Ο μακαριστός Κυριᾶκος γεννήθηκε στό κατεχόμενο χωριό Σύσκληπος τῆς ἐπαρχίας Κερύνειας στίς 13 Ἀπριλίου τοῦ 1933. Γονεῖς του ἦταν ἡ Ροδοῦ καί ὁ Κωνσταντῖνος Καρκότης. Τό ὀνοματεπώνυμό του ἦταν Κυριᾶκος Κ. Καρκότης, ἀλλά σέ ὅλους ἦταν γνωστός ὡς ὁ «Κυριᾶκος ὁ παράλυτος». Ἐνόσῳ ζοῦσε, δέν ὑπῆρχε κόσμος τῆς Ἐκκλησίας στήν περιοχή Λευκωσίας καί ὄχι μόνο, πού νά μήν τόν γνώριζε. Μέχρι σήμερα τό ὄνομά του ἀκούγεται συχνά.
Φοίτησε στίς πρῶτες τάξεις τοῦ Δημοτικοῦ σχολείου τοῦ χωριοῦ του. Μικρό παιδί, ἦταν πολύ ζωηρός. Ἐνοχλοῦσε τ᾿ ἄλλα παιδιά καί ὅπως ἦταν γεροδεμένος, δέν ἦταν λίγες οἱ φορές πού τίς ἔτρωγαν τά ἄλλα παιδιά, λόγῳ τῆς φυσικῆς δύναμης πού εἶχε, ἀλλά καί λόγῳ τοῦ ἀτίθασου χαρακτῆρα του, γι᾿ αὐτό τόν φώναζαν «Τσάρο».
Μικρός ἔκανε ὅλο σκανδαλιές. Μία φορά ἄναψε τό μπαρούτι τοῦ πατέρα του στό δωμάτιο, πού εἶχε τούς μεταξοσκώληκες ἡ μάννα του. Οἱ μεταξοσκώληκες ἀπό τήν βρώμα τοῦ μπαρουτιοῦ ψόφησαν. Ἡ μάννα του τόν ἔκανε μαῦρο στό ξύλο.
Μία ἄλλη φορά ἔτρεχε μέ τό γαϊδούρι, τόσο πολύ, ὥστε νά χτυπήση τό κεφάλι του ἄσχημα σέ ἕνα κλαδί. Τό χτύπημα ἦταν πολύ δυνατό καί μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς του εἶχε ἕνα μεγάλο σημάδι στό κεφάλι.
Ὅπως ἔλεγε ὁ ἴδιος, μόλις ἔμαθε νά διαβάζη, ἀγόρασε μέ δύο σελίνια μία Ἁγία Γραφή. Ἄρχισε νά τήν διαβάζη μάλιστα μανιωδῶς. Πολλά χωρία τά μάθαινε ἀπ᾿ ἔξω.
Στήν Β΄ τάξη τοῦ Δημοτικοῦ σχολείου ἄρχισε νά ἐκδηλώνεται ἡ ἀσθένειά του. Μία ἡμέρα τελειώνοντας τό σχολεῖο, ἔνοιωσε πόνο στό πόδι του καί δέν μποροῦσε νά βαδίση γιά νά πάη στό σπίτι.
Μετά ἀπό ἰατρικές ἐξετάσεις διαπιστώθηκε ὅτι ἔπασχε ἀπό ὀξεία ρευματοειδῆ ἀρθρίτιδα. Τά ἰατρικά μέσα τότε ἦταν ἐλάχιστα. Παρ᾿ ὅλο πού οἱ γονεῖς του τόν πῆγαν σέ διάφορους γιατρούς, ὁ Κυριᾶκος ἄρχισε σιγά–σιγά νά παραλύη. Σ᾿ αὐτό συνετέλεσε καί ἡ λανθασμένη ἰατροφαρμακευτική ἀγωγή πού τοῦ δόθηκε.
Μετά ἀπό αὐτό δέν πῆγε ξανά σχολεῖο. Τά γράμματα πού ἔμαθε ἦταν μέχρι τήν Β΄ τάξη τοῦ Δημοτικοῦ. Ἡ κατάστασή του ὅλο καί ἐπιδεινωνόταν ἔχοντας σάν ἀποτέλεσμα νά καταλήξη πρῶτα στήν καρέκλα καί μετά στό κρεββάτι. Μέ τόν καιρό τό σῶμα του καί τά ἄκρα, χέρια καί πόδια, ἄρχισαν νά ἀτροφοῦν, νά μήν ἀναπτύσσωνται κανονικά καί τό σῶμα του νά εἶναι ἄκαμπτο, σάν σανίδα. Τό μόνο πού μεγάλωνε κανονικά, ἦταν τό κεφάλι του.
Πέρασαν ἀρκετά χρόνια στό χωριό μέ τόν Κυριᾶκο στό κρεββάτι καί τήν μακαριστή Ροδοῦ, τήν μητέρα του, νά τόν περιποιῆται. Τά χρόνια περνοῦσαν, ἡ Ροδοῦ μεγάλωνε σέ ἡλικία, ἀλλά καί ὁ Κυριᾶκος ἀπό παιδάκι ἔγινε ἄντρας μέ πολύ περισσότερο βάρος. Τά πάντα γίνονταν στό κρεββάτι. Πρᾶγμα δύσκολο γιά τήν ἡλικιωμένη μητέρα.
Τό 1959 ἀποφάσισαν οἰκογενειακῶς νά κατεβοῦν στήν Λευκωσία. Συγκεκριμένα σέ ἕνα μεγάλο προάστειο τῆς Λευκωσίας, τόν Ἅγιο Δομέτιο. Ἐκεῖ ἦταν οἱ ἀδελφές τοῦ Κυριάκου παντρεμένες, ἡ Ἑλένη καί ἡ Δέσποινα. Ἦταν καί οἱ μοναδικές πού εἶχε. Δέν εἶχε ἄλλα ἀδέλφια.
Στό σπίτι τῆς Δέσποινας, στό πίσω μέρος, ἔφτειαξαν δύο δωμάτια ἀρκετά εὐρύχωρα καί ἐκεῖ ἐ-γκαταστάθηκε ὁ Κυριᾶκος μέ τούς γονεῖς του.
Στήν ἀρχή ὁ κόσμος πήγαινε ἀπό περιέργεια, ἀλλά καί ἀπό φιλότιμο, ἐξασκώντας τήν ἀρετή τῆς ἀγάπης, νά δῆ ἕναν παράλυτο στό κρεββάτι καί συγχρόνως νά τοῦ πῆ ἕναν λόγο παρηγοριᾶς. Ὅμως τά πράγματα τελικά ἀντιστρέφονται. Ὁ κόσμος πήγαινε νά παρηγορήση καί ἔφευγε παρηγορημένος.
Ἐν τῷ μεταξύ συνέχιζε νά διαβάζη διάφορα βιβλία. Μέχρι σήμερα στό δωμάτιό του ὑπάρχει μία μεγάλη βιβλιοθήκη. Τοῦ ἔβαζαν στό στῆθος ἕνα μικρό ξύλινο ἀναλόγιο, τοποθετοῦσαν ἀνοιχτό τό βιβλίο πάνω στό ἀναλόγιο καί αὐτός διάβαζε. Τά φύλλα τά γύριζε μέ ἕνα μικρό ξυλάκι πού κρατοῦσε στό στόμα, γιατί τά χέρια του εἶχαν παραλύσει. Ἐπίσης μέ τό στόμα ἔμαθε νά γράφη καί πιό μικρός νά ζωγραφίζη.
Οἱ Θεολόγοι, οἱ Ἱερεῖς καί Ἀρχιερεῖς κηρύττουν ἀπό τούς Ναούς καί τόν ἄμβωνα, ὁ Κυριᾶκος κηρύττει ἀπό τό κρεββάτι. Ὅταν τόν ρωτοῦσες «τί κάνεις;», ἔλεγε «Δόξα τῷ Θεῷ, καλά». Ἀμέσως ἔμπαινε στό θέμα, πού δέν ἦταν ἄλλο ἀπό τόν λόγο τοῦ Θεοῦ.
Στήν ἀρχή ὁ κόσμος ἦταν λίγος, γι᾿ αὐτό εὕρισκε καί χρόνο γιά μελέτη. Μετά ὁ κόσμος αὐξήθηκε. Ἡ πόρτα ἦταν συνέχεια ἀνοικτή. Τό δωμάτιό του ἀπό τό πρωΐ μέχρι ἀργά τό βράδυ ἦταν γεμᾶτο κόσμο. Κάποια ἄτομα ἦταν ταγμένα νά τόν ὑπηρετοῦν, μέ πρώτη τήν Κατερίνα ἀλλά νά ὑπηρετοῦν καί τούς ἐπισκέπτες.
Ἡ Κατερίνα ἦταν κοντοχωριανή του. Ἐλεύθερη κοπέλλα, τοῦ Θεοῦ ἄνθρωπος. Ὅταν δέν δούλευε, ἦταν συνέχεια δίπλα του. Βοηθοῦσε τήν μάννα του νά τόν πλύνουν καί νά καθαρίσουν. Ἦταν ἡ οἰκονόμος του, κρατοῦσε τόν «τενεκέ» μέ τά λεφτά του, τά ὁποῖα ἔπαιρνε μέ τό ἕνα χέρι καί τά ἔδινε μέ τό ἄλλο.
Ὁ Κυριᾶκος ἦταν πολύ σχολαστικός μέ τήν καθαριότητα. Σέ αὐτό τό θέμα εἶχε ἀπαιτήσεις. Τίποτα δέν ζητοῦσε, ἀλλά σέ θέματα καθαριότητας, ὅταν κάτι δέν τοῦ ἄρεσε, ζητοῦσε νά τό ξανακάνουν, κυρίως ἀπό τήν Κατερίνα πού εἶχε τό θάρρος. Πολλές φορές ἔρχονταν γυναῖκες καί ἤθελαν νά σκουπίσουν ἤ νά καθαρίσουν. Στήν ἐρώτηση τῆς Κατερίνας «ἀφοῦ εἶναι καθαρά, τί τίς βάζεις καί κάνουν;», ἀπαντοῦσε «ἄστες καί αὐτές νά κάνουν κανένα ψυχικό».
Τό ἱεραποστολικό ἔργο τοῦ Κυριάκου σιγά–σι-γά ἀναπτύχθηκε ποικιλοτρόπως. Τότε δέν ὑπῆρχε τό Χριστιανικό Βιβλιοπωλεῖο τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς. Ὁ κόσμος δέν γνώριζε ποιό εἶναι τό καλό βιβλίο καί ποῦ νά τό βρῆ. Φρόντιζε, λοιπόν, νά προμηθεύεται βιβλία καί νά τά πουλᾶ σέ χοντρικές τιμές. Μετά ἀπό μία συζήτηση, πρότεινε καί τό κατάλληλο βιβλίο καί ἔτσι ὁ κόσμος ὠφελεῖτο διπλᾶ.
Παράλληλα διοργάνωνε στό σπίτι του ὁμιλίες. Μαζευόταν ἀρκετός κόσμος καί τό σπίτι του γέμιζε ἀσφυκτικά. Τακτικός καλεσμένος ἦταν ὁ π. Φιλόθεος τῆς Ἱ. Μ. Μαχαιρᾶ. Τίς ὁμιλίες αὐτές, ἀλλά καί ἄλλων ἱεροκηρύκων, τίς ἔγραφε σέ κασσέττες καί τίς μοίραζε. Ἀπό τό σπίτι τοῦ Κυριάκου πέρασαν ἄτομα πού ἀργότερα ἔγιναν Ἀρχιερεῖς, ὅπως ὁ Μητροπολίτης Κερηνείας κ. Παῦλος καί ὁ Σαλαμίνος κ. Βαρνάβας. Ἐπίσης πολλοί πού μετά ἔγιναν μοναχοί, ὁ π. Γαβριήλ Σιόκουρος, ὁ π. Σάββας τῆς Ἱ. Μ. Σταυροβουνίου, ἡ Ξένη μοναχή, οἱ μοναχές Προκοπία, Φωτεινή, Ἀναστασία, ἀκόμη καί Θεολόγοι, ἱεροψάλτες, ἐγγράμματοι καί ἀγράμματοι, πλούσιοι καί φτωχοί καί κάθε κοινωνικῆς τάξης ἄνθρωποι.
Ἐπίσης ὁ μακαριστός Κυριᾶκος ἦταν ἱδρυτικό μέλος τοῦ Συλλόγου “Φίλοι τοῦ Ἁγίου Ὄρους”. Τά πρῶτα 100 μέλη στόν Σύλλογο γράφτηκαν στό σπίτι τοῦ Κυριάκου καί μέ δική του παρότρυνση. Ὁ Σύλλογος αὐτός ἐκδίδει τό περιοδικό “Ὀρθόδοξη Μαρτυρία”, μέ πολύ πνευματικό περιεχόμενο. Διοργανώνει προσκυνηματικές ἐκδρομές καί ἀγρυπνίες σέ διάφορους Ναούς. Μέχρι τότε, αὐτά ἦταν ἄγνωστα γιά τήν κυπριακή κοινωνία.
Σάν Πνευματικό του εἶχε τόν π. Σάββα Λάμπρου τῆς Ἱ. Μ. Σταυροβουνίου, ὁ ὁποῖος κάποια στιγμή ἀκολούθησε τό παλαιό ἡμερολόγιο καί ἔφυγε ἀπό τήν Μονή καί πῆγε στήν Πάρο. Ἐδῶ νά σημειώσωμε ὅτι ἡ Μονή ἀκολουθεῖ τό νέο ἡμερολόγιο.
Ἐνῶ στήν ἀρχή ἔρχονταν οἱ Ἱερεῖς τῆς ἐνορίας τοῦ Ἁγίου Γεωργίου (στόν Ἅγιο Δομέτιο) καί τόν κοινωνοῦσαν, δήλωσε ὅτι θέλει ν᾿ ἀκολουθήση τό παλαιό, χωρίς νά ξέρη κανένας τί μεσολάβησε. Ὅταν κάποτε πέρασε ἀπό τήν Κύπρο ὁ π. Θεόκλητος ὁ Διονυσιάτης σάν καλεσμένος τοῦ Συλλόγου «Φίλοι τοῦ Ἁγίου Ὄρους», πέρασε καί τόν εἶδε. Μίλησαν γι᾿ αὐτό τό θέμα. Τοῦ ἄρεσε πάρα πολύ καί ὅ,τι τοῦ εἶπε τά δέχτηκε, ἀλλά μετά ἀπό λίγο χρονικό διάστημα κοιμήθηκε.
Μέσα στό ἱεραποστολικό του ἔργο ἦταν καί οἱ ἐπιστολές. Ὅπως εἴπαμε, ἔγραφε μέ τό στόμα. Γιά περισσότερη εὐκολία καί ταχύτητα, ὑπαγόρευε στήν Αἰκατερίνη καί ἔγραφε. Σάν ἄτομο ἐμπιστοσύνης, ἡ Κατερίνα, ἄκουγε καί ἔγραφε τά πάντα. Ὅπως χαρακτηριστικά ἔλεγε, μέχρι καί γιά φόνους ἄκουσε. Οἱ ἐπιστολές ἀπευθύνονταν συνήθως σέ ἄτομα τοῦ ἐξωτερικοῦ. Σέ ὅλα τά μήκη καί τά πλάτη τοῦ κόσμου.
Ἦταν ἄνθρωπος τοῦ λόγου ἀλλά καί τῆς προσευχῆς. Οἱ ἀκολουθίες τοῦ Ὄρθρου, τοῦ Ἑσπερινοῦ καί τοῦ Ἀποδείπνου τελοῦνταν καθημερινά. Ἐνῶ μιλοῦσε μέ κάποιους, ὅταν ἐρχόταν ἡ ὥρα, διέκοπτε, ἔκαναν τήν ἀκολουθία μαζί μέ τούς παρευρισκομένους καί μετά συνέχιζε τήν συζήτηση.
Ἦταν πολύ ἔξυπνος καί ὁ λόγος του συνοδευόταν μέ πολλά παραδείγματα καί ἐπιχειρήματα. Δέν ἦταν λίγοι οἱ περίεργοι καί οἱ ἄθεοι πού πέρασαν ἀπό ἐκεῖ καί βγῆκαν ἀναγεννημένοι, γνωρίζοντας τόν Χριστό διά τοῦ στόματος τοῦ παράλυτου Κυριάκου.
Λίγο καιρό πρό τῆς κοιμήσεώς του, ἕνα μέ δύο μῆνες πιό νωρίς, ἐνῶ εἶχε πλήρη διαύγεια πνεύματος καί σώας τάς φρένας, ἔβλεπε ἀπό τήν πόρτα ἔξω στήν αὐλή μωρά. Τό κρεββάτι του εἶχε πάντα μία κλήση πρός τά ἐπάνω. Τά μωρά αὐτά ἔμπαιναν καί μέσα στό σπίτι, καί μέ μία φυσικότητα ρωτοῦσε γι᾿ αὐτά τούς παρευρισκομένους, χωρίς φυσικά αὐτοί νά βλέπουν τίποτα.
Ἐπίσης μέσα σ᾿ αὐτό τό χρονικό διάστημα τῶν δύο μηνῶν ἔζησε καί τά ἑξῆς θαυμαστά: Ἔλεγε σέ ἕναν δικό του ἄνθρωπο ὅτι εἶδε δύο Ἀγγέλους ἀσπροφορεμένους, ἐνῶ ἦταν ξύπνιος, οἱ ὁποῖοι τοῦ ἔφεραν νά φορέση μία ἀρχιερατική στολή καί μία κορώνα. Τοῦ εἶπαν ὅτι τούς ἔστειλε ὁ Βασιλέας γιά νά τήν δώσουν νά τήν φορέση. “Ἄνοιξε τά μάτια σου νά τήν δῆς”. Τά εἶχε κλειστά, λόγῳ ναυτίας.
Ἐνῶ πλησίαζε ἡ ἡμέρα τῆς ἐκδημίας του, κάποια ἡμέρα ἐνῶ τόν ξέντυσαν γιά νά τόν καθαρίσουν, εὐωδίαζε. Μάλιστα μία κυρία πού ἦταν στήν κουζίνα, βγῆκε νά δῆ τί μυρίζει τόσο ὡραία. Ὅλοι διαπίστωσαν ὅτι ἡ εὐωδία ἔβγαινε ἀπό τό σῶμα τοῦ Κυριάκου.
Ἐκεῖνες τίς ἡμέρες παρουσιάστηκε κάτι σάν σύννεφο φωτεινό πάνω ἀπό τό κρεββάτι του καί τόν ἔλουζε μέ ἄσπρο φῶς. Τά ἄτομα πού τό εἶδαν, εἶπαν ὅτι μοιάζη μέ τό Ἅγιο Φῶς στόν Πανάγιο Τάφο. Μέσα σ᾿ αὐτό τό φῶς, τό πρόσωπό του ἔλαμπε σάν νά εἶχε δικό του φῶς.
Τόν τελευταῖο καιρό ἡ κατάσταση τῆς ὑγείας του ἐπιδεινώθηκε αἰσθητά. Οἱ πνεύμονές του, λόγῳ παραμόρφωσης τοῦ σώματός του καί κυρίως τοῦ θώρακα, δέν γέμιζαν κανονικά ἀέρα. Αὐτό εἶχε σάν ἀποτέλεσμα νά ἔχη δύσπνοια καί νά μαυρίζη. Γι᾿ αὐτό ἔπρεπε νά ἔχη συνέχεια ὀξυγόνο.
Ἡ μητέρα του, ἡ ὁποία ἀκόμα ζοῦσε, τελευταῖα τοῦ ἔλεγε: «Κυριᾶκο μου, θά σέ πάρω μαζί μου», δηλαδή θά πεθάνω καί μετά ἀπό λίγο θά πεθάνης καί σύ. Τά λόγια τῆς ὑπέργηρης μητέρας του στάθηκαν προφητικά. Τόν Μάρτιο τοῦ 1983 κοιμήθηκε ἡ μητέρα του σέ ἡλικία 95 χρόνων καί τήν ἀκολούθησε καί ὁ Κυριᾶκος.
Στίς 13 Δεκεμβρίου ἐνῶ ἦταν καλά καί ἦταν στό σπίτι του, ρωτοῦσε τί ἡμέρα πέφτει ἡ 17 Δεκεμβρίου. Ἔλεγε μάλιστα ὅτι ὁ π. Παῦλος (νῦν Κερηνείας) θά φύγη. Ὑπονοώντας ὅτι δέν θά εἶναι στήν κηδεία. Διότι στίς 17 Δεκεμβρίου ἔγινε ἡ κηδεία του. Φαίνεται ὅτι προεῖδε τόν θάνατό του, ἀλλά δέν τό εἶπε ξεκάθαρα γιά νά μήν στενοχωρήση τούς γύρω του.
Στίς 14 Δεκεμβρίου ἔγινε εἰσαγωγή στό νοσοκομεῖο μέ προβλήματα ἀναπνευστικά. Μιλοῦσε καί ἐπι-κοινωνοῦσε κανονικά. Μάλιστα ζήτησε ἀπό τήν Κατερίνα νά τοῦ φέρη κάτι συγκεκριμένο νά φάη. Τήν ἑπομένη στίς 15 Δεκεμβρίου τοῦ ἔτους 1983 ἐκοιμήθη εἰρηνικά.
Τήν ὥρα τῆς κηδείας πού ἔγινε στόν ἐνοριακό Ναό τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, στόν Ἅγιο Δομέτιο, ἕνα παιδάκι πέντε ἐτῶν, ὁ Δημητράκης, γνωστό στήν περιοχή, φώναζε ὅτι ὁ Κυριᾶκος δέν πέθανε, ἀλλά πετᾶ καί ἔδειχνε ψηλά. «Γιατί μοῦ λέτε ὅτι ὁ Κυριᾶκος πέθανε;», ἔλεγε. Ἔβλεπε τόν Κυριᾶκο κάπου ψηλά, μέσα στήν Ἐκκλησία.
Ἡ Κατερίνα ἦταν πολύ στενοχωρημένη μετά τόν θάνατο τοῦ Κυριάκου. Εἶχε συνέχεια ἕνα βάρος στό στῆθος καί συχνά πήγαινε στό σπίτι του καί ἔκλαιγε ἀπαρηγόρητη. Μία ἡμέρα, ἐνῶ ἦταν ἐκεῖ στενοχωρημένη, βλέπει νά βγαίνη ἀπό τήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ ἕνα φῶς σέ ἀκτῖνες καί ἄρχισε νά κλαίη, ἀλλά πλέον μέ δάκρυα χαρᾶς καί κατανύξεως. Ἀμέ-σως ἔφυγε τό βάρος καί ἡ στενοχώρια πού εἶχε καί στήν θέση της ἦρθε ἡ χαρά.
Ὁ Κυριᾶκος ὁ παράλυτος δέν ἐμποδίσθηκε ἀπό τήν παραλυσία του στήν ἐργασία τῆς ἀρετῆς καί στήν προσφορά πρός τόν πλησίον. Σ᾿ αὐτόν ἐπαληθεύτηκε καί ἐφαρμόστηκε ὁ Ἀποστολικός λόγος «ἡ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται». Ὁ ἀσώματος Θεός λατρεύεται μέ τόν νοῦ καί ἐπειδή εἶναι πνεῦμα ὁ Θεός, «ἐν Πνεύματι καί ἀληθείᾳ» πρέπει νά Τόν λατρεύωμε, ψυχῇ καί σώματι. Καί ἄν τό σῶμα ἀδυνατῆ, ὅπως στήν περίπτωση τοῦ Κυριάκου, ἀρκεῖ ὁ καθαρός καί ἁγιασμένος νοῦς νά λατρεύση καί νά ἑ- νωθῆ μέ τόν Θεό.
Αἰωνία ἡ μνήμη τοῦ Κυριάκου τοῦ παραλύτου. Ἀμήν.
ΑΣΚΗΤΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΟΜΟΣ Γ’
Διαβάστε ΕΔΩ τα προηγούμενα σχετικά άρθρα