Περσυνάκη Ἐμμανουὴλ
καθηγητοῦ-ἱεροψάλτου
Ἡ αὐστηρότητα τοῦ ὕφους καὶ ἡ σεμνότητα τῆς μελωδίας εἶναι χαρακτηριστικὰ μὲ τὰ ὁποῖα ἡ βυζαντινὴ μουσικὴ ἐπιζητᾶ νὰ ἐμψυχώσει τὰ ἐκκλησιαστικὰ ποιητικὰ κείμενα καὶ νὰ ἐκφράσει ἁπλὰ καὶ καθαρὰ τὸ συναίσθημα τοῦ προσευχόμενου πιστοῦ. Ἡ ἐκκλησιαστικὴ ποίηση καὶ ἡ βυζαντινὴ μουσικὴ δημιουργεῖ τὶς κατάλληλες προϋποθέσεις μέσα στὶς ὁποῖες ὁ χριστιανὸς βρίσκει πρόσφορο ἔδαφος περισυλλογῆς γιὰ νὰ μπορέσει νὰ προσεγγίσει τὸν οὐράνιο πνευματικὸ κόσμο στηριζόμενος στὴν ἀσάλευτη πέτρα τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ μελωδία τῶν ὕμνων τῆς ἐκκλησίας βοηθάει τὸν πιστὸ νὰ συλλάβει ὀρθὰ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ. Ἡ βυζαντινὴ μουσικὴ ἔχει τὴ δύναμη νὰ ἀνοίγει δρόμους ἐπικοινωνίας ἀπὸ τὸ ὑλικὸ πρὸς τὸ ἄυλο, ἀπὸ τὸ πρόσκαιρο στὸ αἰώνιο, ἀπὸ τὸ κατανοητὸ στὸ ἀκατανόητο. Ὅσοι βιώνουν τὴν εὐεργετικὴ ἐπίδραση τῆς ψαλμωδίας στὴν πνευματικὴ πορεία τους πρὸς τὸν Χριστὸ διαπιστώνουν ὅτι εἶναι ἕνα θαυμάσιο μέσο ἐκκλησιαστικῆς παιδείας καὶ χριστιανικῆς ἀγωγῆς. Ἀπὸ εὐσέβεια καὶ πίστη πρέπει νὰ ἐμφορεῖται ὁ μελουργὸς γιὰ νὰ βοηθήσει τὸν πιστὸ στὴν πορεία του πρὸς τὴ Θεία Μυσταγωγία. Ἡ πνευματικότητα τοῦ βυζαντινοῦ μέλους εἶναι καρπὸς ἀνώτερης χριστιανικῆς ζωῆς ὅπως τὴ βίωσαν ἀνὰ τοὺς αἰῶνες οἱ ἱεροὶ ὑμνογράφοι καὶ μεγάλοι μελουργοὶ ποὺ ἦταν ἄνθρωποι βαθύτατα θρησκευόμενοι γι’ αὐτὸ καὶ πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἁγίασαν. Χωρὶς νὰ ἐκτρέπονται σὲ βαρβαρικοὺς κραυγασμοὺς καὶ χωρὶς νὰ παρασύρονται ἀπὸ τοὺς τόσο γνώριμους καὶ στὴν ἐποχή μας νεωτερισμοὺς δημιούργησαν ἔργα θεϊκῆς ἐμπνεύσεως καὶ διαχρονικῆς διάρκειας. Ἡ εὐγένεια, ἡ αὐθόρμητη ζωηρότητα, ἡ σεμνότητα, ἡ ἐπιβλητικὴ ἱεροπρέπεια, ἡ ἀντίθεση τῶν χρωματισμῶν ἐναρμονίζονται κατὰ τρόπο ποὺ προσφέρουν στὸν πιστὸ ἕνα κόσμο ἀνεξάντλητης πληρότητας καὶ ἀξεπέραστου κάλλους.
Κοινὸ γνώρισμα ὅλων τῶν εἰδῶν τοῦ βυζαντινοῦ μέλους εἶναι ἡ ἠθικοπλαστικὴ δύναμη. Ὁ Μέγας Βασίλειος εὔστοχα παρατηρεῖ: «Ἡ χριστιανικὴ ποίηση τοῦ Βυζαντίου εἶναι ἕνα ὑπέροχο μελωδικὸ κήρυγμα ποὺ ἔχει τὴ δύναμη νὰ προκαλέσει ἱερὴ συγκίνηση, νὰ διευκολύνει τὴν κατανόηση τῶν δογματικῶν ἀληθειῶν τῆς πίστεώς μας. Ἡ ὑμνωδία γράφει, γαληνεύει τὴ ψυχή, καταπραΰνει τὴν ὀργή, σωφρονίζει τὴν ἀκολασία, στερεώνει τὴ φιλία. Ἡ ψαλμωδία ὅμως ἔχει τὴ δύναμη νὰ συγκινήσει ἀκόμη καὶ τὸν ἄνθρωπο μὲ πέτρινη καρδιὰ νὰ τὸν κάνει νὰ δακρύσει». Ὁ ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομoς μᾶς λέγει: «Ἡ ψαλμωδία ἐξαφανίζει τὴν ἀδικία, ἐνισχύει τὴ δικαιοσύνη, ἑρμηνεύει τὴν πίστη, οἰκοδομεῖ τὴν Ἐκκλησία, ζωογονεῖ τὴν πίστη τῶν ὀρθόδοξων». Πάνω σὲ ὅλα τὰ μελίσματα τῆς βυζαντινῆς μουσικῆς ἀποτυπώνεται μία ἀσυνήθιστη καὶ ἀκατανόητη γιὰ τοὺς ἀμύητους μεταφυσικὴ αἴσθηση εἴτε πρόκειται γιὰ ὑποτυπώδη μελωδικὴ φράση εἴτε γιὰ τὸν πλούσιο διάκοσμο τῶν ἀργῶν ἰδιομέλων καὶ ἔντεχνων παπαδικῶν μαθημάτων. Ὁλόκληρη ἡ βυζαντινὴ μελουργία δονεῖται ἀπὸ μία ἐξυψωτικὴ δύναμη ποὺ βοηθᾶ τὴν ψυχὴ τοῦ πιστοῦ νὰ συλλάβει τὸ μεγαλεῖο τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, βοηθᾶ τὸν πιστὸ νὰ προσεγγίσει τὴν ἄπειρο Σοφία τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ καταλάβει πόσο μικρὸς καὶ ἀδύναμος εἶναι. Τὴ βυζαντινὴ μουσικὴ δὲν τὴν ἀντιλαμβανόμαστε ὅπως ἕνα τραγούδι, ἀλλὰ τὴν αἰσθανόμαστε στὰ μύχια της ψυχῆς μας μὲ τὴ δύναμη τῶν ἤχων νὰ ἐκφράζει τὰ συναισθήματά μας τὶς ἔντονες ἐσωτερικὲς παρορμήσεις καὶ θεῖες καὶ πνευματικὲς ἀνατάσεις.
Αὐτὸ τὸ θεῖο δῶρο ποὺ τὸ ἀποδέχθηκε τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὰ πρῶτα χρόνια της ἵδρυσής της. Καλλιεργήθηκε κατὰ τὴ βυζαντινὴ περίοδο ἀπὸ ἁγίους μελουργούς. Διατηρήθηκε ἀπὸ τὸν ψάλτη κατὰ τὴν Τουρκοκρατία. Γαλούχησε γενεὲς γενεῶν ὀρθόδοξων πιστῶν καὶ τοὺς βοήθησε νὰ ζήσουν τὴ λειτουργικὴ ζωὴ τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Συνεπῶς εἶναι μία μακραίωνη παράδοση. Ἡ βυζαντινὴ μουσικὴ ὡς θεῖο δῶρο, πολεμήθηκε ὅπως ὅλες οἱ ἑλληνικὲς παραδόσεις ἀπὸ τοὺς δυτικοὺς προστάτες μας. Δυστυχῶς δὲν τὸ φρόντισε τὸ ἐλεύθερο ἑλληνικὸ κράτος ὅσο ἔπρεπε καὶ ἀμβλύνθηκε ἡ συνείδηση τὸν Νεοέλληνα ἀπέναντί του μὲ ἀποτέλεσμα, μερικὰ ἐκκλησιαστικὰ συμβούλια, ἰδιαίτερα στὶς πόλεις, ὄχι μόνο νὰ ἀντικαταστήσουν τὴν παραδοσιακὴ ψαλτικὴ τέχνη μὲ τὴν εὐρωπαϊκὴ πολυφωνία, ἀλλὰ καὶ νὰ εἰσάγουν μουσικὰ ὄργανα στὴν Ἐκκλησία μὲ τὸ πρόσχημα ὅτι αὐτὸ ἀρέσει στὸν κόσμο. Τὸ ἐπιχείρημα αὐτὸ εἶναι μία αὐθαίρετη γενίκευση καὶ δὲν μπορεῖ μὲ κανένα τρόπο νὰ γίνει δεκτό, γιατί στὴ θεία λατρεία δὲν χρησιμοποιοῦμε ὅ,τι μᾶς ἀρέσει, ἀλλὰ ἐκεῖνα ποὺ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας ἀποδέχεται καὶ εἶναι σύμφωνα μὲ τὸ πνεῦμα τοῦ Εὐαγγελίου ὅπως αὐτὸ βιώθηκε καὶ καθορίζεται ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Πατέρες.
Ὁ χῶρος τοῦ ναοῦ δὲν εἶναι τόπος διασκέδασης· εἶναι χῶρος προσευχῆς. Προσευχόμαστε ὁμαδικὰ μὲ τοὺς ὕμνους τῆς ἐκκλησίας γι’ αὐτὸ καὶ ἡ βυζαντινὴ μουσικὴ εἶναι μουσικὸς λόγος. Αὐτὸ τὸ ὑπογραμμίζω γιατί καὶ ὁρισμένοι συνάδελφοί μου ἱεροψάλτες δυστυχῶς δὲν τὸ γνωρίζουν, ἢ ἄλλοι τὸ παραμερίζουν, ὅταν ἐκτρέπονται σὲ ὑπερβολὲς καὶ ἐξεζητημένους φωνητικοὺς γλυκασμούς, ὅταν αὐτοσχεδιάζουν καὶ ψάλλουν χωρὶς νὰ ἔχουν ἀπέναντί τους τὸ μουσικὸ κείμενο. Εἶναι μία κακὴ συνήθεια ποὺ τοὺς ἀπομακρύνει ἀπὸ τὴν παραδοσιακὴ ψαλτικὴ τέχνη καὶ κινδυνεύουν νὰ τοὺς ἀπορρίψει τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Πρέπει νὰ γνωρίζουν οἱ ἀγαπητοὶ συνάδελφοί μου ἱεροψάλτες ὅτι ὑπηρετοῦν στὸ ἀναλόγιο τὴ λειτουργικὴ τέχνη ποὺ ὀνομάζεται ψαλτικὴ τέχνη ἡ ὁποία πρέπει νὰ ἐμφορεῖται ἀπὸ τὶς Ἱερὲς Γραφὲς καὶ νὰ ἐκφράζει τὴ χριστιανικὴ ἁπλότητα, τὴ μετριοπάθεια, τὴν ἐπιείκεια, τὴν αὐτοκυριαρχία, τὴ διάκριση, τὴν ταπείνωση μὲ ἕνα λόγο νὰ εἶναι σύμφωνη μὲ τὶς χριστιανικὲς ἀρετές. Κάθε παρέκκλιση ἀπὸ τὸν παραπάνω κανόνα πρέπει νὰ εἶναι ἐξαίρεση.
Στὸ σημεῖο αὐτὸ πρέπει νὰ τονίσω ὅτι δὲν πρέπει νὰ ξεχνᾶμε πὼς ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἦταν ἀνέκαθεν ἀγωνιστικὴ γι’ αὐτὸ προβάλλει συνέχεια τὶς μεγάλες ἀγωνιστικὲς μορφὲς τῆς πίστεώς μας, τοὺς ὁμολογητές, τοὺς μάρτυρες, τοὺς μεγάλους ἱεράρχες ποὺ κατήγγελλαν κάθε αὐθαιρεσία τῶν ἑκάστοτε δυνατῶν. Τὸ Σταυρικὸ Πάθος εἶναι ἐκεῖνο ποὺ ἔφερε τὴ Σωτηρία τοῦ κόσμου. Κάθε χριστιανὸς μὲ τὴν ὀρθοστασία, τὴν ἀγρυπνία τὸν σωματικὸ καὶ πνευματικὸ κόπο συμμετέχει βιωματικὰ στὸ μέτρο τοῦ δυνατοῦ στὸ πάθος τοῦ Χριστοῦ, τότε μόνο ἀποκτᾶ νόημα ἡ συμμετοχὴ στὴ θεία λατρεία. Ἂν ἀπὸ τὶς ἱερὲς ἀκολουθίες ἀφαιρεθεῖ κάθε ἀσκητικὸ πνεῦμα καὶ κάθε ἔννοια θυσίας καὶ διαποτιστοῦν ἀπὸ τὸ πνεῦμα εὐδαιμονισμοῦ καὶ καλοζωίας τὸ ὁποῖο προσφέρεται μὲ τὴ χρησιμοποίηση ἐκείνων τῶν ἀνέσεων καὶ εὐκολιῶν ποὺ ἀπολαμβάνουμε στὶς κοσμικὲς συγκεντρώσεις διαπράττουμε τεράστιο σφάλμα ποὺ θὰ ἀποβεῖ μοιραῖο γιὰ τὴν ἐκκλησιαστική μας παράδοση καὶ θὰ ἀποξηράνει καὶ τὶς ἐλάχιστες ὀάσεις τῆς ὀρθόδοξης πνευματικότητας ποὺ διέσωσε ἡ θυσία τῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας. Δὲν εὐσταθεῖ ὁ ἰσχυρισμὸς ὅτι τὰ μουσικὰ ὄργανα καὶ ἡ εὐρωπαϊκὴ πολυφωνικὴ μουσικὴ θὰ προσελκύσουν τάχα τοὺς νέους στὴν Ἐκκλησία. Οἱ νέοι πάντα ἐνδιαφέρονται γιὰ ὅ,τι εἶναι ἀληθινό, γνήσιο καὶ αὐθεντικὸ καὶ περιφρονοῦν ἀπομιμήσεις καὶ διασκευές.
Συγκινοῦνται ἀπὸ τὸ ἀγωνιστικὸ φρόνημα, τιμοῦν τὴ συνέπεια λόγων καὶ πράξεων. Ἂν θέλουμε νὰ τοὺς κερδίσουμε μποροῦμε μόνο μὲ τὴν ἀρετή, ἡ ὁποία ἀφοπλίζει ἀκόμη καὶ τοὺς προκατειλημμένους ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας. Πρὶν ἀπὸ λίγα χρόνια μερικοὶ κληρικοὶ στὶς Σκανδιναβικὲς χῶρες χρησιμοποίησαν στὴν Ἐκκλησία τὴ μουσικὴ τζὰζ ποὺ τότε ἠλέκτριζε τὴ νεολαία γιὰ νὰ τοὺς προσελκύσουν στὴν Ἐκκλησία. Οἱ ναοὶ γέμισαν, ἀλλὰ γιὰ ἐλάχιστο χρονικὸ διάστημα καὶ παρὰ τὴν ἐπίμονη προσπάθειά τους οἱ νέοι δὲν ἔμειναν στὴν Ἐκκλησία. Ἀποδεικνύεται ἔτσι ὅτι πολὺ σωστὰ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀπάλλαξε ἀπὸ τὴν ἵδρυσή της τὴ μελουργία ἀπὸ τὴν ἐντατικὴ ἐξωτερίκευση καὶ κράτησε ἐπίμονα μακριὰ ἀπὸ τὴ θεία λατρεία τὰ ὄργανα καὶ καθιέρωσε τὴν αὐστηρὴ ἀπὸ χοροῦ μονωδιακὴ μονοφωνία ποὺ ἀποτελεῖ καὶ σύμβολο δογματικῆς ὁμογνωμοσύνης καὶ σύγχρονα ἐξυπηρετεῖ τὴν προσωπικὴ αὐθυπαρξία τοῦ προσευχομένου πιστοῦ. Κορυφαῖος Ἕλληνας καλλιτέχνης μεταξὺ ἄλλων εἶπε: «Ἡ βυζαντινὴ μουσική, αὐτὴ ἡ πολύτιμη παράδοση ποὺ μᾶς τὴ διέδωσαν καὶ μᾶς τὴν ἔμαθαν οἱ ψάλτες ποὺ ἦρθαν μαζὶ μὲ τὸν Ἑλληνισμὸ τῆς προσφυγιᾶς ἔχει ἀντικατασταθεῖ σὲ ὁρισμένες Ἐκκλησίες ἀπὸ τὴν τετραφωνία. Τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι ἡ ψαλμωδία ποὺ ἀκούγεται σὲ μία κηδεία π.χ. νὰ εἶναι πιὸ θλιβερὴ ἀπὸ τὸν θάνατο». Ὁ γνωστὸς σὲ ὅλους μας Διονύσιος Σαββόπουλος, ὅταν εἶδε στὴν τηλεόραση μία Ἀκολουθία τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδας, διαμαρτυρήθηκε ἔντονα δηλώνοντας: «Ἀνοίγω τὴν τηλεόραση καὶ βλέπω ἡ λειτουργία νὰ παίζεται κανταδόρικα, γλυκερά, ψευτοπολυφωνικὰ καὶ συνοδείᾳ ὀργάνων, ἄνευ αἰτίας ἤθους καὶ πνεύματος. Μία μουσικὴ ἔχουμε σ’ αὐτὴ τὴ χώρα καὶ προσπαθοῦμε, νέοι καὶ γέροι, κάπως νὰ διδαχθοῦμε ἀπὸ αὐτὴ καὶ βρῆκε τώρα τὸν καιρὸ ἡ Ε.Ρ.Τ. νὰ μᾶς προτείνει τὸ μπὲλ κάντο; Τὰ ξέρουμε τὰ κόμπλεξ τῶν ἑλληνομοντέρνων καὶ τῶν πρωτοποριακῶν. Φοβᾶμαι ὅτι τὸ σαχλὸ αὐτὸ παράδειγμα αὐτῆς τῆς χορωδίας τσίρκο θὰ σπεύσουν νὰ τὸ μιμηθοῦν καὶ ἄλλοι. Κρούω τὸν κώδωνα τοῦ κινδύνου».
Ὁ θεατρικὸς κριτικὸς Κώστας Γεωργουσόπουλος ἔγραψε: «Σ’ ἕνα ναὸ τῆς Ν. Σμύρνης τὸν χορὸ τῶν ψαλτῶν ἀντικαθιστᾶ μεικτὴ χορωδία ποὺ συνοδεύεται ἀπὸ ὀρχήστρα ἐγχόρδων. Τὰ καμώματα αὐτὰ τῆς Ν. Σμύρνης εἶναι προτεσταντισμός. Τὴν ἔχετε πατήσει, κύριοι. Ὅσα δὲν πέτυχε παλαιότερα ὁ καθολικισμὸς μὲ τὴν Οὐνία θὰ τὸ πετύχει τώρα ὁ προτεσταντισμὸς καὶ ἡ ἠθική του ποὺ βρίσκονται στὰ θεμέλια του καπιταλισμοῦ. Πηγαίνετε στὸ Μετόχι τοῦ Πανάγιου Τάφου, θὰ δεῖτε πολλὰ νέα παιδιὰ μὲ τὶς μοτοσικλέτες τους. Ἡ Ἐκκλησία γεμίζει ἀκόμα καὶ στὶς Ἀγρυπνίες. Καὶ ἐκεῖ δὲν ὑπάρχουν χορωδίες καὶ βιολιά. Ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι ὠδεῖο οὔτε πασαρέλα». Ὁ μεγάλος Γάλλος μουσικολόγος Βυλερμὸζ γράφει: «Στὴ Δυτικὴ Εὐρώπη οἱ μουσουργοὶ ἔχτισαν συμπαγεῖς ὄγκους μουσικῆς. Ἀφοῦ λιθοτόμησαν γεωμετρικὰ σὲ μεγάλα κομμάτια σὰν πέτρες τὶς ἑπτὰ βαθμίδες τῆς διατονικῆς κλίμακας τὶς ἔβαλαν στὴ σειρὰ τὴ μία πάνω στὴν ἄλλη δημιουργῶντας μεγαλόπρεπα ἠχητικὰ οἰκοδομήματα. Στὴν ἀνατολὴ δὲν θέλησαν νὰ ὀρθογωνίσουν τὸν ἦχο, τὸν δούλεψαν σὰν ἕνα λεπτότατο σύρμα. »Βάλθηκαν μὲ ἄκρα ἐπιμέλεια νὰ τὸν λειτουργοῦν μὲ ἐξαιρετικὴ εὐαισθησία, ἔτσι ποὺ τὸ πέρασμα τοῦ ἑνὸς ἀπὸ τοὺς ἑπτὰ φθόγγους στὸ γειτονικό του νὰ εἶναι τόσο ἀνεπαίσθητο, ὅσο καὶ οἱ ἀποχρώσεις ποὺ δένουν μεταξύ τους τὰ ἑπτὰ χρώματα τοῦ οὐράνιου τόξου. Ἀντὶ νὰ γίνει λοιπὸν συμπαγὴς ἡ μουσική, ἔγινε ἰριδισμὸς καὶ θωπεία ποὺ ἀγγίζει τὶς παρυφὲς τοῦ ἀσύλληπτου καὶ τοῦ ἀπρόβλεπτου. Ἐδῶ δὲν ἔχουμε στερεότυπα ὑλικά, ἀλλὰ ἕνα ἁπλὸ ποικιλόχρωμο μεταξωτὸ νόημα, ὅπου ξετυλίγεται ὁ κυματισμὸς σχεδὸν ἀδιόρατα καὶ κάθε τοῦ χιλιοστόμετρο κλείνει μέσα τοῦ ὁλόκληρο κόσμο ἀπὸ συναισθήματα καὶ ψυχικοὺς κραδασμούς». Ἡ βυζαντινὴ μελουργία ἐκφράζει τὸ σύνολο τῆς Ἐκκλησίας καὶ μὲ τὴν ἔννοια αὐτὴ εἶναι κατ’ ἐξοχὴν λαϊκή. Δὲν ἔχει καμμιὰ σχέση μὲ τὶς εὐκαιριακὲς συνθέσεις ποὺ κρατιοῦνται στὴν ἐπικαιρότητα μὲ τὴ διαφήμιση γιὰ λόγους κερδοσκοπικοὺς καὶ κατόπιν χάνονται.
Τὸ μέλος τῶν γνωστῶν κοντακίων «Τῇ Ὑπερμάχῳ» καὶ «Ἡ Παρθένος σήμερον», ἔμεινε ἀνεξίτηλο ἀνὰ τοὺς αἰῶνες ἐπειδὴ ἐκφράζει τὴ λαϊκὴ ψυχὴ καὶ ὄχι τὴ συγκίνηση ἑνὸς συγκεκριμένου ἀτόμου. Οἱ συνθέσεις τῶν μεγάλων δυτικοευρωπαίων μελοποιῶν εἶναι ἔργα μαθηματικῆς σοφίας προικισμένων ἀτόμων καὶ γι’ αὐτὸ εἶναι ποὺ δύσκολο νὰ γίνουν κτῆμα τοῦ ἐκκλησιάσματος. Οἱ βυζαντινὲς μελωδίες μᾶς δίνουν τὴν εὐκαιρία γιὰ προσευχὴ ἐδῶ καὶ αἰῶνες. Κάθε φορὰ ποὺ ψάλλεται ἕνα χερουβικό, ἕνα κοινωνικό, ἕνα προσόμοιο, δὲν ἐπαναλαμβάνουμε μηχανικὰ μία ὁρισμένη μελωδία, ἀλλὰ ἀνάλογα μὲ τὴ μουσικὴ μᾶς κατάρτιση, τὴ φωνητική μας ἱκανότητα καὶ κυρίως τὴ ψυχική μας διάθεση, ἀναδημιουργοῦμε τὴ μουσικὴ σύνθεση μὲ σκοπὸ νὰ βοηθήσουμε τὸ ἐκκλησίασμα νὰ ἔχει νηφαλιότητα νὰ παραμείνει προσηλωμένο στὴν προσευχὴ ἔτσι ὥστε μὲ ἄνεση καὶ ἀναψυχὴ νὰ προσφέρει τὴν ἀπὸ καρδίας θυσίαν αἰνέσεως στὸ Δημιουργό. Πρέπει νὰ τονίσουμε ὅτι ἡ Βυζαντινὴ Μουσικὴ δὲν ἔχει καμμιὰ σχέση μὲ τὸν «ἀμανὲ» τῆς ἐγγὺς Ἀνατολῆς, οὔτε μὲ τὸ Ἰταλικὸ «μπελκάντο». Εἶναι τέχνη ἀρχαιότερη ἀπὸ τὶς μελωδίες τῶν γειτόνων μας. Ἡ στενή της σύζευξη μὲ τὴ λειτουργικὴ ποίηση τὴν κράτησε μακριὰ ἀπὸ ἐπιδράσεις καὶ διαβρωτικὲς ἀλλοιώσεις. Τὸν 4° μ.Χ αἰῶνα ἡ αἵρεση τῶν Μασσαλιωτῶν παρερμηνεύοντας τοὺς στίχους τοῦ Δαβίδ: «Αἰνεῖτε τὸν Κύριον ἐν ἤχῳ σάλπιγγος …Αἰνεῖτε Αὐτὸν ἐν κυμβάλοις ἀλαλαγμοῦ … Αἰνεῖτε Αὐτὸν ἐν ψαλτήριῳ καὶ κιθάρα», θέλησαν νὰ εἰσαγάγουν τὰ ὄργανα στὴ Λατρεία. Ἡ Ἐκκλησία τοὺς καταδίκασε ὡς αἱρετικούς, γιατί παραγνώρισαν τὴ συμβολικὴ καὶ μεταφορικὴ σημασία ποὺ ἔχουν οἱ στίχοι αὐτοὶ τοῦ Προφήτη Δαβίδ. Ἔρχεται ὁ ἅγιος Ἰσίδωρος Πηλουσιώτης καὶ μᾶς λέγει: «Ἡ σάλπιγγα συμβολίζει τὴν Ἀνάσταση κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς κρίσεως, τὰ κύμβαλα τὰ χείλη, τὸ ψαλτήριο τὴ γλῶσσα καὶ ἡ κιθάρα τὸ στόμα. Ὅλη ψυχὴ καὶ διάνοια καὶ καρδία καὶ χείλεσι δοξάζω…». Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ ψαλμωδία πρέπει νὰ εἶναι πηγαία καὶ προπαντὸς θερμή. Τὰ μουσικὰ ὄργανα εἶναι ἄψυχα καὶ ὁ χειριστής τους παγιδεύεται σὲ μία μηχανικὴ ἀναπαραγωγὴ τοῦ ἤχου. Ἀντίθετα ἡ φωνητικὴ μουσικὴ στηρίζεται στὸ ἔμψυχο ὄργανο τὴν ἀνθρώπινη φωνὴ ποὺ εἶναι τὸ τελειότερο μέσο ἔκφρασης τοῦ ἐσωτερικοῦ κόσμου τοῦ ἀνθρώπου. Στὴν Ἐκκλησία ἐξοικειωνόμαστε καὶ μὲ τὴ μουσική μας παράδοση. Ὅταν τὰ παιδιὰ συνηθίσουν ἀπὸ τὴ νηπιακὴ ἡλικία τους στὸ ἄκουσμα σωστῶν βυζαντινῶν μελωδιῶν ἀποκτοῦν ἀξιόλογο μουσικὸ ὑπόβαθρο ποὺ παίζει σπουδαιότατο ρόλο στὴ διαμόρφωση τῆς προσωπικότητάς τους. Αὐτὸ προσπαθεῖ νὰ κάνει ἡ σχολὴ βυζαντινῆς μουσικῆς ποὺ λειτουργεῖ στὸ Ὠδεῖο Ν. Μουδανιῶν. Ἡ μουσικὴ παράδοση τῆς ἑλληνικῆς Ὀρθοδοξίας δὲν εἶναι μαρτυρία ἑνὸς παρελθόντος ποὺ ἔχει τελειώσει. Εἶναι δύναμη ζωντανὴ ποὺ ἐμπνέει καὶ ἐμψυχώνει τὸ παρὸν ἐπειδὴ τὴν καλλίφωνη καὶ περίτεχνη βυζαντινὴ μονωδία διακρίνει προπαντὸς τὸ ὑπερβατὸ καὶ πανανθρώπινο στοιχεῖο.