζει απλώς μια συνηθισμένη κατάσταση, μια ρουτίνα, ένα κατεστημένο και να μην έχει καμία σχέση η ψυχή του με αυτό το κάτι άλλο που δίνει ο Θεός, και που το έχει για να το δώσει στους ανθρώπους· δεν είναι καμιά πολυτέλεια.
Γι’ αυτό ο Άγιος ομιλεί μεν για δεύτερο βάπτισμα, αλλά εννοεί τη μετάνοια γενικώς και όχι απλώς το να πάει κανείς να εξομολογηθεί. Η εξομολόγηση ούτε λόγος ότι πρέπει να γίνεται.
Στα πρώτα χρόνια της Εκκλησίας, για να γίνει σωστά το βάπτισμα, χρειαζόταν να είναι μετανοημένος αυτός που θα πάει να βαπτιστεί, και επιπλέον να έχει δείξει στην πράξη ότι θέλει να ζήσει σύμφωνα με τις εντολές του Χριστού, και μετά αποφάσιζε η Εκκλησία να τον βαπτίσει. Δεν κρατούσε τον καθένα κατηχούμενο επί τρία χρόνια έτσι τυχαίως, για να γίνει απλώς το τυπικό· όχι. Είχε τον λόγο της που το έκανε αυτό.
Σύμφωνα με αυτά που έχουμε πει όταν διαβάζαμε τις κατηχήσεις του αγίου Κυρίλλου Ιεροσολύμων, οι ιερείς στην αρχή της Μεγάλης Σαρακοστής έκαναν διάλογο χωριστά με τον καθένα κατηχούμενο που είχε συμπληρώσει τρία χρόνια ως κατηχούμενος και ήταν υποψήφιος για να βαπτιστεί το Πάσχα. Και καθώς ένας ιερέας δεν προλάβαινε να τα κάνει όλα αυτά, ήταν αρκετοί ιερείς που έκαναν το έργο αυτό – φωτισμένοι βέβαια ιερείς, άγιοι ιερείς – και πιθανόν κάποιους κατηχουμένους να τους απέρριπταν: «Δεν είσαι ακόμη έτοιμος να βαπτιστείς. Να το αναβάλουμε για του χρόνου». Ενώ τους άλλους τους περνούσαν στην καινούργια τάξη, που ήταν οι κατηχούμενοι οι οποίοι προετοιμάζονταν για το βάπτισμα, και ονομάζονταν «οι προς το φώτισμα».
Γινόταν δηλαδή έλεγχος. Ό,τι χρειαζόταν, ό,τι έπρεπε να γίνει από την ανθρώπινη πλευρά, γινόταν, ώστε να αποδεχθεί στη συνέχεια ο Θεός αυτόν που επρόκειτο να βαπτιστεί, και όντως να τον βαπτίσει εν Πνεύματι Αγίω και όχι απλώς μέσα στο νερό· μέσα στο νερό βέβαια, αλλά εν Πνεύματι Αγίω.
Και ο άγιος Συμεών δεν αρκείται σε κάποια εξωτερικά, όπως έκαναν πολλοί τότε, όπως κάνουμε κι εμείς σήμερα· απλώς πιστεύουμε κάποια πράγματα και κάνουμε το τυπικό μέρος και νομίζουμε ότι τελείωσε. Δεν μπορούσε αυτό το πράγμα να το σηκώσει και γι’ αυτό έγραφε και μιλούσε προς εκείνους που τα έβαζαν μαζί του, και οι οποίοι ενεργούσαν έτσι, επειδή ο άγιος δεν αρκείτο στο να πιστεύει απλώς θεωρητικά. «Όχι», έλεγε, «δεν αρκεί απλώς το να πιστεύουμε. Η ψυχή πρέπει να αναστηθεί, η ψυχή πρέπει να ζει, η ψυχή πρέπει να αισθάνεται αυτό που δίνει ο Θεός». Και γι’ αυτό, λοιπόν, όταν ομιλεί για δεύτερο βάπτισμα, δεν εννοεί απλώς το να πάει να εξομολογηθεί κανείς, αλλά εννοεί τη μετάνοια που πρέπει να έχουμε.
Εάν τα δούμε σήμερα καλά τα πράγματα, δεν ξέρω πόσοι έχουμε μετάνοια. Άλλο είναι να κάνεις απλώς κάποιες πράξεις που γίνονται εύκολα, και άλλο είναι μέσα βαθιά στην ψυχή να έρθει η μετάνοια. Άμα έρθει η μετάνοια – προσέξτε – δεν αμαρτάνει μετά ο άνθρωπος. Εάν αμαρτάνει ο άνθρωπος, σημαίνει ότι δεν έχει μετανοήσει, και θέλει να τα κουκουλώσει τα πράγματα. Όταν έρθει μετάνοια στην ψυχή, σταματάει μετά η αμαρτία.
Από το βιβλίο: π. Συμεών Κραγιοπούλου, “Θέλεις να αγιάσεις;”, Οκτώβριος, Πανόραμα Θεσσαλονίκης, 2018, σελ. 158.