Άγιος Ιάκωβος Τσαλίκης – Διηγήσεις: μβ΄. «Μέ βοηθᾶ ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ» , μγ΄ «Μοῦ δίνει κουράγιο ὁ Ἅγιος»

μβ΄. «Μέ βοηθᾶ ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ»

     Λέ­ω τό πρωΐ τοῦ Ἁ­γί­ου: “Ἅ­γι­έ μου Δαυ­ΐδ, ἔ­χω τώ­ρα τά πό­δια, τήν δι­σκο­πά­θεια, τήν καρ­διά μου, ἄν μέ βο­η­θή­σης θά λει­τουρ­γή­σω, ἄν δέν μέ βο­η­θή­σης, βγές μό­νος καί λει­τούρ­γα”. Μοῦ λέ­νε: “Πρό­σε­χε στήν Λει­τουρ­γί­α, μήν σέ κό­ψη κα­νέ­νας κρύ­ος ἱ­δρώ­τας καί πέ­σης, οὐ­αί καί ἀλ­λοί­μο­νό σου!”. Ἐ­γώ ὅ­μως ἔ­κα­να τόν σταυ­ρό μου καί λέ­ω, “πε­ρι­μέ­νουν αὐ­τοί οἱ πο­νε­μέ­νοι ἄν­θρω­ποι (βοήθεια) “. Ὅταν μπῆ­κα στήν Λει­τουρ­γί­α, δέν ξέρω, δέν αἰ­σθα­νό­μου­να κό­πο, τί­πο­τε, μέ βο­η­θᾶ ἡ Χά­ρις τοῦ Θε­οῦ. Ἡ προσευ­χή στη­ρί­ζει τόν ἄν­θρω­πο. Παι­διά μου, δέν λει­τουρ­γά­ω ἐ­γώ, ἄλ­λος λει­τουρ­γά­ει. »Ἀλ­λά, παι­διά μου, καί ἐ­σεῖς ἔ­χε­τε ἀ­νάγ­κη. Νά χθές κά­τι παι­διά ἀ­πό τόν Κα­να­δά ἤρ­θα­νε, ἀ­πό τήν Αὐ­στρα­λί­α ἤρ­θα­νε, ἀ­πό τό Λον­δί­νο ἤρ­θα­νε, ἀ­πό τήν Γαλ­λί­α ἤρ­θα­νε, κό­σμος, ἄρ­ρω­στοι ἀ­πό τόν καρ­κί­νο μέ τίς δι­ά­φο­ρες τέ­τοι­ες ἀρ­ρώ­στι­ες καί ὅ­ταν, παι- διά μου, ἔ­χουν τό­ση ἐμ­πι­στο­σύ­νη! Ἐ­γώ εἶ­μαι χοϊκός ἄν­θρω­πος, νά σή­με­ρα μπο­ρεῖ νά πε­θά­νω. Τό σῶ­μα θά πά­η στό χῶ­μα, μέ­σα ὅ­μως σ᾽ αὐ­τό, κα­τοι­κεῖ ψυ­χή ἀ­θά­να­τος».

 

μγ΄. «Μοῦ δίνει κουράγιο ὁ Ἅγιος»

      Σᾶς λέ­ω πραγ­μα­τι­κά ὅ­τι ἐ­γώ θά ἔ­πρε­πε νά εἶ­χα πε­θά­νει τό ᾽67. Σα­ράν­τα ἑ­πτά χρο­νῶν πού ἤ­μουν τό­τε, πού μοῦ κά­να­νε τέσ­σε­ρις φο­ρές ἐγ-χεί­ρη­ση καί ἔ­πρε­πε νά εἶ­χα πε­θά­νει. Ἔ­σπα­σε ὁ σκω- λη­κο­ει­δί­της, ὀ­κτώ ἡ­μέ­ρες μέ­σα στό Μο­να­στή­ρι καί, ὅ­ταν σπά­ση ὁ σκω­λη­κο­ει­δί­της καί κά­τι ἄλ­λες πα­θή­σεις, ζεῖ ὁ ἄν­θρω­πος; Ἐ­γώ ἔ­ζη­σα… οὔ­τε τη­λέφωνο εἴ­χα­με, οὔ­τε για­τρό, οὔ­τε κα­νέ­ναν, εἶ­χα ὡς με­γα­λύ­τε­ρο για­τρό τόν ὅ­σιο Δαυ­ΐδ καί τόν ἅ­γιο Ἰ­ω­άν­νη τόν Ρῶσ­σο, αὐ­τοί μέ βο­η­θή­σα­νε τό ᾽67. Καί τώ­ρα πά­λι μέ τό­ση καί τό­ση τα­λαι­πω­ρί­α πού ἔ­χω, πά­λι μέ βο­η­θά­ει ἡ Χά­ρις τοῦ Ἁ­γί­ου. Ἐ­κεῖ πού λέ­γω ὅ­τι εἶ­μαι θνη­τός, πε­θα­μέ­νος, νε­κρός καί ἄ­τα­φος, μοῦ δί­νει τό κου­ρά­γιο καί στέ­κο­μαι στό πό­δι. Ὅ,τι μπο­ρῶ… νά, δύ­ο λο­γά­κια πνευ­μα­τι­κά νά πῶ σ᾽ ἕ­ναν χρι­στια­νό. Τά θαύ­μα­τα τοῦ Ἁ­γί­ου ἀ­γα­πη­τοί πα­τέ­ρες καί εὐ­σε­βεῖς χρι­στια­νοί, εἶ­ναι πολ­λά.

  »Ἐ­γώ τήν ἔ­χω τήν ζά­λη χρό­νια ὁ­λό­κλη­ρα, ἀλ­λά δέν ὑ­πο­λο­γί­ζω τά πα­θή­μα­τα τοῦ νῦν και­ροῦ. Κά­νω ὑ­πο­μο­νή, παίρ­νω καί κά­τι φάρ­μα­κα, μέ συγ­χω­ρεῖ­τε, (μέ) τά φάρ­μα­κα πού παίρ­νω πέ­φτει ἡ πί­ε­ση καί μέ πιά­νει μιά ὑ­πνη­λί­α κά­θε πρωΐ ἐ­κεῖ στήν ἐκ­κλη­σί­α, ἀλ­λά πάν­τα ἀ­γω­νί­ζο­μαι… “Εἴ­η τό ὄ­νο­μα Κυ­ρί­ου εὐ­λο­γη­μέ­νο”. “Ὅν ἀ­γα­πᾷ Κύ­ριος παι­δεύ­ει”. “Δο­κι­μά­ζει ὁ Θε­ός”. “Δό­ξα σοι ὁ Θε­ός”. Ἐ­δῶ τό­σα καί τό­σα θαύ­μα­τα (γί­νον­ται). Τώ­ρα τόν Ἰ­α­νουά­ριο εἶ­χε κά­νει ἕ­να θαῦ­μα ὁ Ἅ­γιος στό Λον­δί­νο. Ἕ­νας εὐ­σε­βής ἄν­θρω­πος τῆς προ­σευ­χῆς εἶ­χε καρ­κί­νο στό συ­κώ­τι καί πα­ρε­κά­λε­σαν τόν ἅ­γιο Δαυ­ΐδ, νά μήν τά πο­λυ­λο­γῶ, ἦρ­θαν στήν Μο­νή νά τούς σταυ­ρώ­σω μέ τήν ἁ­γί­α Κά­ρα καί ὤ! τοῦ θαύ­μα­τος ἐ­θε­ρα­πεύ­θη καί (τώρα) εἶ­ναι πο­λύ κα­λά στήν ὑ­γεί­α του.

     »Πρίν πέν­τε ἡ­μέ­ρες, πέ­ρα­σε ἕ­νας ἀ­πό τήν Λά­ρι­σα, αὐ­τός εἶ­χε στό στο­μά­χι τήν σο­βα­ρή ἀ­σθέ­νεια. Ζή­τη­σε ἐ­μέ­να, ἀλ­λά ἐ­γώ δέν πη­γαί­νω, ἀ­πο­φεύ­γω λι­γά­κι, νά μήν ἔ­χω τίς φι­λο­δο­ξί­ες καί αὐ­τά καί μέ βλέ­πη ὁ κό­σμος, εἶ­πα στόν π. Κύ­ριλ­λο, τόν σταύ­ρω­σε μέ τήν ἁ­γί­α Κά­ρα, μέ­χρι νά πά­η στήν Λά­ρι­σα ὁ ἄν­θρω­πος ἔ­γι­νε τε­λεί­ως κα­λά. Ἔρ­χε­ται καί τήν ἄλ­λη μέ­ρα πά­λι καί λέ­ει ὅ­τι μέ βο­ή­θη­σες πά­τερ, μέ τήν Χά­ρη τοῦ Ἁ­γί­ου, καί ἦρ­θα νά σοῦ πῶ τό θαῦ­μα τοῦ Ἁ­γί­ου. Ἐ­θε­ρα­πεύ­θην καί ἔ­γι­να τε­λεί­ως κα­λά καί ἦρ­θα νά τόν εὐ­χα­ρι­στή­σω».

κε΄. ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ από το Βιβλίο “Ο ΓΕΡΩΝ ΙΑΚΩΒΟΣ   ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ–ΝΟΥΘΕΣΙΕΣ–ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ” της σειράς ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΒΙΩΜΑ  4
ΕΚΔΟΣΗ ΤΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ ΕΝΟΤΗΤΟΣ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΗΣ – ΠΡΟΒΟΛΗΣ ΤΩΝ ΑΞΙΩΝ ΜΑΣ «ΕΝΩΜΕΝΗ  ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ» σελ. 62-64
Δείτε ΕΔΩ τις σχετικές με το βιβλίο αναρτήσεις