Ἡ λέξη ἅγιος στὴν ἀρχαιότητα δήλωνε τὸν ἀφιερωμένο στοὺς θεούς. Ἡ λέξη ἀνασημασιοδοτήθηκε ἢδη ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Ἅγιος σημαίνει ὁ ξένος πρὸς κάθε μολυσμὸ καὶ ἁμαρτία. Ἅγιος εἶναι μόνο ὁ Τριαδικὸς Θεός.

Γωνιά της Γλώσσας 79 – Γεωργίου Ἰ. Βιλλιώτη: Ἡ ἐτυμολογία τῆς ἡμέρας