της Μαρίας Κορνάρου
«και εγένοντο τα ιμάτια αυτού λευκά ως το φως», διαβάσαμε για τη Μεταμόρφωση του Κυρίου μας. Με τη Μεταμόρφωση, ο Χριστός απεκάλυψε τη θεία του φύση, η οποία εκδηλώθηκε ως φως, και μάλιστα φως πάλλευκο και λαμπερό. Φως υπερκόσμιο, η θεία φύσις του Χριστού. Σε χωρία του Ευαγγελίου, ο Χριστός αναφέρεται στον εαυτό του ως φως. Το γνωστότερο, που διαβάζουμε συχνά στα ειλητάρια που κρατούν οι αγιογραφίες, είναι το «Εγώ ειμί το φως του κόσμου» (Ιωαν η΄12). Ο Χριστός νικώντας τον θάνατο, γεμίζει τη γη με την παρουσία Του και εγκαινιάζει νέα εποχή. Ψάλλει η εκκλησία μας στην Ακολουθία της Αναστάσεως, «νυν πάντα πεπλήρωται φωτός». Το Άγιο Πνεύμα απεικονίζεται ως στεφάνια λαμπρά από φως που κυκλώνουν το κεφάλι των Αγίων. Μπορούμε δηλαδή να γεμίσουμε και εμείς από αυτό το φως.
Όχι απλώς μπορούμε, αλλά και έχουμε προσκληθεί να αγωνιστούμε ώστε να μετέχουμε και εμείς του θείου φωτός. Όποιος αγωνιστεί και κερδίσει τον άφθαρτο στέφανο, εκείνος θα γεμίσει από φως στη μετέπειτα ζωή, στη βασιλεία των ουρανών. Εκεί θα φανερωθεί η δόξα του Θεού με ολόκληρη τη λάμψη της και οι πιστοί, ωσάν ολοκάθαροι καθρέπτες, θα αντανακλούν το φως του Θεού. Ένα φως που στην τωρινή μας αμαρτωλή κατάσταση δε μπορούμε να αντιληφθούμε ή να αντέξουμε, μα χρειάζεται να έχουμε καθαρίσει από κάθε τι ξένο προς τον Θεό για να το δεχτούμε. Η τέλεια αυτή ένωση με το Θεό, το πλήρωμα του θείου φωτός, έρχεται βεβαίως μετά θάνατον. Αρχίζει όμως από αυτή τη ζωή. Άλλωστε ο Πέτρος και ο Ιωάννης, οι μάρτυρες της Μεταμορφώσεως, είδαν το θείο φως, αν και βρίσκονταν ακόμη στην πτωτική ζωή της αμαρτίας. Κάθε φορά που τηρούμε μία από τις εντολές του Χριστού, είτε μικρή είτε μεγάλη, έρχεται και ζει ένδον ημών ο Χριστός. Εκείνη τη στιγμή, ο νους μας φωτίζεται από το πνευματικό φως της χάριτος. Ακριβώς με τον ίδιο τρόπο, κάθε πτώση μας και απείθεια στις εντολές του Χριστού συσκοτίζει το πνεύμα μας. Η παρατεταμένη αθέτηση των εντολών οδηγεί στην τύφλωση της ψυχής από την αμαρτία, και ο άνθρωπος παραδίδεται σε αισχρά πάθη, δέσμιος του διαβόλου.
Δεν είναι εύκολο ούτε απλό, να γεμίσουμε από αυτό το θείο φως. Στέκεται εμπόδιο ο εαυτός μας. Ο παλαιός εαυτός, δηλαδή τα πάθη, οι επιθυμίες μας, η ρίζα τους που είναι ο εγωϊσμός. Ο ψυχικός κόσμος μας πρέπει να περάσει από το κοσμικό «Δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβάμαι τίποτα, είμαι ελεύθερος», στο πνευματικό «Ελπίζω τον Θεό, φοβάμαι τον Θεό, είμαι ελεύθερος εν Θεώ». Όταν η ψυχή προσέχει μη χάσει το Θεό, αντί να προσέχει μη χάσει τις απολαύσεις και τα άλογα θελήματά της, τότε ανάβει η φωτιά της χάριτος στην καρδιά και φωτίζει σαν ταπεινός λύχνος. Όσο προοδεύουμε στην πνευματική ζωή, τόσο θα μεγαλώνει η φλόγα του λύχνου και θα κατακαίει την καρδιά μας. Σαν τη φλεγόμενη και μη καιόμενη βάτο, η καρδιά δέχεται το πυρ της χάριτος, όμως δεν αναλίσκεται. Στόχος μας να γίνουμε σαν το γυαλί, διάφανες ψυχές που μέσα τους θα ξεχωρίζει η αναλαμπή του Αγίου Πνεύματος. Γυάλινες ψυχές, που μέσα τους θα φαίνεται ο Χριστός.
Όταν αφήσουμε το Χριστό να ζήσει μέσα μας, εκπληρώνουμε το καθήκον της αγάπης προς τον πλησίον. Εάν κάθε άγιος είναι μία δεύτερη παρουσία του Χριστού στον κόσμο, και εάν ο Χριστός είναι παράδειγμα διακονίας και θυσίας στον αδελφό, τότε καταλαβαίνουμε γιατί η πλήρωση της εντολής της αγάπης προϋποθέτει τη ζωή του Χριστού μέσα μας. Κάθε φορά που Του δίνουμε την καρδιά, τον νου και το σώμα μας για μέλη δικά Του, γινόμαστε μία παρουσία του Χριστού σε όσους Τον αναζητούν και Τον έχουν ανάγκη. Το ίδιο συμβαίνει και σε εμάς. Ο Κύριος μας έστειλε τόσους πνευματικούς ανθρώπους για να μας βοηθήσει να σηκωθούμε από τη λάσπη των παθών μας και να ζήσουμε εν πνεύματι και αληθεία. Ο καθένας από αυτούς τους ανθρώπους φανερώνει την ταπείνωση του Χριστού, ο οποίος δια μέσω αυτών σαρκώνεται για εμάς και πεθαίνει ξανά για να μας σώσει. Ζωντανεύει ενώπιον ημών, μέσα από τη θυσία του αδελφού, το Ευαγγελικό «έτι αμαρτωλών όντων ημών, Χριστός υπέρ ημών απέθανε» (Ρωμ. ε΄ 6)
Τας αμαρτίας ημών πάριδε, Κύριε, και δός ημίν τον φωτισμόν Σου, ίνα πορευθέντες δια μέσω του σκότους του αιώνος τούτου, καταντήσωμεν εν τοις σκηνώμασι της Χάριτος και μέτοχοι γενώμεθα των σων αιωνίων αγαθών και της σης βασιλείας καταξιωθώμεν.