της Μαρίας Κορνάρου
Μία από τις πιο προσιτές και χαριτωμένες διηγήσεις του Ευαγγελίου, είναι η ομιλία του Χριστού για τις μέριμνες. Εκεί εφιστά την προσοχή των μαθητών στα πουλιά του ουρανού, που δε σπέρνουν ούτε θερίζουν, και στα κρίνα του αγρού, που είναι άκρως εφήμερη η ύπαρξή τους. Και όμως, θαυμαστά, τα μεν πτηνά τρέφονται, τα δε κρίνα είναι στολισμένα με ανείπωτη ομορφιά. Αυτό το θαύμα δεν ειν’ άλλο παρά η πρόνοια του Θεού, που σιωπηλά εργάζεται τη συντήρηση και την πρόοδο των λογικών και αλόγων πλασμάτων. Από τούτα ζητά και ο Κύριος να πάρει το μάθημα ο άνθρωπος, να μην αγωνιά για τις φροντίδες του βίου, ωσάν η ζωή του να εξαρτάται από τον ίδιο, και όχι από την φροντίδα του παντοδύναμου Θεού. Υπογραμμίζει και ένα άλλο σημαντικό στοιχείο της περικοπής αυτής σε κήρυγμά του, ευσεβής κληρικός: τα πιο όμορφα πράγματα στη ζωή τα βρίσκουμε σ’ αυτή τη διήγηση, τα παιδιά, τα πουλιά και τα λουλούδια. Όσο και αν ακούγονται αυτά ρομαντικά, είναι οι μέριμνες που μας κάνουν να χάνουμε, τελικά, την όψη τους.
Στις βόλτες, τα γυρίσματα και τις διασκεδάσεις του καλοκαιριού, που οδεύει τις ημέρες αυτές προς την κορύφωσή του Δεκαπενταύγουστου, συχνά υποθέτουμε πως οι μέριμνες έχουν σβήσει. Ίσως έχουμε πάρει άδεια, έχουμε τελειώσει το διάβασμα, έχουμε φύγει απ’ την πόλη, πάντως οι επείγουσες υποθέσεις σταματούν για ένα διάστημα και έχουμε χρόνο αναπτερώσεως των δυνάμεών μας. Χρόνο να ασχοληθούμε με ό,τι μας ενδιαφέρει πραγματικά, μ’ ό,τι αγαπάμε και μας ξεκουράζει. Ανακαλύπτουμε, άραγε, πώς αυτό το «κάτι» που επιθυμούμε στον κενό χρόνο των διακοπών είναι ο Θεός; Πιθανότατα, η σκέψη και ο χρόνος μας γεμίζει με τις του βίου φροντίδες που μας ακολουθούν στις αργές ημέρες του θέρους: να φάμε, να ντυθούμε, να περιηγηθούμε, να γνωρίσουμε, να μιλήσουμε… Κάπου δε στο πίσω ή και μπροστινό μέρος του μυαλού, τριγυρίζουν τα αναπάντητα ερωτηματικά για τις υποθέσεις μας τις ανοιχτές, τις άλυτες δυσκολίες, τα οικονομικά, και όλα όσα θέλαμε να αφήσουμε για το «Σεπτέμβριο».
Η μέριμνα, λοιπόν, δεν έχει τη ρίζα στην κατάσταση που αντιμετωπίζουμε και μας πιέζει, όπως συχνά παριστάνουμε στον εαυτό μας το χειμώνα. Υπάρχει και επιβιώνει, χωρίς άμεσο ερέθισμα που την προκαλεί. Η ρίζα βρίσκεται μέσα μας, στον τρόπο που βιώνει η ψυχή μας τη ζωή και τις καταστάσεις της. Αν τις βιώνει με αγωνία, εάν δίνεται ολοκληρωτικά στις κοσμικές υποθέσεις, αυτή τη συνήθεια θα τη μεταφέρει και στις δευτερεύουσες δυσκολίες, και στην απόλυτη ευταξία ακόμη. Εάν δε έχουμε συνηθίσει να δίνουμε στον εαυτό μας το μεγαλύτερο ενδιαφέρον, οι διάφορες απαιτήσεις του θα παραμένουν τυπωμένες στη μνήμη μας, όσο μεγάλες επιτυχίες και αν βρεθούν στο δρόμο.
Πρόκειται για κατάσταση νοσηρή του πνεύματος, και καλείται η Ορθοδοξία, ως «σύστημα» αληθινά ψυχο-θεραπευτικό, να την ιάσει. Ξεκινώντας από τη συνείδηση της αγωνιώδης διαδρομής των σκέψεων, που κουράζει βαθιά την ψυχή, μπορούμε να τις ανακατευθύνουμε. Να μάθουμε να σκεφτόμαστε, αντί για όλα τα υπόλοιπα, τον Χριστό, κατά το Ευαγγελικό «Μνημόνευε ᾿Ιησοῦν Χριστὸν» (Τιμ. β΄, 8) Στο πέταγμα της σκέψης προς τον Χριστό, ακόμη και αν δεν σκεφτόμαστε κάτι συγκεκριμένο για Εκείνον αλλά απλά την ύπαρξή Του, γεννιέται μία ησυχία στο νου, που πρότερα δεν υπήρχε. Γνωρίζοντας αυτή την ευλογημένη λύτρωση, πιο πολύ θα ποθούμε Εκείνον να σκεφτόμαστε, παρά τα κουραστικά και μάταια του κόσμου. Είναι η μνήμη του Θεού που δίνει αληθινή χαρά στον
άνθρωπο, και είναι διαθέσιμη πάντοτε, χωρίς περιορισμούς χρονικούς ή τοπικούς, χωρίς κανέναν όρο εκτός απ’ τον προσωπικό μας πόθο. Και ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος γράφει πως δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος να είναι κανείς χαρούμενος, παρά να θυμηθεί τον Θεό.
Ασκούμενοι στην συνήθεια της μνήμης Θεού, πιο εύκολη θα την συναντήσουμε με το τέλος των διακοπών και την επιστροφή στις πιεστικές συνθήκες της καθημερινότητας. Ομοιάζει με την ανακάλυψη ενός αμύθητου χρυσού θησαυρού, που ποτέ δεν τελειώνει μα πάντα αναπληρώνεται, γιατί αυτή τη χαρά που περιμένουν οι άνθρωποι από έναν τέτοιο θησαυρό, τη βρίσκουμε πιο μεγάλη ακόμη στη μνήμη του Θεού. Θυμόμαστε τότε εκείνη την όμορφη Ευαγγελική διδαχή για τη βασιλεία των Ουρανών, η οποία ομοιάζει «ἀνθρώπῳ ἐμπόρῳ ζητοῦντι καλοὺς μαργαρίτας· ὃς εὑρὼν ἕνα πολύτιμον μαργαρίτην ἀπελθὼν πέπρακε πάντα ὅσα εἶχε καὶ ἠγόρασεν αὐτόν» (Ματθ. ιγ´ 45-46). Ασκητές μέσα στον κόσμο, πωλούμε όλες τις φροντίδες και έγνοιες μας για τον Βασιλέα Χριστόν.