Στό μοναστήρι τοῦ Ρωσσικοῦ (Ἅγιο Παντελεήμονα) παλαιά, ἐνῶ ἀφθονοῦσαν τά ὑλικά ἀγαθά καί τά παστά ψάρια, πού τά ἔφερναν μέ καράβια ἀπό τήν Ρωσσία, πολλοί πατέρες πάθαιναν φυματίωση ἀπό τήν πολλή ἄσκηση. Εἶχαν καί τέτοια ἀκτημοσύνη, πού στό κελλί τους δέν εἶχαν τίποτε ἄλλο, ἐκτός ἀπό ἕνα ποτήρι.
*
Ο γερω–Σάββας ὁ Ἁγιοπαυλίτης ἔκανε ἐγχείρηση καρδιᾶς. Τόν ρώτησε νέος μοναχός ἄν φοβᾶται τόν θάνατο καί ἀπάντησε: «Δέν τόν φοβᾶμαι. Τό ὅτι τόσα χρόνια ὑπηρέτησα τό Μοναστήρι καί εἶμαι στήν μετάνοιά μου, αὐτό μοῦ δίνει μία παρηγοριά καί μία ἐλπίδα ὅτι ἡ Παναγία θά μέ σώσει».
Εἶχε καλά τέλη καί κοιμήθηκε ἀνήμερα τοῦ Πάσχα. Μόλις κατάλαβε ὅτι θά φύγει, κάλεσε τόν Πνευματικό του παπα Ἄνθιμο καί τόν Ἡγούμενο. Τούς ζήτησε τήν εὐχή τους, γιατί ἔχει ταξίδι, καί τούς εἶπε ὅτι θά τά ποῦνε στόν Παράδεισο. Εἶχε μία σιγουριά καί ἐλπίδα. Ἔπειτα ἔπεσε σέ κῶμα καί ὕστερα ἀπό λίγες ὧρες ἐκοιμήθη εἰρηνικά. Τό πρόσωπό του πῆρε μία ἱλαρή ἔκφραση.
*
Ο παπα–Σάββας ὁ βιβλιοπώλης ἦταν μαθητής τοῦ ΧατζηΓιώργη καί ἔμενε στό Κελλί τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους στίς Καρυές. Εἶχε ὡς ὑποτακτικούς του τόν π. Ἀρέθα καί τόν π. Κοσμᾶ. Ἐκοιμήθη τό 1935. Ὁ παπα Σάββας, ὅταν ἦταν νέος παπᾶς, ἔβγαινε στήν Θεσσαλονίκη, μάζευε ἀπό τά παλαιοπωλεῖα παλαιά βιβλία σέ τσουβάλια καί τἄφερνε στό Ἅγιον Ὄρος. Τότε δέν ἦταν εὔκολο νά βρίσκη κανείς τυπωμένα καινούργια βιβλία καί οἱ πατέρες ἀγόραζαν τά παλαιά. Κάποτε, πού βγῆκε στήν Θεσσαλονίκη γιά τήν ἴδια δουλειά, εἶδε στόν δρόμο μία γυναῖκα εὐπρόσωπη καί σκανδαλίστηκε. Ἐπιστρέφοντας στό Ὄρος ἔβαλε κανόνα στόν ἑαυτό του νά μήν ξαναβγῆ στόν κόσμο καί οὔτε νά λειτουργήση ἄλλη φορά. Τόση μοναχική ἀκρίβεια εἶχε.
Ο γερω Χρυσόστομος Κατουνακιώτης, ἀπό τήν Καλύβη «Ἄξιόν Ἐστι», διηγήθηκε ὅτι κάποτε πού εἶχε περάσει ἀπό τήν Καλύβη τῆς Ἀναστάσεως τοῦ φημισμένου Πνευματικοῦ παπα–Σάββα, εἶδε τά λείψανά του μέσα σ᾽ ἕνα καλάθι στήν Ἐκκλησία. Ἀπό εὐλάβεια προσκύνησε τήν κάρα, ἡ ὁποία ἀπέπνεε ἄρρητη εὐωδία, σημεῖον ἁγιότητος τοῦ μεγάλου Πνευματικοῦ.
Διαβάστε ΕΔΩ τα προηγούμενα σχετικά άρθρα