Άθληση του Αγίου Ιερομάρτυρος Ιγνατίου του Θεοφόρου

Τὴ Κ’ (20η) τοῦ μηνὸς Δεκεμβρίου μνήμη, τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος ΙΓΝΑΤΙΟΥ τοῦ Θεοφόρου.

ΑΘΛΗΣΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΙΓΝΑΤΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΦΟΡΟΥ

Ὅταν βασίλευε ὁ Τραϊανός, ἐπίσκοπος στὴν Ἀντιόχεια ἦταν ὁ Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος (αὐτὸς ποὺ φέρει μέσα του τὸν Θεό). Λένε κάποιοι ὅτι τὸν Ἰγνάτιο τὸν πῆρε στὰ ἅγια χέρια του ὁ Δεσπότης Χριστός, ὅταν ἦταν ἀκόμη μικρὸ βρέφος, κατὰ τὴν ὥρα τῆς διδασκαλίας του. Σὲ μιὰ στιγμή, ἐνῶ δίδασκε στὰ Ἱεροσόλυμα, εἶπε στὸν λαό:
– Ὅποιος δὲν ταπεινώνει τὸν ἑαυτό του σὰν αὐτὸ τὸ μικρὸ παιδί, δὲν μπορεῖ νὰ μπεῖ στὴν βασιλεία τῶν Οὐρανῶν καὶ ὅποιος ὑποδεχτεῖ ἕνα ἀπ’ αὐτὰ τὰ παιδιὰ στὸ ὄνομά μου, ἐμένα δέχεται.

Αὐτὰ λέγοντας ὁ Δεσπότης Χριστὸς μίλησε γιὰ τὴν μελλοντικὴ προκοπὴ καὶ πρόοδο τοῦ παιδιοῦ, φανερώνοντας ξεκάθαρα τὴν ἀποστολική του διδασκαλία.

Αὐτός, λοιπόν, ὁ θεῖος Ἰγνάτιος, μαζὶ μὲ τὸν Πολύκαρπο, ἔγινε μαθητὴς τοῦ εὐαγγελιστῆ Ἰωάννη. Ἀργότερα, ὁ Πολύκαρπος, γιὰ τὸν μεγάλο ζῆλο καὶ τὴν ἀγάπη ποὺ ἔδειξε στὸν Χριστό, ἔγινε ἐπίσκοπος Σμύρνης. Ό Ἰγνάτιος, χειροτονήθηκε ἱερέας ἀπὸ τοὺς ἱεροὺς Ἀποστόλους, ψηφίστηκε ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας. Ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους ἔμαθε πολλὰ ποὺ ἔπρεπε νὰ γνωρίζουν οἱ ἱερεῖς καὶ μαζί τους κόπιασε πολύ, βασανίστηκε νὰ κηρύττει τὸ λόγο τῆς πίστης καὶ κακοπάθησε ὁ ζηλωτὴς τῶν ἀποστόλων, διδάσκοντας τὰ ἔθνη. Καί, τέλος, γενόμενος διάκονος τῶν μυστηρίων τοῦ Χρίστου, παραδόθηκε στ’ ἄγρια θηρία καὶ μαρτύρησε μὲ πρωτοφανῆ ἀγριότητα, ὅπως θὰ γράψουμε παρακάτω.

Μετὰ τὴν νίκη κατὰ τῶν Ταρτάρων ὁ Τραϊανός φούσκωσε ἀπὸ ὑπερηφάνεια. Ἔτσι, ἄρχισε χειρότερο πόλεμο κατὰ τῶν Χριστιανῶν, γιὰ νὰ τοὺς ἀναγκάσει νὰ προσκυνήσουν τοὺς θεούς του, ἐπειδὴ νόμισε ὅτι αὐτοὶ τὸν βοήθησαν στὴν νίκη τοῦ κατὰ τῶν Ταρτάρων. Ἔστειλε λοιπόν, σ’ ὅλα τὰ κάστρα προσταγὲς ὅτι ὅσοι χριστιανοὶ δὲν θελήσουν νὰ θυσιάσουν στὰ εἴδωλα νὰ τοὺς βασανίζουν πρῶτα σκληρὰ καὶ κατόπιν νὰ τοὺς θανατώνουν χωρὶς ἔλεος.

Ὁ Τραϊανός βρισκόταν στὴν Ἀντιόχεια καὶ ἑτοίμαζε πόλεμο κατὰ τῶν Περσῶν καὶ μερικοί του μίλησαν γιὰ τὸν Ἰγνάτιο τὸν Θεοφόρο, ὁ ὅποιος δίδασκε τοὺς ἀνθρώπους νὰ προσκυνοῦν κάποιον νέο Θεὸ ποὺ πέθανε πάνω στὸν Σταυρὸ καὶ τὴν τρίτη μέρα ἀναστήθηκε. Ἐπίσης, νὰ φυλᾶνε παρθενία καὶ νὰ μισοῦν κάθε ἀπόλαυση καὶ καλοπέραση τῆς ζωῆς. Καὶ τὸ χειρότερο ἀπ’ ὅλα νὰ καταφρονοῦν τοὺς θεοὺς καὶ τὶς διαταγὲς τῶν ἀρχόντων.

Ὅταν τ’ ἄκουσε αὐτὰ ὁ Τραϊανός, θύμωσε τόσο πολὺ ποὺ δὲν μπόρεσε νὰ κρύψει τὴν ὀργή του. Ποιὸς τάχα ἦταν αὐτὸς ὁ ἐπίσκοπος ποὺ ἀψηφοῦσε τὶς διαταγές του; Ποιὸς ἦταν αὐτὸς ὁ ἐπίσκοπος ποὺ ὄχι μόνο δὲν προσκυνοῦσε τοὺς θεούς του, ἀλλὰ παρακινοῦσε των ἄλλους ν’ ἀσεβοῦν; Θάνατος σ’ αὐτὸν τὸν ἐπίσκοπο. Αὐτοὶ οἱ λογισμοί του, ἔπρεπε νὰ πραγματοποιηθοῦν ἀμέσως. Γι’ αὐτὸ πρόσταξε ἄγρια τοὺς ἀκολούθους του:

– Φέρτε τον ἀμέσως στὸ θέατρο.

Ό Ἰγνάτιος, ὅταν παρουσιάστηκε μπροστά του, δὲν φαντάστηκε ὅτι θ’ ἀντιμετώπιζε ἕναν τόσο σκληρὸ καὶ ἀπάνθρωπο βασιλιᾶ.

– Σὺ εἶσαι ὁ Θεοφόρος ἐκεῖνος Ἰγνάτιος -τοῦ λέει ὁ Τραϊανός μὲ ἄγριο ὕφος- ποὺ καταφρονεῖς τὰ προστάγματά μας, διαστρέφεις μὲ τὴν διδασκαλία σου τοὺς Αντιοχείς καὶ παρακινεῖς τοὺς ἀνθρώπους νὰ σέβονται τὸν Χριστὸ καὶ τὸ χειρότερο νὰ καταφρονοῦν τοὺς θεούς μας, ἀναιδέστατε.

Νόμισε ὁ βασιλιᾶς πῶς ἔχει μπροστά του ἕνα στρατιώτη καὶ τὸν διατάζει νὰ ἐκτελέσει μιὰ διαταγή του. Ὅμως ἡ ἀπάντηση τοῦ θαρραλέου ἐπισκόπου ἦρθε σὰν κεραυνὸς στὸ κεφάλι του.

– Ἀλίμονο! πῶς ὀνομάζεις θεοὺς τὰ ἄψυχα εἴδωλα; Ἕνας εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεός, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ μονογενὴς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ ὅποιος δημιούργησε ὅλο τὸν κόσμο· ἂν τὸν γνώριζες βασιλιᾶ, θὰ σοῦ στερέωνε τὸ θρόνο τῆς βασιλείας σου καὶ τὸ στέμμα.

Τέτοια κεραυνοβόλα ἀπάντηση δὲν τὴν περίμενε ὁ Τραϊανός. Γι’ αὐτὸ ἀπαντάει στὸν Ἅγιο:

– Ἄφησε τὶς πολυλογίες καὶ προσκύνησε τοὺς θεούς. Θὰ σὲ κάνω ἀρχιερέα τοῦ μεγάλου Δία, θὰ σὲ ὀνομάσω πατέρα τῆς βουλῆς καὶ θὰ σὲ τιμοῦν ὅλοι.

Τέτοιες μεγάλες τιμὲς οἱ αὐτοκράτορες τῶν Ρωμαίων δύσκολα ἔδιναν σὲ κάποιον. Ὅμως ὁ ἐπίσκοπος Ἰγνάτιος φαίνεται πῶς ἦταν γιὰ τὸν Τραϊανό ὁ ἄνθρωπος ποὺ θὰ ἐξυπηρετοῦσε τοὺς σκοπούς του· ν’ ἀλλάξει τὴν πίστη τῶν Χριστιανῶν καὶ νὰ ἐπιστρέψουν στὴν εἰδωλολατρία.

– Βασιλιᾶ, τοῦ ἀπάντησε ὁ ἅγιος, εἶσαι γενναιόδωρος καὶ σπουδαία εἶναι τ’ ἀξιώματα ποῦ μοῦ προσφέρεις. Τί ἀνάγκη ἔχω ἐγὼ ἀπὸ τέτοιες τιμές, ποῦ εἶμαι ἱερέας τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, στὸν ὅποιο θυσιάζω κάθε μέρα θυσία αἰνέσεως καὶ εἶμαι ἕτοιμος νὰ τοῦ θυσιάσω των τὸν ἑαυτό μου.

Γιὰ τὴν ἀγάπη του μπορῶ νὰ θανατωθῶ μὲ ὁποιονδήποτε τρόπο, γιατί Αὐτὸς ὁ ἀθάνατος ἔπαθε θεληματικὰ γιὰ μένα. Ἑπομένως, ἀκόμη καὶ ἂν μὲ παραδώσεις στὰ θηρία ἡ σὲ ξίφος ἡ μὲ σταυρώσεις ἡ μὲ ὁδηγήσεις σὲ ὁποιοδήποτε πικρότατο θάνατο, ποτὲ δὲν θὰ προσκυνήσω τὰ δαιμόνια· οὔτε κανένα θάνατο φοβοῦμαι καὶ οὔτε ἐπιθυμῶ πράγματα προσωρινὰ καὶ ἐπίγεια, ἀλλὰ ποθῶ καὶ ἐπιθυμῶ μόνο τὰ αἰώνια. Μάθε, βασιλιᾶ, πῶς ὅλη μοῦ ἡ σκέψη καὶ ἡ καρδιὰ εἶναι στὸν Χριστὸ καὶ ἐπιθυμῶ νὰ πάω κοντά του μὲ πικρὸ καὶ ἐπώδυνο θάνατο, ἐπειδὴ καὶ Αὐτὸς πέθανε ἀπὸ ἀγάπη γιὰ μένα.

Στὰ λόγια αὐτὰ τοῦ ἁγίου οἱ συγκλητικοί, γιὰ νὰ τὸν περιγελάσουν, ὅπως νόμιζαν, τοῦ ἀπάντησαν.

– Τί λές; ὁμολογεῖς καὶ σὺ μαζί μας πῶς ὁ Θεός σου πέθανε; Καὶ ἂν αὐτὸς θανατώθηκε μὲ τέτοιο ἐξευτελιστικὸ τρόπο, πῶς μπορεῖ νὰ ὠφελήσει τοὺς δούλους του;

Ὁ Ἰγνάτιος τοὺς ἀπάντησε μὲ θεία φώτιση.

– Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Θεός μου καὶ Κύριος, πρῶτα ἔγινε ἄνθρωπος καὶ γιὰ τὴν σωτηρία μας ὑπέμεινε μὲ τὴν θέλησή του τὸν Σταυρὸ καὶ τὸν θάνατο, ἀλλὰ τὴν τρίτη μέρα ἀναστήθηκε, ἀφοῦ κατέλυσε τὴν δύναμη τοῦ διαβόλου καὶ μᾶς ἔσωσε ἀπὸ τὴν προπατορικὴ ἁμαρτία. Καὶ ἀφοῦ ἀνέβηκε στοὺς οὐρανούς -ἀπὸ τοὺς ὁποίους κατέβηκε ὡς ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν ἀειπάρθενο Μαρία- μᾶς συνανύψωσε καὶ μᾶς χάρισε περισσότερα ἀγαθά. Ἐνῶ οἱ δικοί σας θεοί, ὡς κακοῦργοι καὶ πονηροί, δὲν μποροῦν νὰ σᾶς δώσουν κανένα καλό, ἀλλὰ σᾶς ἔδωσαν περισσότερα πράγματα ἐπιζήμια καὶ βλαβερά. Δὲν εἶναι θεοί, ἀλλὰ καταστροφικοὶ καὶ ἁμαρτωλοὶ ἄνθρωποι ποὺ πέρασαν τὴν ζωὴ τοὺς αἰσχρά, ἄσχημα καὶ ὡς ὑπαίτιοι πολλῶν θανάτων καταδικάστηκαν μὲ αἰώνιο θάνατο. Ὅπως φαίνεται στὰ βιβλία σας, ὁ πρῶτος καὶ μεγαλύτερος ἀπὸ τοὺς θεούς, κατὰ τὴν πλάνη σας, πέθανε στὴν Κρήτη καὶ τὸν ἐνταφίασαν σ’ ἕνα ὄρος κοντὰ στὸ μεγάλο Κάστρο, τὸ ὅποιο μέχρι σήμερα ἐξαιτίας αὐτοῦ τοῦ τάφου το ὀνομάζουν Ὄρος του Δία. Οἱ χωρικοὶ τὸ λένε βαρβαρικὰ Γιούκουτα καὶ οἱ Ἰταλοὶ Monte Iovis, δηλαδὴ Ὄρος του Δία. Ὁ Ασκληπιός, ἀφοῦ κατακάηκε ἀπὸ ἀστραπή, ξεψύχησε. Ὁ τάφος τῆς Ἀφροδίτης στὴν Πάφο μέχρι σήμερα φαίνεται. Ό Ἡρακλῆς πυρπολήθηκε ἀπὸ φωτιὰ καὶ ἔτσι ὅλοι οἱ ὑπόλοιποι θεοί σας, ὡς καταστροφεῖς καὶ κακοί, χάθηκαν κακὴν κακῶς μὲ διάφορους τρόπους.

Καθὼς διηγοῦνταν αὐτὰ ὁ ἅγιος, ὁ βασιλιᾶς καὶ ἡ σύγκλητος φοβήθηκαν νὰ μὴ φανερωθεῖ περισσότερο ἡ πλάνη τους καὶ βεβαιωθεῖ ὁ σεβασμὸς πρὸς τὸν Χριστὸ καὶ γι’ αὐτὸ ἀποφάσισαν νὰ τὸν φυλακίσουν μέχρι νὰ τὸν ἐξετάσουν πάλι. Ὅμως, ὅλη τὴν νύχτα ὁ βασιλιᾶς σκεπτόταν τί νὰ κάνει, γιὰ νὰ γλιτώσει ἀπὸ τὴν παρουσία τοῦ Ἰγνατίου, ὥστε νὰ μὴν παρασύρει καὶ ἄλλους Ἕλληνες στὴν δική του πίστη ὡς λόγιος ποὺ ἦταν. Ἡ διαβολική του σκέψη ἐπικράτησε. Νὰ τὸν φᾶνε τὰ θηρία, γιὰ νὰ ἐξαφανίσει κάθε ἴχνος τοῦ ἁγίου καὶ νὰ μὴν ἔχουν τους χριστιανοὶ κανένα λείψανο τοῦ καὶ φέρουν ἀναταραχὴ στὴν ἠρεμία τῆς Αντιόχειας. Τὴν σκέψη του αὐτὴν τὴν συζήτησε καὶ μὲ τὴν σύγκλητο, ἡ ὁποία τὴν βρῆκε σωστή.

– Βασιλιᾶ, τοῦ εἶπαν οἱ συγκλητικοί, ἡ σκέψη σου εἶναι ἡ καλύτερη. Νὰ τὸν φᾶνε τὰ θηρία, ἀλλὰ νὰ τὸν στείλουμε στὴν Ρώμη δεμένο καὶ ἐκεῖ νὰ τὸν ρίξουν στὰ ἄγρια θηρία, γιὰ δύο λόγους. Ὁ πρῶτος, νὰ μὴ θανατωθεῖ στὴν Ἀντιόχεια καὶ τὸν δοξάζουν οἱ φίλοι του, ἔχοντας τὰ κόκκαλά του σὲ ἁγιασμὸ κατὰ τὴν τάξη καὶ συνήθειά τους. Ὁ δεύτερος, μὲ ἕνα τέτοιο δρόμο μακρινὸ νὰ κακοπάθει, νὰ ταλαιπωρηθεῖ καὶ νὰ θανατωθεῖ ὡς κακοῦργος σὲ ξένη γῆ, ὥστε νὰ μὴν ἀξιωθεῖ νὰ ἔχει καμιὰ ἐπιμέλεια καὶ ἐνθύμηση μετὰ τὸν θάνατο του.

Τὸ σατανικό τους σχέδιο, λοιπόν, μπαίνει σ’ ἐφαρμογή. Τὸν βγάζουν ἀπὸ τὴν φυλακὴ καὶ πρὶν τὸν στείλουν στὴν Ρώμη, ξαναδοκιμάζει ὁ δαιμονισμένος Τραϊανός ν’ ἀλλάξει τὴν πίστη τοῦ ἁγίου. Μὲ ὑποσχέσεις καὶ μεγάλα ἀξιώματα, μὲ πλουτισμό, μὲ φοβέρες γιὰ βασανιστήρια καὶ τιμωρίες σκληρές, προσπαθεῖ νὰ κερδίσει τὴν μάχη. Ὅμως, δὲν μπόρεσε νὰ κλονίσει καθόλου τὸν «πύργο» τῆς ὁμολογίας του καὶ γι’ αὐτό, ἀπελπισμένος ἀπὸ τὴν ἀποτυχία του, διέταξε νὰ τὸν δέσουν καὶ νὰ τὸν στείλουν στὴν Ρώμη, προκειμένου νὰ ἐκτελεστεῖ ἡ ἀπόφαση ποὺ πῆραν γιὰ τὸν θάνατο του.

Ἁλυσοδεμένος σφιχτὰ σὰν κακοῦργος, παραδίνεται σ’ ἕνα στρατιωτικὸ τάγμα, γιὰ νὰ τὸν ὁδηγήσει στὴν Ρώμη, ὅπου ἐπρόκειτο νὰ τὸν ρίξουν στὸ θέατρο, ὅταν θὰ εἶχαν μεγάλη πανήγυρη καὶ πολὺ κόσμο, μὲ σκοπὸ νὰ τὸν κατασπαράξουν τ’ ἄγρια θηρία.

Ἔτσι, ἐνῶ ὁ Τραϊανός ἐκστρατεύει κατὰ καὶ Περσῶν, ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος ὁδηγεῖται στὴν Ρώμη. Ἡ χαρά του εἶναι μεγάλη. Ἀπὸ καιρὸ ποθοῦσε τέτοιο θάνατο, γιὰ νὰ πάει κοντὰ στὸν Σωτῆρα Χριστό. Εὐχαριστοῦσε μεγαλόφωνα τὸν Κύριο. Καὶ κάνοντας προσευχῇ παρακάλεσε γιὰ τὴν Ἐκκλησία, παραδίδοντας στὸν Θεὸ τὴν ποίμνη του μὲ δάκρυα στὰ μάτια καὶ παρακαλῶντας τὸν νὰ τοὺς σκεπάζει καὶ νὰ τοὺς διαφυλάττει στὴν εὐσέβεια μέχρι τέλους. Ἔπειτα ἀκολούθησε τοὺς στρατιῶτες μὲ χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση ψυχῆς. Τί κι ἂν ἔφευγε μακριὰ ἀπὸ τὸ ποίμνιο του; Ἡ σκέψη του, ἡ καρδιά του, ἡ εὐλογία του ἦταν παντοτινὰ σ’ αὐτούς. Τοὺς ἀποχωριζόταν σωματικά, ἀλλὰ πνευματικὰ ἦταν κοντά τους. Καὶ καθὼς ἀπομακρυνόταν ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια, τὰ μάτια τῆς ψυχῆς του ἦταν ἐκεῖ. Τοὺς ἔβλεπε καὶ τοὺς εὐλογοῦσε. Στὴν Σελεύκεια μπῆκε σὲ πλοῖο καὶ περνῶντας ἀπὸ τὴν Σμύρνη χαιρέτησε τὸν Πολύκαρπο καὶ τοὺς ἄλλους ἐπισκόπους καὶ ἱερεῖς, οἱ ὁποῖοι συγκεντρώθηκαν ἀπ’ ὅλη τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἀσίας, γιὰ νὰ τὸν δοῦν, καὶ ν’ ἀπολαύσουν τὴν γλυκύτατη διδασκαλία του. Καί, ἀφοῦ τοὺς ἀσπάστηκε ὅλους, τοὺς παράγγειλε νὰ εὔχονται γιὰ χάρη του νὰ μὴν ἐμποδιστεῖ ὁ δρόμος τῆς ἄθλησής του, ἀλλὰ ν’ ἀξιωθεῖ νὰ τὸν φᾶνε τὰ θηρία, ὥστε νὰ συναντήσει γρήγορα τὸν ποθούμενο Κύριο. Αὐτὰ τοὺς εἶπε ὁ πάνσοφος, γιὰ νὰ γνωρίσουν τὸν μεγάλο του πόθο καὶ νὰ μὴν πικραίνονται γιὰ τὸν θάνατο του, γιατί τοὺς ἔβλεπε πῶς ἦταν πολὺ λυπημένοι καὶ φοβόταν μὴν στασιάσουν καὶ τὸν ἁρπάξουν ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες καὶ ἐμποδίσουν ἔτσι τὴν ποθούμενη ὁδοιπορία του. Τὸ ἴδιο φοβόταν μὴν κάνουν καὶ οἱ εὐσεβεῖς στὴν Ρώμη. Γι’ αὐτό, πρόλαβε καὶ τοὺς ἔστειλε ἐπιστολὴ γράφοντας αὐτά:

– Ἰγνάτιος, ὁ καλούμενος καὶ Θεοφόρος, ἐπίσκοπος στὴν Ἀντιόχεια τῆς ἁγίας Ἐκκλησίας τού Θεοῦ. Πρὸς τὴν φωτισμένη καὶ ἐλεημένη ἀπὸ τὸν Θεὸ Ἐκκλησία τῶν Ρωμαίων, τὴν ὁποία χαιρετῶ καὶ ἀσπάζομαι στὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, τὸν ὁποῖο παρακάλεσα νὰ μὲ ἀξιώσει νὰ δῶ τ’ ἀξιοθέατα καὶ σεβάσμια πρόσωπά σας. Αὐτή μου τὴν ἐπιθυμία εἰσάκουσε ὁ Πανάγαθος Θεὸς καὶ νά, ἔρχομαι νὰ σᾶς ἀπολαύσω. Παρακαλῶ τὴν ἀγάπη σας νὰ μὴ μ’ ἐμποδίσετε ἀπὸ τὸν ποθούμενο Χριστό, τὸν ὅποιο πηγαίνω νὰ συναντήσω.

Μόνο προσευχηθεῖτε σ’ Αὐτὸν νὰ μοῦ δώσει δύναμη, γιὰ νὰ εἶμαι Χριστιανὸς μὲ τὰ ἔργα καὶ ὄχι μόνο μὲ τ’ ὄνομα. Ἔτσι γράφω καὶ σ’ ὅλες τὶς Ἐκκλησίες ὅτι θεληματικὰ καὶ μὲ προθυμία πεθαίνω γιὰ τὸν Κύριο καὶ ἀφήνω τὰ ἐπίγεια καὶ φθαρτὰ πράγματα, γιὰ ν’ ἀπολαύσω τὰ ἄφθαρτα καὶ αἰώνια.

Μὴ μὲ λυπηθεῖτε, λοιπόν, ἀλλ’ ἀφῆστε νὰ μὲ φᾶνε τὰ θηρία, γιατί εἶμαι σιτάρι τοῦ Θεοῦ καὶ πρέπει νὰ μ’ ἀλέσουν τὰ δόντια τῶν θηρίων, γιὰ νὰ βρεθῶ στὸν Χριστὸ ἄρτος καθαρὸς καὶ ἅγιος. Θὰ παρακαλοῦσα νὰ κολακεύσετε τὰ θηρία νὰ φᾶνε ὅλο τὸ σῶμα μου, γιατί τότε θὰ θεωροῦμαι ἀληθινὸς μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ, ὅταν δὲν δεῖ πλέον ὁ κόσμος τὸ σῶμα μου. Τώρα ἀρχίζω νὰ εἶμαι μαθητὴς Χριστού. Ἄς ἔρθουν σὲ μένα ἀναρίθμητα βάσανα· φωτιά, θηρία, σταυρὸς καὶ ἄλλα δαιμονικὰ βασανιστήρια, ἀρκεῖ μόνο νὰ συναντήσω τὸν γλυκύτατό μου Ἰησοῦ Χριστό.

Καλύτερα νὰ πεθάνω γι’ Αὐτὸν παρὰ νὰ ἐξουσιάσω ὅλα τὰ βασίλεια τοῦ κόσμου. Γιατί, ποιὰ ὠφέλεια παίρνει ὁ ἄνθρωπος, ἂν κερδίσει ὅλον τὸν κόσμο καὶ ζημιώσει τὴν ψυχὴ τοῦ ὡς ἄθλιος; Συγχωρείστε με, ἀδελφοί, καὶ μὴ μ’ ἐμποδίσετε σᾶς παρακαλῶ ἀπὸ τὸν θάνατο, ἀλλ’ ἀφῆστε μὲ ν’ ἀπολαύσω τὸν ποθούμενο Χριστό μου μὲ τὸν θάνατο, καθὼς καὶ αὐτὸς σταυρώθηκε γιὰ τὴν ἀγάπη μου. Δὲν εἶναι γιὰ μένα φωτιὰ ποὺ ἀγαπᾶ τὴν ὕλη, ἀλλὰ περισσότερο νερὸ ζωῆς ποὺ μοῦ μιλᾶ μέσα μου, λέγοντάς με νὰ πάω πρὸς τὸν Πατέρα. Δὲν ἐπιθυμῶ ὑλικὲς τροφὲς ποὺ καταστρέφονται οὔτε ἀπολαύσεις τῆς τωρινῆς ζωῆς ἀλλὰ μόνο οὐράνιο ἄρτο, ὁ ὅποιος εἶναι τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Αὐτὰ σᾶς γράφω ἀπὸ τὴν Σμύρνη τὴν εἰκοστὴ Σεπτεμβρίου καὶ ὑγιαίνετε, ἀγαπητοί, στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ Ἰησοῦ τοῦ Κυρίου μας. Ἀμήν.

Ἀφοῦ ἔστειλε τὴν ἐπιστολή, τὸν πῆραν οἱ στρατιῶτες καὶ βάδιζαν ἀπὸ τὴν ξηρά, περνῶντας πεζοὶ ἀπὸ τὶς Τρωάδα, Νεάπολη, Φιλιππούπολη, Μακεδονία καὶ ἄλλες περιοχές, ὅπου σὲ ὅλες δίδασκε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, στηρίζοντας τοὺς ἐπισκόπους καὶ πρεσβυτέρους καὶ νουθετῶντας τοὺς νεωτέρους νὰ εἶναι σταθεροὶ στὴν εὐσέβεια. Καὶ ἀφοῦ διέπλευσε τὸ Αδριατικό καὶ Τυρρηνικό πέλαγος, ἔφτασε στὴν Ρώμη καὶ παραδόθηκε ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες στὸν ἔπαρχο τῆς πόλης.

Ὅταν αὐτὸς εἶδε τὰ γράμματα καὶ τὶς προσταγὲς τοῦ βασιλιᾶ, φυλάκισε αὐστηρὰ τὸν ἅγιο.
Ὅταν εἶχαν μεγάλη πανήγυρη, συγκεντρώθηκαν ὅλοι οἱ κάτοικοι τῆς πόλης, ὄχι μόνο γιὰ τὴν γιορτὴ ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ δοῦν τὸν Ἰγνάτιο. Ἡ φήμη κυκλοφόρησε παντοῦ, ὅτι ἔφεραν τὸν ἐπίσκοπο Ἀντιοχείας νὰ τὸν ρίξουν στὰ θηρία γιὰ διασκέδαση τοῦ λαοῦ. Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο συγκεντρώθηκαν ἀμέτρητοι ἀπὸ παντοῦ γιὰ νὰ δοῦν. Τότε τὸν ἔφεραν οἱ στρατιῶτες καὶ τὸν παρουσίασαν στὸ θέατρο. Ὁ ἅγιος, ὅταν εἶδε τόσο πλῆθος λαοῦ, δὲν κλονίστηκε στὴν πίστη του καὶ στὸν πόθο γιὰ τὸν Χριστὸ ἀλλὰ μὲ γενναῖο καὶ σταθερὸ φρόνημα εἶπε:

– Ἄντρες Ρωμαῖοι καὶ θεατὲς τοῦ ἀγῶνα μου, νὰ ξέρετε ὅτι δὲν ἔκανα κανένα ἔγκλημα οὔτε ἔφταιξα σὲ τίποτα, γιὰ νὰ εἶμαι ἄξιος θανάτου. Ἀλλ’ αὐτὸν τὸν θάνατο τὸν δέχομαι σήμερα θεληματικὰ καὶ χαρούμενα, γιὰ νὰ συναντήσω τὸν ἀληθινὸ Θεό, τὸν ὅποιο διψῶ καὶ ἐπιθυμῶ ν’ ἀπολαύσω. Καὶ ἐπειδὴ εἶμαι σιτάρι δικό του, ἀλέθομαι ἀπὸ τὰ δόντια τῶν θηρίων, γιὰ νὰ τοῦ γίνω ἄρτος καθαρὸς καὶ ἄσπιλος.

Αὐτὰ ἀφοῦ εἶπε, παρακάλεσε τὰ λιοντάρια καὶ τὸν κατέφαγαν ὁλόκληρο, ὅπως ὁ ἴδιος ποθοῦσε. Ποιά ψυχικὴ δύναμη στ’ ἀλήθεια εἶχε ὁ ἅγιος μπροστὰ στὰ θηρία σὲ μιὰ τέτοια δύσκολη ἀνθρώπινη ὥρα! Ποιὰ ἀνείπωτη ἀγάπη καὶ πόσο πόθο ἔκρυβε στὴν καρδιά του καὶ στὸ σῶμα του ὁλόκληρο ὁ ἅγιος, γιὰ νὰ ὑποστεῖ αὐτὸ τὸ φρικιαστικὸ θέαμα! Γλυκύτατε Ἰησοῦ! Ὅλα γιὰ τὴν ἀγάπη σου, ὄχι μόνο ὁ ἅγιος Ἀντιοχείας, ἀλλὰ καὶ πλῆθος χριστιανῶν καθημερινὰ μαρτυροῦσαν καὶ μαρτυροῦν γιὰ τὸ ὄνομὰ Σοῦ.

Ἀπὸ τὸ ἅγιο σῶμα τοῦ Ἁγίου δὲν ἔμεινε τίποτε παρὰ μόνο λίγα μεγάλα λείψανα, τὰ ὅποια συμμάζεψαν οἱ πιστοί, ἀφοῦ τελείωσε τὸ θέαμα. Τὰ ἐνταφίασαν σὲ ξένο ἐπίσημο τόπο μὲ ὅλες τὶς καθιερωμένες τιμὲς καὶ μ’ εὐλάβεια μεγάλη στὶς εἴκοσι Δεκεμβρίου. Μετὰ ἀπὸ καιρὸ μετακόμισαν τὰ ὀστᾶ του στὴν Ἀντιόχεια. Μαρτύρησε ἐπὶ Τραϊανού πιθανὸν τὸ 109 ἡ 110 μ.Χ.

Λέγεται ὅτι μετὰ τὸν ἁγιασμένο του θάνατο ἔκλαιγαν οἱ πιστοὶ στὴν Ρώμη γιὰ τὴν στέρησή του καὶ θρηνοῦσαν ἀπαρηγόρητα μὲ μεγάλο πόνο στὸν τάφο του, ἀγρυπνοῦντες καὶ ὑμνοῦντες ἀκατάπαυστα τ’ ἅγιο ὄνομά του. Ὁ ἅγιος τους φανερώθηκε σὲ ὅραμα καί, ἀφοῦ τοὺς ἀσπάστηκε, τοὺς φίλησε καὶ τοὺς παρηγόρησε λέγοντας νὰ μὴν θρηνοῦν, ἀλλὰ περισσότερο νὰ χαίρονται, γιατί εἶναι μὲ τὸν Κύριο. Ἔτσι καταπράϋνε τὴν λύπη τους.

Κάποιοι ἄλλοι πιστοὶ καὶ εὐσεβεῖς τον εἶδαν σὲ ὅραμα ἱδρωμένο, ὅπως ἦταν στὸν ἀγῶνα τῆς ἄθλησής του, καὶ προσευχόμενο γιὰ τὴν σωτηρία τῆς πόλης καὶ ὅλων τῶν χριστιανῶν.

Τέτοιο ἦταν τὸ τέλος τοῦ Θεοφόρου, οἱ ἀγῶνες καὶ ἡ ἀγάπη του γιὰ τὸν Χριστό. Αὐτὸ τὸ μαρτυρεῖ καὶ ὁ Εἰρηναῖος, ἐπίσκοπος Λουγδούνων, ἄνθρωπος πιστὸς καὶ ἀξιόλογος, ὁ ὅποιος τὸν ἐγκωμίαζε πολὺ στὰ συγγράμματά του καὶ τὸν μνημόνευε. Ἀκόμη δὲ καὶ ὁ πρόεδρος Σμύρνης Πολύκαρπος, ὁ ὅποιος τὸν ακολουθούσε ἀπὸ κοντὰ στὴν πορεία τοῦ ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια στὴν Ρώμη καὶ εἶδε μὲ τὰ μάτια του ὅσα ἔπαθε. Ό Πολύκαρπος γράφει σὲ μιὰ ἐπιστολή του, γιὰ νὰ τονώσει τὴν πίστη καὶ τὴν εὐσέβεια καὶ Χριστιανῶν:

– Σᾶς παρακαλῶ, ἀδελφοί, νὰ ἔχετε ὑπακοὴ καὶ ὑπομονή, καθὼς εἴδατε καὶ τὸν μακάριο Ἰγνάτιο καὶ πολλοὺς ἄλλους καὶ σ’ αὐτὸν τὸν ἀπόστολο τῶν ἐθνῶν καὶ διδάσκαλο Παῦλο καὶ ἄλλων ποὺ πίστεψαν. Ὅλοι αὐτοὶ δὲν ἔτρεξαν ἄσκοπα καὶ χαμένα, ἀλλὰ κοπίασαν στὴν πίστη καὶ δικαιοσύνη τού Θεοῦ. Δὲν ἀγάπησαν αὐτὸν τὸν ψεύτικο καὶ ἁμαρτωλὸ κόσμο ἀλλὰ τὸν Δεσπότη Χριστό, μὲ τὸν ὅποιο καὶ συμμαρτύρησαν. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀπ’ Αὐτὸν δοξάστηκαν. Ἔτσι, λοιπόν, ὁ θεῖος Ἰγνάτιος, ἐπιθυμῶντας νὰ γίνουν τὰ θηρία ὁ τάφος του, κατοίκησε περισσότερο στὶς ψυχὲς καὶ φιλόθεων ἀντρῶν καὶ ὅλοι τον εἶχαν σὲ μεγάλη εὐλάβεια.

Ἀλλὰ καὶ ὁ βασιλιᾶς Τραϊανός, ἀκούγοντας ἀργότερα τὶς ἀρετὲς αὐτοῦ τοῦ ἁγίου καὶ ὅτι γενναία ὑπέμεινε τὸ μαρτύριο καὶ μὲ χαρούμενο πρόσωπο, εὐχαριστῶντας τὸν βασιλιᾶ ποὺ τοῦ ἔδωσε τέτοια εὐκαιρία νὰ γίνει εὐχάριστη τροφὴ καὶ θηρίων, τόσο πολὺ εὐλαβήθηκε τὸν Ἰγνάτιο ἀλλὰ καὶ τοὺς ἄλλους χριστιανούς, ἐπειδὴ εγκρατεύονταν ἀπὸ κάθε κακὴ πράξη, νήστευαν, προσεύχονταν ὅλη τὴ νύχτα καὶ ἔκαναν ἄλλες ἀξιέπαινες πράξεις, ὥστε μετάνιωσε γιὰ τὰ περασμένα καὶ ἐξέδωσε διάταγμα νὰ μὴν σκοτωθεῖ πλέον κανένας χριστιανὸς ἀπὸ τοὺς ἡγεμόνες καὶ τοὺς ἄρχοντες. Ἔτσι, ὄχι μόνο στὴν ζωή του ὁ Ἰγνάτιος ἦταν ὠφέλιμος στοὺς χριστιανούς, ἀλλὰ καὶ μετὰ τὸ θάνατο τοῦ ἔγινε καύχημα τῆς πίστης μας στὸν Χριστό, ἐπίδοση εὐσέβειας, παράκληση θλιβομένων, καταφρόνηση τῆς πρόσκαιρης ζωῆς, ἐγκράτεια τῶν βλαβερῶν, καθαρότητα ζωῆς καὶ διόρθωση σφαλμάτων.

Μὲ τὴν χάρη καὶ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ ποὺ δοξάζεται μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τώρα καὶ πάντα καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.

Θείῳ ἔρωτι, ἐπτερωμένος, του σὲ ψαύσαντος, χερσὶν ἀχράντοις, Θεοφόρος ἀνεδείχθης Ἰγνάτιε καὶ ἐν τῇ Δύσει τελέσας τὸν δρόμον σου, πρὸς τὴν ἀνέσπερον λῆξιν ἐσκήνωσας. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα έλεος. 

ΠΗΓΗ