Ἀνακαλύπτω τὶς ρίζες τῶν λέξεων – Τιμαλφεῖς λέξεις

 

Βαυκαλίζω σημαίνει ἀποκοιμίζω ἢ καθησυχάζω κάποιον μὲ ἀπατηλὲς ὑποσχέσεις: Συχνὰ οἱ πολιτικοὶ βαυκαλίζουν τὸν λαὸ μὲ ψεύτικες ὑποσχέσεις. Στὴν ἀρχαία Ἀθῆνα ἐπιτήδειοι δημαγωγοὶ βαβαυκάλιζαν τοὺς πολῖτες καὶ τοὺς ἀποπροσανατόλιζαν. Τὸ παθητικὸ βαυκαλίζομαι «ξεγελῶ τὸν ἑαυτό μου μὲ ψεύτικες ὑποσχέσεις, αὐταπατῶμαι»: βαυκαλιζόταν μὲ τὴν ἰδέα ὅτι θὰ ἔβρισκε ὑποστήριξη στὶς πρωτοβουλίες του. Ἀρχικὰ σήμαινε κοιμίζω. 

 

Δείτε ΕΔΩ τα προηγούμενα άρθρα

Ετικέτες - Σχετικά Θέματα