Ὁ Παράξενος Πόλεμος

π. Δημητρίου Μπόκου

– Ἀρκετὰ πιά! Μπουχτίσαμε μὲ τὸν σπουδαῖο σας Θεό!
Ὁ Ἀντώνης χτύπησε μὲ ἔξαψη τὴ γροθιά του στὸ χέρι τῆς πολυθρόνας.
Δὲν εἶχε πεῖ καλά-καλὰ τὴν καλημέρα του. Ἡ Χριστίνα δὲν εἶχε προλάβει νὰ συνέλθει ἀπὸ τὸ ξάφνιασμά της, καθὼς τὸν εἶδε ἄξαφνα μπροστά της. Ἦταν ἀκόμα ὄρθιος μπροστὰ στὴν πόρτα, μὲ τὸ τσαντάκι τοῦ ὑπὸ μάλης κι ἕνα ἀδιόρατο χαμόγελο παγωμένο στὸ ανέκφραστο πρόσωπό του.

Μὲ τὸ ἄνοιγμα τῆς πόρτας μιὰ ψιλὴ παιδικὴ φωνὴ ἀπὸ τὸ μέσα δωμάτιο ἔφερε ὡς ἔξω δροσερὲς νότες ἀπὸ κάλαντα καὶ γιορτινὲς μελωδίες. Κι αὐτὸ ἦταν ἀρκετὸ γιὰ νὰ κεντρίσει ἀμέσως τὸν επισκέπτη. Τὰ χείλη τοῦ συσπάστηκαν εἰρωνικά.
– Μὲ τέτοια παραμύθια κοιμίζεις ἀκόμα τὰ παιδιά σου; πέταξε πικρόχολα στὴ νύφη του.
Καὶ χωρὶς νὰ περιμένει νὰ τοῦ τὸ ποῦν, πέρασε μέσα, πέταξε τὸ τσαντάκι του στὸ τραπεζάκι τοῦ σαλονιοῦ κι ἁπλώθηκε στὴ φαρδειά πολυθρόνα.
Ἡ Χριστίνα πειράχτηκε μὲ τὸ θράσος του. Χρόνια εἶχε ὁ νεότερος ἀδελφὸς τοῦ ἄντρα της νὰ πατήσει στὸ σπίτι τους. Ἔκρυψε τὴν ενόχλησή της ὅμως καὶ δὲ μίλησε.
Ὁ Ἀντώνης δήλωνε ἄθεος – καμάρωνε ἄλλωστε πολὺ γι’ αὐτό – καὶ δὲν ἔχασε τὴν εὐκαιρία ν’ ἀρχίσει ἀμέσως τὴν «ὑψηλὴ θεολογία» του.

– Θά ‘θελα νά ‘ξερα ποῦ κρύβεται αὐτὸς ὁ περίφημος Θεός σας, ποὺ λέτε πὼς κατέβηκε στὴ γῆ. Ποῦ ἐξαφανίζεται, ὅταν ἐδῶ τὸν χρειαζόμαστε τόσο πολύ; Γιατί κάνει τὸν κουφό, κάθε φορὰ ποὺ τὸν καλοῦμε ἀπεγνωσμένα γιὰ βοήθεια;
– Τί θὲς νὰ πεῖς; εἶπε ξερὰ ἡ Χριστίνα.
– Δὲ βλέπω τὸν Θεό σας νὰ νοιάζεται καθόλου, ἂν καὶ τὸ κακὸ πλημμύρισε τὸν κόσμο. Γι’ αὐτὸ εἶμαι ἄθεος! Μιλάω μὲ τὴν ἁπλή, τετράγωνη λογική. Ἄν ὑπάρχει, γιατί δὲν σταματάει τὸν πόλεμο, τὴν ἐκμετάλλευση, τὴ δυστυχία;
– Δὲν εἶναι ἁπλῆ ἡ λογική σου, μὰ ἁπλοϊκή. Οἱ ἄνθρωποι τὰ κάνοῦν όλ’ αὐτὰ μὲ τὴ δική τους θέληση. Γιατί φορτώνεις τὴν εὐθύνη στὸν Θεό;
– Οἱ ἄνθρωποι τα κάνουν βέβαια, μὰ ποῦ ‘ναι αὐτὸς γιὰ νὰ τοὺς σταματήσει;

Ἡ Χριστίνα ξεσπάθωσε.
– Θὰ προτιμοῦσες δηλαδὴ νὰ ἐπεμβαίνει δυναμικά; Νὰ πᾶς νὰ κάνεις τὸ κακὸ καὶ νὰ σὲ σταματάει μὲ τὸ ζόρι; Νὰ ρίχνει κεραυνὸ σὲ κάθε σου παρεκτροπή; Τὸν θέλεις χωροφύλακα νὰ σὲ αστυνομεύει; Νὰ καταργήσει τὴν ἐλευθερία σου; Ἔ; Αὐτὸ θά ‘θελες; Δὲν τὸ πιστεύω! Γιατί τότε, πρῶτος ἐσὺ θὰ ἐπαναστατοῦσες ἐναντίον του. Θά ‘θελες τὸν Θεὸ δικτάτορα; Ὄχι, φίλε μου! Τὸ μεγαλεῖο του εἶναι ἀκριβῶς νὰ σ’ ἔχει ἐλεύθερο, νὰ διαλαλεῖς τὴν ἀθεΐα σου. Νὰ τὸν ἀμφισβητεῖς καὶ νὰ τὸν ἀπορρίπτεις. Κι ὄχι ἁπλῶς νὰ σὲ ἀνέχεται ὅταν τὸ κάνεις αυτό, ἀλλὰ νὰ σ’ ἀγαπάει κι ἀπὸ πάνω. Τὸ κακὸ τὸ πολεμάει ὁ Θεός, μὰ ὄχι ὅπως νομίζεις ἐσύ. Ἔχει δικό του τρόπο. Χωρὶς νὰ πάψει ν’ αγαπάει αὐτὸν ποὺ τὸ κάνει.

Ἡ Χριστίνα εἶχε πάρει φόρα γιὰ τὰ καλά. Ὁ Ἀντώνης πῆγε κάτι νὰ πεῖ, μὰ τὴν ἴδια στιγμὴ μιὰ ἐσωτερικὴ πόρτα ἄνοιξε καὶ στὸν διάδρομο φάνηκε ὁ ἀδελφός του. Μὲ τὸ ποὺ εἶδε τὸν Ἀντώνη γούρλωσε τὰ μάτια του.
– Ἐσὺ ἀπό ‘δω; Πῶς ἦταν αὐτό; Κάτι συμβαίνει σίγουρα! Ἀλλιῶς δὲν θὰ μᾶς θυμόσουνα ποτέ. Μήπως ἡ μάνα μας;
– Ναί! Εἶναι δυὸ μέρες τώρα. Μᾶλλον ἐγκεφαλικό. Χρειάζεται πλέον ἄνθρωπο.
– Μὰ ἐσεῖς δὲν μένετε μαζί της;
– Ἐμεῖς δὲν μποροῦμε. Ἡ γυναῖκα μου τὸ δήλωσε. Ἄλλωστε ἔχουμὲ προγραμματίσει Ἰταλία γιὰ τὰ Χριστούγεννα. Δὲν γίνεται ν’ ἀλλάξουμε!
– Εἰδοποίησες τὴν ἀδελφή μας στὴν Ἀθήνα;
– Ἡ Βέτα τό ‘κοψε ὀρθά-κοφτά. Δὲν ἔρχεται. Δὲν μπορεῖ, λέει, νὰ νταντεύει ἀρρώστους.

– Μὰ εἶναι ἡ μόνη ἐλεύθερη, χωρὶς ὑποχρεώσεις. Ἄν δὲν μπορεῖ αὐτή, ποιὸς μπορεῖ;
– Ἐσεῖς φυσικά! Δὲν ἀπομένει ἄλλος! ἀπάντησε μὲ μιὰ νότα εἶρωνείας καὶ κυνισμοῦ ὁ Ἀντώνης.
– Μπα! Εἴμαστε χρήσιμοι τώρα; Γίναμε καλοί; Μᾶς ἔχετε ἀνάγκη, ἔ; Ἀλλιῶς δὲν θὰ ρωτούσατε οὔτε ἂν ζοῦμε! ξέσπασε ἡ Χριστίνα ξαναμμένη.
Αὐτὸ τῆς ἔλειπε τώρα! Νὰ ξεσηκωθεῖ χριστουγεννιάτικα. Νά μετακομίσει στὸ χωριό, δυό ὧρες μακριὰ μὲ τ’ αὐτοκίνητο, στὴν πεθερά της. Ἦταν τὸ τελευταῖο πρόσωπο ποὺ θά ‘θελε νὰ δεῖ.
Ἡ σκέψη της κάλπασε γοργὰ πρὸς τὰ πίσω, σε μνῆμες πού ‘χε προσπαθήσει νὰ ἀπωθήσει στὴ λήθη. Ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ ποὺ μπῆκε στὴν οἰκογένεια τοῦ ἄντρα της, ἦταν ἡ ἀνεπιθύμητη. Ἡ πεθερά της δὲν ἔπαψε οὔτε στιγμῇ νὰ τῆς δείχνει τὴ βαθειά της ἀντιπάθεια. Δὲν τὴ θεωροῦσε ἄξια γιὰ τὸν γιο της. Προσπάθησε νὰ τοὺς χωρίσει, μὰ δὲν τὰ κατάφερε. Οὔτε ὅμως καὶ παραιτήθηκε ποτὲ ἀπ’ τὸν σκοπό της. Δέκα χρονῶν ὁ πρῶτος ἐγγονὸς ποὺ τῆς χάρισαν, κι αὐτῇ ἀκόμα πολεμοῦσε νὰ διαλύσει τὸν γάμο τους.
Ἡ Χριστίνα πάλεψε νὰ τὴν προσεγγίσει, μὰ στάθηκε ἀδύνατο. Ἡ πεθερά της φρόντισε νὰ μεταδώσει τὴν ἀπέχθεια γιὰ τὴ νύφη της καὶ στ’ ἄλλα της παιδιά. Καὶ τοὺς ἔβαλαν ὅλοι στὸ περιθώριο. Πέντε χρόνια σχεδὸν τώρα οἱ ἐπαφές τους ἦταν κομμένες.

Μὰ νά, ποὺ τώρα ἡ παραγκωνισμένη νύφη ἦταν χρήσιμη. Ἡ Χριστίνα βρέθηκε σὲ πολὺ δύσκολη θέση. Ὅλο αὐτὸ τὸ διάστημα εἶχε προσπαθήσει σιγᾶ-σιγᾶ νὰ δαμάσει τὸ πάθος γιὰ τὴν πεθερά της. Ἀγωνίστηκε σκληρά. Τελικά, ἀκολουθῶντας τὴ φωνὴ τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς συνείδησής της καὶ γιὰ χάρη τοῦ ἄντρα της, κατάφερε νὰ τῇ, συγχωρήσει. Ἡ ψυχή της εἶχε ἠρεμήσει.

Μὰ τώρα τὸ πρᾶγμα ἔπαιρνε ἄλλη τροπή. Τῆς ζητοῦσαν πάρα πολλά. Ἀρχικὰ ἀπέρριψε κάθε σκέψη νὰ ξαναβρεθεῖ κοντὰ στὴν πεθερά της. Μὰ ὅταν πέρασε ἡ πρώτη ἐντύπωση, κάθισε καὶ τὸ κουβέντιασε μὲ τὸν ἄντρα της. Ἔβλεπαν πὼς ἦταν ἀναπόφευκτο.

Μέσα ἀπὸ δισταγμοὺς καὶ ὑπαναχωρήσεις πῆρε ἐπιτέλους τὴν ἀπόφαση νὰ διασχίσει τὸν Ρουβίκωνα. «Ὁ κύβος ἐρρίφθη».

…Μὲ τὴ βαλίτσα στὸ χέρι ἡ νέα γυναῖκα γύρισε τὸ πόμολο καὶ μπῆκε στὸ δωμάτιο. Στὸ τρίξιμο τῆς πόρτας ἡ ἄρρωστη μισάνοιξε τὰ μάτια της, ἐνῶ μιὰ φευγαλέα ἐλπίδα ανατάραξε τὴν καρδιά της. Τὸ ἀδυνατισμένο μυαλό της εἶχε κολλήσει σὲ μιὰ καὶ μόνο σκέψη: Ἡ Βέτα! Ἀπὸ στιγμὴ σὲ στιγμὴ θά ‘ρχόταν ἡ κόρη της, ἡ Ἀθηναία, ποὺ σὰν ἐλεύθερη ποὺ ἦταν, θά ‘τρεχε δίπλα στὴν ἀνήμπορη μάνα της.
– Ἦρθες, Βέτα; φώναξε ξεψυχισμένα, ἐνῶ τὰ θαμπωμένα μάτια της πάσχιζαν νὰ ξεδιαλύνουν τῇ μορφῇ τοῦ ἀνθρώπου ποὺ διαγραφόταν στὸ ἄνοιγμα τῆς πόρτας.
Ὁ γιος της ὁ Ἀντώνης ποὺ ἐρχόταν παραπίσω, προσπέρασε τὴν ἐπισκέπτρια καὶ πλησίασε τὴν ἄρρωστη.
– Ὄχι, μάνα, δὲν ἦρθε ἡ Βέτα κι οὔτε θά ‘ρθει. Ἡ νύφη σου εἶναι, ἡ Χριστίνα.
Ἡ ἄρρωστη ξανάκλεισε τὰ μάτια της καὶ δὲ μίλησε. Ἕνα δάκρυ στὴν ἄκρη τῶν βλεφάρων της φανέρωνε τὴ βαθειὰ τῆς απογοήτευσῇ.
Φανερὰ ταραγμένη ἡ Χριστίνα, παλεύοντας ἀκόμα μὲ τὸν ἑαυτό της, προχώρησε μὲ κόπο στὸ δωμάτιο. Κοίταξε τὴν ἄρρωστη. Δὲν έβλεπε μπροστά της τὴ δυναμικὴ γυναῖκα ποὺ ἤξερε. Τὸ ἐγκεφαλικό την τσάκισε σὰν δέντρο ποὺ τὸ χτύπησε ὁ κεραυνός. Μπροστά της κειτόταν ἕνα ἐρείπιο. Μισοπαράλυτο τὸ κορμί, παραδαρμένη ἡ σκέψη. Μὰ κι ἔτσι πάλι, δὲν μπόρεσε νὰ ἐμποδίσει τὸ κῦμα τῆς αποστροφής ποὺ τὴ συντάραξε σύγκορμα στὴν πρώτη θέα τῆς ἐχθρᾶς της.
Ὅμως τὸ εἶχε ἀποφασίσει πὼς θά ‘κανε τὸ καθῆκον τῆς καὶ θὰ τό ‘κανε καλά. Πολέμησε κάθε συναίσθημα καὶ σκέψη ποὺ τὴν ξεστράτιζε ἀπ’ τὸν σκοπό της.
Στρώθηκε ἀμέσως στὴ δουλειά. Συγύριζε, ἔπλενε, τάϊζε τὴν άρρωστη, τῆς ἔδινε τὰ φάρμακα, καθόταν δίπλα της γιὰ συντροφιά.
– Πρέπει νὰ τὰ κάνω ὅλα σωστά, ἐπαναλάμβανε συνέχεια μέσα της δίνοντας κουράγιο στον εαυτό της.
Ὅταν τέλειωνε τὶς δουλειές, ἔπαιρνε ἕνα βιβλίο καὶ διάβαζε σιγανά κοντὰ στὸ μαξιλάρι τῆς ἄρρωστης μὲ τὴν ἐλπίδα πὼς τὴν ἄκουγε.
Ἐκείνη δὲ μίλαγε ποτέ. Κρατοῦσε τὰ μάτια της κλειστά. Στὸ πρόσωπό της ἀποτυπώθηκε μόνιμα μιὰ πέτρινη παγερὴ ἔκφραση. Ἦταν σύμπτωμα τῆς ἀρρώστιας της; Ἢ συνέχιζε ἀμείλικτα τὸν πόλεμο μὲ τὴ νύφη της; Ἡ Χριστίνα δὲν μποροῦσε νὰ μαντέψει.
Στὴ δική της ὅμως καρδιὰ συνέβαινε ἡ ἀλλαγή. Ἄρχισε νὰ υποχωρεῖ ἡ παλιά της ἀπέχθεια. Γεννιόταν μέσα της καὶ θέριευε σιγά-σιγὰ κάποια συμπόνια γιὰ τὴ θρυμματισμένη ὕπαρξη πού ‘χε μπροστά της. Ἔπαψε νὰ τὴ βλέπει ἐχθρικά. Προσπαθοῦσε νὰ βλέπει μόνο τὸν ἄνθρωπο ποὺ πονοῦσε καὶ βασανιζόταν. Τὴν τσαλαπατημένη εἶκόνα τοῦ Θεοῦ ποὺ ὑπέφερε. Μιὰ καλοσύνη ἄρχισε σιγᾶ-σιγᾶ νὰ ξεπηδάει ἀπ’ τὴν καρδιά της.
Ἡ βδομάδα πέρασε χωρὶς ν’ ἀλλάξει τίποτε στὴν καθημερινὴ ρουτίνα. Ξημέρωναν Χριστούγεννα. Ἡ Χριστίνα κατάκοπη ἀπ’ τὴν ἅγρύπνια καὶ τὴν κούραση ξεκίνησε τὸ πρωινὸ τακτοποίημα. Μιὰ ελαφριά μελαγχολία εἶχε ἁπλωθεῖ στὴν καρδιά της. Ἀλλιῶς σχεδίαζε μὲ τὰ παιδιά της καὶ τὸν ἄντρα της τὰ φετινά τους Χριστούγεννα.
Τέλειωσε τὶς δουλειές της μὲ τὴν ἄρρωστη καὶ κάθισε δίπλα της, ὅπως τὸ συνήθιζε, νὰ πάρει ἀνάσα. Ἄνοιξε τὴν τσάντα της. Σήμερα πῆρε στὰ χέρια τὴ μικρή της Βίβλο. Ἄρχισε νὰ διαβάζει ἀπ’ τὴν ἀρχή. Ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Ματθαίου ποὺ ἱστοροῦσε τὴ Γέννηση τοῦ Χριστού.
Διάβαζε σιγανὰ καὶ καθαρὰ καὶ κάπου-κάπου ἔριχνε κλεφτὲς ματιὲς στὴν ἄρρωστη. Προχώρησε καὶ στ’ ἄλλα κεφάλαια, ἔφτασε στὴν «ἐπὶ τοῦ ὄρους ὁμιλία». Διάβασε μακαρισμούς, θαύματα, παραβολές. Κάποια στιγμὴ πρόφερε τὰ λόγια: «Ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς υμών, εὐλογεῖτε τοὺς καταρωμένους ὑμᾶς, καλῶς ποιεῖτε τοῖς μισοῦσιν ὑμᾶς…».
Ξανάριξε τὸ βλέμμα της στὴν ἄρρωστη, μὰ αὐτὸ ποὺ εἶδε τὴν τάραξε. Εἶχε γυρίσει πρὸς τὸ μέρος της καὶ μὲ μάτια ὁλάνοιχτα τὴν κοίταζε. Τὸ πρόσωπό της ἦταν πλημμυρισμένο στὰ δάκρυα. Ἡ Χριστίνὰ σηκώθηκε ξαφνιασμένη.
– Μάνα! φώναξε αὐθόρμητα.
Πῶς βγῆκε αὐτὴ ἡ λέξη ἀπὸ τὸ στόμα της; Πρώτη φορά την εἶπε ἔτσι στὰ δεκαπέντε χρόνια ποὺ ἦταν παντρεμένη.
Ἡ ἄρρωστη σάλεψε μὲ κόπο τὸ μισοπαράλυτο χέρι της. Φάνηκε σὰν κάτι ν’ ἀποζητάει. Ἔπιασε τὸ χέρι ποὺ τῆς ἅπλωσε ἡ Χριστίνα καὶ μὲ τὴ λίγη δύναμη ποὺ τῆς ἀπόμενε, τό ‘σφιξε σιγανά. Τὰ χείλη της τρεμούλιασαν…
– Συχώρεσέ με, κόρη μου!… Συχώρεσέ με!…
Σὰν ξεψυχισμένη πνοὴ ἀνέμου βγῆκε ἡ φωνὴ ἀπὸ τὸ στόμα της. Κοβόταν ἀπὸ λυγμούς. Ἡ Χριστίνα ἔγειρε τρυφερὰ πάνω τῆς καὶ οἱ δυό γυναῖκες, γιὰ πρώτη φορά, φιλήθηκαν. Γιὰ πρώτη φορὰ οἱ ματιές τους, μέσα ἀπὸ ζεστὰ ἀχτινοβόλα δάκρυα, ἀποζήτησαν νὰ σμίξουν ἡ μιὰ μὲ τὴν ἄλλη σ’ ἕνα γλυκό, αἰσθαντικὸ ἀντάμωμα.
Νὰ λοιπόν, ποὺ ὁ Θεὸς κατέβηκε στὴ γῆ – ποιὸς εἶπε πὼς δὲν κατεβαίνει; – πολέμησε τὸ κακὸ μὲ τὴν ἀγάπη του καὶ τὸ νίκησε. Αυτός εἶναι ὁ δικός του τρόπος. Πολεμάει τὸ κακό, μὰ ὄχι τὸν ἄνθρωπο ποὺ τὸ κάνει. Δὲν ἐξοντώνει τοὺς κακούς, μὰ τοὺς μεταμορφώνει. Τοὺς θέλει κοντά του κι αὐτούς. Δὲν τοὺς συντρίβει. Παιδιά του εἶναι κι αὐτοί, τοὺς ἀγαπάει.
– Ποῦ εἶσαι, Αντώνη, νὰ δεῖς πόσο παράξενὰ πολεμάει ὁ Θεός;
Ἡ Χριστίνα τηλεφώνησε ἀμέσως στὸν ἄντρα της, ποὺ τὸ μεσημεράκι κατέφθασε μὲ τὰ παιδιά τους.
Αὐτὰ κι ἂν ἦταν χαρούμενα Χριστούγεννα!…

Χριστούγεννα 2006