Αποφθέγματα από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

 

    Ο γε­ρω Δαυ­ΐδ ἀ­πό τό Ρωσ­σι­κό (με­τωνο­μά­σθη­κε Δη­μή­τριος διά τοῦ θεί­ου καί Ἀγ­γε­λι­κοῦ σχή­μα­τος) εἶ­χε γνω­ρί­σει τόν ὅ­σιο Σι­λουα­νό. Ἐ­νό­σῳ ζοῦ­σαν μα­ζί στό Ρωσ­σι­κό, τόν εἶ­χε σέ εὐ­λά­βεια καί με­τά τήν κοί­μη­σή του πί­στευ­ε στήν ἁ­γι­ό­τη­τά του. Ὁ ἴ­διος ἐ­κοι­μή­θη πρίν νά γί­νη ἡ ἁ­γι­ο­κα­τά­τα­ξη τοῦ ὁ­σί­ου Σι­λουα­νοῦ.

   Κά­πο­τε ὁ Ὅ­σιος ἐμ­φα­νί­σθη­κε στόν ὕ­πνο του καί τοῦ εἶ­πε νά μήν πά­η στό δά­σος. Καί πράγ­μα­τι, ἔ­κα­νε ὑ­πα­κο­ή καί γλύ­τω­σε ἀ­πό πει­ρα­σμούς, δι­ό­τι ἦ­ταν δα­σο­φύ­λα­κας καί ἔ­πια­σε φω­τιά τό δά­σος· θά τόν ἐ­νο­χο­ποι­οῦ­σαν καί θά τόν τρα­βοῦ­σαν σέ ἀ­να­κρί­σεις καί δι­κα­στή­ρια.

Καί ἄλ­λο­τε πού ἔ­πα­σχε ἀ­πό με­γά­λο πό­νο στά νε­φρά, ἐ­πι­κα­λέ­στη­κε τόν ὅ­σιο Σι­λουα­νό καί θε­ρα­πεύ­τη­κε.

   Ὁ πα­πα Φώ­της ἀ­πό τήν Μυ­τι­λή­νη γνώ­ρι­σε τόν ὅ­σιο Σι­λουα­νό. Δι­η­γή­θη­κε ὅ­τι, ὅ­ταν τόν ἐ­πι­σκέ­φθη­κε, ἐ­κεῖ­νος ξε­κου­ρα­ζό­ταν με­τά ἀ­πό ἀ­γρυ­πνί­α. Ξύ­πνη­σε, χω­ρίς νά θυ­μώ­ση ἤ νά δεί­ξη δυ­σα­ρέ­σκεια. Τοῦ φέρ­θη­κε μέ τό­ση κα­λω­σύ­νη καί πρα­ό­τη­τα, πού τοῦ ἔ­κα­νε ἐν­τύ­πω­ση.

   Δι­η­γή­θη­κε ὁ γε­ρω–Παῦ­λος ἀ­πό τήν Σκή­τη τοῦ Ξε­νο­φῶν­τος: «Ὁ Γέ­ρον­τάς μου Γρη­γό­ριος ἔ­φθα­σε τήν ἀκ­μή τῶν Ρώσ­σων στόν Ἅ­γιο Παν­τε­λε­ή­μο­να. Πή­γαι­νε μα­ζί μέ ἄλ­λους πα­ρα­γυι­ούς (ὑ­πο­τα­κτι­κούς) μέ ὑ­πα­κο­ή στούς Γε­ρον­τά­δες τους καί που­λοῦ­σαν ρα­κί καί κρα­σί στούς Ρώσ­σους. Ἔ­τσι γνώ­ρι­σε ἐ­κεῖ στόν κῆ­πο τόν ἅ­γιο Σι­λουα­νό. Εἶ­χαν τό­τε πο­λύ κό­σμο στόν κῆ­πο, ἀλ­λά πή­γαι­νε ἐ­κεῖ καί ὁ ἅ­γιος Σι­λουα­νός καί βο­η­θοῦ­σε. Ὕ­στε­ρα τοῦ ἔ­δω­σαν ἄλ­λο δι­α­κό­νη­μα κοντά στήν θά­λασ­σα. Ὑ­πάρ­χει μί­α βρύ­ση τοῦ Ἰ­ορ­δά­νη πού λέ­νε, καί ἐ­κεῖ δί­πλα εἶ­ναι ἕ­να σπί­τι πα­ρα­λια­κό πού ἔ­με­ναν ἐρ­γά­τες. Ἐ­κεῖ εἶ­χαν ἕ­να πε­ρί­πτε­ρο σάν μα­γα­ζά­κι καί που­λοῦ­σαν εἰ­κό­νες, σταυ­ρου­δά­κια καί τέ­τοι­α πράγ­μα­τα, εὐ­λο­γί­ες. Τά που­λοῦ­σαν, ἀλ­λά δί­ναν καί εὐ­λο­γί­ες. Ἐ­κεῖ ­τόν γνώ­ρι­σε. Τόν εἶ­χε βά­λει τό Μο­να­στή­ρι ὡς δι­α­κο­νη­τή. Ἦ­ταν ἄν­θρω­πος πού δέν μι­λοῦ­σε πο­λύ, ἥ­συ­χος, ἀλ­λά τήν ἀ­ρε­τή δέν τήν κα­τα­λα­βαί­νεις εὔ­κο­λα».

   Κά­πο­τε στήν ἑ­ορ­τή τῆς Ἁ­γί­ας Σκέ­πης πῆ­γε μί­α πα­ρέ­α μέ λα­ϊ­κούς καί μο­να­χούς στό πα­νη­γύ­ρι στό Ρωσ­σι­κό. Ἐ­κεῖ εἶ­χαν τήν κά­ρα τοῦ ὁ­σί­ου Σι­λουα­νοῦ. Τήν προ­σκύ­νη­σαν καί ἀπ᾽ αὐ­τούς ἄλ­λοι αἰ­σθά­νον­ταν εὐ­ω­δί­α νά ἐ­ξέρ­χε­ται ἀ­πό τήν ἁ­γί­α κά­ρα ἐνῶ ἄλ­λοι δέν αἰ­σθά­νον­ταν τί­πο­τε.

Διαβάστε ΕΔΩ τα προηγούμενα σχετικά άρθρα