Τὸ ρῆμα ἀπαυδάω-ῶ (ἀπό + αὐδή «ὁμιλία»), ποὺ σημαίνει «δὲν μπορῶ νὰ μιλήσω», «δὲν ἀντέχω ἄλλο», ἐκφέρεται λανθασμένα στὸν παρακείμενο «ἔχω ἀπηυδήσει», ἀντὶ «ἔχω ἀπαυδήσει» ποὺ εἶναι ὁ ὀρθὸς τύπος.
Ἀληθεύοντες ἐν γλώσσῃ. Ἀπαυδάω-ὤ
