Γεωργίου Ἰορδάνου
Οἱ ὀρεινοὶ ὄγκοι πρόσφεραν δροσιὰ καὶ ἕνα ἀεράκι ποὺ τὴν ὥρα αὐτὴ -πρὶν τὴ δύση- ἔκανε τοὺς γέροντες στὰ δυὸ καφενεῖα τῆς πλατείας τοῦ ὀρεινοῦ χωριοῦ, καὶ κυρίως τοὺς λίγους ταξιδιῶτες ποὺ βρίσκονταν ἐκεῖ, νὰ ἀπολαμβάνουν τὴ θέα – πρὸς τὸν κάμπο ἀπὸ τὴ μιὰ καὶ τὶς κορυφὲς τοῦ βουνοῦ ἀπὸ τὴν ἄλλη- μὲ περίσσια χαλαρὴ διάθεση.
Ἦταν ἡ ὥρα τέτοια ποὺ ὁ ἥλιος βασίλευε χρωματίζοντας τὰ σύννεφα μὲ διαδοχικὰ χρώματα καὶ ἐπικαλύψεις ἀπὸ τὸ διάφανο λευκὸ καὶ τὶς γαλάζιες καὶ κόκκινες ἀποχρώσεις του.
Στὸν κάμπο οἱ ἐλιὲς ἁπλώνονταν φαιοπράσινες καὶ ἀναστατωμένες ἀπὸ τὶς ἀέριες μάζες ποὺ κατέβαιναν ἀπὸ τὴ χαράδρα γιὰ νὰ τὶς ἐνοχλήσουν.
Τὰ σπίτια ἁπλώνονταν πίσω καὶ ψηλὰ στὴν πλαγιά, πέτρινα, ἀκίνητα δοχεῖα ζωῆς. κοιτοῦσαν ἀφ΄ ὑψηλοῦ τους ἀνθρώπους τῆς πλακόστρωτης πλατείας μὲ τὰ τρία μεγάλα πλατάνια καὶ τὰ τραπεζάκια μὲ τὶς καρέκλες σὰν κρεμαστὰ στολίδια ἀπὸ κάτω τους. Αὐτὴ ἡ πλατεία τελείωνε ἀπότομα μὲ ἕνα μεγάλο κατὰ μῆκος μπαλκόνι νὰ ἵπταται ὑπεράνω τῆς μεγάλης πλαγιᾶς. Ἐκεῖ, στὴ δεξιὰ πλευρὰ της, μακριὰ λίγο ἀπὸ τὰ μαγαζιά, ὅπου ὁ χῶρος ἦταν ἀνοικτός, ὀρθωνόταν μιὰ κάθετη σιδερένια γραμμὴ ποὺ σὰν νὰ στερέωνε τὴν ἄκρη τοῦ οὐρανοῦ.
Ὁ λευκὸς ἱστὸς κρατοῦσε ψηλὰ τὴν ἑλληνικὴ σημαία, κυματοῦσα καὶ δεσπόζουσα σὰν σημεῖο ἀρχῆς γιὰ τὸ ὑπόλοιπο τοπίο.
Τὸν θόρυβο τῆς ὀχλοβοῆς μείωσε ἡ παρουσία μιᾶς διμοιρίας στρατιωτῶν. Ἀπὸ τὸ διπλανὸ φυλάκιο τὸ ἄγημα τῆς σημαίας πλησίαζε μὲ βηματισμό. Ἕνα σύνολο ξεχωριστό.
Στὸν χῶρο καὶ τὸν χρόνο τῆς πλατείας ἡ παρουσία λίγων νέων μὲ στολὴ καὶ ὁπλισμὸ ἒμοιαζε μὲ μιὰ παράξενη σύνθεση προσώπων, ἀντικειμένων καὶ χρωμάτων ποὺ διαλεγόταν μὲ τοὺς ἀκίνητους θαμῶνες τῶν δύο καφενείων καὶ τὰ ἀεικίνητα παιδάκια ποὺ διέσχιζαν διαρκῶς ὅλα τὰ μήκη καὶ πλάτη τῆς εἰκόνας αὐτῆς.
Τὸ ἀγέρωχο ἄγημα διέσχισε τὴν πλατεία μὲ σταθερὸ βηματισμὸ φτάνοντας μπροστὰ στὴ σημαία γιὰ νὰ τὴν ὑποστείλει γιὰ σήμερα πρὸς ἀνάπαυσή της, μυστικά, στὸ δῶμα τῆς ἑλληνικῆς ψυχῆς τοῦ καθένα κι ἔτσι ἕτοιμη τὴ νέα ἡμέρα τοῦ Θεοῦ νὰ ἐπαρθεῖ ὑπέρλαμπρη καὶ σημαίνουσα τὴ συνέχεια τοῦ γένους, τὴ ζωντανὴ ἱστορία τῶν ἀνθρώπων αὐτοῦ τοῦ τόπου.
Ὁ ἀξιωματικὸς ἔδωσε μιὰ διαταγὴ ἀπόδοσης χαιρετισμοῦ καὶ τιμῆς: -Παρουσιάστε.
Κι ἀναρωτιέται κανεὶς τί μπορεῖ νὰ «παρουσιάσει» ἕνα τσοῦρμο νέων μπροστὰ στὴν ἑλληνικὴ σημαία; Ἡ ἀπάντηση ἦρθε μὲ ἕνα ξάφνιασμα τῶν ἀμύητων στὸ αὐτονόητο ἀφενός, ἀφετέρου μὲ μιὰ κοινή, αὐθεντικὴ καὶ ἀδιαπραγμάτευτη ὁμοθυμαδὸν συμμετοχὴ στὴ συλλογικὴ μνήμη τῆς πατρίδας. Καθὼς ἕνας ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες ἔλυνε τὸ σχοινὶ στὸ σιδερένιο ἱστὸ γιὰ νὰ ξεκινήσει ἡ ὑποστολή, ἡ ζωὴ τῆς πλατείας ἐστρέφετo μὲ σεβασμὸ ἀπὸ τὴν καθημερινότητα πρὸς τὴν ἱερότητα τοῦ βίου.
Τότε, ὅλοι οἱ παρόντες νέοι, γέροι, γυναῖκες, παιδιά, μὲ τὴν οἰκειότητα καὶ τὴ συνήθεια στὴν τελετουργικὴ πράξη σηκώθηκαν μὲ μιὰ χαρακτηριστικὰ ἀβίαστη κίνηση -παρασύροντας καὶ τοὺς ἀμύητους στὸ γεγονός-, σιώπησαν, στράφηκαν πρὸς τὸ τελούμενο καὶ ἀπὸ τὸ σημεῖο ποὺ βρισκόταν ὁ καθείς, ὀρθοστάδην σὰν σὲ ἱερὴ πράξη στύλωσαν τὰ μάτια καὶ κατεύθυναν τὴν ψυχὴ νὰ συνοδεύσει τὴν ἠγαπημένη γαλανόλευκη στὴ νυχτερινή της ἀνάπαυση.
Ὅταν οἱ μικρὲς αὐτὲς ἱστορικὲς στιγμὲς ὁλοκληρώθηκαν, τὸ ἄγημα ἀποχώρησε, οἱ ἄνθρωποι ρίχτηκαν καὶ πάλι στὸ καθημερινὸ παιχνίδι, ἀλλὰ ἡ ἀπότιση σεβασμοῦ καὶ τιμῆς στὴν ἱστορία καὶ τὴ μνήμη τοῦ τόπου παρέμεινε ἕνας ἀριστοκρατικὸς χαιρετισμὸς στὴ συνέχεια τοῦ γένους.