Γέροντος Δωροθέου: «Μή κλαῖε…»

ΚΥΡΙΑΚΗ Β΄ ΛΟΥΚΑ  (  Μελέτη στό εὐαγγελικό ανάγνωσμα) 

Ὅταν συναντήθηκαν οἱ δύο πομπές, τοῦ θανάτου ἀπό τήν μία καί τῆς ζωῆς ἀπό τήν ἄλλη, ἐκεῖνο πού ἐκίνησε τόν Χριστό νά ἀναστήσει τόν υἱό τῆς χήρας ἦταν τό γεγονός ὅτι «ἐσπλαχνίσθη ἐπ’ αὐτήν». Αὐτή τήν φορά κανείς δέν τόν προσκάλεσε παρά μόνο ἡ εὐσπλαχνία του.

Ὁ Χριστός εἶναι ἡ ζωή. Τό ἐδήλωσε ὁ ἴδιος: «ἐγώ εἰμί ἡ ὁδός, ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή». Γιά νά ζήσει κανείς γιά πάντα πρέπει νά ἑνωθεῖ μαζύ του. Μερικές φορές ἐδάκρυσε στήν διάρκεια τῆς ἐπίγειας διακονίας του. Ἀπεκάλυψε ἔτσι τήν ἀγάπη του γιά τό γένος μας.

Ἐδάκρυσε γιά τόν φίλο του Λάζαρο, γιά τήν Καπερναούμ, γιά τά Ἰεροσόλυμα. Σήμερα εἶπε στήν χήρα «μήν κλαῖε!». Σέ κάθε ἕνα ἀπό ἐμᾶς λέγει «μήν κλαῖε, ἐγώ εἶμαι γιά σένα». Ἡ ὅλη διακονία τοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο εἶναι ἡ ἀπόδειξη τῆς ἀγάπης του. Εἶναι θαυμαστό ὅτι παρά τήν ἀναξιότητά μας ὁ Κύριος μᾶς ἀγαπᾶ. Ἡ ἀγάπη του δέν ἔχει σχέση μέ τήν ἀναμαρτησία μας, ὁ Κύριος ἀφήνει τά ἑνενήντα ἑννέα πρόβατα στήν στάνη του (τήν Ἐκκλησία) καί ἀναζητᾶ τό ἀπολωλός. Γιά τόν λόγο αὐτό ἡ Ἐκκλησία προσεύχεται στόν Χριστό πού εἶναι «ὁ τούς δικαίους ἀγαπῶν καί τούς ἁμαρτωλούς ἐλεῶν». Εἶναι σχεδόν ἀνεξιχνίαστο γιατί ὁ Θεός μᾶς ἀγαπᾶ «μανικῶς» καί ἐργάζεται τήν σωτηρία μας, μέχρι νά ἀνακαλύψουμε ὅτι αὐτό πού μᾶς τρέφει εἶναι ἡ ἀγάπη του καί ὄχι τό ψωμί, ἀκόμη κι ὅταν ἐμεῖς ἀμελοῦμε τά σωτηριώδη.

Ἀνάλογα μέ τήν ἀνταπόκρισή μας στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ αὐτός μᾶς ἀποκαλύπτεται. Μπορεῖς νά ἔχεις ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ! Ἐξαρτᾶται ἀπό τό πόσο τόν ἀγαπᾶς καί τόν ἀκολουθεῖς. Ὁ σκοπός πού πλασθήκαμε εἶναι ἡ κατά χάρη θέωσή μας, ἡ ἕνωσή μας μέ τόν Θεό. Μέ τήν θέωση δέν ἐντασόμαστε στήν οὐσία τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι ἀπρόσιτη καί ἀμέθεκτη, ἀλλά ἀνάλογα μέ τήν καθαρότητα καί τήν δεκτικότητα τοῦ καθενός εἰσερχόμεθα στήν ἄβυσσο τῆς φωτοχυσίας, ἕνα γνόφο κατά τόν Ἅγιο Διονύσιο τόν Ἀρεοπαγίτη, ὅπου ὁ χοϊκός ἄνθρωπος ἀλλοιοῦται καί καθίσταται δοχεῖο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, γίνεται Θεοφόρος, ἔχει ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ. Γιά τόν λόγο αὐτό, κατά τόν Ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ, «τά δόγματα εἶναι πράγματα», δέν εἶναι ἰδεολογήματα ἤ διανοητικά ἐπινοήματα, ἀλλά καρπός ἔμπειρίας τῶν θεουμένων. Μέ ἄλλα λόγια, προηγεῖται ἡ θεοπτία καί ἕπεται ἡ θεολογία. Ὁ Θεός θέλει νά μᾶς ἀποκαλυφθεῖ καί τό πράττει κατά τό μέτρο τῆς δεκτικότητας καθενός. Ὅσο περισσότερο ἀγαπᾶς τόν Θεό τόσο περισσότερο σοῦ ἀποκαλύπτεται. 

Ὁ Θεός ἔπλασε τόν κόσμο ἀπό τήν ἀγάπη του καί ὄχι γιά κάποια ἀνάγκη του. Ὁ Θεός δέν ὑπόκειται σέ καμμιά ἀναγκαιότητα, οὔτε ἡ Ἁγία Τριάδα ἐπεκτάθη μέ τήν δημιουργία τοῦ σύμπαντος, ὑλικοῦ καί πνευματικοῦ. Ἡ δημιουργία εἶναι ἐτερούσια τοῦ Θεοῦ καί τό χάσμα γεφυρώνεται μέ τήν μέθεξη τῶν ἀκτίστων θείων ἐνεργειῶν. Ἐκεῖνο πού διαπερᾶ τά πάντα εἶναι ἡ άγάπη τοῦ Θεοῦ γιά τήν δημιουργία καί καρυφαία γιά τόν ἄνθρωπο. Ὅπως ἀναφέρει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος «Ἐγώ εἶμαι πατέρας, ἐγώ ἀδελφός, ἐγώ νυμφίος, ἐγώ οἰκία, ἐγώ τροφή, ἐγώ ἔνδυμα, ἐγώ ρίζα, ἐγώ θεμέλιον, κάθε τι τό ὁποῖον θέλεις ἐγώ· νά μήν ἔχεις ἀνάγκην ἀπό τίποτε. Ἐγώ καί θά σέ ὑπηρετήσω· διότι ἦλθα νά ὑπηρετήσω, ὄχι νά ὑπηρετηθῶ. Ἐγώ εἶμαι καί φίλος, καί μέλος τοῦ σώματος καί κεφαλή καὶ ἀδελφός, καί ἀδελφὴ καί μητέρα, ὅλα ἐγώ· ἀρκεῖ νὰ διάκεισαι φιλικὰ πρός ἐμέ. Ἐγώ ἔγινα πτωχὸς διά σέ· ἔγινα καί ἐπαίτης διά σέ· ἀνέβηκα ἐπάνω εἰς τόν Σταυρὸν διά σέ· ἐτάφην διά σέ· εἰς τόν οὐρανὸν ἄνω διά σέ παρακαλῶ τόν Πατέρα· κάτω εἰς τήν γῆν ἐστάλην ἀπό τόν Πατέρα ὡς μεσολαβητής διά σέ. Ὅλα δι᾿ ἐμέ εἶσαι σύ· καί ἀδελφὸς καί συγκληρονόμος καί φίλος καί μέλος τοῦ σώματος. Τί περισσότερον θέλεις;»

Ἡ ἀνάσταση, λοιπόν, τοῦ υἱοῦ τῆς χήρας στήν Ναΐν εἶναι καρπός τῆς εὐσπλαχνίας τοῦ Θεοῦ. Κανείς, συνεπῶς, δέν δικαιοῦται νά αἰσθάνεται ἀνασφαλής ἤ ἀγχώδης ἤ ἐγκαταλελειμένος. Τό ἄγχος εἶναι μιά μορφή ἀπιστίας. Ὁ ἀγχώδης ἄνθρωπος προσπαθεῖ νά ἀποδείξει πράγματα χωρίς νά ἀναγνωρίζει τήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ γιά αὐτόν. Προσεύχεται «γενηθήτω τό θέλημά σου» καί ἐννοεῖ τό προσωπικό θέλημα. Ἐκεῖνοι πού ἐνώθηκαν μέ τόν Θεό σ’ αὐτόν τόν κόσμο ἔχουν ἀμεριμνησία γιά τά τοῦ κόσμου καί διαρκή μνήμη τοῦ Θεοῦ. Ἡ μέριμνα ἀπομακρύνει ἀπό τόν Θεό. 

Σέ καθένα ἀπό ἐμᾶς, λοιπόν, ὁ Χριστός λέγει «μή κλαῖε». Ὁ θάνατος νικήθηκε. Ἄν πιστεύεις ὅτι «ὁ θάνατος τεθανάτωται» ζεῖς τόν Παράδεισο ἀπό αὐτήν τή ζωή. Γιαυτό ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι σταυροαναστάσιμη καί ἀκόμη καί στόν θρῆνο γιά τίς ἁμαρτίες μας κυριαρχεῖ ἡ χαρμολύπη. Εἶναι ἡ μυστική πληροφορία τῆς ψυχῆς ὅτι ὁ Χριστός πού νίκησε τόν θάνατο μᾶς ἀγαπᾶ ἀπεριόριστα καί εἶναι μαζύ μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα, ὁ παράκλητος, ὁ παρηγορητής μας. 

Ἀρχιμανδρίτου Δωροθέου Τζεβελέκα

”ΔΙΗΓΗΣΟΜΑΙ ΠΑΝΤΑ ΤΑ ΘΑΥΜΑΣΙΑ ΣΟΥ”

ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ στά κυριακάτικα Εὐαγγέλια

Θεσσαλονίκη, 2015

 

ΠΗΓΗ