ΜΕΓΑΛΗ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗ–ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟ ΠΑΣΧΑ

Χρῆ­στος Σπ. Χρι­στο­δού­λου 


Α. Μεγάλη Σαρακοστή, ς πνευματικ ταξίδι.

 

Ἡ Με­γά­λη Σα­ρα­κο­στὴ εἶ­ναι ἕ­να πνευ­μα­τι­κὸ τα­ξί­δι, ποὺ προ­ο­ρι­σμὸς του εἶ­ναι τὸ ΠΑΣΧΑ, ἡ «ἑ­ορ­τὴ τῶν ἑ­ορ­τῶν». Ἡ σχέ­ση τῆς Μεγ. Σα­ρα­κο­στῆς καὶ τοῦ ΠΑΣΧΑ ἀ­πο­κα­λύ­πτει κά­τι πο­λὺ ση­μαν­τι­κὸ γιὰ τὴ ζω­ὴ καὶ τὴν πί­στη μας.

Πά­σχα ἢ Φά­σχα στὰ Ἑ­βρα­ϊ­κὰ ση­μαί­νει πέ­ρα­σμα ἢ δι­ά­βα­ση. Ἦ­ταν γιὰ τοὺς Ἑ­βραί­ους ἡ με­γά­λη ἐ­κεί­νη μέ­ρα τῆς ἐ­ξό­δου, ἀ­πὸ τὴ γῆ τῆς δου­λεί­ας, τὴ γῆ τῆς Αἰ­γύ­πτου, στὴ γῆ τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας, στὴ γῆ τῆς Ἐ­παγ­γε­λί­ας. Τὸ «πέ­ρα­σμα τῆς Ἐ­ρυ­θρᾶς Θα­λάσ­σης» ἔ­γι­νε μὲ τὸ μο­να­δι­κὸ ἐ­κεῖ­νο θαῦ­μα ποὺ «ἔ­κα­νε» ὁ Μω­ϋ­σῆς, χτυ­πών­τας τὴ ρά­βδο του κά­θε­τα ἐ­πά­νω στὰ ὕ­δα­τα τῆς θά­λασ­σας. Τό­τε, ἕ­νας ἰ­σχυ­ρὸς Δυ­τι­κός ἄ­νε­μος χώ­ρι­σε τὰ νε­ρά, τὰ ὁ­ποῖ­α ἄ­νοι­ξαν θαυ­μα­τουρ­γι­κά, καὶ δη­μι­ουρ­γή­θη­κε στε­ρε­ὸ μο­νο­πά­τι. Ἀ­πὸ ἐ­κεῖ πέ­ρα­σαν ὅ­λοι οἱ Ἰσ­ρα­η­λί­τες διὰ ξη­ρᾶς, μέ­χρι καὶ τὸν τε­λευ­ταῖ­ο. Τό­τε ὁ Μω­ϋ­σῆς χτύ­πη­σε ξα­νὰ τὴ θά­λασ­σα, αὐ­τὴ τὴ φο­ρὰ ὁ­ρι­ζόν­τια (δηλ. χα­ράσ­σον­τας ἐπ᾿ αὐ­τῆς Σταυ­ρὸ) καὶ ἔ­κλει­σαν τὰ νε­ρά, πνί­γον­τας το­ύς Αἰ­γυ­πτί­ους ποὺ εἶ­χαν ἐν τῷ με­τα­ξὺ μπεῖ μέ­σα στὴ θά­λασ­σα μὲ τὰ ἅρ­μα­τά τους.

Γιὰ τοὺς Χρι­στια­νοὺς τὸ Πά­σχα εἶ­ναι πο­λὺ πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ μί­α γι­ορ­τή. Πο­λὺ ἀ­νώ­τε­ρο ἀ­πὸ τὴν ἀ­νά­μνη­ση ἑ­νὸς γε­γο­νό­τος ποὺ πέ­ρα­σε. Εἶ­ναι ἡ ἀρ­χὴ μιᾶς καινούριας ἐ­πο­χῆς γιὰ τὴν ἀν­θρω­πό­τη­τα. Ἐ­πο­χῆς χα­ρᾶς, Χά­ρι­τος, Θεί­ου ἐ­λέ­ους καὶ Θε­ϊ­κῆς υἱ­ο­θε­σί­ας. Ὁ κά­θε Χρι­στια­νός, ποὺ βί­ω­σε, αὐ­τὴ τὴν Ἀ­να­στά­σι­μη νύ­χτα, τὴ Σω­τή­ριο, τὴ φω­ταυ­γῆ καὶ λαμ­προ­φό­ρο, ἔ­στω καὶ μί­α φο­ρά, ποὺ γεύ­τη­κε αὐ­τὴ τὴ μο­να­δι­κὴ χα­ρά, τὸ ξέ­ρει αὐ­τό.

Ἀλ­λὰ για­τί αὐ­τὴ ἡ χα­ρά; Για­τί ψέλ­νου­με στὴν Ἀ­να­στά­σι­μη λει­τουρ­γί­α «νῦν πάν­τα πε­πλή­ρω­ται φω­τός, οὐ­ρα­νὸς τε καὶ γῆ καὶ τὰ κα­τα­χθό­νια;». Μὲ ποι­ὰ ἔν­νοι­α ἑ­ορ­τά­ζου­με «θα­νά­του τὴν νέ­κρω­σιν, Ἅ­δου τὴν κα­θαί­ρε­σιν, ἄλ­λης βι­ο­τῆς τῆς αἰ­ω­νί­ου ἀ­παρ­χὴν…», δηλ. τὴν κα­τάρ­γη­ση τοῦ θα­νά­του καὶ τὴν ἀρ­χὴ μιᾶς ἄλ­λης αἰ­ώ­νιας καὶ ἀ­νέ­σπε­ρης ζω­ῆς;

Σὲ ὅ­λες αὐ­τὲς τὶς ἐ­ρω­τή­σεις ἡ ἀ­πάν­τη­ση εἶ­ναι: «Ἡ νέ­α ζω­ή», ἡ ὁ­ποί­α πρὶν ἀ­πὸ δύο­ χι­λιά­δες χρό­νια πε­ρί­που «ἀ­νέ­τει­λεν ἐκ τοῦ τά­φου» καὶ προ­σφέρ­θη­κε σὲ μᾶς ὅ­λους, ποὺ πι­στεύ­ου­με στὸν Χρι­στό. Μᾶς δό­θη­κε τὴν μέ­ρα ποὺ βα­πτι­σθή­κα­με, τὴν ἡ­μέ­ρα ποὺ γί­να­με νέ­α μέ­λη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας Του. Μὲ τὴν τρι­πλῆ κα­τά­δυ­ση καὶ ἀ­νά­δυ­ση μέ­σα στὸ νε­ρὸ τοῦ Βα­πτί­σμα­τος, ἐ­κεί­νη τὴν ἡ­μέ­ρα «συ­νε­τά­φη­μεν (οὖν) αὐ­τῷ διὰ τοῦ Βα­πτί­σμα­τος εἰς τὸν θά­να­τον, ἵ­να ὥ­σπερ ἠ­γέρ­θη Χρι­στὸς ἐκ νε­κρῶν, διὰ τῆς δό­ξης τοῦ Πα­τρός, οὕ­τω καὶ ἡ­μεῖς ἐν και­νό­τη­τι ζω­ῆς πε­ρι­πα­τή­σω­μεν». (Ρωμ. στ’ 4), δηλ. μὲ τὸ Βά­πτι­σμά μας συν­τα­φή­κα­με μὲ τὸν Χρι­στὸ (δηλ. θά­ψα­με τὸν «πα­λαι­ὸ» ἑ­αυ­τό μας) καὶ σὺν–ἀ­να­στη­θή­κα­με μα­ζί Του, γιὰ νὰ ζή­σου­με μί­α και­νούρ­για ζω­ή, τὴ ζω­ὴ τοῦ Χρι­στοῦ. Αὐ­τὸ θέ­λει νὰ πεῖ τὸ «ἐν και­νό­τη­τι ζω­ῆς πε­ρι­πα­τή­σω­μεν», ποὺ λέ­ει ὁ Ἀπ. Παῦ­λος.

Ἔ­τσι τὸ Πά­σχα πα­νη­γυ­ρί­ζου­με τὴν Ἀ­νά­στα­ση τοῦ Χρι­στοῦ, ὡς γε­γο­νός, ποὺ ἔ­γι­νε καὶ γί­νε­ται καὶ τώ­ρα ἀ­κό­μη γιά μᾶς. Εἶ­ναι τὸ γε­γο­νὸς ποὺ ἄλ­λα­ξε τὴ φύ­ση τοῦ θα­νά­του καὶ τὸν ἔ­κα­νε «πέ­ρα­σμα» στὴ Βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ, με­τα­μορ­φώ­νον­τας τὴ δρα­μα­τι­κό­τε­ρη τρα­γω­δί­α, τὸν θά­να­το, σὲ αἰ­ώ­νιο θρί­αμ­βο, σὲ ζω­ὴ αἰ­ώ­νια μὲ τὸ ἀ­να­στη­μέ­νο καὶ δο­ξα­σμέ­νο σῶ­μα μας. Δι­ό­τι, ὁ Χρι­στὸς μὲ τὸν θά­να­το καὶ τὴν Ἀ­νά­στα­σή Του, πά­τη­σε (δηλ. νί­κη­σε) τὸν θά­να­το (πρβλ. «θα­νά­τῳ θά­να­τον πα­τή­σας»), γιὰ νὰ μπο­ροῦ­με νὰ τὸν νι­κή­σου­με κι ἐ­μεῖς τὴν «Ἐ­σχά­τη Ἡ­μέ­ρα». Ἔ­τσι ὁ θά­να­τος δὲν εἶ­ναι πιὰ ἡ ἀ­φύ­σι­κη τρα­γι­κὴ κα­τά­λη­ξη τῆς ζω­ῆς κά­θε ἀν­θρώ­που.

Ὁ θά­να­τος γί­νε­ται τώ­ρα, μί­α «προ­σω­ρι­νὴ κα­τά­στα­ση», ποὺ θὰ δώ­σει τὴ θέ­ση της στὴν αἰ­ώ­νια ἀ­να­στη­μέ­νη ζω­ή. Ὁ Χρι­στὸς εἶ­ναι πλέ­ον «ὁ πρω­τό­το­κος τῶν νε­κρῶν». Δηλ. ὁ πρῶ­τος ποὺ βγῆ­κε Ἀ­να­στάς ἀ­πὸ τὴν κοι­λί­α τοῦ Ἅ­δη. Ὅ­πως Ἐ­κεῖ­νος καὶ κά­θε ἄν­θρω­πος θὰ ἀ­να­στη­θεῖ μὲ ἕ­να νέ­ο «δο­ξα­σμέ­νο σῶ­μα». Ἀ­κρι­βῶς γι᾿ αὐ­τὸ στὸ τέ­λος τοῦ Ὄρ­θρου τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως –στὸν Κα­τη­χη­τι­κὸ Λό­γο τοῦ Ἁγ. Ἰ­ω­άν­νου τοῦ Χρυ­σο­στό­μου– λέ­με θρι­αμ­βευ­τι­κά: «Ἀ­νέ­στη Χρι­στὸς καὶ ζω­ὴ πο­λι­τεύ­ε­ται (δηλ. ἐ­πι­κρα­τεῖ ἡ ζω­ή). Ἀ­νέ­στη Χρι­στὸς καὶ οὐ­δεὶς νε­κρὸς ἐν τῷ μνή­μα­τι», δηλ. ἀ­να­στή­θη­κε ὁ Χρι­στὸς καὶ δὲν θὰ μεί­νει πλέ­ον κα­νεὶς μέ­σα στὸν τά­φο, στὴν κα­τά­στα­ση τοῦ θα­νά­του.

Αὐ­τὴ εἶ­ναι ἡ πί­στη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ποὺ ἐ­πι­βε­βαι­ώ­νε­ται καὶ φα­νε­ρώ­νε­ται μὲ τὴ ζω­ὴ τῶν ἀ­να­ρίθ­μη­των Ἁ­γί­ων, Ὁ­σί­ων καὶ Μαρ­τύ­ρων της. Οἱ Ἅ­γιοι, οἱ Ὅ­σιοι καὶ οἱ Μάρ­τυ­ρες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἔ­δω­σαν χω­ρὶς γογ­γυ­σμὸ τὴ ζω­ή τους γιὰ τὸν Χρι­στὸ εἴ­τε μὲ τὸ μαρ­τύ­ριο τοῦ αἵ­μα­τος, εἴ­τε μὲ τὸ μαρ­τύ­ριο τῶν δα­κρύ­ων μὲ προ­ο­πτι­κὴ νὰ σὺν–ἀ­να­στη­θοῦν μα­ζί Του.

Ἐ­μεῖς τώ­ρα, πῶς ζοῦ­με αὐ­τὴν τὴν πί­στη; Εἶ­ναι καὶ γιὰ μᾶς δι­κή μας ἐμ­πει­ρί­α; Μή­πως χά­νου­με καὶ προ­δί­νου­με πο­λὺ συ­χνά, αὐ­τὴ τὴ νέ­α ζω­ή, πού λά­βα­με ὡς δῶ­ρο κα­τὰ τὸ Βά­πτι­σμά μας; Μή­πως στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ζοῦ­με σὰν νὰ μὴν ἀ­να­στή­θη­κε ὁ Χρι­στὸς; Σὰν νὰ μὴν ἔ­χει νό­η­μα γιὰ μᾶς αὐ­τὸ τὸ μο­να­δι­κὸ γε­γο­νὸς; Αὐ­τὸ δὲν πρέ­πει νὰ μᾶς προ­βλη­μα­τί­σει σο­βα­ρὰ;

Ὅ­λα αὐ­τὰ ἐξ αἰ­τί­ας τῆς ἀ­δυ­να­μί­ας μας νὰ ζοῦ­με μὲ «πί­στη, ἀ­γά­πη καὶ ἐλ­πί­δα» στὸ ἐ­πί­πε­δο ποὺ μᾶς ἀ­νέ­βα­σε ὁ Χρι­στός, ὅ­ταν μᾶς συ­νέ­στη­σε: «Ζη­τεῖ­τε πρῶ­τον τὴν Βα­σι­λεί­αν τοῦ Θε­οῦ καὶ τὴν Δι­και­ο­σύ­νην Αὐ­τοῦ καὶ ταῦ­τα πάν­τα (δηλ. τὰ ὑ­λι­κὰ ἀ­γα­θὰ) προ­στε­θή­σε­ται ὑ­μῖν», δηλ. νὰ ζη­τοῦ­με πρῶ­τα ἀ­πὸ ὅ­λα τὰ ἄλ­λα τὴ Βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ καὶ τὴν ἁ­γι­ό­τη­τα (τὴν Δι­και­ο­σύ­νη τοῦ Θε­οῦ). Ἁ­πλού­στα­τα ἐ­μεῖς ξε­χνᾶ­με ὅ­λα αὐ­τά, για­τί εἴ­μα­στε τό­σο ἀ­πα­σχο­λη­μέ­νοι, εἴ­μα­στε τό­σο βυ­θι­σμέ­νοι στὶς κα­θη­με­ρι­νὲς ἔ­γνοι­ες μας. Ξε­χνᾶ­με τὸ οὐ­σι­ω­δέ­στε­ρο, ποὺ εἶ­ναι νὰ πραγ­μα­το­ποι­οῦ­με τὸν σκο­πὸ τῆς ζω­ῆς μας, τὸ “καθ᾿ ὁ­μοί­ω­σιν”. Γιὰ νὰ τὸ ἐ­πι­τύ­χου­με, πρέ­πει νὰ ἐ­πι­δι­ώ­κουμ­ε συ­νε­χῶς νὰ κά­νου­με πνευ­μα­τι­κὴ πρό­ο­δο.

Μέ­σα σ᾿ αὐ­τὴ τὴ λη­σμο­σύ­νη, τὴν ἀ­στο­χί­α καὶ τὴν ἀ­πο­τυ­χί­α, ἡ ζω­ὴ μας γί­νε­ται ξα­νὰ «πα­λαι­ά», εὐ­τε­λὴς καὶ τε­λι­κὰ χω­ρὶς ση­μα­σί­α. Γί­νε­ται ἕ­να τα­ξί­δι χω­ρὶς νό­η­μα, γιὰ ἕ­να τέρ­μα χω­ρὶς νό­η­μα. Κα­τα­φέρ­νου­με νὰ ξε­χνᾶ­με ἀ­κό­μα καὶ τὸν θά­να­το. Τε­λι­κά, ἐν­τε­λῶς αἰφ­νι­δι­α­στι­κά, μέ­σα στὶς «ἀ­πο­λαύ­σεις τῆς ζω­ῆς», μᾶς ἔρ­χε­ται τρο­μα­κτι­κός, ἀ­να­πό­φευ­κτος καὶ πα­ρά­λο­γος, ὁ θά­να­τος.

Μπο­ρεῖ κα­τὰ και­ροὺς νὰ πα­ρα­δε­χό­μα­στε τὶς ποι­κί­λες ἁ­μαρ­τί­ες μας (ἂν βε­βαί­ως ἀ­να­γνω­ρί­ζου­με κά­ποι­α λά­θη μας καὶ κά­ποι­ες ἀ­στο­χί­ες μας) καὶ νὰ τὶς ἐ­ξο­μο­λο­γού­μα­στε, ὅ­μως ἐ­ξα­κο­λου­θοῦ­με νὰ μὴν ἀ­να­φέ­ρου­με τὴν ζω­ὴ μας σ᾿ ἐ­κεί­νη τὴ νέ­α ζω­ὴ ποὺ ὁ Χρι­στὸς μᾶς ἀ­πο­κά­λυ­ψε καὶ μᾶς ἔ­δω­σε, μὲ τὴν σάρ­κω­σή Του, τὴ ζω­ή Του, τὴ Σταύ­ρω­σή Του καὶ τὴν Ἀ­νά­στα­σή Του. Μή­πως ζοῦ­με πολ­λὲς φο­ρὲς πραγ­μα­τι­κὰ σὰν νὰ μὴν ἦρ­θε πο­τὲ ὁ Χρι­στός; Σὰν νὰ μὴν μᾶς ἔ­δω­σε ἕ­να νέ­ο πρό­τυ­πο ζω­ῆς καὶ μί­α νέ­α ὑ­πέ­ρο­χη αἰ­ώ­νια προ­ο­πτι­κὴ στὴν Βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ; Ἐ­κεῖ, ὅ­που δὲν θὰ ὑ­πάρ­χει πό­νος, λύ­πη, στε­ναγ­μὸς ἢ ἀ­σχή­μια, ἀλ­λὰ φῶς, ὀ­μορ­φιά, αἰ­ώ­νια χα­ρά, ἀ­γά­πη καὶ ἀ­πό­λαυ­ση τοῦ προ­σώ­που τοῦ Θε­οῦ, ἐ­κεῖ ποὺ θὰ ὑ­πάρ­χει: «Ὁ ἦ­χος ὁ ἀ­κα­τά­παυ­στος ἑ­ορ­τα­ζόν­των καὶ ἡ ἀ­πέ­ραν­τος ἡ­δο­νή, τῶν κα­θο­ρών­των τοῦ Σοῦ προ­σώ­που τὸ κάλ­λος τὸ ἄρ­ρη­τον» (βλ. εὐ­χὴ ἀ­πὸ τὴ Λει­τουρ­γί­α τοῦ Μεγ. Βα­σι­λεί­ου).

Αὐ­τὴ, λοι­πόν, εἶ­ναι ἡ μό­νη κατ᾿ ἐ­ξο­χὴν ἁ­μαρ­τί­α (ἀ­στο­χί­α). Ἡ ἁ­μαρ­τί­α τῶν ἁ­μαρ­τι­ῶν, ἡ ἀ­πί­στευ­τη θλί­ψη καὶ τρα­γω­δί­α ὅ­λων τῶν κατ᾿ ὄ­νο­μα Χρι­στια­νῶν. Τὸ νὰ ξε­χα­σθοῦν ἀ­πὸ τὶς μέ­ρι­μνες καὶ τὶς ἀ­πο­λαύ­σεις τῆς ἐ­πί­γειας ζω­ῆς καὶ νὰ χά­σουν τὴ Βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ. Στὴ Βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ, ἡ θέ­α καὶ μό­νο τοῦ Θε­οῦ θὰ εἶ­ναι ἡ ὑ­πέρ­τα­τη ἡ­δο­νὴ καὶ εὐ­τυ­χί­α τῶν σε­σω­σμέ­νων. Ἀν­τί­θε­τα, γιὰ ὅ­σους δὲν ἀ­γά­πη­σαν τὸν Θε­ὸ καὶ δὲν ἔ­κα­ναν τὸ θέ­λη­μά Του καὶ γιὰ ὅ­σους Τὸν πο­λέ­μη­σαν ἐν­συ­νεί­δη­τα, ἡ ἴ­δια πα­ρου­σί­α καὶ ἡ θέ­α τοῦ Θε­οῦ, θὰ εἶ­ναι ἕ­νας συ­νε­χὴς ἔ­λεγ­χος.

Ἂν τὸ συ­νει­δη­το­ποι­ή­σου­με αὐ­τό, τό­τε μπο­ροῦ­με νὰ κα­τα­λά­βου­με τί εἶ­ναι τὸ Πά­σχα γιὰ τὴ ζω­ή μας καὶ για­τί χρει­ά­ζε­ται τὴ Με­γά­λη Σα­ρα­κο­στή. Τό­τε θὰ μπο­ρέ­σου­με νὰ κα­τα­λά­βου­με, ὅ­τι ἡ Λει­τουρ­γι­κὴ Πα­ρά­δο­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καὶ ὅ­λος ὁ κύ­κλος τῶν Ἀ­κο­λου­θι­ῶν της, ὑ­πάρ­χουν γιὰ νὰ μᾶς βο­η­θή­σουν νὰ ξα­να­βροῦ­με τὸ ὅ­ρα­μα καὶ τὴν γεύ­ση αὐ­τῆς τῆς νέ­ας ζω­ῆς, ποὺ τό­σο εὔ­κο­λα χά­νου­με καὶ προ­δί­δου­με. Ὕ­στε­ρα νὰ μπο­ρέ­σου­με νὰ με­τα­νο­ή­σου­με καὶ νὰ ξα­να­γυ­ρί­σου­με στὴν Ἐκ­κλη­σί­α.

 

Πῶς ὁ Χρι­στια­νὸς θὰ μπο­ρέ­σει νὰ ἀ­πο­κτή­σει μι­κρὴ γεύ­ση τῆς Βα­σι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ.

 

Τὸ με­γά­λο πρό­βλη­μα τοῦ σύγ­χρο­νου Χρι­στια­νοῦ εἶ­ναι, πὼς θὰ μπο­ρέ­σει νὰ ἀ­γα­πή­σει καὶ νὰ ἐ­πι­θυ­μή­σει κά­τι πού δὲν ξέ­ρει; Πῶς θὰ μπο­ρέ­σει νὰ βά­λει πά­νω ἀ­πὸ κά­θε τι ἄλ­λο στὴν ζω­ή του, κά­τι ποὺ δὲν ἔ­χει δεῖ καὶ δὲν ἔ­χει χα­ρεῖ; Πῶς θὰ μπο­ρέ­σει νὰ ἀ­να­ζη­τή­σει τὴ Βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ, γιὰ τὴν ὁ­ποί­α δὲν ἔ­χει ἰ­δέ­α; Μό­νο μέ­σα στὴν Ἐκ­κλη­σί­α καὶ τὰ Μυ­στή­ριά της μπο­ρεῖ ὁ Χρι­στια­νὸς νὰ ἔ­χει μί­α γεύ­ση τῆς νέ­ας αὐ­τῆς ζω­ῆς.

Ἡ λα­τρεί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἦ­ταν ἀ­πὸ τὴν ἀρ­χὴ καὶ εἶ­ναι ἀ­κό­μα καὶ τώ­ρα, ἡ εἴ­σο­δος καὶ ἡ ἐ­πι­κοι­νω­νί­α μας μὲ τὴ νέ­α ζω­ὴ τῆς Βα­σι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ. Μέ­σα ἀ­πὸ τὴ Λει­τουρ­γι­κή της ζω­ὴ ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μᾶς ἀ­πο­κα­λύ­πτει σκι­ω­δῶς, τὶς ὑ­περ­κό­σμι­ες πραγ­μα­τι­κό­τη­τες, ποὺ δύ­σκο­λα μπο­ρεῖ ἄν­θρω­πος νὰ πε­ρι­γρά­ψει, ποὺ ὅ­πως λέ­ει ὁ Ἀπ. Παῦ­λος, «ὀ­φθαλ­μὸς οὐκ εἶ­δε καὶ οὗς οὐκ ἤ­κου­σε καὶ ἐ­πὶ καρ­δί­αν ἀν­θρώ­που οὐκ ἀ­νέ­βη, ἃ ἡ­τοί­μα­σεν ὁ Θε­ὸς τοῖς ἀ­γα­πῶ­σιν αὐ­τὸν». (Κορ. β΄ 9).

Στὸ κέν­τρο αὐ­τῆς τῆς Λει­τουρ­γι­κῆς ζω­ῆς, καρ­διὰ καὶ με­σου­ρά­νη­μά της, σὰν ἥ­λιος ποὺ οἱ ἀ­χτῖ­νες του δι­α­περ­νοῦν τὸ κά­θε τι, εἶ­ναι τὸ Πά­σχα. Τὸ Πά­σχα εἶ­ναι ἡ πόρ­τα ποὺ ὁ­δη­γεῖ στὴν ὑ­πέρ­λαμ­πρη Βα­σι­λεί­α τοῦ Χρι­στοῦ. Εἶ­ναι ἡ πρό­γευ­ση τῆς αἰ­ώ­νιας χα­ρᾶς ποὺ μᾶς πε­ρι­μέ­νει, ἡ δό­ξα τῆς νί­κης ποὺ πλημ­μυ­ρί­ζει ὅ­λη τὴν κτί­ση, δι­ό­τι «νι­κή­θη­κε ὁ θά­να­τος».

 

Πά­σχα, τὸ Κέν­τρο τῆς Λει­τουρ­γι­κῆς ζω­ῆς τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.

 

Ὁ­λό­κλη­ρη ἡ λα­τρεί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας εἶ­ναι ὀρ­γα­νω­μέ­νη γύ­ρω ἀ­πὸ τὸ Πά­σχα. Ἔ­τσι ὁ “Λει­τουρ­γι­κὸς χρό­νος”, δηλ. ἡ δι­α­δο­χὴ τῶν Ἐ­πο­χῶν καὶ τῶν ἑ­ορ­τῶν τοῦ ἔ­τους, γί­νε­ται ἕ­να τα­ξί­δι, ἕ­να προ­σκύ­νη­μα στὸ Πά­σχα. Τὸ Πά­σχα εἶ­ναι τὸ Τέ­λος, ὅ­λων αὐ­τῶν ποὺ ἀ­πο­τε­λοῦν τὰ «πα­λαι­ὰ» καὶ ἡ Ἀρ­χὴ τῆς «νέ­ας ζω­ῆς». Εἶ­ναι μί­α συ­νε­χὴς «δι­ά­βα­ση» ἀ­πὸ τὸν κό­σμο τοῦ­το, στὴ Βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ.

 

Ἀ­γῶ­νας γιὰ τὴν ἀ­πάρ­νη­ση τοῦ «πα­λαι­οῦ» ἀν­θρώ­που.

 

Παρ᾿ ὅ­λα αὐ­τὰ ἡ «πα­λαι­ὰ ζω­ή», ἡ ζω­ὴ τῆς «ἁ­μαρ­τί­ας» τῆς αὐ­το­νο­μή­σε­ως ἀ­πὸ τὸ θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ, δὲν εἶ­ναι εὔ­κο­λο νὰ ξε­πε­ρα­σθεῖ καὶ νὰ ἀλ­λά­ξει. Ὁ Χρι­στια­νὸς «σάρ­κα φο­ρῶν καὶ τὸν κό­σμον οἰ­κῶν» ἀν­τι­με­τω­πί­ζει σὰν μί­α ἰ­σχυ­ρὴ «πρό­κλη­ση» τὴ  «νέ­α ζω­ὴ» ποὺ δί­δα­ξε ὁ Χρι­στός. Δὲν εἶ­ναι κα­θό­λου εὔ­κο­λο νὰ ἀ­παρ­νη­θεῖ τὸν τρό­πο ζω­ῆς ποὺ τοῦ προ­σφέ­ρε­ται ἀ­πὸ τὸν κό­σμο. Ἕ­να κό­σμο γε­μᾶ­το μὲ τὶς κα­θη­με­ρι­νὲς φρον­τί­δες, τὸ κυ­νή­γι τῆς κα­ρι­έ­ρας καὶ τοῦ χρή­μα­τος, μὲ τὴν ἀ­να­ζή­τη­ση πολ­λῶν ὑ­λι­κῶν ἀ­γα­θῶν καὶ ἀ­πο­λαύ­σε­ων καὶ τὴν ἀ­σφά­λεια ποὺ αὐ­τὰ τοῦ πα­ρέ­χουν. Εἶ­ναι πο­λὺ δύ­σκο­λο νὰ δε­χθεῖ ἕ­να ἄλ­λο ἰ­δα­νι­κὸ ζω­ῆς ποὺ ἀ­παι­τεῖ πε­ρισ­σό­τε­ρη προ­σπά­θεια, προ­σο­χή, αὐ­το­έ­λεγ­χο, ὑ­πα­κο­ὴ στὸ Θέ­λη­μα καὶ στὶς Ἐν­το­λὲς τοῦ Θε­οῦ. Ἂν ὁ κό­σμος μὲ ὅ­λα τὰ «μέ­σα» του μᾶς φω­νά­ζει “μὴν ἀ­νη­συ­χεῖς γιὰ τί­πο­τα, ἔ­σω ἀ­μέ­ρι­μνος καὶ χα­ρού­με­νος, φρόν­τι­σε νὰ κα­λο­περ­νᾶς” (to have a nice time) δηλ. ἀ­κο­λοῦ­θα τὸν «εὐ­ρὺ καὶ εὔ­κο­λο δρό­μο», τὴν «εὐ­ρεί­αν ὁ­δὸ τὴν ἀ­πά­γου­σαν εἰς τὴν ἀ­πώ­λειαν», πό­σο δύ­σκο­λο καὶ ἐ­ξω­πραγ­μα­τι­κὸ εἶ­ναι ὁ Χρι­στια­νὸς νὰ δι­α­λέ­ξει τὸν «στε­νὸ, δύ­σκο­λο καὶ ἀ­νη­φο­ρι­κὸ δρό­μο» ποὺ τοῦ προ­τεί­νει ὁ Χρι­στός, μὲ μό­νη τὴν ὑ­πό­σχε­ση ὅ­τι θὰ τὸν ὁ­δη­γή­σει στὴν ἀ­λη­θι­νὴ καὶ μό­νι­μη εὐ­τυ­χί­α; Ἄ­ρα­γε αὐ­τὸς δὲν ἦ­ταν ὁ λό­γος πού ἔ­κα­νε τοὺς Ἀ­πο­στό­λους, ὅ­ταν ἄ­κου­σαν τὴ δι­δα­σκα­λί­α τοῦ Χρι­στοῦ, νὰ ρω­τή­σουν ἀ­πελ­πι­σμέ­να: «Τὶς ἄ­ρα­γε δύ­να­ται σω­θῆ­ναι;». (Ματθ. ιθ΄ 26).

 

Ἡ Με­γά­λη Σα­ρα­κο­στή, χεῖ­ρα βο­η­θεί­ας καὶ Σχο­λὴ με­τα­νοί­ας.

 

Ἀ­κρι­βῶς αὐ­τὴ τὴ δύ­σκο­λη στιγ­μὴ ἐμ­φα­νί­ζε­ται ἡ Με­γά­λη Σα­ρα­κο­στή, ὡς «χεῖ­ρα βο­η­θεί­ας» ποὺ ἁ­πλώ­νει σὲ μᾶς ἡ Ἐκ­κλη­σί­α. Ἡ Μεγ. Σα­ρα­κο­στὴ εἶ­ναι καὶ τὸ «Σχο­λεῖ­ο τῆς με­τα­νοί­ας», ποὺ θὰ μᾶς δώ­σει δύ­να­μη νὰ ζή­σου­με τὸ Πά­σχα, ὄ­χι σὰν μί­α ἁ­πλὴ εὐ­και­ρί­α νὰ φᾶ­με, νὰ πι­οῦ­με καὶ νὰ δι­α­σκε­δά­σου­με, ἀλ­λὰ κυ­ρί­ως ὡς τὸ τέ­λος τοῦ «πα­λαι­οῦ κό­σμου» ποὺ ὑ­πῆρ­χε μέ­σα μας. Ὡς ἡ εἴ­σο­δός μας στὸν «νέ­ο κό­σμο» τῆς Βα­σι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ.

 

Β. Με­γά­λη Σα­ρα­κο­στή, ς ἀ­να­νέ­ω­ση το Βα­πτί­σμα­τός μας.

 

Στὴν Ἀρ­χαί­α Ἐκ­κλη­σί­α, ὁ βα­σι­κὸς σκο­πὸς τῆς Σα­ρα­κο­στῆς ἦ­ταν νὰ προ­ε­τοι­μα­στοῦν οἱ «Κα­τη­χού­με­νοι» δηλ. οἱ ὑ­πο­ψή­φιοι νέ­οι Χρι­στια­νοὶ γιὰ τὸ Βά­πτι­σμα, ποὺ ἐ­κεῖ­νο τὸν και­ρὸ γί­νον­ταν στὴ διά­ρκεια τῆς Ἀ­να­στά­σι­μης Θεί­ας λει­τουρ­γί­ας. Οἱ Κα­τη­χού­με­νοι ποὺ ἐ­βα­πτί­ζον­το, φο­ροῦ­σαν λευ­κοὺς χι­τῶ­νες κα­τὰ τὸ Βά­πτι­σμα καὶ ἐ­πέ­στρε­φαν στὰ σπί­τια τους μὲ ἀ­ναμ­μέ­νες λαμ­πά­δες. Αὐ­τὸ τὸ θέ­α­μα ἦ­ταν μί­α ἠ­χη­ρὴ μαρ­τυ­ρί­α Χρι­στοῦ, μέ­σα στὸν εἰ­δω­λο­λα­τρι­κὸ κό­σμο.

Ἀλ­λὰ καὶ τώ­ρα, ποὺ ἡ Ἐκ­κλη­σί­α δὲν βα­πτί­ζει πιὰ τοὺς Χρι­στια­νοὺς σὲ με­γά­λη ἡ­λι­κί­α καὶ ὁ θε­σμὸς τῆς Κα­τη­χή­σε­ως ἔ­χει ἀ­το­νή­σει ἕ­ως καὶ ἐ­κλεί­ψει, τὸ βα­σι­κὸ νό­η­μα τῆς Σα­ρα­κο­στῆς πα­ρα­μέ­νει τὸ ἴ­διο. Τὸ πέ­ρα­σμα ἀ­πὸ τὴν «πα­λαι­ὰ» στὴν «και­νὴ» ζω­ή, στὴ νέ­α ζω­ὴ τῆς Βα­σι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ. Για­τί ἂν καὶ εἴ­μα­στε Βα­πτι­σμέ­νοι, ἐ­κεῖ­νο ποὺ χά­νου­με καὶ συ­νε­χῶς προ­δί­νου­με μέ­σα στὸν κό­σμο, εἶ­ναι ἀ­κρι­βῶς αὐ­τὸ ποὺ λά­βα­με στὸ Βά­πτι­σμα: Τὴ χά­ρη τοῦ Θε­οῦ, τὴν υἱ­ο­θε­σί­α τοῦ Θε­οῦ. Τὸ προ­νό­μιο νὰ εἴ­μα­στε κα­τὰ χά­ρη «τέ­κνα Θε­οῦ» καὶ νὰ θέ­λου­με νὰ ζοῦ­με συ­νε­χῶς κον­τά Του.

Ἔ­τσι τὸ Πά­σχα πρέ­πει νὰ εἶ­ναι γιὰ μᾶς ἡ ἐ­πι­στρο­φή, ποὺ κά­θε χρό­νο κά­νου­με στὴν ἀρ­χι­κή μας ὑ­πό­σχε­ση, στὴν ἀ­να­νέ­ω­ση τοῦ Βα­πτί­σμα­τός μας. Ἑ­πο­μέ­νως ἡ Σα­ρα­κο­στὴ εἶ­ναι ἡ προ­ε­τοι­μα­σί­α μας γι᾿ αὐ­τὴ τὴν ἐ­πι­στρο­φή. Ἡ ἀρ­γὴ ἀλ­λὰ ἐ­πί­μο­νη προ­σπά­θειά μας νὰ πραγ­μα­το­ποι­ή­σου­με τε­λι­κὰ τὴ δι­κή μας «δι­ά­βα­ση», τὸ δι­κό μας «Πά­σχα», τὸ δι­κό μας πέ­ρα­σμα στὴ νέ­α «ἐν Χρι­στῷ» ζω­ή.

 

Γ. Τα­ξί­δι, προ­σκύ­νη­μα κα χαρ­μο­λύ­πη.

 

Ἡ Μεγ. Σα­ρα­κο­στὴ εἶ­ναι ἕ­να τα­ξί­δι πνευ­μα­τι­κό, μὲ ἀ­να­με­νό­με­νο τέρ­μα, τὸ Πά­σχα. Τὸ Πά­σχα εἶ­ναι τὸ τέρ­μα τοῦ πνευ­μα­τι­κοῦ μας προ­σκυ­νή­μα­τος. Κα­θὼς κά­νου­με τὰ πρῶ­τα βή­μα­τα στὴ «χαρ­μο­λύ­πη» τῆς Μεγ. Σα­ρα­κο­στῆς βλέ­που­με μα­κριά, πο­λὺ μα­κριὰ τὸν προ­ο­ρι­σμό μας. Εἶ­ναι τὸ ὅ­ρα­μα, ἡ πρό­γευ­ση τοῦ Πά­σχα, ποὺ κά­νει τὸν κό­πο τῆς νη­στεί­ας καὶ τὴ λύ­πη τῆς Με­γά­λης Σα­ρα­κο­στῆς χα­ρά, φῶς, καὶ τὴ δι­κή μας προ­σπά­θεια μί­α «πνευ­μα­τι­κὴ ἄ­νοι­ξη». Ἡ δυ­σκο­λί­α τοῦ «στε­νοῦ καὶ ἀ­νη­φο­ρι­κοῦ» δρό­μου με­γά­λη, ἡ νη­στεί­α (σω­μα­τι­κὴ καὶ πνευ­μα­τι­κὴ) ἀρ­κε­τὰ κου­ρα­στι­κή. Ἡ νύ­χτα φαί­νε­ται σκο­τει­νὴ καὶ με­γά­λη, ἀλ­λὰ σὲ ὅ­λο τὸ μῆ­κος τοῦ δρό­μου, μί­α μυ­στι­κὴ καὶ ἀ­κτι­νο­βό­λα αὐ­γὴ φαί­νε­ται νὰ λάμ­πει στὸν ὁ­ρί­ζον­τα. Εἶ­ναι τὸ Ἀ­να­στά­σι­μο Φῶς. Ἡ χα­ρὰ τῆς Λαμ­πρῆς ἡ­μέ­ρας τοῦ Πά­σχα, ἡ εἴ­σο­δός μας στὴ δό­ξα τῆς Βα­σι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ.

 

«Μὴν κα­ται­σχύ­νης ἡ­μᾶς ἀ­πὸ τῆς προσ­δο­κί­ας ἡ­μῶν, Φι­λάν­θρω­πε!». A M H N

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1. ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ

2. Η ΜΕΓΑΛΗ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗ, π.  Ἀ­λε­ξάν­δρου Σμέ­μαν,  (Ἐκ­δό­σεις “ΑΚΡΙΤΑΣ”)