Έἶπε ὁ Γέρων Σωφρόνιος, ὁ μαθητής τοῦ ὁσίου Σιλουανοῦ: «Δέν εἶμαι οὔτε Ἕλλην οὔτε Ρῶσσος, εἶμαι Ἁγιορείτης».
«Ἔχω 60 χρόνια πού φορῶ τά ράσα. Πάντοτε, ὅταν συναντῶ Ὀρθόδοξο Χριστιανό ἤ ὁποιονδήποτε ἄνθρωπο, βάζω τό κεφάλι μου κάτω ἀπό τά πόδια του». (Δηλαδή ἐταπείνωνε τόν ἑαυτό του, θεωρώντας ὅτι εἶναι κατώτερος ἀπό τόν ὁποιονδήποτε)
«Θεολογία εἶναι τό περιεχόμενο τῶν προσευχῶν μας».
«Κάθε ἐμπαθής λογισμός συνδέεται μέ τήν ὕλην καί πάντοτε ἔχει μία μορφή, ἕνα εἶδος· ἂν αὐτό τό εἶδος δέν τό δέχεται ἡ καρδία μας, τό πάθος σταματᾶ. Ἀλλά κάποτε στάς ἀρχάς ἡ μάχη πρέπει νά εἶναι σῶμα μέ σῶμα».
«Ὁ γερω Σιλουανός ἔλεγε, ἀλλά ἦταν ἀπαθής: “Ἐάν μᾶς ἐνοχλῆ λογισμός, ἐμεῖς εἴμαστε ἐλεύθεροι νά ἀποβάλλουμε τόν λογισμόν αὐτόν καί νά ἔχουμε τόν νοῦν μας σέ ἄλλο πρᾶγμα”. Δέν ὑπῆρχε αἰχμαλωσία λογισμῶν στόν γερω Σιλουανό. Ἐρχόταν λογισμός κακός καί αὐτός σκεφτόταν ἄλλο πρᾶγμα. Αὐτός τό μποροῦσε. Ἐνῶ ἄλλοι εἶναι σάν δοῦλοι».
«Τό νά γίνη κανείς μέ τήν συνειδητή κατάσταση (συνειδητά) πιστός Χριστιανός, αὐτό εἶναι βαθύτερο τοῦ παρόντος αἰῶνος. Ἐμεῖς οἱ Χριστιανοί εὑρισκόμεθα σέ μεγάλο πόλεμο».
«Οἱ Πατέρες τοῦ Δ’ αἰῶνος μᾶς ἄφησαν μερικές προφητεῖες, ὅτι δηλαδή στά τελευταῖα χρόνια ἡ σωτηρία θά εἶναι συνδεδεμένη μέ τήν βαθεῖαν θλῖψιν».
«Πρέπει κανείς νά ἀποφασίση νά περάση ἀπό τούς πειρασμούς, ὁμοίους πρός τούς πειρασμούς τῶν πρώτων αἰώνων. Ὅλοι οἱ μάρτυρες τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ ἐσφάγησαν. Ὡς ἐκ τούτου πρέπει νά εἴμαστε ὅλοι ἕτοιμοι νά ὑπομείνωμε τό πᾶν».
«Ἡ μεγαλύτερη καταστροφή στόν κόσμο σήμερα γίνεται ἀπό τήν ἐπιστήμη τῆς ψυχολογίας. Διότι ἡ ἐπιστήμη αὐτή δέν μπορεῖ νά ἔχη τήν βάση τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ· ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι “κατ᾿ εἰκόνα καί καθ᾿ ὁμοίωσιν Θεοῦ”».
«Νά μή ζητοῦμε νά ξεχάσουμε τήν πραγματικότητα γύρω μας, ἀλλά σέ κάθε περίπτωση νά ἐνεργοῦμε καί νά ἀντιδροῦμε μέ τό πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ».
«Ὁποιοσδήποτε ἀπό μᾶς καί ὁποιαδήποτε στιγμή ἔχουμε ἀπόλυτον ἀνάγκην νά μήν ἀπομακρυνθῆ ἀπό μᾶς ἡ χάρις τοῦ Χριστοῦ, ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού ἀποκτᾶται μέ πόνο. Προσευχόμαστε πρωΐ, προσευχόμαστε τό βράδυ, προσευχόμαστε κάθε στιγμή, ὁπότε ἔχουμε τήν δυνατότητα νά ποῦμε: “Κύριε, μή μέ ξεχάσης, μήν ἀπομακρυνθῆς· Κύριε, βοήθησόν με”».
«Εἶναι ἀνάγκη νά διαβάζουμε τό Εὐαγγέλιο, αὐτό τό μοναδικό βιβλίο. Τότε τό πνεῦμα μας δημιουργεῖται σύμφωνα μέ τόν λόγο τοῦ Θεοῦ. Ὁ νοῦς μας συνηθίζει νά ζῆ σύμφωνα μέ τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, καί ὅταν ζοῦμε ἀρκετά χρόνια μέ αὐτήν τήν ἐπιθυμίαν, νά ζήσουμε σύμφωνα μέ τό πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ, τότε ἀνεπαισθήτως ἀρχίζουμε νά σκεπτώμαστε ἐν τῷ Πνεύματι τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Αὐτή ἡ μέθοδος, νά ἐνεργοῦμε δηλαδή μέ τήν δύναμιν τοῦ Θεοῦ σέ ὁποιαδήποτε περίπτωση, σύμφωνα μέ τό πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ καί τάς ἐντολάς, θά μᾶς κάνει νά συνηθίσουμε νά ἀντιδρᾶ ὁ νοῦς μας καί ἡ καρδία μας στά πράγματα, ὅπως τό θέλει ὁ Χριστός. Εἶναι καταπληκτικό νά σκέφτεται ὁ μικρός ἄνθρωπος ὅπως ὁ δημιουργός αὐτοῦ τοῦ κόσμου».
«Ἐάν ἀρχίσουμε νά σκεπτώμαστε εἰς αὐτήν τήν ζωήν κατά τόν τρόπο πού μᾶς λέγει ὁ Χριστός, μπαίνομε ἀνεπαισθήτως εἰς τήν σφαῖραν τοῦ θείου νοός καί ἀποκτοῦμε ἐπίγνωσιν τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία εἶναι ἡ αἰώνιος ζωή».
«Πῶς γίνεται ὁ πιστεύων εἰς τόν Χριστόν νά μήν πεθάνη; Ποιός δέν πέθανε; Ἐάν ἐμεῖς θά συνεχίσουμε νά ζοῦμε μέ τό πνεῦμα τῶν ἐντολῶν, ὅταν πεθάνουμε, αὐτός ὁ χωρισμός τῆς ψυχῆς μας δέν ἀ- φαιρεῖ ἀπό τήν ψυχή τήν χάριν τοῦ Θεοῦ. Καί ἡ ψυχή κατόπιν δέν καταλαβαίνει ὅτι πέθανε, ἀλλά περνᾶ διά μέσου τοῦ θανάτου, ἤ ὅπως λέγει τό Εὐαγγέλιο ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τήν ζωήν».
«Τό δύσκολο στήν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ εἶναι τό ὅτι, ὅταν προσπαθήσουμε νά ζήσουμε σύμφωνα μέ τόν λόγον τοῦ Χριστοῦ, οἱ πόνοι μας, τά παθήματά μας αὐξάνουν. Καί ἐμεῖς οἱ Χριστιανοί ζοῦμε μέ μεγαλύτερο πόνο ἀπό τούς ἄλλους πού δέν πιστεύουν. Καί ἐάν δέν ὑπῆρχε Ἀνάστασις καί πέραν τοῦ τάφου ζωή, θά ἤμασταν ἐλεεινότεροι πάντων, διότι κανένας στόν κόσμο δέν πονεῖ τόσο βαθιά καί τόσο πολύ ὅπως ὁ Χριστιανός».
«Ὅταν ἐμεῖς μπαίνουμε μέσα στήν Χριστιανικήν ζωήν, ὅλος ὁ κόπος, ὅλη ἡ ἄσκησή μας εἶναι νά ἀντιδροῦμε μέ τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἀκόμη καί στούς ἐχθρούς μας. Αὐτό εἶναι τό μαρτύριο τοῦ Χριστιανοῦ».
«Ἡ σημερινή ζωή γιά μᾶς εἶναι κάθε στιγμή ἡ κρίσις τοῦ Θεοῦ. Ὁπότε, ἐάν κάναμε σύμφωνα μέ τάς ἐντολάς τοῦ Χριστοῦ, ἔρχεται ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅταν ὅμως παραβαίνουμε, ἔστω καί ὀλίγον τόν νόμον τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, μᾶς ἐγκαταλείπει ὁ Θεός καί παθαίνουμε αὐτήν τήν ἐγκατάλειψιν πού οἱ ἄλλοι δέν γνωρίζουν, οὔτε κἄν καταλαβαίνουν τί θά πεῖ ἐγκατάλειψις ἀπό τόν Θεόν».
«Τό ἀνθρώπινον πνεῦμα εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Δέν μπορεῖ νά σταματήση τό πνεῦμα μας μέχρις ὅτου φθάσουμε τήν τελειότητα».
«Δέν σκεπτόμαστε ἐμεῖς νά ἀλλάξουμε τόν κόσμο. Ἐμεῖς σκεπτόμαστε νά λάβουμε τήν δύναμιν ἀπό τόν Θεόν νά ἀντιδροῦμεν εἰς ὅλας τάς περιπτώσεις μέ ἀγάπη».
«Ὅταν ἔρχεται ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ, ἡμεῖς ἤδη ἀπό ἐδῶ ζοῦμε τήν αἰωνιότητα».
«Ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος δέν ἔχει πνεῦμα Θεοῦ, δέν μπορεῖ νά ἀγαπᾶ τούς ἐχθρούς. Αὐτός ἀντιδρᾶ μέ βία∙ ὁ Χριστιανός ὅμως διαφορετικά».
«Τό κυριώτερο πρᾶγμα εἶναι νά ἀποκτήσουμε τήν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία θά ἀλλάξει τήν ζωή μας, πρῶτα μέσα μας, ὄχι ἀπ᾿ ἔξω. Θά ζήσουμε στό ἴδιο σπίτι, μεταξύ τῶν ἰδίων ἀνθρώπων, ἀλλά ἡ ζωή μας θά εἶναι διαφορετική. Τοῦτο ὅμως εἶναι ἀδύνατον, ἐάν ἐμεῖς δέν βρίσκουμε καιρό νά προσευχώμαστε μέ ζῆλο, μέ κλάμα, μέ πόνο· νά ζητοῦμε τήν εὐλογίαν τοῦ Θεοῦ ἀπό τό πρωΐ, ὥστε τό πνεῦμα αὐτό τῆς προσευχῆς νά μᾶς ὁδηγῆ ὅλην τήν ἡμέραν».
«Ὅποιος δέν θέλει τόν Σταυρόν του, δέν μπορεῖ νά εἶναι ἄξιος τοῦ Χριστοῦ ἤ νά εἶναι μαθητής Αὐτοῦ. Τά βάθη τοῦ Θείου ὄντος ἀνοίγονται στόν Χριστιανό, πρό παντός ὅταν εἶναι ἐσταυρωμένος ἐξ αἰτίας Αὐτοῦ. Προσπαθοῦμε νά κάνουμε ὅ,τι εἶπε ὁ Χριστός, καί βρίσκουμε τόν ἑαυτό μας ἐπάνω στόν Σταυρό, ὁ ὁποῖος Σταυρός εἶναι ἡ καθέδρα τῆς ἀληθινῆς Θεολογίας, ὅπως εἶπε ἕνας Ἐπίσκοπος».
«Ἡ διάκρισις τῶν λογισμῶν εἶναι ὁ στέφανος τῆς πολυχρονίου ἀσκήσεως. Στήν ἀρχή γιά νά ἀποφύγουμε τούς πειρασμούς ρωτᾶμε τούς Πνευματικούς. Σέ ἕναν Πνευματικόν εἶναι εὐκολώτερο νά διακρίνη, ὄχι μόνο λόγῳ τῆς ἐμπειρίας του, ἀλλά καί τῆς θέσεώς του. Ἐκείνη τήν στιγμήν δέν πολεμᾶται ἀπό τό πάθος, καί ὡς ἐκ τούτου εἶναι διατεθειμένος χωρίς πάθος νά διακρίνη ἀπό ποῦ προέρχεται ὁ λογισμός».
«Ἡ μεγάλη τραγωδία τοῦ Χριστιανικοῦ λαοῦ εἶναι πού δέν δύνανται νά βροῦν Πνευματικό. Δέν μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι καί μεῖς (ὁ λαός) εἴμεθα ἀθῶοι. Καί ἐκ μέρους μας (τοῦ λαοῦ) ὑπάρχει κάτι πού παρεμποδίζει τήν ἐμφάνιση Πνευματικῶν, διότι οἱ ἄνθρωποι ἀνθίστανται στά λόγια τοῦ Πνευματικοῦ».
«Ἡ κοσμική ζωή ἐπηρεάζει καθέναν ἀπό ἐμᾶς καί τό νά διακρίνης αὐτό εἶναι μεγάλη ἐπιστήμη. Ἀλλά ὅποιος ἐγνώρισε πῶς ἐνεργεῖ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ, ἀρχίζει νά καταλαβαίνη ἀμέσως. Ὁ γέρων Σιλουανός ἔλεγε ”κατά τήν γεῦσιν”. Ὅποιος ἔχει γευθῆ τήν χάριν τοῦ Θεοῦ καί συνήθισε μέ τήν χάριν τοῦ Θεοῦ, ἔχει αὐτήν τήν γεῦσιν».
«Ἡ πεῖρα τῶν αἰώνων ἀπέδειξε ὅτι, ἐάν ἕνα παιδί ἔχη ἀνατροφή πνευματική ἀπό τήν οἰκογένεια, ἀπό τήν παιδική του ἡλικία, μπορεῖ νά δεχθῆ τήν χάρι τοῦ Θεοῦ σέ τέτοιο βαθμό, πού μόνον οἱ τέλειοι ἔχουν».
«Πάντως, ὅταν ἔχουμε μῖσος, ὅταν κατακρίνουμε τούς ἄλλους, ὅταν εἴμαστε ἀχάριστοι καί γιά τήν ζωή μας καί ὅλα τά βλέπουμε στραβά, βέβαια ἀπό τόν ἐχθρό εἶναι, διότι, ἄν τά βλέπαμε μέ τά μάτια τῆς χάριτος, τότε ὁ ἄνθρωπος, λένε οἱ πατέρες, ζῆ στόν κόσμο σάν νά ὑπάρχη μόνο ὁ Θεός καί αὐτός».
«Ὁ Χριστός στά πάθη του δέν ἔβλεπε τούς ἀνθρώπους τί τοῦ κάνουν, ἀλλά ἔβλεπε μόνο τόν Πατέρα. Καί ἄν ὁ ἄνθρωπος ἔχη πάντοτε αὐτήν τήν στάση ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ, δέν ἐρεθίζεται, οὔτε δίνει μεγάλη σημασία στό ποιός τοῦ κάνει τό ὁποιοδήποτε κακό. Πίνει τό ποτήριο, συσταυρώνεται μέ τόν Χριστό καί σκέφτεται μόνο τόν Πατέρα».
«Ὁποιαδήποτε ζωή ἔξω ἀπό τόν Χριστόν φαίνεται ἄνοστη, πληκτική, μαύρη. Καί ὅταν γευθῆ καί τήν χάριν καί τήν γνῶσιν τοῦ Χριστοῦ ὁ ἄνθρωπος, ἔπειτα ἔρχεται ἡ ἔμπνευσις, πού δέν τόν ἐγκαταλείπει οὔτε στά παθήματα οὔτε στίς ἀρρώστιες οὔτε στήν δόξα».
Ἐπισκέφθηκε τόν γέροντα Σωφρόνιο μία γυναῖκα ἀπό τήν Ἑλλάδα. Χωρίς νά τήν γνωρίζη τήν ρώτησε: «Διάβασες τόν βίο τοῦ πολυάθλου Ἰώβ; Νά τόν διαβάσης καλά, γιατί καί σύ θά περάσεις πολλά». Πράγματι διέγνωσε τό πρόβλημά της καί μέχρι σήμερα περνᾶ μαρτύρια ἀπό τήν κόρη της.
Συμβούλευσε νέο μοναχό πού ἡσύχαζε μόνος του: «Ἄν δέν πονᾶ ἡ καρδιά σου γιά τόν κόσμο, μήν κάθεσαι στήν ἔρημο μόνος σου. Ἡσυχία δέν εἶναι νά κάθεσαι καί νά μελετᾶς μόνος σου. Πρέπει νά πονᾶ ἡ καρδιά σου καί νά αἰσθάνεσαι τελευταῖος. Τούς τουρίστες πού ἔρχονται μήν τούς διώχνης. Εἶναι σάν τά μικρά παιδιά πού ἔρχονται νά βροῦν λίγη χαρά. Νά προσεύχεσαι γι᾿ αὐτούς. Πιό πολλά θά κερδίσεις ἀπό τήν προσευχή παρά ἀπό τήν ἡσυχία».
Διαβάστε ΕΔΩ τα προηγούμενα σχετικά άρθρα