Το πνεύμα των παλαιών Αγιορειτών. Από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

     Γιά λό­γους ἀ­σκή­σε­ως καί ἡ­συ­χί­ας δέν ἐ­πι­τρέ­πον­ταν οἱ Σκη­τι­ῶ­τες μο­να­χοί νά ἔ­χουν ζῶ­α. Γέρων Ἁ­γι­αν­να­νί­της ἀ­νέ­φε­ρε: «Τό 1949 ἦρ­θα στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος, στήν Ἁ­γί­α Ἄν­να. Μό­νο ἕ­νας εἶ­χε τρί­α μου­λά­ρια, πού τά χρη­σι­μο­ποι­οῦ­σαν οἱ πα­τέ­ρες γιά νά με­τα­φέ­ρουν τά βα­ριά φορ­τί­α. Τά ὑ­πό­λοι­πα τά  κου­βα­λοῦ­σαν στόν ὦ­μο τους».

*

Εἶ­πε Γέρων Ἁ­γι­ο­βα­σι­λει­ά­της: «Στόν Ἅ­γιο Βα­σί­λει­ο πα­λαιά δέν εἶ­χαν νε­ρό οἱ πα­τέ­ρες, ἰ­δί­ως με­τά τόν Αὔ­γου­στο, καί ἀ­ναγ­κά­ζον­ταν νά πη­γα­ί­νουν στήν Κε­ρα­σιά ἤ στόν Ἅ­γιο Πέτρο, γιά νά πλέ­νουν τά ροῦ­χα τους. Τά ἔ­πλε­ναν, ἔ­κα­ναν τήν ἀ­κο­λου­θί­α τους, στέ­γνω­ναν τά ροῦ­χα καί τά ἔ­παιρ­ναν μα­ζί τους. Τόν ἄλ­λο μῆ­να ἔ­κα­ναν πά­λι τό ἴ­διο. Ἦ­ταν πο­λύ δύ­σκο­λη ἡ ζωή ἐ­δῶ. Τά πράγ­μα­τα ἔ­φθα­ναν μέ δυ­σκο­λί­α. Γι᾿ αὐ­τό ἔ­λε­γαν οἱ πα­λαι­οί. ”Ὅποιος ἀ­φή­νει τά κόκ­κα­λά του στόν Ἅ­γιο Βα­σί­λει­ο, ἔ­χει ἐλ­πί­δα σω­τη­ρί­α­ς”.

»Ἔ­χει ἀλ­λά­ξει τό Ὄ­ρος· τήν ἀλ­λα­γή τήν ἔ­ζη­σα καί ἐ­δῶ στήν συ­νο­δε­ί­α. Μοῦ λέ­νε ”Τε­τάρ­τη νά τρῶ­με δύο φο­ρές”, καί το­ύς λέ­ω ”ὄχι, δι­ό­τι ἕ­νας ἐ­νά­ρε­τος πα­λαι­ός Γέ­ρον­τας ἔ­λε­γε, ἄν θέ­λης νά τρῶς δύο φο­ρές, τήν μία φο­ρά θά τρῶς ἔ­ξω ἀ­πό τό σπί­τι­”.

»Ὅ­σο μπο­ρεῖ­τε, οἱ νέ­οι νά κό­ψε­τε τό ἔ­ξω, νά μή βγα­ί­νε­τε στόν κό­σμο. Τότε ἐ­ξα­σφα­λί­ζε­τε μία βα­σι­κή ἀ­ρε­τή. Λένε ὅ­τι, ὅ­ταν βγῆ κά­ποι­ος ἔ­ξω, χά­νει τήν χά­ρι τῆς Πα­να­γί­ας. Ἐ­γώ δέν ἤ­ξε­ρα πῶς  χά­νε­ται ἡ χά­ρι τῆς Πα­να­γί­ας, ἀλ­λά μοῦ εἶ­πε ἕ­νας ἄλ­λος Γέροντας: ”Τό ἔ­πα­θα ἐ­γώ. Δέν ἔ­βγαι­να ἔ­ξω, ἀλ­λά μέ μπλέ­ξα­νε μέ μία ὑ­πό­θε­ση στήν Ἁ­γί­α Ἄν­να καί μέ ἔ­βα­λαν μάρ­τυ­ρα. Πῆ­γα στήν Θεσ­σα­λο­νί­κη καί πῆ­ρα καί νή­μα­τα γιά ὅ­λους το­ύς πα­τέ­ρες ἐ­δῶ, γιά νά μή βγα­ί­νουν ἔ­ξω. Εἶ­δα λοι­πόν με­τά πού γύ­ρι­σα ὅ­τι ὅ­σες πα­ρα­στά­σεις ἔ­φε­ρα ἀ­πό τόν κό­σμο, πολ­λα­πλα­σι­ά­στη­καν, ἐ­νῶ ὅ­σες πα­ρα­στά­σεις εἶ­χα ἀ­πό λα­ϊ­κός, ὅ­ταν ἦρ­θα γιά νά γί­νω κα­λό­γε­ρος ἐ­ξα­φα­νί­στη­καν. Αὐ­τά πού φέρ­νω τώ­ρα σάν κα­λό­γε­ρος δέν φε­ύ­γουν. Αὐ­τή εἶ­ναι ἡ φυ­γά­δευ­ση τῆς χά­ρι­τος τῆς Πα­να­­γί­ας”.

»Εἶ­χε πεῖ πα­λαιά στή Νέα Σκή­τη ἕ­νας Γέροντας σέ μία ὁ­μή­γυ­ρη πα­τέ­ρων, ὅπου ἦ­ταν πα­ρών καί ὁ Ἐ­πί­σκο­πος Μο­σχο­νη­σί­ων, ὅ­τι ἡ μό­νη ἀ­ρε­τή πού θά με­ί­νει στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος ἀ­πό τώ­ρα καί στό ἑ­ξῆς θά εἶ­ναι νά μή βγα­ί­νουν ἔ­ξω οἱ μο­να­χοί. Καί συμ­φώ­νη­σαν ὅ­λοι. Καί ὁ κό­σμος ἀ­να­γνω­ρί­ζει ὅ­τι αὐ­τό εἶ­ναι ἀ­ρε­τή. Λένε ὅ­τι ὁ τά­δε ἔ­χει τό­σα χρό­νια νά βγῆ ἔ­ξω. Καί ὁ πα­πα Μόδεστος ὁ μα­κα­ρι­στός ἀ­πό τήν Κε­ρα­σιά εἶ­χε 50 χρό­νια νά βγῆ στόν κό­σμο καί, ὅ­ταν βγῆ­κε κά­πο­τε, ἔ­παιρ­ναν γιά εὐ­λο­γί­α τρί­χες ἀπό τά γέ­νεια του καί ἔ­κο­βαν κομ­μά­τια ἀ­πό τά ρά­σα του, για­τί θα­ύ­μα­ζαν πού κά­θη­σε 50 χρό­νια στήν ἔ­ρη­μο καί δέν βγῆ­κε ἔ­ξω.

»Ἡ ἀ­πο­μά­κρυν­ση τοῦ μο­να­χοῦ ἀ­πό τόν κό­σμο καί ὁ πε­ρι­ο­ρι­σμός του στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος εἶ­ναι ἕ­να σι­ω­πη­λό κή­ρυγ­μα γιά τόν κό­σμο. Καί νά θέ­λη ὁ μο­να­χός νά τό κρύ­ψη, νά κλε­ί­ση τό στό­μα του μέ κα­λά­ϊ, αὐ­τό δι­δά­σκει σι­ω­πη­λά. Σκέ­φτον­ται ὅ­τι ὁ μο­να­χός ἄ­φη­σε τά πάν­τα καί πῆ­γε στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος καί ὅτι  γιά νά μέ­νη τό­σα χρό­νια σημαίνει ὅτι κά­τι βρῆ­κε.

»Ὅ­σο μπο­ροῦ­με, νά ἀν­τι­γρά­φου­με τίς πα­ρα­δό­σεις τῶν πα­λαι­ῶν πα­τέ­ρων. Ἄν δέν ξε­κι­νᾶ­με πα­ρα­δο­σια­κά, δέν κά­νου­με τί­πο­τα. Βλέ­πω ὅ­τι σή­με­ρα δέν ἀ­κο­λου­θοῦ­με τά χνά­ρια τῶν πα­λαι­ῶν. Δέν μπο­ροῦ­με νά κά­νου­με σή­με­ρα με­γά­λες ἀ­σκή­σεις. Του­λά­χι­στον δυό πράγ­μα­τα νά κρα­τή­σου­με: Τήν ἀ­γά­πη με­τα­ξύ μας καί νά μήν ξε­φύ­γου­με ἀ­πό τήν μο­να­χι­κή πα­ρά­δο­ση. Δέν ἀ­φή­νει ὁ πει­ρα­σμός νά ἔ­χη ἀ­γά­πη μί­α συ­νο­δε­ί­α. Καί πα­λαιά εἴ­χα­με πει­ρα­σμο­ύς, ἀλ­λά ὁ Γέροντας το­ύς προ­σπερ­νοῦ­σε, το­ύς ἔ­δι­ω­χνε. Τώρα οὔ­τε καί ὁ Γέροντας μπο­ρεῖ, για­τί οἱ ση­με­ρι­νοί μο­να­χοί ἔ­χουν με­γά­λη γλῶσ­σα καί δύ­σκο­λα δέ­χον­ται ἤ δέν δέ­χον­ται τί­πο­τε.

»Αὐ­τό βέ­βαι­α ξε­κι­νᾶ ἀπ᾿ ἔ­ξω. Ἡ ση­με­ρι­νή κοι­νω­νί­α καί ἡ παι­δε­ί­α δέν κα­ταρ­τί­ζει ὑ­πο­τα­κτι­κο­ύς ἀλ­λά ἀν­τάρ­τες. Σήμερα εἶ­ναι πα­νέ­ξυ­πνα τά παι­διά, ἀλ­λά τί νά τό κά­νης. Εἶ­ναι μα­κρυά ἀ­πό τόν Χρι­στό καί οἱ μο­να­χοί μα­κρυά ἀ­πό τήν πα­ρά­δο­ση.

»Οἱ πα­λαι­οί εἶ­χαν ἄλ­λα μυα­λά. Αὐ­τοί ἔ­κα­ναν τήν ἀ­ρε­τή καί τήν σκέ­πα­ζαν. Ἐ­μεῖς προ­σπα­θοῦ­με νά ἐ­πι­δει­χθοῦ­με.

»Ἦ­ταν δύ­σκο­λα πα­λαιά ἐ­δῶ στόν Ἅ­γιο Βα­σί­λει­ο. Οὔ­τε ζά­χα­ρη δέν εἴ­χα­με. Μία συ­νο­δε­ί­α ἔ­τρω­γε γιά δύο χρό­νια μό­νο πλη­γο­ύ­ρι. Τό ἔ­μα­θε ἕ­νας για­τρός καί εἶ­πε: ”Ἡ ἐ­πι­στή­μη τῆς Ἰ­α­τρι­κῆς φθά­νει μό­νο μέ­χρι τήν Δάφνη. Ἀ­πό κεῖ καί πέ­ρα ἐ­σεῖς ἔ­χε­τε ἄλ­λη ἐ­πι­στή­μη­”.

»Οἱ πα­λαι­οί εἶ­χαν αὐ­τα­πάρ­νη­ση καί ἐμ­πι­στο­σύ­νη στήν Πα­να­γί­α. Εἴ­χα­με μία ἀ­γρυ­πνί­α καί εἶ­χε ἔρ­θει ἐ­δῶ ὁ πα­πα Ξε­νο­φῶν ἀ­πό τήν Κα­ψά­λα. Δέν ἦ­ταν κα­λά καί ἀ­νέ­βα­σε πυ­ρε­τό. Τοῦ εἶ­πε κά­ποι­ος νά βά­λη θερ­μό­με­τρο. ”Ὄχι, δέν χρει­ά­ζε­ται­”, ἀ­πάν­τη­σε, ”ξέρει ἡ Πα­να­γί­α πό­σο πυ­ρε­τό ἔ­χω­”. Τε­λε­ί­ω­σε ἡ ἀ­γρυ­πνί­α καί ἐ­πέ­στρε­ψε στήν Κα­ψά­λα μέ τά πό­δια μα­ζί μέ τόν ὑ­πο­τα­κτι­κό του. Τέτοιους ἀν­θρώ­πους δέν βρί­σκεις σή­με­ρα. Ἡ γε­νεά ἡ ση­με­ρι­νή εἶ­ναι ἀ­δύ­να­τη. Οἱ και­ροί μας εἶ­ναι δύ­σκο­λοι. Δέν εἶ­ναι και­ροί γιά προ­κο­πή. Τοὐ­λά­χι­στον νά συν­τη­ρη­θοῦ­με ἐ­κεῖ πού εἴ­μα­στε, νά μήν πᾶ­με πα­ρα­κά­τω. Δέν ὑπάρ­χουν ἀ­να­στή­μα­τα.

»Μέχρι τό 1991 δέν ὑ­πῆρ­χαν ζῶ­α στόν Ἅ­γιο Βα­σί­λει­ο. Μᾶς τά κου­βα­λοῦ­σαν οἱ Δα­νι­η­λαῖ­οι μέ­χρι τό Κελ­λί τους, καί ἀ­πό κεῖ τά φορ­τω­νό­μεθα στήν πλά­τη. Μᾶς ἔ­λε­γε ὁ Γέροντας ὅ­τι, ἄν δέν γογ­γύ­ζω­με, ὁ Θε­ός κου­φί­ζει τό βά­ρος· καί ὄν­τως τό ζο­ύ­σα­με. Ἐρ­χό­μεθα ἐ­δῶ, ἀλ­λά­ζα­με φα­νέλ­λα καί μᾶς φα­ι­νόταν ὅ­τι εἴ­μα­στε στήν Βα­σι­λε­ί­α τῶν οὐ­ρα­νῶν. Τόση εὐ­φρο­σύ­νη καί χα­ρά εἴ­χα­με μέ­σα μας, καί ἰ­δι­αι­τέ­ρως γιά τά πράγ­μα­τα ἄλ­λων ἡ­λι­κι­ω­μέ­νων πα­τέ­ρων πού κου­βα­λο­ύ­σα­με.

»Εἶ­χε κό­πο ἡ ζωή τό­τε. Ὅ­μως αὐ­τός ὁ κό­πος δη­μι­ουρ­γοῦ­σε μία ἀ­γά­πη, μία συμ­πό­νια καί μέ το­ύς γει­τό­νους καί μέ το­ύς πα­ρα­δελ­φο­ύς· ἐνῶ τώ­ρα, ὅ­που ὑ­πάρ­χουν μου­λά­ρια καί εὐ­κο­λί­ες, αὐ­τή ἡ ζε­στα­σιά ἐ­λατ­τώ­νε­ται. Τρό­πον τι­νά ὁ κό­πος καί οἱ δυ­σκο­λί­ες μᾶς ἑ­νώ­νουν με­τα­ξύ μας, ἐ­νῶ οἱ εὐ­κο­λί­ες μᾶς ἀ­πο­μα­κρύ­νουν».

Διαβάστε ΕΔΩ τα προηγούμενα σχετικά άρθρα