Η ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΝΙΑΣ*(**)

FTVXEIA

Ἀναστασίου Ἰορδανίδη

Ταξίαρχου, ἐ.ἀ.

 

Οὐ τὸ πένεσθαι ἐπονείδιστον, ἀλλὰ τὸ μὴ φέρειν εὐγνωμόνως τὴν πενίαν.

   (Μέγας Βασίλειος)

 

     Ὁ Παπαδιαμάντης γεννήθηκε φτωχός, ἔζησε φτωχὸς καὶ πέθανε φτωχός. Τραγούδησε τοὺς φτωχοὺς καὶ τὸ ἔργο του στάθηκε τὸ μεγάλο χρονικό τῆς  ἑλληνικῆς φτωχολογιᾶς.

     Ὅτι γεννήθηκε φτωχὸς δὲν σημαίνει τίποτα. Τὸ ἴδιο κι ἡ φτώχειά του δὲν φανερώνει σπουδαῖα πράματα, ἂν δὲν ξεκαθαρίσουμε τὴν πνευματική του στάση ἀντίκρυ σ’ αὐτὴν τὴν κατάσταση ποὺ ὀνομάζουμε πενία.

      Κι ἄλλοι γεννηθήκανε φτωχοί, ζήσανε καὶ πεθάνανε φτωχοὶ καὶ τραγουδήσανε τοὺς φτωχούς, χωρὶς νὰ μοιάζουνε τοῦ Παπαδιαμάντη. Ἡ πνευματική τους στάση ἤτανε ριζικὰ ἀντίθετη πρὸς τὴ φτώχειά τους. Ἤτανε φτωχοί, ἀλλὰ ζήσανε καὶ πεθάνανε μὲ τὸν καημὸ καὶ τὴ λαχτάρα τοῦ πλούτου. Ὁ φτωχὸς ποὺ ζῆ μὲ τὸν καημὸ τοῦ πλούτου, δὲν ξεχωρίζει σὲ τίποτα ἀπὸ τὸν πλούσιο. Ὁ πλοῦτος εἶναι τὸ ἰδανικό του, ἡ ἀνημποριά του δὲ νὰ τὸν φτάσει εἶναι τὸ αἴτιο τῆς δυστυχίας του. Τέτοιοι ἄνθρωποι γράφουνε ἱστορίες γιὰ τοὺς φτωχούς, ὄχι γιατί ἀγαπᾶνε τοὺς φτωχούς, ἀλλὰ διότι φθονοῦνε τοὺς πλούσιους.

      Ὁ Παπαδιαμάντης δὲν πέθανε μὲ τὸν καημὸ τοῦ πλούτου. Πέθανε ψέλνοντας, ποὺ σημαίνει δοξολογώντας. Τοῦτο φανερώνει πὼς εὐχαριστοῦσε τὸν Πλάστη του γιὰ ὅσα τοῦ ’χε χαρίσει. Πίστευε πὼς τὸ ροῦχο δὲν εἶναι τὸ χρειαζούμενο γιὰ νὰ περάσει ὁ ἄνθρωπος στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Καὶ τοῦτο γιατί τὸ κλειδὶ τῆς ζωῆς τοῦ Παπαδιαμάντη εἶναι ὁ Χριστός. Ὁ Χριστὸς γεννήθηκε φτωχός, ἔζησε φτωχὸς καὶ πέθανε πάνω στὸν Σταυρό. Δὲν χωροῦσε λοιπὸν στὸν νοῦ του, πὼς ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔκλεισε στὴν καρδιὰ του τὸν Χριστὸ μπορεῖ νὰ προσεύχεται στὸν Οὐράνιο Πατέρα καὶ νὰ τοῦ ζητᾶ μία ζωὴ διαφορετικὴ ἀπὸ ἐκείνην ποὺ ἔζησε ὁ Μονογενής Του Γιός. Τόσοι καὶ τόσοι ταξιδευτὲς βρήκανε στέγη στὰ πανδοχεῖα κείνου τοῦ καιροῦ καὶ μονάχα ἕνας δὲν βρῆκε στρῶμα γιὰ νὰ γεννηθεῖ· ὁ Χριστός. Καμμία πόρτα δὲν ἄνοιξε σ’ αὐτόν, κι ὅλες ἀνοίξανε σὲ Γραμματεῖς καὶ Φαρισαίους, στοὺς ἐμπόρους καὶ σ ὅλους τοὺς θολοὺς ἀνθρώπους, σ ὅλη τὴν ἐνδημοῦσα καὶ τὴν πλανώδια ἁμαρτία. Ἀκόμη κι οἱ πανάρχαιοι νόμοι τῆς ξενίας κι αὐτοὶ εἴχανε κοιμηθεῖ. Καὶ γιὰ τὸν Χριστὸ ὁ μόνος φιλόξενος τόπος ποὺ βρέθηκε ἤτανε μία φάτνη ἀλόγων, μέσα σὲ μία σπηλιὰ κι ἀνάμεσα στὰ ἀπονήρευτα ζῶα. Τὸ περίλαμπρο ἄστρο τῆς Βηθλεέμ, ποὺ φώτισε τὰ βήματα τῶν μάγων τῆς Ἀνατολῆς εἶναι τὸ πρῶτο οὐράνιο φῶς ποὺ καθιέρωσε τὴν ἁγιότητα τῆς πενίας.

     Τοῦ Παπαδιαμάντη τοῦ ’φτανε ἡ δόση τῆς ἡμέρας, τὸ χρειαζούμενο λιτό, τὸ ξαλαφρωμένο ἀπὸ τὸ περιττό, ποὺ εἶναι τὸ πονηρό. Τὸ σπίτι του, δηλαδὴ ἡ κάμαρή του, τὰ ροῦχα του, ἡ τροφή του δὲν φανερώνανε ἄνθρωπο ποὺ μεριμνοῦσε γιὰ τὴν ἐπιοῦσα.

     Δυὸ φορὲς στὰ Εὐαγγέλια καὶ μονάχα δυὸ πλούσιοι μνημονεύονται μὲ τ’ ὄνομά τους. Ὁ ἕνας εἶναι ὁ Τελώνης Ζακχαῖος, ὁ πλούσιος, κι ὁ ἄλλος ὁ Ἰωσὴφ ἀπὸ Ἀριμαθείας. Ὁ πρῶτος εἶναι ὁ πλούσιος ποὺ μετάνιωσε καὶ ξέφυγε ἀπὸ τὰ ἁμαρτωλὰ δεσμὰ τοῦ πλούτου κι ὁ δεύτερος εἶναι ὁ πλούσιος ποὺ μαθήτεψε κοντὰ στὸν Χριστὸ καὶ φυσικὰ βγῆκε ἀπὸ τὸν ἁμαρτωλὸ ζυγὸ τοῦ πλούτου.  

     Ὁ Παπαδιαμάντης περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλον εἶχε βαθειὰ συνείδηση τῆς συζυγίας Χριστοῦ καὶ φτώχειας. Καὶ γνωρίζοντας τούτη τὴν ταύτιση Χριστοῦ καὶ πενίας εἶδε ὁλοκάθαρα σ’ αὐτὴ τὸ ὁλόφωτο βάθρο ποὺ πάνω σ’ αὐτό ἔστησε ὁ Χριστὸς τὸν φτωχὸ καὶ τὸν ἀνέδειξε σὲ σφαῖρες πανύψηλες. Ἔγινε ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς ὁ μεγάλος, ὁ ἀσύγκριτος πρόδρομος τοῦ πένητα.

     Τὸ ἰδανικὸ τῆς πενίας, ποὺ στὸν Παπαδιαμάντη ἀγγίζει τὰ ὅρια τοῦ μοναχικοῦ ὅρκου γιὰ ἀκτημοσύνη, δὲν περιοριζότανε στὸν ὑλικὸ τομέα. Ὑπάρχουνε λογῆς λογῆς πλουτοκρατίες, ἄλλοι θησαυρίζουνε χρυσάφι, ἄλλοι σωρεύουνε ἄκαρπη μάθηση καὶ παρασταίνουνε τοὺς σοφούς, ἄλλοι εἰσπράτουνε τιμὲς καὶ δόξα καὶ διακρίσεις, ἄλλοι ἔχουνε τὴν ὑστερία τῆς ἐξουσίας. Πρὸς ὅλα τοῦτα ὁ Παπαδιαμάντης ἀντιδικοῦσε ἐπίμονα καὶ σταθερά.

     Ἀπόδειξη εἶναι ἡ ὀργάνωση γιορτῆς πρὸς τιμὴν τοῦ Παπαδιαμάντη, ποὺ θὰ γινότανε στὴν αἴθουσα τοῦ Παρνασσοῦ, ὁρίσανε μάλιστα τὴν πριγκίπισσα Μαρία Βοναπάρτη, σύζυγο τοῦ πρίγκιπα Γεωργίου, νὰ εἶναι ἐπικεφαλῆς τοῦ ἑορτασμοῦ. Ποιὸς ἄνθρωπος ποὺ θὰ βρισκότανε στὴν ἀπαθλιωμένη κατάσταση τοῦ Παπαδιαμάντη, δὲν θὰ ἀντίκριζε τούτη τὴν πρωτοβουλία σὰν δῶρο καὶ χαμόγελο τ’ οὐρανοῦ, προορισμένο ν’ ἀλλάξει τὴν ὄψη τῆς ζωῆς του, ποιὸς δὲν θὰ ἐκμεταλλευότανε τούτη τὴν μοναδικὴ εὐκαιρία. Ὅλοι οἱ σημαντικοὶ ἄνθρωποι ἦταν στὴν αἴθουσα ἐκτὸς ἀπὸ ἕναν, τὸν ἴδιο τὸν Παπαδιαμάντη. Τὸν ἀναζητήσανε, ἀλλὰ δὲν τὸν βρῆκαν πουθενά. Ἔτσι ἡ γιορτὴ τελείωσε χωρὶς τὸν Παπαδιαμάντη, γιατί κανένας δὲν μποροῦσε νὰ ὑποψιαστεῖ, ὅτι ὁ Παπαδιαμάντης ἀρνήθηκε τὸ χειροκρότημα καὶ τὸ λιβανωτὸ τῶν τρανῶν καὶ τῶν σπουδαίων, γιὰ νὰ περάσει τὴν ἴδια ὥρα στὸ σπίτι ἑνὸς φτωχοῦ μανάβη, τοῦ Νικόλα τοῦ Μπούκη, τοῦ χριστιανοῦ Νικόλα Μπούκη, ποὺ ὁ Παπαδιαμάντης ἔψελνε συχνὰ στὸ σπίτι του κι ἡ μικρούλα κόρη τοῦ Μπούκη, ἡ Ἀγγελικούλα, τὸν ἄκουγε μὲ κατάνυξη, ὀνομάζοντας τὶς ψαλμωδίες τοῦ Παπαδιαμάντη  «τὰ τραγούδια τοῦ Θεοῦ». Τὸ ἔργο του στάθηκε μία προσευχὴ κι ἕνα δοξολόγημα κι ἡ προσευχὴ δὲν ἀποζητᾶ χειροκροτήματα.  

     Προϋπόθεση τῆς πενίας εἶναι ἡ ταπείνωση κι ἡ ἁπλότητα τῆς καρδιᾶς. Στὰ «Τραγούδια τοῦ Θεοῦ», γράφει ὁ Παπαδιαμάντης: «Μὲ εἶχε καλέσει ὁ γενναῖος φίλος μου ὁ κὺρ Στέφανος Μ. εἰς τὴν οἰκίαν του τὴν ἡμέραν τοῦ Πάσχα, διὰ νὰ συμφάγωμεν τὴν ὥραν τοῦ προγεύματος περὶ τὰς δέκα, ἀπὸ συγκατάβασιν καὶ εὐσπλαχνίαν, διὰ νὰ κάμω κι ἐγὼ μετὰ τόσα χρόνια Πάσχα…..οἰκιακόν, ὡς ἔρημος καὶ ξένος στὰ ξένα». Ὁ φίλος τοῦ ὁ Στέφανος ἤτανε ἕνας ἁμαξᾶς. Ὅταν ὁ Παπαδιαμάντης δέχεται τὴν πρόσκληση γιὰ τὸ πασχαλινὸ γεῦμα, ἤτανε πιὰ γνωστός, ἀναγνωρισμένος, φημισμένος καὶ τιμημένος. Ἕνας ἄλλος, ποὺ δὲν θὰ ’χε οὔτε τὸ δέκατό της φήμης του , θὰ λογάριαζε τιμὴ γιὰ τὸν Στέφανο, νὰ δεχτεῖ ὁ Παπαδιαμάντης νὰ τιμήσει τὸ Πασχαλινό του τραπέζι. Ὅμως ὁ Παπαδιαμάντης λογαριάζει τιμὴ του τὴν πασχαλινὴ πρόσκληση τοῦ Στέφανου τοῦ ἁμαξᾶ, κι ὄχι μονάχα τοῦτο, ἀλλὰ λογαριάζει τὸν ἑαυτὸ του πολὺ πιὸ ἀνάξιο ἀπ’ τοὺς ταπεινοὺς τούτους ἀνθρώπους.  

     Στὸ ἄρθρο τοῦ «Ἱερεῖς τῶν Πόλεων καὶ ἱερεῖς τῶν Χωρίων» μνημονεύει χωρὶς ὁλόκληρο τὸ ὄνομά του ἕναν ταπεινὸ καὶ ἰδανικὸ φτωχό, λειτουργό του Ὑψίστου, τὸν παπᾶ Νικόλα Πλανᾶ. Τὸν μνημονεύει καὶ στὰ «Τραγούδια τοῦ Θεοῦ». Γράφει λοιπόν.  «Μεταξὺ τῶν ὑπαρχόντων ἱερέων ὑπάρχουσιν ἀκόμη πολλοὶ  λαϊκοί, ἐνάρετοι καὶ ἀγαθοὶ εἰς τὰς πόλεις καὶ τὰ χωρία. Ἂς μὴν ἐκφωνώσι λόγους. Ἠξεύρωσιν αὐτοὶ ἄλλον τρόπον πὼς νὰ διδάσκωσι τὸ ποίμνιον. Γνωρίζω ἕναν ἱερέα εἰς τὰς Ἀθήνας. Διὰ πᾶσαν ἱεροπραξίαν ἂν τοῦ δώσεις μίαν δραχμὴν ἢ πενήντα λεπτὰ ἢ μίαν δεκάραν τὸ παίρνει. Ἂν δὲν τοῦ δώσεις τίποτε, δὲν ζητᾶ. Διὰ τρεῖς δραχμᾶς ἐκτελεῖ πανύχιον ἀκολουθίαν: Ἀπόδειπνον, Ἑσπερινόν, Ὄρθρον, Ὥρας, Λειτουργίαν. Τὸ ὅλον διαρκεῖ ἐννέα ὥρας. Κάθε ψυχοχάρτι, φέρον τὰ μνημονευτέα ὀνόματα τῶν τεθνεώτων, ἀφοῦ ἅπαξ τοῦ τὰ δώσης, τὰ κρατεῖ διὰ πάντοτε. Τὰ χρηματικὰ βοηθήματα ποὺ τοῦ δίνανε οἱ Χριστιανοὶ κι οἱ φιλάνθρωποι τὰ  μοίραζε ὅλα, δὲν κρατοῦσε τίποτε γιὰ τὸν ἑαυτό του. Ποτὲ δὲν ἤξερε ἂν ἔχει κάτι στὴν τσέπη του καὶ τί ἔχει. Ποτὲ δὲν κυνήγησε πλούσιαν ἐνορίαν, ἤτανε ἐπὶ χρόνια ἐφημέριος στὸν Ἅγιο Γιάννη τὸν Κυνηγό, ὅπου εἶναι κι ὁ τάφος του, ὅταν οἱ ἐνορίτες αὐτῆς τῆς ἐκκλησίας δὲν ξεπερνοῦσαν τὶς δεκατρεῖς οἰκογένειες.

     Περσότερο ἀπ’ ὅλους ὁ Θεὸς γνωρίζει τὸ ποσοστὸ τῆς πραγματικῆς ἀνάγκης τ’ ἀνθρώπου, σὲ τροφὴ καὶ σὲ ροῦχο. «Οἶδε γὰρ ὁ Πατὴρ ὑμῶν ὁ Οὐράνιος ὅτι χρήζετε τούτων ἁπάντων». Κανένας ἄνθρωπος, ποτισμένος μὲ τὸν ἐνσαρκωμένο λόγο, δὲν λογαριάζει πὼς ὁ ἄνθρωπος χρειάζεται περσότερα ὑλικὰ ἀγαθὰ ἀπ’ τὰ κρίνα τοῦ ἀγροῦ καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ. Τὸ χρειαζούμενο καὶ τὸ ζητούμενο εἶναι τὸ αὔριο τῆς ψυχῆς. «οὐχὶ ἡ ψυχὴ ἡμῶν πλεῖον ἐστὶ τῆς τροφῆς καὶ τὸ σῶμα τοῦ ἐνδύματος». Ἡ ψυχὴ πρώτη καὶ περσότερο ἀπ’ ὅλα. Τούτη καὶ μόνη πρέπει νἆναι τὸ κέντρο ὅλης τῆς  ἔγνοιας τ’ ἀνθρώπου. Ἡ γῆ εἶναι προετοιμασία τῆς ψυχῆς γιὰ νὰ πλησιάσει τὸν Ἕνα καὶ μεγάλο θησαυρό, τὸν Οὐράνιο Πατέρα. Κι ἐπειδὴ αὐτὸς εἶναι ὁ θησαυρός, γι’ αὐτὸν πρέπει νὰ χτυπᾶ ἡ καρδιά μας. «Ὅπου γὰρ ἐστὶν ὁ θησαυρὸς ὑμῶν ἐκεῖ ἔσται καὶ ἡ καρδία ὑμῶν».

 

*΄Ἀπὸ τὸ μεγάλο δοκίμιο τοῦ Κωστῆ Μπαστιᾶ  ‘Ὁ Παπαδιαμάντης’, (1962)

 

**ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ‘Ἐρῶ’ , Ε΄ ΤΕΥΧΟΣ, ΙΑΝ.-ΜΑΡ. 2011

 

 

 

Ετικέτες - Σχετικά Θέματα