«Πολὺ εὔλογα ἡ τοκογλυφία εἶναι μισητή, ἐπειδὴ τὸ κέρδος προέρχεται ἀπὸ τὸ ἴδιο τὸ νόμισμα κι ὄχι ἀπὸ τὴ χρήση, γιὰ τὴν ὁποία προορίστηκε. Ἐνῶ ἐπινοήθηκε γιὰ χάρη τῆς συναλλαγῆς, τὸ νόμισμα πολλαπλασιάζεται ἀπὸ τὸν τόκο (γι’ αὐτὸ ἄλλωστε καὶ ὁ τόκος ὀνομάστηκε ἔτσι, γιατὶ ὅπως τὰ γεννήματα εἶναι ὅμοια μὲ τοὺς γεννήτορές τους, ἔτσι καὶ ὁ τόκος εἶναι γέννημα χρημάτων ἀπὸ χρήματα). Ἑπομένως, ἀπ’ ὅλους τοὺς τρόπους ἀπόκτησης πλούτου βασικὰ αὐτὸς εἶναι ὁ πιὸ ἀφύσικος».
Ἀριστοτέλης, «Πολιτικά», Α΄, 1258b, Ἀριστοτέλης Ἅπαντα, τόμος 1, Πολιτικὰ 1, ἐκδόσεις Κάκτος
Τὸ νόμισμα ἐφευρέθη γιὰ τὴν διευκόλυνση τῶν ἀνταλλαγῶν, ἐπειδὴ ἡ ἄμεση ἀνταλλαγὴ ἀγαθῶν (ἀντιπραγματισμὸς) ἀπεδείχθη ἐν καιρῷ δυσχερής. Τὸ χρῆμα ἐπινοήθη ὡς χρήσιμο μέσον γενικῆς ἀνταλλαγῆς, ὡς νόμισμα μὲ συμβολικὴ ἀξία (νομιζομένη καθ’ ὑπόθεσιν καὶ κατὰ δοξασία) γιὰ τοὺς κατόχους του.
Ἡ συνακόλουθη ἀποκοπὴ τῆς πώλησης ἀπὸ τὴν ἀγορὰ ὁδήγησε στὴν μετατροπὴ τοῦ χρήματος σὲ μέσον πλουτισμοῦ καί, στὴν συνέχεια, μέσω τοῦ δανεισμοῦ, σὲ μέσον παραγωγῆς χρήματος ἐκ χρήματος (τόκος = γέννα).
Στὴν κανονική του μορφὴ τὸ χρῆμα ἀποτελεῖ μία πιστοποίηση τῆς ἀνθρώπινης ἐργασίας, ἕνα μέτρον τοῦ χρόνου παραγωγῆς καὶ τῆς ἀξίας τοῦ ἔργου. Ὁ Ἀριστοτέλης ἐπισημαίνει ὡστόσο ὅτι τὸ νόμισμα ἀπώλεσε τὸν ἀρχικό του χαρακτῆρα, καθὼς μετετράπη ἀπὸ μέσον ἀνταλλαγῆς σὲ ἐμπόρευμα, τὸ ὁποῖο συνιστᾶ πλοῦτο καὶ γεννᾶ (τίκτει) ἀξία ἀπὸ αὐτὸ τὸ ἴδιο. Γι’ αὐτὸ ἐντάσσει τὴν τοκογλυφία (ὀβολοστατικὴ) στὴν κατὰ φύσιν χρηματιστική.
Πολὺ ἀργότερα, τὴν ἐποχὴ τῆς εὐρωπαϊκῆς Ἀναγεννήσεως ὁ καπιταλισμὸς ἀρχίζει νὰ διαμορφώνεται μὲ τὴν δημιουργία τῶν τραπεζῶν, ἀπὸ τὰ τοκοφόρα δάνεια τῶν ὁποίων ἐξαρτῶνται τὰ δημόσια οἰκονομικά.
Μὲ τὴν κατοπινὴ ἀνάπτυξη τῆς καπιταλιστικῆς παραγωγῆς, ἡ ὁποία συνίσταται στὴν διαρκῆ ἐπένδυση (συσσώρευση) κεφαλαίου μὲ στόχο τὸ μέγιστο δυνατὸ κέρδος, καί, ἅμα τῇ ἐπικουρεία τῆς βιομηχανικῆς τεχνολογίας, ποὺ ἐπιτρέπει τὴν οἰκονομικὴ ἀνάπτυξη καθ’ ὑπέρβασιν τῶν φυσικῶν ὁρίων, τὸ τραπεζικὸ κεφάλαιο ἀναλαμβάνει προεξάρχοντα ρόλο.
Ὁ ρόλος τῶν τραπεζῶν καθίσταται ἀπολύτως ἀναγκαῖος γιὰ τὴν οἰκονομία, καθότι οἱ μεγάλες ἐπενδύσεις κεφαλαίου ἀπαιτοῦν συνεχῆ χρηματοδότηση καὶ οἱ τραπεζίτες φθάνουν στὸ σημεῖο νὰ δεσπόζουν ἐπὶ τοῦ παραγωγικοῦ βιομηχανικοῦ κεφαλαίου καὶ ἐν γένει νὰ μονοπωλοῦν τὴν οἰκονομία. Τὸ χρῆμα ἀποθησαυρίζεται, ἀγοράζεται καὶ χειραγωγεῖται. Οἱ τραπεζίτες κυριαρχοῦν ἐπὶ ἐπιχειρήσεων καὶ κρατῶν μέσω τοῦ δανεισμοῦ καὶ μποροῦν νὰ ἐλέγχουν τὴν κυκλοφορία τοῦ χρήματος προκαλώντας ἕνα διευρυνόμενο χάσμα μεταξὺ χρηματοπιστωτικῶν τίτλων καὶ παραγωγικοῦ πλούτου εἰς βάρος τοῦ δευτέρου.
Πραγματοποιεῖται ἔτσι μία κατὰ φύσιν ἀντιστροφὴ τῶν οἰκονομικῶν ὅρων τόσο σὲ ἐθνικὸ ὅσο σὲ διεθνὲς ἐπίπεδο. Τὸ σύμβολο τῆς ἀξίας μετατρέπεται σὲ κυρίαρχη ἀξία ποὺ παράγει ἀξία ἀφ’ ἑαυτῆς. Τὸ εἰκονικὸ κεφάλαιο δεσπόζει ἐπὶ τοῦ παραγωγικοῦ. Ἡ πλασματικὴ οἰκονομία ἐπὶ τῆς πραγματικῆς. Συσσωρεύονται ἀστρονομικὰ ποσὰ πλασματικοῦ κεφαλαίου ὑπὸ τὴν μορφὴ ἐθνικοῦ, ἐπιχειρηματικοῦ καὶ ἰδιωτικοῦ χρέους, τὰ ὁποία δὲν ἀπηχοῦν τὴν ἀξία τῆς πραγματικῆς οἰκονομίας, ἀλλὰ ὡστόσο τὴν καθορίζουν.
Ὁ σύγχρονος πλοῦτος τῶν ἐθνῶν εἶναι τὸ δημόσιο χρέος τους. Οἱ ἐθνικὲς τράπεζες εἶναι, στὴν πραγματικότητα, ἱδρύματα μεγαλοτραπεζιτῶν κερδοσκόπων ποὺ ἔχουν ἐξασφαλίσει τὸ προνόμιο νὰ δανείζουν τὰ κράτη καὶ νὰ ἐκδίδουν νόμισμα ἐκ τοῦ μὴ ὄντος, ὑπὸ τὴν μορφὴ τραπεζογραμματίων.
Τὸ σύγχρονο χρῆμα εἶναι πιστωτικὸ χρῆμα. Γι’ αὐτὸ καὶ αὐτὸς ποὺ καθορίζει πραγματικὰ τὴν οἰκονομικὴ πολιτικὴ μιᾶς χώρας εἶναι αὐτὸς στὰ χέρια τοῦ ὁποίου βρίσκεται τὸ χρῆμα. Ἡ δυνατότητες τῆς ψηφιακῆς τεχνολογίας δίνουν μάλιστα στὸ χρηματοπιστωτικὸ κεφάλαιο τὴν τεχνικὴ δυνατότητα τῆς ἀπαλλοτρίωσης τῶν χρηματικῶν περιουσιῶν ἀπὸ τὶς τράπεζες μέσω τοῦ προαναγγελλομένου ψηφιακοῦ χρήματος, προοίμιο τοῦ ὁποίου ἀποτελοῦν τὰ κρυπτονομίσματα.
Ἡ πλασματικὴ οἰκονομία μετατρέπεται σὲ μία ψηφιακὴ δυστοπία, ἡ ὁποία δίνει τὴν κοσμοϊστορικὴ δυνατότητα στοὺς μεγαλοτραπεζίτες νὰ ἐλέγχουν τοὺς λαοὺς μέσω ἄϋλων τραπεζογραμματίων ποὺ βρίσκονται ὑπὸ τὴν πλήρη κατοχή τους.
Ὁ Ἀριστοτέλης πέθανε νωρίς, ἀλλὰ ἡ οἰκονομική του θεωρία γιὰ τὸν κατὰ φύσι χαρακτῆρα τῆς τοκογλυφίας δικαιώνεται πλήρως στὴν δαιμονικὴ ἐποχὴ τῆς τυραννίας τῆς οἰκονομίας. Ὁ ἴδιος ἄλλωστε εἶχε ἰδίαν πεῖραν περὶ τῆς ἀσυδοσίας τῶν τοκογλύφων. Στὴν ἐποχή του ὁ τόκος κυμαινόταν 10-36%, ἐνῶ στὰ ναυτοδάνεια ἦταν ἀκόμη μεγαλύτερος.
Ἡ ἀνάκτηση τῆς ἀρχικῆς ἀξίας τοῦ χρήματος ὡς μέσον πιστοποίησης τῆς ἐργασίας καὶ ἀνταλλαγῆς ἀγαθῶν, ἡ ἀπόκτηση τῆς δυνατότητας ἔκδοσης καὶ κυκλοφορίας τοῦ χρήματος ἀπὸ κράτη, μὲ πραγματικὲς ἐθνικὲς τράπεζες, καὶ ἡ κατάργηση τῆς δουλείας τῶν χρεῶν ἀποτελοῦν τὰ ἀπαραίτητα στοιχεῖα μιᾶς ἐθνικῆς οἰκονομικῆς πολιτικῆς. Πρὸς τὸ παρὸν ἀναζητεῖται ἐπειγόντως ἐθνικὴ ἡγεσία.