ΚΥΡΙΑΚΗ Ι΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
μελέτη στό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα
Ὁ ἄνθρωπος καθώς ἀναπτύσεται πνευματικά βρίσκεται ἀντιμέτωπος τῶν δαιμόνων πού προσπαθοῦν νά ἀνακόψουν τήν πορεία του πρός τόν Θεό. Ἰσχυρά ὅπλα του ἔχει τήν προσευχή καί τήν νηστεία.
Ὁ ἄνθρωπος ἔχει διπλό ἀγώνα: κατά τῶν παθῶν του καί κατά τῶν δαιμόνων. Τά πάθη προέρχονται κατ’ἐξοχήν ἀπό τήν προσκόλησή του στήν αἴσθηση καί τήν ἡδονή κατά τήν ἀνάπτυξή του, ὁ πόλεμος ὅμως τῶν δαιμόνων ξεκινᾶ μέσα κι ἀπό αὐτόν τόν τόν Παραδεισο, ἀπό τήν δημιουργία καί πτώση τῶν Πρωτοπλάστων. Ὁ Διάβολος εἶναι «ἀνθρωποκτόνος» καί προσπαθεῖ νά ἐμποδίσει τήν πορεία τοῦ ἄνθρώπου πρός τήν ἕνωσή του μέ τόν Θεό, τήν κατά χάριν θέωσή του. Ὁ ἄνθρωπος παρότι εἶναι πιό ἀδύναμος ἀπό τόν διάβολο ἐν τούτοις τόν ξεπερνᾶ ἐάν μέ ταπείνωση ζητήσει τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ.
Ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά σωθεῖ μόνο μέ τόν προσωπικό του ἀγώνα, αὐτό εἶναι αἵρεση (Πελαγιανισμός), χρειάζεται τήν χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἐάν μέ ταπείνωση ἀγωνίζεται μέ προσευχή καί νηστεία τότε προσελκύει τήν χάρη καί ὁπλίζεται κατά των δαιμόνων. Κατά τόν Ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης ὁ ἄνθρωπος καί τό καθόλου σύμπαν ὁδεύουν τήν ὁδό τῆς ἐξέλιξης καί τῆς τελείωσης «ἀκαταλήκτως», πού σημαίνει ὅτι ὁ Διάβολος χάνει διαρκῶς τήν κυριαρχία του. Ἐπειδή ἡ Δημιουργία τρέπεται, δηλαδή ἀλλοιώνεται καί ἐξελίσεται, θετικά ἤ ἀρνητικά, τά πονηρά πνεύματα ὡς καταστροφικά προσπαθοῦν νά παρασύρουν ὅσους περισσότερους ἀνθρώπους μποροῦν στό πῦρ τῆς κολάσεως, «τό ἡτοιμασμένω τῶ διαβόλω καί τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ». Ὁ ἄνθρωπος, ὡς ἔχων τό αὐτεξούσιο, εἶναι ὑπεύθυνος γιά τίς πράξεις του ἀκόμη κι ἄν εἶναι θῦμα τοῦ διαβόλου. Ἔχει τήν προίκα τοῦ κατ’εἰκόνα καί πλούσια χαρίσματα νά ἐνεργοποιήσει, ὅπως καί τήν δυνατότητα μέσω τῶν θείων ἐνεργειῶν νά πορευθεῖ στό καθ’ ὁμοίωσιν, τήν ἕνωσή του μέ τόν Θεό. Ὁ Θεός σώζει τόν ἀνεπαρκή ἄνθρωπο ἀπό τήν φθορά καί τόν διάβολο ὅταν αὐτός μετανοεῖ καί μέ ταπείνωση ἐπιστρέφει στήν ἀγκαλιά του.
Ὁ προσωπικός ἀγώνας τοῦ ἀνθρώπου περιλαμβάνει τήν ὀρθόδοξη ἄσκηση. Ἡ ἄσκηση στήν οὐσία της εἶναι ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν στήν προσπάθεια νά ὑποταγεῖ τό σῶμα, πού κατά τόν Ἀπόστολο Παῦλο ἐπιθυμεῖ κατά τοῦ πνεύματος. Ὁ Χριστός ἐνήστευσε πρίν ἀρχίσει τήν διακονία του σαράντα μέρες καί τήν νύχτα ἀπεσύρετο στήν ἔρημο γιά προσευχή. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος δέν εἶχε ροπή στήν ἁμαρτία ἐπειδή δέν εἶχε γνωμικό θέλημα καί ἡ ἀνθρώπινη θέλησή του ἀκολουθοῦσε κατά πάντα τήν θεία, ἄρα δέν μποροῦσε νά ἁμαρτήσει. Ὁ ἴδιος ἐρωτοῦσε: «τίς ἐλέγξει με περί ἁμαρτίας;» Ὅμως ἡ προσευχή ἦταν ἀνάγκη τῆς ψυχῆς του ὡς τελείου ἀνθρώπου παρότι ὡς Θεός ἦταν «οὐδόλως ἀπῶν ἐκ τῶν ἄνω». Πολύ περισσότερο ὁ ἄνθρωπος πού προσπαθεῖ νά ζεῖ σέ κοινωνία μέ τόν Θεό. Ἡ προσευχή εἶναι ἀνάγκη τῆς ψυχῆς, ὄχι πολυτέλεια. Ἄλλωστε, ὅλες οἱ ἀποκαλύψεις στήν ζωή τῶν Ἁγίων ἔγιναν στήν διάρκεια τῆς προσευχῆς. Ὅσο περισσότερο καθαρίζει ἡ ψυχή ἀπό τά πάθη τόσο περισσότερο μεγαλώνει ἡ ἀνάγκη της γιά προσευχή. Ἡ ψυχή ἐπιζητεῖ νά ἑνωθεῖ μέ τόν δημιουργό της γι αὐτό τόν ἀναζητᾶ διαρκῶς καί ἀναρωτᾶται: «πότε ἤξεις πρός με;».
Ἡ ἁπλούστερη καί περισσότερο περιεκτική προσευχή εἶναι ἡ εὐχή «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με». Μέ τήν ἄσκηση ἡ μονολόγιστη αὐτή προσευχή αὐτενεργεῖται καί ἡ καρδιά διαρκῶς ἐπαναλαμβάνει τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ, κατά τήν ρήση τοῦ Ἀποστόλου Παύλου «ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε». Ὅταν ἡ εὐχή ἐγκατοικήσει στήν καρδιά ὁ πιστός ἀκούει τόν Κύριο νά προσεύχεται μέσα του, κατά τά λόγια τοῦ Κυρίου «ἐγώ καί ὁ Πατήρ μονήν παρ’αὐτῶ ποιήσωμεν». Ἡ κοινωνία τοῦ ἄνθρώπου μέ τόν Θεό εἶναι νοερά, ἐπειδή «Πνεῦμα ὁ Θεός». Εἶναι, λοιπόν, ἀνάγκη τοῦ ἀνθρώπου ἡ διαρκής ἐνασχόληση τοῦ νοῦ μέ τόν Θεό. Αὐτό τόν λυτρώνει ἀπό τήν δυστυχία του νά μήν μπορεῖ νά δεῖ αὐτόν πού ἀγαπᾶ. Ὅσο ἀγαπᾶ κανείς τόν Θεό καί τόν ἀναζᾶ τόσο αὐτός τοῦ ἀποκαλύπτεται καί ὁ ἄνθρωπος βιώνει τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀναζήτηση τοῦ ἀγαπητοῦ γίνεται μέ κάθε ἀναστροφή τῆς ὕπαρξής του, κατ’ἐξοχήν δέ διά τῆς προσευχῆς.
Στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἡ θεία Λειτουργία εἶναι τό κέντρο τῆς λατρείας. Ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἀνάγκη νά λατρεύσει τόν Θεό νά τοῦ προσφέρει μέ λόγια ἀκόμη ἀτελή ἀλλά ἄδολα τήν ἀγάπη, τήν εὐχαριστία, τό εἶναι του. Πασχίζει νά ἀνταποδώσει κάτι λιγοστό στήν ἀπέραντη ἀγάπη τοῦ Κυρίου. Ἀναρωτιέται «τί ἀνταποδώσωμεν τῶ Κυρίω περί πάντων ὦν ἀνταπέδωκεν ἡμῖν;». Ἡ ἄσκηση μέ νηστεία καί διαρκή προσευχή εἶναι μιά πράξη ἀγάπης, στήν ὁποία
ὁ Θεός ἐπιστρέφει χάρη καί τήν ἐπίσκεψη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἀρχιμανδρίτου Δωροθέου Τζεβελέκα
”ΔΙΗΓΗΣΟΜΑΙ ΠΑΝΤΑ ΤΑ ΘΑΥΜΑΣΙΑ ΣΟΥ”
ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ στά κυριακάτικα Εὐαγγέλια
Θεσσαλονίκη, 2015