Κι ὅμως δὲν ἔπαψε νὰ ἐλπίζῃ καὶ νὰ περιμένῃ τὸν ἄνθρωπο. Ἀλλὰ καὶ Ἐκεῖνος δὲν τὸν λησμόνησε. Ἐκεῖνος ποὺ ἀφουγκραζόταν τὸν πόνο τῆς κάθε πονεμένης ψυχῆς καὶ τὴν σπλαγχνιζόταν, Ἐκεῖνος ποὺ θεράπευε «πᾶσαν νόσον καὶ πᾶσαν μαλακίαν», κάθε σωματικὴ καὶ ψυχικὴ ἀσθένεια, «γνοὺς ὅτι ὁ παράλυτος πολὺν ἤδη χρόνον εἶχε», πρόφθασε καὶ ἦρθε τὴν κατάλληλη στιγμή, πρὶν νὰ σβήση ἐντελῶς ἡ ἐλπίδα του.
Σοφία Μπεκρῆ: Ἄνθρωποι γενώμεθα