Γεωργίου Ἰ. Βιλλιώτη
Ἡ ἀπαιτητικὴ λέξη τῆς ἡμέρας
ἁδρός , -ή/ά, -ό
1) Γιὰ κάτι ποὺ εἶναι ἔντονο, ποὺ διακρίνεται καθαρά, ποὺ δὲν εἶναι λεπτό:
Οἱ ζωγραφικοί του πίνακες ἔχουν ἁδρὸ περίγραμμα.
2) ἡ περιγραφὴ ποὺ περιλαμβάνει τὰ κύρια σημεῖα ἑνὸς θέματος χωρὶς νὰ ὑπεισέρχεται σὲ λεπτομέρειες
Στὸ βιβλίο του κάνει ἁδρὴ περιγραφὴ τῆς βυζαντινῆς κοινωνίας.
3) γιὰ ὑψηλή, πλούσια χρηματικὴ ἀμοιβὴ: Ὁ Πρωταγόρας δίδασκε ἔναντι ἁδρᾶς ἀμοιβῆς.