Οἴηση εἶναι ἡ ἔπαρση, ἡ ἀλαζονεία, ἡ ξιπασιά: Συμπεριφέρεται μὲ οἴηση. Ἐπιδεικνύει τέτοια οἴηση ποὺ γίνεται ἀντιπαθητικός. Ἡ οἴηση τῆς ἐξουσίας ἀλλοτριώνει τοὺς ἀνθρώπους τόσο πολὺ ποὺ γίνονται ἀγνώριστοι. Τὰ φαινόμενα οἴησης στοὺς φορεῖς τῆς ἐξουσίας προκαλοῦν τὸ λαϊκὸ αἴσθημα. Μιλοῦσε μὲ περισσὴ οἴηση στοὺς καθηγητές του. Οἰηματίας εἶναι αὐτὸς ποὺ συμπεριφέρεται μὲ οἴηση, ὁ ὑπερόπτης, ὁ φαντασμένος: Ἀπέκτησε πολλὲς ἐξουσίες μὲ ἀποτέλεσμα νὰ γίνῃ οἰηματίας. Ἡ οἴηση καὶ ὁ οἰηματίας παράγονται ἀπὸ τὸ ὁμηρικὸ ρῆμα οἴομαι ποὺ σημαίνει «νομίζω, θεωρῶ, ὑποθέτω». Ἄρα ὁ οἰηματίας εἶναι αὐτὸς ποὺ νομίζει ὅτι εἶναι πολὺ σπουδαῖος καὶ ἐπαίρεται γι’ αὐτό. Ἀπὸ ἕνα ἄλλο ἀρχαῖο ρῆμα, τὸ δοκῶ,ποὺ σημαίνει ἐπίσης «νομίζω», προέρχεται ὁ δοκησίσοφος, αὐτὸς ποὺ νομίζει ὅτι εἶναι σοφός, ἀλλὰ δὲν εἶναι. Ἄς θυμηθοῦμε τὸν δοκησίσοφο νεανία τοῦ Ἀριστοφάνη: «οὐκοῦν ἂν ἤδη τῶν θεατῶν τις λέγοι νεανίας δοκησίσοφος, “τόδε πρᾶγμα τί; ὁ κάνθαρος δὲ πρὸς τί;» (Εἰρήνη, 44). Στὸν οἰηματία τὸ βάρος πέφτει στὴν ἔπαρση, ἐνῷ στὸν δοκησίσοφο στὴν ἐσφαλμένη γνώμη.
Δείτε ΕΔΩ τα προηγούμενα άρθρα