H κυβέρνηση ΗΠΑ, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και το Πανεπιστήμιο Stanford λογόκριναν αληθή στοιχεία για τον covid-19

Darren Lyn 

17.03.2023

Χιούστον, Ηνωμένες Πολιτείες

Μελέτη κατονομάζει Twitter, Google, YouTube, Facebook, Instagram και TikTok μεταξύ των μεγάλων εταιρειών που ενσωματώθηκαν στο πλάνο

Νέα στοιχεία που κυκλοφόρησαν την Παρασκευή στα Αρχεία Twitter αποκάλυψαν ότι η κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών μαζί με μεγάλες εταιρείες μέσων κοινωνικής δικτύωσης συνεργάστηκαν στενά με το Πανεπιστήμιο Stanford για να λογοκρίνουν ή να περιορίσουν αληθή στοιχεία για την COVID-19.

«Το Project Virality του 2021 (virality: το να γίνει κάτι viral, να εξαπλωθεί ταχύτατα και ευρέως στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης) συνεργάστηκε με την κυβέρνηση για να εξαπολύσουν ένα πλάνο καθολικής επιτήρησης, σε όλους τους κλάδους, για περιεχόμενο σχετικό με Covid», έγραψε στο Twitter ο ανεξάρτητος δημοσιογράφος Matt Taibbi. «Τουλάχιστον έξι μεγάλες διαδικτυακές πλατφόρμες ενσωματώθηκαν στο πλάνο… στέλνοντας καθημερινά εκατομμύρια στοιχεία για έλεγχο».

Ο στόχος του Project, που δημιουργήθηκε από το Πανεπιστήμιο του Stanford, ήταν να εντοπίσει άτομα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης που έλεγαν πράγματα σε σχέση με την COVID-19 που η κυβέρνηση δεν επιθυμούσε από αυτούς να λένε. 

«Αν και το Project Virality εξέταζε περιεχόμενο ευρείας κλίμακας από το Twitter, το Google/YouTube, το Facebook/Instagram, το Medium, το TikTok και το Pinterest, εσκεμμένα και συνειδητά έβαζε στο στόχαστρο υλικό αληθές καθώς και έγκυρες πολιτικές απόψεις, ενώ συχνά η ίδια η πραγματικότητα το διέψευδε περίτρανα αποδεικνύοντας ότι έχει άδικο», συνέχισε ο Taibbi.

Η τελευταία αυτή αποκάλυψη επεξηγεί ουσιαστικά εκείνο που το αμερικανικό κοινό ήδη γνώριζε σχετικά με τα ακραία σημεία στα οποία έφτασε η ομοσπονδιακή κυβέρνηση και οι τεχνολογικοί κολοσσοί για να λογοκρίνουν στοιχεία για την COVID-19.

«Το Project Virality ήταν μια ‘επιτυχία που έσπασε ταμεία’», σημείωσε ο Taibbi. «Σύντομα η κυβέρνηση, η πανεπιστημιακή κοινότητα και ένα ολιγοπώλιο από επίδοξους εταιρικούς ανταγωνιστές οργανώθηκαν πίσω από μια μυστική, ενοποιημένη προσπάθεια ελέγχου του πολιτικού λόγου».

Όταν αναγνωριζόταν λόγος που δεν άρεσε στην κυβέρνηση, οι εταιρείες κοινωνικής δικτύωσης καλούνταν να λογοκρίνουν ή να περιορίσουν την ορατότητα αυτού του λόγου».  

«Αυτό επιτάχυνε την εξέλιξη της ψηφιακής λογοκρισίας, μετακινώντας την από την κρίση του αληθούς/αναληθούς προς ένα νέο, πιο τρομακτικό μοντέλο, που εστίαζε ανοικτά στο πολιτικό αφήγημα εις βάρος του γεγονότος», πρόσθεσε ο Taibbi, ο οποίος έδωσε κι ένα παράδειγμα της ανάμιξης του Twitter στο Project Virality (VP – Virality Project).

«Το VP είπε στο Twitter ότι αληθινά περιστατικά που θα μπορούσαν να πυροδοτήσουν διστακτικότητα (εμβολιασμού)’, μεταξύ των οποίων θέματα όπως ‘θάνατοι διασήμων μετά το εμβόλιο’ ή το κλείσιμο ενός κεντρικού σχολείου της Νέας Υόρκης εξαιτίας καταγγελιών για νόσηση μετά τον εμβολιασμό, θα έπρεπε να θεωρηθούν «Τυπική Παραπληροφόρηση για τα Εμβόλια στην Πλατφόρμα Σας», ανέφερε ο Taibbi.

Ο Taibbi σημείωσε επίσης ότι το Project Virality συγκεκριμένα δε βασιζόταν σε «διαβεβαιώσεις αληθινού γεγονότος», αλλά μάλλον σε «μια ανοικτή υποταγή στην εξουσία, μια αποδοχή του αφηγήματος και αποφάσεις από φιγούρες όπως ο Antony Fauci» ο οποίος ήταν ο επικεφαλής σύμβουλος υγείας για τον πρώην πρόεδρο Donald Trump που διέδιδε το μεγαλύτερο μέρος των πληροφοριών περί COVID-19 στην Αμερική κατά την περίοδο αιχμής της πανδημίας.

«Ακόμη και στην τελική του αναφορά, το VP ισχυρίστηκε ότι ήταν παραπληροφόρηση το να υπονοεί κάποιος ότι το εμβόλιο δεν εμποδίζει τη μετάδοση ή ότι οι κυβερνήσεις προσπαθούν να εισάγουν τα πιστοποιητικά εμβολιασμού», πρόσθεσε ο Taibbi. «Και τα δύο αυτά πράγματα αποδείχθηκε όμως ότι ίσχυαν στην πράξη».