ΤΟ «ΔΗΛΗΤΗΡΙΟ» ΤΟΥ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΜΟΝΟ ΑΝΤΙΔΟΤΟ

ΝΙΚΟΣ ΧΕΙΛΑΔΑΚΗΣ 

 

 

Τους τελευταίους μήνες ζούμε το αποτέλεσμα μιας μακροχρόνιας πορείας της χώρα μας που ξεκίνησε γεμάτη ελπίδες και αυτοπεποίθηση για ένα καλύτερο αύριο και για μια ελληνική κοινωνία που θα στηρίζονταν στην τεράστια πνευματική της κληρονομιά σαν το μεγαλύτερο όπλο στις σύγχρονες προκλήσεις. Το παιχνίδι όμως ήταν από την αρχή σημαδεμένο.  Και το δηλητήριο έδρασε όπως στον βάτραχο που τον ρίχνεις σε μια χύτρα με κρύο νερό και στη συνέχεια την ζεσταίνεις σιγά σιγά με αποτέλεσμα να χάσει τα αντανακλαστικά του και να μείνει εγκλωβισμένος ώσπου θα βράσει χάνοντας την ζωή και την ύπαρξη του.

 

Αυτό το δηλητήριο δηλητηρίασε όλους τους τομείς της δημόσιας ζωή μας και στη συνέχεια την ατομική μας προσωπικότητα που μετατράπηκε από αγωνιστική και φιλόπονη σε αναίσθητη και συμβιβαζόμενη για το υποτιθέμενο προσωπικό και ιδιοτελές όφελος. Αυτό το προσωπικό συμφέρον και το ιδιοτελές όφελος θα ήταν αυτό που θα κατάστρεφε στην συνέχεια με τραγικές συνέπειες το όλο, δηλαδή την ύπαρξη του ελληνισμού που επί χιλιετίες φώτισε πνευματικά, πολιτιστικά και θρησκευτικά με τον φάρο της ορθοδοξίας δεκάδες ξένους λαούς. Αποτέλεσμα, η διεθνής περιφρόνηση, η ντροπή να λες ότι είσαι Έλληνας και το κυριότερο η προκλητική δικαίωση των αδικιών σε βάρος των εκατομμυρίων αλλοτριωμένων συνειδήσεων που παρακολουθούν ανίδεοι τα όσα συμβαίνουν και το κυριότερο ανίκανοι να αντιδράσουν.

Πράγματι είναι χαρακτηριστικό και συγχρόνως καταπληκτικό η πορεία   της αδρανοποίησης των αντανακλαστικών ενός από τους πιο φλεγματικούς λαούς του κόσμου, ίσως άξια(αν και δεν πιστεύουμε στην σύγχρονη ψυχολογία), εκτενούς ψυχολογικής ανάλυσης.

 

 

Ο Έλληνας, από υπερήφανος Ρωμηός, κατάντησε Νεοέλληνας, χωρίς καμιά συναίσθηση της ταυτότητάς του. Νεολαία που εκτός από την γνωστή φράση, «άντε ρε μ….», δεν ξέρει ούτε να μιλήσει ελληνικά. Δημόσιοι φορείς που καλλιεργούν συνέχεια με συστηματική πλειοδοσία την ηλιθιότητα, φαινόμενο που δεν συναντάται σε καμία χώρα σε όλο τον κόσμο σε τέτοια μεγέθη. Ένας κόσμος χαμένος στην αποχαύνωση και στην εικονική δημοκρατία,  ήταν ό,τι πιο θλιβερό θα μπορούσε κανείς να φανταστεί γι’ αυτή τη χώρα πριν από τέσσερις ή πέντε δεκαετίες.

 

Η τεχνολογική έκρηξη θα έβαζε την τελική ταφόπετρα στα πιστεύω και στην όποια αγωνιστικότητα είχε επιζήσει από τις θύελλες του παρελθόντος. Το φιγουράτο αυτοκίνητο, (η τζιπάρα), είχε γίνει η κοινωνική μας καταξίωση. Το άμεσο και εύκολο κέρδος έγινε η αξιοκρατία μας. Μεγαλόσχημοι επιχειρηματίες που γεννιούνταν μέσα σε μια νύχτα εξαφανίζονταν την επόμενη αποκομίζοντας όσα περισσότερα μπορούσαν κατακλέβοντας το κράτος που για αυτούς δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μια διαλυμένη μηχανή και μια ευκαιρία για εύκολο πλουτισμό. Πολιτικοί και πολιτικάντηδες που το μόνο που τους ενδιέφερε ήταν το πόσο περισσότερο θα μπορούσαν να «αρμέξουν» από τον κρατικό κορβανά για να κτίσουν τις βιλάρες τους. Τα παιδιά μας κατάντησαν αιχμάλωτα κάποιας οθόνης ενώ η επικοινωνία, το κοινό τραπέζι,  έγινε…κινητή τηλεφωνία. Η διάλυση της οικογένειας που ήταν το τελευταίο προπύργιο σε μια Ευρώπη που ήδη είχε καταστρέψει τους οικογενειακούς θεσμούς, έγινε η εκσυγχρονιστική μας προοδευτικότητα. Η ολοκληρωτική καταστροφή κάθε έννοιας της παιδείας και του σχολείου, που την δεκαετία του εξήντα ήταν ένα αξιοθαύμαστο(παρά  τα πενιχρά μέσα της εποχής) όπλο της δημιουργίας ανθρώπων με χαρακτήρα, είναι το επιστέγασμα του εκσυγχρονιστικού νεοελληνισμού μας.

 

Ο Νεοέλληνας δεν θα ενδιαφέρονταν πλέον για τίποτα εκτός από την καλοπέραση, το καλό φαΐ, τις καλές διακοπές, τα καλά μπαράκια, τα βραδινά ξενυχτάδικα, με το νυχτοκάματο, όπου νεαρές καλλίγραμμες κοπέλες πάνω στα τραπέζια, που κάποτε τα ευλογούσαμε για να φάμε τον επιούσιο, σήμερα τα βρωμίζουν πατώντας πάνω τους με τις λικνίζουσες ημίγυμνες φιγούρες τους. Τα διαζύγια, οι εκτρώσεις και η ελεύθερη σχέση με την κάθε λογής σεξουαλική ανωμαλία, κυριάρχησαν σταδιακά ενώ αυτοί που επιμένουν στα παραδοσιακά ήθη θεωρούνται οπισθοδρομικοί και αποβλητέοι. Μια ολόκληρη δηλαδή έντεχνη, σταδιακή, αλλά συστηματική εκστρατεία καταστροφής του ρωμαιϊκού φρονήματος και της πλήρης επικράτησης του νεοελληνισμού. Αυτός ο νεοελληνισμός έφερε την χώρα σε μια κατάσταση χειρότερη από την γερμανική και οθωμανική κατοχή όπου οι ήρωες και οι μάρτυρες καταδείκνυαν το αγέρωχο φρόνημα του ελληνισμού και το αστείρευτο κουράγιο της φυλής μας. Που πήγαν όλα αυτά; Εθνικές προδοσίες, οικονομικές λεηλασίες, ψυχοφθόρες εκπομπές, έφεραν το σημερινό αποτέλεσμα. Ακόμα και οι ευθύνες για το σημερινό κατάντημα φαίνονται δύσκολο να καταλογιστούν καθώς οι ίδιοι οι ένοχοι συνεχίζουν να επιτελούν το «θεάρεστο» έργο της πλήρης κατεδάφισής μας, υλικής και το κυριότερο πνευματικής.

 

Ζούμε σε μια πρωτοφανή κρίση. «Οι θύελλες» θα συνεχιστούν και γύρω μας θα σωρεύονται τα ερείπια της ιστορικής μας αχαριστίας σε ένα από τα πιο λαμπρά παρελθόντα της παγκόσμιας ιστορίας. Η καθημερινή μας επιβίωση θα μετατρέπεται σταδιακά σε ένα αγχωμένο μαρτύριο καθώς όλο και περισσότεροι θα νιώθουν στο πετσί τους την ανεργία, την ακρίβεια, την πολιτική απάτη, το ψεύδος και την ειρωνεία όλων αυτών που μας έφεραν σε αυτό το χάος. Οι ικανοί θα φεύγουν ομαδικά στο εξωτερικό και στην θέση τους θα κατακλύζουν τις πλατείες και τα πάρκα μας χιλιάδες μουσουλμάνοι που θα ζητάνε  να γκρεμίσουν ό,τι απομένει όρθιο. Άραγε έφτασε το τέλος του ελληνισμού και σε λίγα χρόνια ο τόπος αυτό μόνο με ταμπέλες θα υπενθυμίζει την πραγματική του ταυτότητα ;

 

Αλήθεια, μέσα από αυτή την  «τρικυμία» δεν μας μένει τίποτα άλλο από το να καταφύγουμε σαν τραγικοί ναυαγοί στην σοφία του μεγάλου παππούλη της εποχής μας, του Γέροντος Παϊσίου. Είπε ο παππούλης μας ότι, πραγματικά πολλοί άγιοι θα επιθυμούσαν να ζούνε στην εποχή μας γιατί στις δυσκολίες θα φανούν τα υψηλά φρονήματα και θα λάμψουν οι πραγματικοί πιστοί. Και πράγματι, η πίστη είναι ακόμα το μεγαλύτερο όπλο μας αν και πολλοί απαισιόδοξοι αναρωτιούνται μέχρι πότε. Ο πιστός χριστιανός δεν έχει να φοβηθεί τίποτα και όπως χαρακτηριστικά μου είπε πρόσφατα κάποιος Γέροντας, «όσο μπήγουν το καρφί στο  φρόνημά μας τόσο αυτό θα γιγαντώνεται περισσότερο». Να το θυμάστε!