Γέροντος Δωροθέου: «οὐ γάρ ἔχομεν ἀρχιερέα μή δυνάμενον συμπαθῆσαι ταῖς ἀσθενείαις ἡμῶν»(Μελέτη στο Αποστολικό Ανάγνωσμα)

Μελέτη στο Αποστολικό Ανάγνωσμα

ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ (ΣΤΑΥΡΟΠΡΟΣΚΗΝΥΣΕΩΣ)

Στό μέσον τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ἡ Ἐκκλησία στήνει στό κέντρο τοῦ ναοῦ τόν Σταυρό τοῦ Κυρίου, ὡς τρόπαιο νίκης κατά τοῦ θανάτου καί ἐπικαλεῖται τό εὔσπλαχνο τοῦ Κυρίου. Ὁ Χριστός συγγενεύει μέ ἐμᾶς κατά σἀρκα καί ἄν καί ἀναμάρτητος ἱλάσκεται τίς ἁμαρτίες μας.

Ὁ Χριστός εἶναι τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος, μή δυνάμενος νά ἁμαρτήσει. Ἡ θεία καί ἡ ἀνθρώπινη φύση ἑνώθηκαν «ὑποστατικῶς» στήν μία ὑπόσταση τοῦ Θεοῦ Λόγου ἅπαξ καί διά παντός. «Ἄνθρωπος δέ γέγονε καί οὐκ εἰς ἄνθρωπον εἶλθε» κατά τόν Μέγα Ἀθανάσιο. Θεμελιώδης προϋπόθεση προκειμένου νά ἀποδίδονται οἱ ἀνθρὠπινες ἰδιότητες στό πρόσωπο τοῦ Λόγου, οἱ δέ θεῖες ἰδιότητες νά μήν νοοῦνται ἀνεξάρτητα ἀπό τήν ἀνθρώπινη φύση, εἶναι ἡ «ἀντίδοση τῶν ἰδιωμάτων». Μέ τόν τρόπο αὐτό τό θεῖο καί τό ἀνθρώπινο εἶναι ἀδιάσπαστα ἑνωμένα στό πρόσωπο τοῦ Λόγου κατά τήν ἐνανθρώπισή του.

Ὅσον ἀφορᾶ τήν ἁγιότητα καί τήν ἀναμαρτησία τοῦ Χριστοῦ μποροῦμε νά παρατηρήσουμε ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ἀναμάρτητος ὀντολογικά καί ὄχι κατόπιν προσπάθειας ἤ ἠθικῆς προόδου. Ὁ Χριστός δέν μποροῦσε νά κάνει ἁμαρτίες ἐξ αἰτίας τῆς ὑποστατικῆς ἕνωσης. Ἔγινε ὁ ἴδιος ἁμαρτία κρεμμάμενος σέ ξύλο ἔξω τῆς παρεμβολῆς γιά τήν σωτηρία μας. Ἦταν ὄχι μόνο ἀπαλλαγμένος ἀπό τήν προπατορική ἁμαρτία ἀλλά δέν μποροῦσε νά ἁμαρτήσει. Ὁ Χριστός ἔχει δύο φυσικές θελήσεις καί ἐνέργειες καί αὐτεξούσια, ὅμως τά δύο θελήματα εἶναι ἑνωμένα, συνεργάζονται ἁρμονικά. Ἡ ἀνθρώπινη θέληση καί ἐνέργεια, ὡς πιό ἀτελής, ἀκολουθοῦσε τήν θεία ἐλεύθερα  σέ μία θεανδρική, θεανθρώπινη θέληση καί ἐνέργεια.  

Γιά ἕνα τέτοιο Ἀρχιερέα ὁμιλεῖ ὁ Ἀπόστολος σήμερα, «πεπειραμένον δέ κατά πάντα καθ’ ὁμοιότητα χωρίς ἁμαρτίας». Ὁ Χριστός, ὡς ἔχων διπλό ὁμοούσιο, συμπαθεῖ τήν φύση μας. Αὐτό ἄς μᾶς δώσει δύναμη γιά τό ὑπόλοιπο τῆς Μεγ. Τεσσαρακοστῆς. Ὅταν οἱ δυνάμεις μας φθίνουν καί ὁ πόλεμος κατά τοῦ ἀλλοτρίου μᾶς ἐξουθενώνει, ἄς ἐπικεντρώνουμε τόν νοῦ μας στό ὄνομα τοῦ Κυρίου, πού εἶναι «τό ὑπέρ πᾶν ὄνομα». Ἡ πνευματική μάχη δέν εἶναι ἀνούσια.

Ὁ Κύριος ἔχει ἁγιάσει καί θεώσει τήν φύση μας. Καί ὄχι μόνο αὐτό. Εἶναι διαρκῶς παρῶν στήν κτίση, Αὐτός τήν οὐσιώνει, Αὐτός τήν συντηρεῖ, Αὐτός προνοεῖ, Ἀὐτός σώζει. Ἄρα, δέν χωρᾶ καμμιά ἀπελπισία στόν δρόμο γιά τήν σωτηρία μας. Ἡ ἀπόγνωση, κατά τούς Πατέρες, εἶναι ἔργο τοῦ πονηροῦ. Αὐτός προσπαθεῖ νά τήν ἐμφυτεύσει στήν καρδιά μας προκειμένου νά σταματήσουμε τίς προσπάθειές μας. Ὅμως, κατά τόν Ἀπ. Παῦλο, ὁ Θεός δέν μᾶς ἔδωσε πνεῦμα δειλίας ἀλλά πνεῦμα δυνάμεως, ὥστε να ἀποκαλοῦμε τόν μεγάλο Θεό Πατέρα.

Ὁ Χριστός ἔχει τριπλό ἀξίωμα: βασιλικό, ἀρχιερατικό, προφητικό. Εἶναι, κατά τήν ἐπιστολή πρός Ἑβραίους, ὁ Μέγας Ἀρχιερέας τῆς Ἐκκλησίας πού εἰσῆλθε στά Ἅγια τῶν Ἁγίων, ὄχι ἑνός χειροποιήτου ναοῦ ἀλλά ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί  Πατέρα, ἅπαξ, ἔχοντας ὡς προσφορά τό ἴδιο του τό αἷμα. Αὐτό τό γεγονός τονίζει τήν ἀνεκτίμητη ἀξία τῆς βασικῆς προσευχῆς τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, τῆς θείας Λειτουργίας. Ὅπως ὁ Χριστός ἐμφανίζεται λειτουργός μία φορά καί γιά πάντα, ἔτσι καί ἡ Ἐκκλησία, τηρώντας τήν ἐντολή «τοῦτο ποιεῖτε εἰς ἐμήν ἀνάμνησιν», τελεῖ θεῖες Λειτουργίες μέ τά χέρια χοϊκῶν ἀνθρώπων πού ἔλαβαν ὅμως ἱερωσύνη ὄχι κατόπιν προσπαθείας ἀλλά κατόπιν κλήσεως τοῦ Θεοῦ. Ἡ λατρεία στήν ὁποία μετέχουμε, εἶναι μία ἐσωτερική παρόρμηση τοῦ πιστοῦ νά προσφέρει ἀγάπη πίσω στήν ἀγάπη, νά μεθέξει τῆς παγκόσμιας Λειτουργίας πού ὅλη ἡ κτίση προσφέρει στόν κτίσαντα, νά ἑνωθεῖ μέ τόν ἴδιο τόν Θεό, σάν τήν μόνη λύτρωση.

«Πάντα πρός σέ προσδοκῶσιν» κατά τόν Ψαλμωδό. Τό γεγονός ὅτι ὁ Κύριος εἶναι καί Μέγας Ἀρχιερέας τῆς Ἐκκλησίας, δέν ἀφορᾶ μόνο τήν ἱερωσύνη κατά τήν τάξιν Μελχισεδέκ σέ διαστολή μέ αὐτήν τοῦ Ἀαρών, τήν ἑβραϊκή δηλαδή, διά τήν ὁποία γραφτηκε ἡ πρός Ἑβραίους ἐπιστολή. Εἶναι, πλέον, ἡ λατρεία μιά μυσταγωγία στόν δρόμο τῆς θέωσης, ὅπου ὁ ἄνθρωπος ἀνακαινισμένος μετά ἀπό τήν ἐνανθρώπιση τοῦ Θεοῦ Λόγου, ζώντας στήν περίοδο τῆς χάριτος, προσεγγίζει μυστικά τόν Θεό μέσω τοῦ Χριστοῦ πού εἶναι «ὁ προσφέρων καί προσφερόμενος καί προσδεχόμενος καί διαδιδόμενος». Τό ἴδιο αἷμα καί τό ἴδιο σῶμα μέ τόν κτίστη μας. Τίποτα δέν τονίζει τήν πραγματικότητα τῆς κατάστασης τοῦ κόσμου ὅσο ἡ θεία Λειτουργία.  

Πορευόμενοι στήν Μεγάλη Τεσσαρακοστή ἄς συνεχίσουμε τόν καλόν ἀγώνα. Δέν εἴμαστε μόνοι. Ἡ θριαμβεύουσα Ἐκκλησία τῶν πρωτοτόκων μᾶς στηρίζει μέ τίς προσευχές τῶν Ἁγίων. Ἡ μαχόμενη Ἐκκλησία μέ κόπο καί, στίς μέρες μας καί μέ αἷμα, συνεχίζει τήν πορεία μέσα στόν χρόνο. Ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστή εἶναι ἡ εὐκαιρία νά ἀναλογισθοῦμε τήν εὐλογία νά εἴμαστε χριστιανοί ὀρθόδοξοι. Κατά τόν Ἀπόστολο Παῦλο: «τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπό τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ;

Θλῖψις ἤ στενοχωρία ἤ διωγμός ἤ λιμός ἤ γυμνότης ἤ κίνδυνος ἤ μάχαιρα; …πέπεισμαι γάρ ὅτι οὔτε θάνατος οὔτε ζωή οὔτε ἀγγελοι οὔτε ἀρχαί οὔτε δυνάμεις οὔτε ἐνεστῶτα οὔτε μέλλοντα οὔτε ὕψωμα οὔτε βάθος οὔτε τις κτίσις ἑτέρα δυνήσεται ἡμᾶς χωρίσαι ἀπό τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν»( Ρωμ. 8, 35-39).