Γιαννακά Ζαχαρία
Φιλολόγου
Σεβασμιότατε, Σεβαστοί πατέρες, Εντιμότατοι άρχοντες, Κυρίες και κύριοι, Αγαπητά μας παιδιά,
Μεγάλη τιμή και συνάμα μεγάλη ευθύνη συνεπάγεται η εκφώνηση πανηγυρικού λόγου σε μία ημέρα γιορτινή, όπως η σημερινή. Διπλή εορτή εορτάζουμε, καθώς η ημέρα του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου συμπίπτει με το ιστορικό γεγονός της επανάστασης του 1821. Το χαρμόσυνο άγγελμα της ασπόρου συλλήψεως του Θεανθρώπου από την Παρθένο Μαρία συνεορτάζεται με την λυτρωτική για το γένος των Ελλήνων κήρυξη του αγώνα ενάντια στην οθωμανική κυριαρχία, υπό το ζυγό της οποίας για τέσσερις περίπου αιώνες διατελούσαν οι πρόγονοί μας. Η πικρή της δουλείας εμπειρία ώθησε τους Έλληνες να επαναστατήσουν και να διεκδικήσουν το αναφαίρετο για κάθε λαό δικαίωμα στην ελευθερία και την ανεξαρτησία. Είναι χαρακτηριστικά τα λόγια του θρυλικού Γέρου του Μοριά, του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, που έλεγε τα εξής: << Όταν αποφασίσαμε να κάμωμε την Επανάσταση, δεν εσυλλογισθήκαμε ούτε πόσοι είμεθα ούτε πως δεν έχομε άρματα ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε «πού πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιταροκάραβα βατσέλα», αλλά ως μία βροχή έπεσε εις όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας, και όλοι, και ο κλήρος μας και οι προεστοί και οι καπεταναίοι και οι πεπαιδευμένοι και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις αυτό το σκοπό και εκάμαμε την Επανάσταση. Κοντά στο ζήλο για τη λευτεριά ο Κολοκοτρώνης προσθέτει και τη βαθειά πίστη του ιδίου, αλλά και όλων των Ελλήνων στη πρόνοια και τη βοήθεια του Θεού. Απόρροια αυτής της πίστης αποτελούν τα ακόλουθα λόγια του: «Είναι θέλημα Θεού. Είναι κοντά μας και βοηθάει, γιατί πολεμάμε για την πίστι μας, για την πατρίδα μας, για τους γέρους γονιούς, για τα αδύνατα παιδιά μας, για την ζωή μας, την λευτεριά μας… Και όταν ο δίκαιος Θεός μας βοηθάει ποιος εχθρός ημπορεί να μας κάνει καλά…;».
Η πίστη στον Θεό και στο δίκαιο του αγώνα ενθάρρυνε τους σκλαβωμένους και κατατρεγμένους Έλληνες να συγκρουστούν στην αρχή άτακτα και στη συνέχεια συντεταγμένα με τον πολυάριθμο και πανίσχυρο οθωμανικό στρατό, πράξη που φάνταζε, αν όχι παράλογη, σίγουρα παράτολμη. Απέδειξαν όμως ότι οι μεγάλοι αγώνες στη ζωή και οι καθοριστικές μάχες δεν κερδίζονται πάντα από αυτούς που έχουν ποσοτική υπεροχή και εγκόσμια δύναμη, αλλά από αυτούς που επιδεικνύουν μεγαλείο ψυχής και εμπιστεύονται τη θεία δικαιοσύνη. Είναι συγκλονιστικά τα λόγια του στρατηγού Μακρυγιάννη, ο οποίος προετοιμαζόμενος να αντιμετωπίσει τον Ιμπραήμ στην περιοχή των Μύλων της Πελοποννήσου, συνάντησε το ναύαρχο Ντεριγνύ και διηγείται τα ακόλουθα: Εκεί οπούφκειανα τις θέσεις εις τους Μύλους ήρθε ο Ντερνύς να με ιδή. Μου λέγει:“Τι κάνεις αυτού; Αυτές οι θέσεις είναι αδύνατες, τι πόλεμο θα κάμετε με τον Μπραΐμη αυτού;”
– Του λέγω, είναι αδύνατες οι θέσεις κ’ εμείς, όμως είναι δυνατός ο Θεός οπού μας προστατεύει, και θα δείξωμεν την τύχη μας σ’ αυτές τις θέσεις τις αδύνατες. Κι αν είμαστε ολίγοι εις το πλήθος του Μπραΐμη, παρηγοριώμαστε μ’ έναν τρόπον ότι η τύχη μας έχει τους Έλληνες πάντοτε ολίγους. Ότι αρχή και τέλος, παλαιόθεν και ως τώρα, όλα τα θεριά πολεμούν να μας φάνε και δεν μπορούνε, τρώνε από μας και μένει και μαγιά. Και οι ολίγοι αποφασίζουν να πεθάνουν, κι όταν κάνουν αυτείνη την απόφασιν, λίγες φορές χάνουν και πολλές κερδαίνουν. Η θέση όπου είμαστε σήμερα εδώ είναι τοιούτη, και θα ιδούμεν την τύχη μας οι αδύνατοι με τους δυνατούς. Πράγματι, τα λόγια αυτά αποδείχτηκαν προφητικά, καθώς ο στρατός του Ιμπραήμ υπέστη βαρύ πλήγμα από τους ολιγάριθμους και με αυτοθυσία αγωνιζόμενους Έλληνες πολεμιστές.
Στη χορεία των αγωνιστών του 21 ανήκουν πολλοί ήρωες, τα ονόματα και τα κατορθώματα των οποίων θα ήταν αδύνατο να εκθέσει κάποιος στα χρονικά όρια ενός επετειακού λόγου. Ποιός μπορεί όμως να λησμονήσει τη στρατηγική ιδιοφυία και το μεγαλείο ψυχής του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη που τόσα πολλά οφείλουμε εμείς οι Έλληνες σε αυτόν. Πώς είναι δυνατόν να μην μνημονεύσουμε τον Γρηγόριο Δικαίο ή Παπαφλέσσα, όπως είναι γνωστός στους περισσότερους, του οποίου το απαράμιλλο θάρρος και η αυτοθυσία που υπέδειξε μέχρι θανάτου, τον κατέστησαν όχι μόνο λαϊκό θρύλο ανάμεσα στους Έλληνες, αλλά και σεβαστό από τους αντιπάλους, οι οποίοι τον αντιμετώπιζαν με φόβο και δέος. Κοντά σε αυτούς πρέπει να προσθέσουμε τους μπουρλοτιέρηδες Κωνσταντίνο Κανάρη και Ανδρέα Μιαούλη τους φοβερούς πολεμιστές Νικήτα Σταματελόπουλο και Οδυσσέα Ανδρούτσο, τις συγκρινόμενες με αρχαίες αμαζόνες Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα και Μαντώ Μαυρογένους, καθώς και τους γενναίους Μάρκο Μπότσαρη και Γεώργιο Καραϊσκάκη. Ενδεικτικά μόνο αναφέραμε κάποια ονόματα, γνωστά στους περισσότερους από τις αναμνήσεις των παιδικών χρόνων, τις διηγήσεις του παππού και της γιαγιάς, τα βιβλία της ιστορίας και τις σχολικές εκδηλώσεις.
Αν η επανάσταση του 1821 συνεχίζει μέχρι τις ημέρες μας να συγκινεί και να αγγίζει τις καρδιές των Ελλήνων, αυτό δεν οφείλεται τόσο στην ηρωική αντίσταση τον προγόνων μας την εποχή εκείνη, όσο στο γεγονός ότι η αυτοθυσία που επέδειξαν μαρτυρεί πως αυτοί υπήρξαν γνήσιοι φορείς και συνεχιστές του πνεύματος της Ρωμιοσύνης. Τα 400 χρόνια πικρής δουλείας δεν στάθηκαν αρκετά να ξεριζώσουν από το στήθος του Έλληνα τους δύο <<πνεύμονες>> με του οποίους αυτός αναπνέει: την ορθοδοξία και τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό. Ο λαός μας παρά τα λάθη, τα πάθη και τις αδυναμίες του διατηρούσε διαχρονικά και συλλογικά σπάνιες αρετές, όπως η φιλοπατρία, ο σεβασμός στα ιερά και τα όσια, η φιλοξενία, το κοινοτικό πνεύμα και η άσβεστη διάθεση θυσίας και προσφοράς.
Φορείς αυτής της παραδόσεως υπήρξαν και οι ηρωικοί κάτοικοι του Μεσολογγίου, οι οποίοι δεν αντιστάθηκαν μόνο στον εχθρό που τους πολιορκούσε, αλλά αντιστάθηκαν, και αυτό είναι το σημαντικότερο, στα θέλγητρα της φύσης, στις θεμελιώδεις βιοτικές ανάγκες αυτής της ίδιας της ανθρώπινης ύπαρξης, για να αποδείξουν τελικά, ότι ένας τιμημένος θάνατος είναι προτιμότερος από μια ζωή συμβιβασμένη με το άδικο και τη σκλαβιά. Φορέας του πνεύματος της Ρωμιοσύνης είναι και ο στρατηγός Μακρυγιάννης, τον οποίο επικαλεστήκαμε και πάλι θα επικαλεστούμε, γιατί τα λόγια του είναι σοφά και λειτουργούν ως βάλσαμο στην πληγωμένη καρδιά των σύγχρονων Ελλήνων,οι οποίοι σήμερα τόσο πολύ δοκιμάζονται και ταλαιπωρούνται αναζητώντας τη λύτρωση από τη μαρτυρική πραγματικότητα που βιώνουν. Έλεγε λοιπόν ο Μακρυγιάννης για εκείνους που τότε παρουσιάζονταν ως φίλοι και προστάτες της Ελλάδας και τους ξεσκέπαζε αντιπαραβάλλοντας τους με τους σοφούς της ελληνικής αρχαιότητας.
“Αυτήνοι δεν τήραγαν να θησαυρίσουνε μάταια και προσωρινά, τήραγαν να φωτίσουν τον κόσμο με φώτα παντοτινά. Έντυναν τους ανθρώπους αρετή, τους γύμνωναν από την κακή διαγωγή και τοιούτως θεωρούσαν γενικώς την ανθρωπότη, και γένονταν δάσκαλοι της αλήθειας. Κάνουν και οι μαθηταί τους οι Ευρωπαίοι την ανταμοιβή εις τους απογόνους εμάς – γύμναση της κακίας και της παραλυσίας. Τέτοια αρετή έχουν, τέτοια φώτα μας δίνουν” .Με όλη την απλότητα και ειλικρίνεια που τον διέκριναν τους κατηγορούσε πως εφοδιάζανε τους Τούρκους με όπλα και πως προσπαθούσαν να διαιρέσουν τον ελληνικό λαό σε φατρίες. Γράφει σχετικά: “Τους κατάτρεξαν οι Ευρωπαίοι τους δυστυχείς Έλληνες. Εις τις πρώτες χρονιές εφοδιάζαν τα κάστρα των Τούρκων, τους κατάτρεχαν και τους κατατρέχουν ολοένα διά να μην υπάρξουν. Η Αγγλία τούς θέλει να τους κάμει Άγγλους με τη δικαιοσύνη την αγγλική, καθώς οι Μαλτέζοι ξυπόλυτους και νηστικούς, οι Γάλλοι Γάλλους, οι Ρούσοι Ρούσους, κι ο Μετερνίκ της Αούστριας Αουστριακούς – κι όποιος τους φάγη απ’ τους τέσσερους”. Παράλληλα αναφέρεται στις ραδιουργίες των πρεσβευτών των διαφόρων χωρών: “… Ο Ντώκινς μάς θέλει Άγγλους, ο Ρουγάν Γάλλους, ο Κατακάζης Ρούσους και δεν αφήσετε κανένα Έλληνα – πήρε ο καθείς σας το μερίδιό του και μας καταντήσετε μπαλαρίνες σας, και μας λέτε ανάξιους της λευτεριάς μας, ότι δεν την αισθανόμαστε”. “Τέτοια ηθική έχετε εσείς και προκοπή, τέτοιους καταντήσετε και μας τους δυστυχείς”
Τα παραπάνω συγκλονιστικά λόγια θα έλεγε κανείς πως τα διατύπωσε έχοντας μπροστά του όχι τους ξένους της εποχής του, αλλά αυτούς που σήμερα έχουν πατήσει το πόδι τους στην πατρίδα μας υποκρινόμενοι τους φίλους, ενώ πρόκειται για ανθρώπους ιδιοτελείς, ιδιότυπους κατακτητές, που με δούρειο ίππο την οικονομία, θέλουν να αλώσουν την εθνική μας κυριαρχία.
Η επανάσταση του 1821 δεν ήταν μια σύγκρουση ανάμεσα σε οικονομικά ισχυρούς και κοινωνικά εξαθλιωμένους, δηλαδή μια επανάσταση με ιδεολογικά κίνητρα, όπως προσπαθούν κάποιοι σήμερα να μας πείσουν, ξαναγράφοντας ουσιαστικά την ιστορία. Οι αμφισβητίες αυτοί του εθνικού χαρακτήρα της επανάστασης είναι οι ίδιοι που αμφισβητούν την ύπαρξη του κρυφού σχολειού, υποτιμούν τη συμμετοχή του ιερού κλήρου στον αγώνα, ενώ χλευάζουν και τον προσωπικό βίο πολλών εκ των αγωνιστών του 21 κατασκευάζοντας μυθεύματα και συκοφαντικές ιστορίες εναντίον τους.
Δεν γνωρίζουμε την προσωπική ζωή καθενός εκ των πρωταγωνιστών της επανάστασης ούτε στοχεύουμε να μετατραπούμε σε εισαγγελείς ελέγχοντας πτυχές του οικογενειακού, επαγγελματικού και κοινωνικού τους βίου. Είναι σίγουρο ότι ως άνθρωποι κι αυτοί είχαν αρκετά πάθη και αδυναμίες, όμως είναι κάτι παραπάνω από βέβαιο πως είχαν και πολλές αρετές. Αυτές τις αρετές ας προσπαθήσουμε όλοι να μιμηθούμε σε όποιο κοινωνικό στρώμα κι αν ανήκουμε.
Οι στρατιωτικοί ας μιμηθούν το θάρρος και τη λεβεντιά των ηρώων του 21, ώστε να αποδειχτούν άξιοι συνεχιστές τους, όταν οι καιροί το απαιτήσουν, υπερασπιζόμενοι την εθνική κυριαρχία της χώρας μας και τα δίκαια του πολύπαθου ελληνικού λαού. Οι δικαστικοί πάλι ας παραδειγματιστούν από την παρρησία και την ακεραιότητα αυτών των ανθρώπων, αποδίδοντας δικαιοσύνη αμερόληπτα και τιμωρώντας τα αδικήματα όχι μόνο των μικρών και αδυνάμων, αλλά και των ισχυρών και αυτών που έχουν την εξουσία και θέλουν να διαφεντεύουν τις τύχες αυτού του κόσμου. Οι εκπαιδευτικοί με τη σειρά τους ας υιοθετήσουν τις αρετές της συνέπειας και της φιλοπατρίας. Ας γίνουν εμπνευσμένοι παιδαγωγοί και όχι τυπικοί συντελεστές μιας αδιάφορης και μίζερης διδασκαλίας. Ας διδάξουν στα παιδιά ότι η αγάπη για την πατρίδα και το λαϊκό της πολιτισμό δεν είναι συντηρητισμός ούτε εθνικισμός, αλλά βασική προϋπόθεση για μια αληθινή εκπαιδευτική αναγέννηση. Τέλος, οι πολιτικοί ας πάρουν από τους αγωνιστές την τιμή και την αξιοπρέπεια και ας σταματήσουν να αποκαλούν <<συνταγή εξόδου από την κρίση>> την εξαθλίωση του ελληνικού λαού. Ας ακούσουν τα λόγια του αρχαίου συγγραφέα Πλουτάρχου που αποκαλεί το δανεισμό πράξη αφροσύνης και αιχμαλωσίας και ας πάψουν να θεωρούν τις υποχωρήσεις και την υποτέλεια προς τους ξένους ως μονόδρομο σωτηρίας για τη χώρα. Ας ανατρέξουν επίσης στη νεώτερη ελληνική ιστορία και ας διαβάσουν τον Ελευθέριο Βενιζέλο, άριστο γνώστη της ευρωπαϊκής διπλωματίας και της ψυχολογίας των ισχυρών, ο οποίος με αφορμή το κρητικό ζήτημα και την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα έλεγε πως ο επαναστατικός αγώνας <<απέδειξεν ότι η διπλωματία εις των ζητημάτων των υποδούλων λαών την λύσιν προβαίνει μόνον όταν ταύτα τίθενται προ αυτής υπό την οξυτάτην μορφήν της εθνικής εξεγέρσεως…>>
Ο ελληνικός λαός δεν είναι άμοιρος ευθυνών για το δράμα που περνάει σήμερα, καθώς συνειδητά προτίμησε να ανταλλάξει τον πνευματικό θησαυρό των πατέρων του με τα ξυλοκέρατα των ευρωπαϊκών επιχορηγήσεων. Η κρίση είναι άγνωστο πόσο θα κρατήσει και ποια εξέλιξη θα έχει στη συνέχεια. Ας μη χάνουμε όμως την ελπίδα μας. Ο Θεός είναι μεγάλος, δεν εγκαταλείπει το πλάσμα του και περιμένει από όλους τη μετάνοια και την επιστροφή. Τότε να είστε βέβαιοι ότι θα αναδείξει φωτεινές μορφές που ωσάν άλλος Μωυσής θα οδηγήσουν το λαό του με ασφάλεια και σιγουριά σε μια νέα γη της επαγγελίας. Ας ευχηθούμε ότι η ημέρα του Ευαγγελισμού που σήμερα τιμάμε και η Ανάσταση του Θεανθρώπου που σε λίγο προσδοκάμε, θα σημάνουν τον προάγγελο της Αναστάσεως του γένους των Ελλήνων.