«Ο ΖΗΤΩΝ ΕΥΡΙΣΚΕΙ» , Μιά ζωή πνευματικῆς ἀναζήτησης καί θεϊκῆς εὐλογίας

«Ο ΖΗΤΩΝ ΕΥΡΙΣΚΕΙ» (Ματθ. 7, 9)

Μιά ζωή πνευματικῆς ἀναζήτησης καί θεϊκῆς εὐλογίας

π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνοῦ

Ὁμοτ. Καθηγητοῦ Παν/μίου Ἀθηνῶν

 

Μέ τόν Ἀλέξανδρο Μωραϊτίδη (1850–1929) δέν μοῦ δόθηκε ἡ ἀφορμή νά ἀσχοληθῶ ἰδιαίτερα. Τό ἐνδιαφέρον μου στρεφόταν πάντοτε στόν «ἄλλον Ἀλέξανδρο» καί μακρινό ἐξάδελφό του, τόν Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη (1851–1911). Ὥσπου ἔλαβα μιά σπουδαία Μελέτη τοῦ ἐκλεκτοῦ Συναδέλφου καί Φίλου κ. Παντελῆ Πάσχου («Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης, ὁ ποιητής, ὁ Μοναχός, ὁ Ὑμνογράφος», Ἀθήνα 1976).

Ἔτσι ἔγινε ἡ πρώτη οὐσιαστική γνωριμία μου μέ μία ὑπεροχική Μορφή τῶν Γραμμάτων μας, ἀλλά καί Μάρτυρα τοῦ ρωμαίϊκου–ἑλληνορθοδόξου Ἤθους. Ἔκτοτε δέν ἔπαυσα, δοθείσης εὐκαιρίας, νά μελετῶ κείμενα τοῦ Ἀλ. Μωραϊτίδη καί νά εὐφραίνωμαι διδασκόμενος ἀπό τόν ἀγῶνα καί τήν δυναμική μαρτυρία του στήν Νεοελληνική Πραγματικότητα. Δέν ἄργησα δέ νά συνειδητοποιήσω τήν σοφή ρήση τοῦ κ. Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλου, ὅτι Παπαδιαμάντης καί Μωραϊτίδης ἦσαν «ὁμόπλουν πλοῖον».

Στά 90 χρόνια, λοιπόν, ἀπό τήν κοίμησή του ἀποτολμῶ νά καταθέσω καί τήν δική μου ταπεινή μαρτυρία γιά τήν μεγάλη αὐτή Μορφή τῶν Ἑλληνικῶν Γραμμάτων καί τῆς Ρωμηοσύνης. Δέν πρόκειται φυσικά νά παρουσιάσω κάποια εἰδική μελέτη, διότι ἔχουν γραφῆ καί γράφονται συνεχῶς σπουδαῖες γι’ αὐτόν ἐρευνητικές ἐργασίες, ἐγώ δέ αἰσθάνομαι πάντα ἔπηλυς στόν χῶρο. Ἔτσι θά καταθέσω κάποιες ἁπλές σκέψεις, μιά καρδιακή περισσότερο προσέγγιση τῆς πορείας του, πού κυριολεκτικά ἐντυπωσιάζει.

Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης

Παρακολουθώντας τόν ἀγῶνα τοῦ Ἀλέξανδρου Μωραϊτίδη καί τήν πάλη του μέ τόν ἴδιο τόν ἑαυτό του, μιά ἀληθινά «ἰακώβεια πάλη» (Γεν. 32, 23 ἑπ.), ἐθαύμασα τήν ἀπάντηση τοῦ Θεοῦ στήν συνεχῆ ἀναζήτησή του μέχρι τό τελικό ρίζωμά του στήν ἡσυχαστική πράξη, πού εἶναι ἡ πεμπτουσία τῆς αὐθεντικῆς χριστιανικότητας. Τό ἐπίκεντρο αὐτῆς τῆς ἀνοδικῆς του πορείας ἦταν ἡ λατρεία, ἡ κιβωτός αὐτή τῆς Ὀρθοδοξίας καί πνευματική μήτρα ἀναγέννησης τῶν πιστῶν της. Οἱ ἡσυχαστικές βέβαια, πρακτικές δέν μποροῦν νά γίνουν κατανοητές ὡς τρόπος ζωῆς στόν ἀμύητο στήν ἐν Χριστῷ ζωή, ἔστω καί ἄν τυπικά κινῆται στόν χῶρο τῆς Ὀρθοδοξίας. Γι’ αὐτό αἰσθάνθηκα κάτι μεταξύ αἰφνιδιασμοῦ καί θλίψης, ὅταν σέ κάποιο κείμενο γιά τόν Ἀλέξανδρο Μωραϊτίδη διάβασα, ὅτι ἐξ ἴσου μέ τόν Παπαδιαμάντη «ἦταν ἀφιερωμένος στήν ὀρθόδοξη χριστιανική τυπολατρία». Θά ἦταν ὅμως ἐγγύτερα στήν ἀλήθεια, ἄν μιλοῦσε κάποιος γιά «οὐσιολατρία», διότι καί οἱ δύο Ἀλέξανδροι, μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ καί τόν πνευματικό τους ἀγῶνα, ἔφτασαν στήν οὐσία τῆς Χριστιανικῆς Ὀρθοδοξίας, μολονότι ὁ Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης μέ κάποια βραδυπορία. Καί αὐτό φαίνεται στό ἔργο τοῦ Μωραϊτίδη, στό ὁποῖο εἶναι αἰσθητή ἡ ἀπό κάποιο σημεῖο καί μετά προοδευτική ἀνακάλυψη ἀπό αὐτόν τῶν ἀρχῶν, πού διέπουν τό Φιλοκαλικό Κίνημα, στήν ἀνάδειξη τοῦ ὁποίου πρωτοστάτησε καί ἡ γενέτειρα τῶν δύο Ἀλεξάνδρων, ἡ Σκιάθος.

Ὁ Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης ἀνταποκρινόμενος στήν κλήση τοῦ Θεοῦ πέτυχε –καί αὐτός– τήν ὑπέρβαση τῆς ἁπλῆς καί τυπικῆς θρησκευτικότητας, πού χαρακτηρίζει τήν πίστη καί ζωή τῶν συμβατικά Ὀρθοδόξων. Ἡ κλήση τοῦ Θεοῦ ἦλθε σ’ αὐτόν μέ ἕνα τρόπο, πού θυμίζει μιά συναφῆ ὁμολογία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου: «Πληγή τῆς εὖ φρονοῦσι μάθημα γίνεται».

Ἡ «πληγή» καί τό «μάθημα» ἦλθαν μέ τό ἀτύχημά του στό Μέγα Σπήλαιο τό 1907, διότι τότε μέ τήν συμβουλή τοῦ Γέροντος Δανιήλ Κατουνακιώτη ἔπαυσε νά ἀσχολῆται μέ κοσμικά θέματα στίς συγγραφές του, κάνοντας μιά ἀποφασιστική στροφή πρός τά πνευματικά. Ἔτσι, μέ τήν προτροπή καί εὐλογία τοῦ Γέροντα πέρασε ἀπό τήν δημοσιογραφία καί τήν διηγηματογραφία σέ θεματογραφία πνευματικοῦ, ὀρθοδοξοπατερικοῦ περιεχομένου. Αὐτό ὅμως προϋπέθεσε τήν ἀπελευθέρωσή του ἀπό τό «κοσμικό φρόνημα». Στήν συνάντηση δέ τοῦ Ἔθνους μέ τόν εὐρωπαϊκό διαφωτισμό καί τά λοιπά συναφῆ ἰδεολογικά ρεύματα, πού παρήγαγε ἡ μακρά εὐρωπαϊκή Διαλεκτική, προϊόν τῆς θρησκευτικο-πνευματικῆς ἀλλοτρίωσης τοῦ δυτικοῦ κόσμου μέσῳ τοῦ Παπισμοῦ, ἄρχισε καί ὁ δικός του προβληματισμός μέ μόνιμο σημεῖο ἀναφορᾶς τό Ἔθνος του, πού ἀπό τόν 18ο αἰῶνα καί κυρίως μέ τό ἑλληνικό ρεῦμα τοῦ Διαφωτισμοῦ, μέ πρωτεργάτη τόν Ἀδαμάντιο Κοραῆ (1748–1833), ὑποδουλωνόταν ὅλο καί περισσότερο στήν Δυτική Πρακτική ἀθεΐα.

Σέ κάποια στιγμή προκαλεῖ φρικίαση στόν Μωραϊτίδη ἡ αἰσθητή πιά ἀποκοπή τοῦ Νεοέλληνα ἀπό τίς ἑλληνορθόδοξες ρίζες του. Ὁ σχετικός λόγος του εἶναι πράγματι ἐντυπωσιακός: «Τά ἔθιμα ριζώνουν μέσα εἰς τήν καρδίαν τῶν ἀνθρώπων. Καί ὅταν καταργῶνται, νεῦρον εὐαίσθητον ξερριζώνεται βιαίως ἀπό μέσα ἀπό τήν καρδίαν, ἥτις πονεῖ καί ὀδυνᾶται, μεταδίδουσα τόν πόνον εἰς ὅλον τό σῶμα». Καί συνεχίζει ἐν ἀναφορᾷ πρός τίς παραδόσεις τοῦ ἑλληνικοῦ Λαοῦ: «Ὁ ἄνθρωπος ὅστις δέν ἔχει τό νεῦρον τοῦτο, δέν ἀνήκει εἰς ἔθνος. Εἶναι ἀλλότριος αὐτοῦ. Ἀνήκει εἰς ὅλα τά ἔθνη, καί εἰς οὐδέν. Νομίζει πώς εἶναι εἰς τόν κόσμον ὅλον, καί δέν εἶναι πουθενά. Εἶναι εἰς τόν ἀέρα ὅμως. Ἀεροβατεῖ. Εἶναι πολίτης τῆς «Νεφελοκοκκυγίας» τοῦ Ἀριστοφάνους. Ἐάν οἱ τοιοῦτοι ἄνθρωποι εἶναι ἄχρηστοι διά πᾶν ἔθνος, εἶναι πολύ περισσότερον διά τό Ἑλληνικόν. Εἶναι βλαβεροί. Τό ἑλληνικόν ἔθνος βλέπομεν ὅτι φεῦ! ὁλοέν ἐκλείπει καί χάνεται, διότι ἐκλείπουσι καί χάνονται οἱ ἔχοντες τό πονετικόν αὐτό νεῦρον ἐν τῇ καρδίᾳ των πολῖται… (Ἀλ. Μωραϊτίδη, Τά Διηγήματα, τ. Β΄ Χριστούγεννα στόν ὕπνο μου, Ἀθήνα 1991, σ. 180).

Κορύφωση ὅμως τῆς θεοκίνητης ἀναβατικῆς αὐτῆς πορείας του στήν Ὀρθόδοξη Ἀλήθεια εἶναι ἡ ἔνδυσή του μέ τό μοναστικό ράσο. Μετά τήν σύζυγό του (Βασιλική) πού τό 1914 ἔγινε Μοναχή (Ἀθανασία) στό Κεχροβούνι τῆς Τήνου, ἐκάρη καί αὐτός μοναχός στίς 16.9.1929 ἐκπληρώνοντας τόν μύχιό του πόθο. «Σήμερα εἶχον τήν μεγαλύτερη ἑορτή τῆς ζωῆς μου» δήλωσε μετά τήν κουρά του. Ἡ «ὁμολογία του καί στήν περίπτωση αὐτή συγκινεῖ καί ἐνθουσιάζει: «Ἐκεῖνο πού ἐπόθουν ἀπό τόσα χρόνια, ἐκεῖνο τό ὁποῖον ἡ ψυχή μου ἐμελετοῦσε νύκτας καί ἡμέρας, τό ἀπήλαυσα, τό ἀπέκτησα. Τό Μέγα καί Ἀγγελικόν Σχῆμα. Δέν εἶμαι πλέον ὁ Διδάσκαλος Ἀλέξανδρος, ὁ πρεσβύτης, ὁ πολυάσχολος μέ τάς μερίμνας τοῦ κόσμου. Εἶμαι ὁ μοναχός Ἀνδρόνικος, λαβών τό Ἀγγελικόν σχῆμα ἀπό τόν γλυκύτατον καί ἀηδονόστομον Μητροπολίτην Χαλκίδος, σεβ. Γρηγόριον εἰς μίαν πανέκλαμπρον λειτουργίαν τελεσθεῖσαν ἐν τῇ Μητροπόλει Σκιάθου ὑπό τήν πανευφρόσυνον χαράν τοῦ κείραντός με καί τήν εὐφροσύνην τῶν καλῶν καί ἀγαπώντων με συμπολιτῶν μου, ἐν τῷ Ναῷ τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, μέ τόν ὁποῖον μέ συνδέουσι ἀναμνήσεις παιδικῶν χρόνων.

Ἔτσι ἔρχονται οἱ Μεταφράσεις πατερικῶν ἔργων γιά τήν ἀτομική του οἰκοδομή, ἀλλά καί τοῦ Λαοῦ, γιά τόν ὁποῖο ἀγωνιζόταν ὁ Ἀλεξ. Μωραϊτίδης. Στήν ἴδια κατεύθυνση ἀποτιμᾶται καί ἡ ἀφιέρωσή του στό ὑμνογραφικό ἔργο. Σέ ἐποχή, δηλαδή, πού ἡ ἐθνική μας γραμματεία ἀπό μακροῦ ἔστρεφε κοραϊκά τό ἐνδιαφέρον της στά «φῶτα τῆς Εὐρώπης», ὁ Ἀλεξ. Μωραϊτίδης καί ὡς λαϊκός, ἀλλά καί ὡς μοναχός Ἀνδρόνικος, προβάλλει τήν Ὀρθοδοξία μέ τά ἡσυχαστικά συστατικά της, μέ κέντρο τήν Λατρεία. Ἔτσι μεταβάλλει βαθμιαῖα τήν δημοσιογραφία σέ ἄμβωνα, καί μάλιστα ὄχι σάν μιάν ἀνέρειστη ἠθικολογία εὐσεβιστικοῦ τύπου, ἀλλ’ ὡς δύναμη μεταμορφωτική καί ἀναγεννητική.

Ὁ Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης βρῆκε αὐτό πού ποθοῦσε σ’ Αὐτόν πού ζητοῦσε. Σ’ Ἐκεῖνον, πού ὑμνοῦσε ὡς «ἀριστερός» Ψάλτης στόν ἅγιο Ἐλισσαῖο τῆς Πλάκας. Αἰωνία του ἡ μνήμη!

 

Περιοδικό ΕΡΩ, τεῦχος 40, σελ. 69, 27/09/2019