Η ΑΝΑΛΗΨΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΣΤΟΥΣ ΟΥΡΑΝΟΥΣ

Πα­πα­δό­που­λου Πα­να­γι­ώ­τη

Θε­ο­λό­γου

  1. Ἡ Ἀ­νά­λη­ψη ὡς ἐ­πι­σφρά­γι­ση τῆς ἐ­πί­γειας ζω­ῆς τοῦ Χρι­στοῦ.

Ἡ Ἀ­νά­λη­ψη τοῦ Χρι­στοῦ εἶ­ναι τὸ τε­λευ­ταῖ­ο γε­γο­νὸς τοῦ ἐ­πί­γει­ου βί­ου Του. Ἀ­να­φέ­ρε­ται μό­νο ἀ­πὸ τὸν Λου­κᾶ στὸ ὁ­μώ­νυ­μο Εὐ­αγ­γέ­λιό του (Λουκ. κδ΄ 50-52). «Ἐ­ξή­γα­γε δὲ αὐ­τοὺς ἔ­ξω, ἕ­ως εἰς Βη­θα­νί­αν, καὶ ἐ­πά­ρας τὰς χεί­ρας αὐ­τοῦ εὐ­λό­γη­σεν αὐ­τοὺς καὶ ἐ­γέ­νε­το ἐν τῷ εὐ­λο­γεῖν αὐ­τὸν αὐ­τοὺς δι­έ­στη ἀ­π᾿ αὐ­τῶν καὶ ἀ­νε­φέ­ρε­ται εἰς τὸν οὐ­ρα­νόν. Καὶ αὐ­τοὶ προ­σκυ­νή­σαν­τες Αὐ­τὸν ἐ­πέ­στρε­ψαν εἰς Ἱ­ε­ρου­σα­λὴμ με­τὰ χα­ρᾶς με­γά­λης, καὶ ἦσαν δι­α­παν­τὸς ἐν τῷ ἱ­ε­ρῷ αἰ­νοῦν­τες καὶ εὐ­λο­γοῦν­τες τὸν Θε­όν, ἀ­μήν».

Ἀ­να­φέ­ρε­ται ἐ­πί­σης καὶ εἰς τὰς Πρά­ξεις τῶν Ἀ­πο­στό­λων. (Πράξ. α΄ 1-9): «Τὸν μὲν πρῶ­τον λό­γον ἐ­ποι­η­σά­μην πε­ρὶ πάν­των, ὦ Θε­ό­φι­λε, ὧν ἤρ­ξα­το ὁ Ἰ­η­σοῦς ποι­εῖν τε καὶ δι­δά­σκειν, ἄ­χρι ἧς ἡ­μέ­ρας ἐν­τει­λά­με­νος τοῖς Ἀπο­στό­λοις διὰ Πνεύ­μα­τος Ἁ­γί­ου, (ἀ­φοῦ πρῶ­τα ἔ­δω­σε ἐν­το­λὲς μὲ τὴ δύ­να­μη τοῦ Ἁ­γίου Πνεύ­μα­τος στοὺς Ἀπο­στό­λους), οὗς ἐ­ξε­λέξα­το, ἀ­νε­λή­φθη· οἷς καὶ πα­ρέ­στη­σεν ἑ­αυ­τὸν ζῶν­τα με­τὰ τὸ πα­θεῖν αὐ­τὸν ἐν πολ­λοῖς τεκ­μη­ρί­οις, δι᾿ ἡ­με­ρῶν τεσ­σα­ρά­κον­τα ὀ­πτα­νό­με­νος αὐ­τοῖς καὶ λέ­γων τὰ πε­ρὶ Βα­σι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ. Καὶ συ­να­λι­ζό­με­νος, (ἐ­νῶ ἔ­τρω­γε μα­ζί τους), πα­ρήγ­γει­λεν αὐ­τοῖς, ἀ­πὸ Ἱ­ε­ρο­σο­λύ­μων μὴ χω­ρί­ζε­σθαι, ἀλ­λὰ πε­ρι­μέ­νειν τὴν ἐ­παγ­γε­λί­αν τοῦ Πα­τρὸς ἥν ἠ­κού­σα­τέ μου, (νὰ πε­ρι­μέ­νουν τὴν ἐκ­πλή­ρω­ση τῆς ὑ­πό­σχε­σης γιὰ τὴν ὁ­ποί­α σᾶς μί­λη­σα). Ὅ­τι Ἰ­ω­άν­νης μὲν ἐ­βά­πτι­σεν ὕ­δα­τι, ὑ­μεῖς δὲ βα­πτι­σθή­σε­σθε ἐν Πνεύ­μα­τι Ἁ­γί­ῳ οὐ με­τὰ πολ­λάς ταύ­τας ἡ­μέ­ρας. Οἱ μὲν οὖν συ­νελ­θόν­τες ἐ­πη­ρώ­των αὐ­τὸν λέ­γον­τες· Κύ­ρι­ε, εἰ ἐν τῷ χρό­νῳ τού­τῳ ἀ­πο­κα­θι­στά­νεις τὴν βα­σι­λεί­αν τῷ Ἰσ­ρα­ήλ; (δηλ. Κύ­ρι­ε, ἔ­φθα­σε ἡ ὥ­ρα νὰ ἀ­πο­κα­τα­στή­σεις τὴν βα­σι­λεί­α στὸ Ἰσ­ρα­ήλ;), εἶ­πε δὲ πρὸς αὐ­τούς· οὐχ ὑ­μῶν ἐ­στί γνῶ­ναι χρό­νους ἢ και­ροὺς οὗς ὁ πα­τὴρ ἔ­θε­το ἐν τῇ ἰδίᾳ ἐ­ξου­σί­α, (ἐ­σεῖς δὲν μπο­ρεῖ­τε νὰ γνω­ρί­ζε­τε τὸν ἀ­κρι­βῆ χρό­νο· αὐ­τὸν τὸν κρα­τά­ει ὁ Πα­τέ­ρας μου στὴν ἀ­πο­κλει­στι­κή Του ἐ­ξου­σί­α)· ἀλ­λά λή­ψε­σθε δύ­να­μιν ἐ­πελ­θόν­τος τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος ἐ­φ᾿ ὑ­μᾶς, καὶ ἔ­σε­σθέ μοι μάρ­τυ­ρες ἐν τε Ἱ­ε­ρου­σα­λὴμ καὶ ἐν πά­σῃ τῇ Ἰ­ου­δαί­ᾳ καὶ Σα­μα­ρεί­ᾳ καὶ ἕ­ως ἐσχάτου τῆς γῆς. Καὶ ταῦ­τα εἰ­πών, βλε­πόν­των αὐ­τῶν ἐ­πήρ­θη, (ἀ­νυ­ψώ­θη­κε πρὸς τὸν οὐ­ρα­νὸ), καὶ νε­φέ­λη ὑ­πέ­λα­βεν Αὐ­τὸν, (νε­φέ­λη τὸν ἔ­κρυ­ψε ἀ­πὸ τὰ μά­τια τους), ἀ­πὸ τῶν ὀ­φθαλ­μῶν αὐ­τῶν».

Τὸ γε­γο­νὸς τῆς Ἀ­να­λή­ψε­ως τοῦ Χρι­στοῦ εἰς τοὺς οὐ­ρα­νοὺς συν­τε­λεῖ­ται με­τα­ξὺ Ἱ­ε­ρο­σο­λύ­μων καὶ Βη­θα­νί­ας.

Ἔτσι ἐ­νῶ ὁ Ἰ­η­σοῦς μι­λοῦ­σε καὶ εὐ­λο­γοῦ­σε, «δι­έ­στη ἀ­π᾿ αὐ­τῶν καὶ ἀ­νε­φέ­ρε­το εἰς τὸν οὐ­ρα­νὸν …καὶ νε­φέ­λη ὑ­πέ­λα­βεν Αὐ­τὸν», δηλ. ἄρ­χι­σε νὰ ἀ­νε­βαί­νει στοὺς οὐ­ρα­νοὺς καὶ Τὸν ἐ­κά­λυ­ψε μί­α νε­φέ­λη ἕ­ως ὅ­του Τὸν ἔ­κρυ­ψε ἀ­π᾿ αὐ­τοὺς (δηλ. ἀ­πὸ τοὺς μα­θη­τές). Ἡ νε­φέ­λη εἶ­ναι πάν­τα τὸ ση­μά­δι τῆς πα­ρου­σί­ας τοῦ Θε­οῦ καὶ ἐμ­φα­νί­ζε­ται σὲ πολ­λὲς πε­ρι­πτώ­σεις στὴν Πα­λαι­ὰ καὶ Και­νὴ Δι­α­θή­κη, (π.χ. νε­φέ­λη στὴν ἔ­ρη­μο, στὴν Με­τα­μόρ­φω­ση κ.λπ.).

Τὴν ὥ­ρα ποὺ ὁ Κύ­ριος ἀ­νέ­βαι­νε εἰς τὸν οὐ­ρα­νὸ κα­λυ­πτό­με­νος ἀ­πὸ τὴν νε­φέ­λη, δύ­ο Ἄγ­γε­λοι «κα­τελ­θόν­τες ἐκ τοῦ Οὐ­ρα­νοῦ», κα­θη­συ­χά­ζουν τοὺς μα­θη­τὲς λέ­γον­τας: «Ἄν­δρες Γα­λι­λαῖ­οι, τί στα­θή­κα­τε καὶ κοι­τᾶ­τε στὸν οὐ­ρα­νό; Αὐ­τός, ὁ Ἰ­η­σοῦς, ποὺ ἀ­να­λή­φθη­κε ἀ­πὸ ἀ­νά­με­σά σας στὸν οὐ­ρα­νό, ἔ­τσι θὰ ἔρ­θει καὶ πά­λι, μὲ τὸν ἴ­διο τρό­πο ποὺ τὸν εἴ­δα­τε νὰ πη­γαί­νει ἐ­κεῖ», προ­λέ­γον­τας τὴν ἔν­δο­ξη ἐ­πά­νο­δό Του στὴ γῆ.

Πα­ρό­λον ὅ­τι ἡ Ἀ­νά­λη­ψη εἶ­ναι ἕ­να ἱ­στο­ρι­κὸ γε­γο­νός, ἐν τού­τοις λό­γῳ τοῦ ὑ­περ­φυ­σι­κοῦ του χα­ρα­κτῆ­ρος κα­τα­τάσ­σε­ται με­τα­ξὺ τῶν δογ­μά­των τῆς Πί­στε­ώς μας καὶ πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται στὰ τε­λευ­ταῖ­α ἄρ­θρα τοῦ Συμ­βό­λου τῆς Πί­στε­ως: «Καὶ ἀ­νελ­θόν­τα εἰς τοὺς οὐ­ρα­νοὺς καὶ κα­θε­ζό­με­νον ἐκ δε­ξι­ῶν τοῦ Πα­τρός… καὶ πά­λιν ἐρ­χό­με­νον με­τὰ δό­ξης, κρί­ναι ζῶν­τας καὶ νε­κρούς, οὗ τῆς Βα­σι­λεί­ας οὐκ ἔ­σται τέ­λος…».

Ἡ Ἀ­νά­στα­ση, ἡ Ἀ­νά­λη­ψη καὶ ἡ Ὕ­ψω­ση, (ἐκ δε­ξι­ῶν κα­θέ­δρα στὸν θρό­νο τῆς Θε­ό­τη­τος), ἀ­πο­τε­λοῦν τὴν κα­τά­στα­ση τῆς δό­ξης τοῦ Χρι­στοῦ, ἡ ὁ­ποί­α ἀ­κο­λού­θη­σε τὴν κα­τά­στα­ση τῆς τα­πει­νώ­σε­ως, δηλ. τῆς «κε­νώ­σε­ώς» Του, (ἐ­ναν­θρώ­πι­ση, πά­θος καὶ θά­να­τος).

Ὁ Εὐ­αγ­γε­λι­στὴς Λου­κᾶς στὸ 24ο  Κε­φά­λαι­ο τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου του (Λουκ. κδ΄ 50) καὶ στὸ 1ο κε­φά­λαι­ο τῶν Πρά­ξε­ων, (Πράξ. α΄ 1-9), κα­θο­ρί­ζει λε­πτο­με­ρῶς τὸν τό­πο καὶ τὸν χρό­νο τῆς Ἀνα­λή­ψε­ως καὶ πε­ρι­γρά­φει μὲ λε­πτο­μέ­ρει­ες τὰ γε­γο­νό­τα κα­τ᾿ αὐ­τήν.

Ὁ Ἰ­η­σοῦς γιὰ 40 ἡ­μέ­ρες ἀ­πὸ τὴν Ἀ­νά­στα­ση μέ­χρι τὴν Ἀνά­λη­ψή Του στοὺς  οὐ­ρα­νούς, ἔ­χει τα­κτι­κὴ ἐ­πι­κοι­νω­νί­α μὲ τοὺς μα­θη­τές Του, κυ­ρί­ως κοι­νω­νί­α Τρα­πέ­ζης: «Πα­ρέ­στη­σεν ἑ­αυ­τὸν ζῶν­τα με­τὰ τὸ πα­θεῖν αὐ­τὸν ἐν πολ­λοῖς τεκ­μη­ρί­οις, δι᾿ ἡ­με­ρῶν τεσ­σα­ρά­κον­τα ὀ­πτα­νό­με­νος αὐ­τοῖς… καὶ συ­να­λι­ζό­με­νος αὐ­τοῖς, (δηλ. συ­ναν­τώ­με­νος μὲ αὐ­τοὺς)».

 

Αὐ­τὸ ἐ­πι­βε­βαι­ώ­νει καὶ ἡ μαρ­τυ­ρί­α τῶν ἴ­δι­ων τῶν Ἀ­πο­στό­λων, (βλ. Πράξ. ι΄ 39-40), οἱ ὁ­ποῖ­οι ἀ­να­φέ­ρουν ὅ­τι οἱ Ἰ­ου­δαῖ­οι κάρ­φω­σαν τὸν Ἰ­η­σοῦ στὸν Σταυ­ρὸ καὶ τὸν σκό­τω­σαν. Ὁ Θε­ὸς ὅ­μως, Τὸν ἀ­νέ­στη­σε τὴν τρί­τη ἡ­μέ­ρα ἀ­πὸ τὸ θά­να­τό Του καὶ ἔ­κα­νε νὰ τὸν δοῦν ἀ­να­στη­μέ­νο, ὄ­χι ὅ­λος ὁ λα­ός, ἀλ­λὰ οἱ μάρ­τυ­ρες ποὺ ὁ Θε­ὸς εἶ­χε δι­α­λέ­ξει, δηλ. ἐ­μεῖς «οἵ­τι­νες συ­νε­φά­γο­μεν καὶ συ­νε­πί­ω­μεν Αὐτῷ με­τὰ τὸ ἀ­να­στῆ­ναι Αὐ­τὸν ἐκ νε­κρῶν». Καὶ μᾶς ἔ­δω­σε ἐν­το­λὴ νὰ κυ­ρύ­ξου­με στὸ λα­ὸ καὶ νὰ μαρ­τυ­ρή­σου­με ὅ­τι αὐ­τὸς εἶ­ναι ὁ­ρι­σμέ­νος ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸ κρι­τὴς τῶν ζων­τα­νῶν καὶ τῶν νε­κρῶν. Ὅ­λοι οἱ Προ­φῆ­τες βε­βαι­ώ­νουν γι᾿ Αὐ­τόν, ὅ­τι ὁ κα­θέ­νας ποὺ πι­στεύ­ει σ᾿ Αὐ­τὸν θὰ λά­βει μέ­σῳ Αὐ­τοῦ τὴν συγ­χώ­ρη­ση τῶν ἁ­μαρ­τι­ῶν του. (Πράξ. ι΄ 42-43).

 

Ἡ Πα­σχά­λιος αὐ­τὴ ἐ­πι­κοι­νω­νί­α συ­νε­χί­ζε­ται καὶ θὰ συ­νε­χι­σθεῖ στὴν Ἐκ­κλη­σί­α, ποὺ ἱ­δρύ­θη­κε με­τὰ τὴν Πεν­τη­κο­στὴ καὶ τὴν ἐ­πι­φοί­τη­ση τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, διὰ τῆς Θεί­ας Εὐ­χα­ρι­στί­ας.

 

Ἡ Ἀ­νά­λη­ψη καὶ ἡ Ἀ­νά­στα­ση ἀ­πο­τε­λοῦν βα­σι­κὴ δι­δα­σκα­λί­α τῶν Ἀ­πο­στό­λων καὶ συ­νε­χί­ζον­ται ὡς βα­σι­κὴ δι­δα­σκα­λί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ὅ­λους τούς αἰ­ῶ­νες. Ἐ­κτὸς ἀ­πὸ τὶς ἀ­να­φο­ρὲς στὰ βι­βλί­α τῆς Κ. Δι­α­θή­κης ποὺ ἀ­να­φέ­ρα­με, σα­φὴς μαρ­τυ­ρί­α τῆς Ἀ­να­λή­ψε­ως ὑ­πάρ­χει στὴν Πρώ­τη Κα­θο­λι­κὴ Ἐ­πι­στο­λὴ τοῦ Πέ­τρου. (Α΄ Πέ­τρου γ΄ 22)([1]).

 

Ἡ Ἀ­νά­λη­ψη ἐ­πί­σης ἀ­να­φέ­ρε­ται ὑ­πὸ τοῦ Παύ­λου στὴν πρώ­τη πρὸς Τι­μό­θε­ο ἐ­πι­στο­λὴ του, (Α΄ Τι­μόθ. γ΄ 16). «Θε­ὸς ἐ­φα­νε­ρώ­θη ἐν σαρ­κί, ἐ­δι­και­ώ­θη ἐν Πνεύ­μα­τι, ὤ­φθη ἀγ­γέ­λοις, ἐ­κη­ρύ­χθη ἐν ἔ­θνε­σιν, ἐ­πι­στεύ­θῃ ἐν κό­σμῳ, ἀ­νε­λή­φθῃ ἐν δό­ξῃ». Ἐ­πί­σης τὴν Ἀ­νά­λη­ψη τοῦ Χρι­στοῦ, ἀ­να­φέ­ρει ὁ Ἰ­ου­στί­νος, ὁ φι­λό­σο­φος καὶ μάρ­τυς στὴν πρώ­τη ἀ­πο­λο­γί­α του στὰ μέ­σα τοῦ 2ου αἰ­ῶ­νος καὶ ὁ Ἅ­γιος Εἰ­ρη­ναῖ­ος στὰ τέ­λη τοῦ 2ου αἰ­ῶ­νος, ὁ­μι­λεῖ πε­ρὶ «ἐν­σώ­μου» Ἀνα­λή­ψε­ως τοῦ Χρι­στοῦ. Ἡ Ἀ­νά­λη­ψη τοῦ Κυ­ρί­ου ὡς αὐ­το­τε­λὴς ἑ­ορ­τή, κα­θι­ε­ρώ­θη­κε στὴν Ἐκ­κλη­σί­α πε­ρὶ τὰ τέ­λη τοῦ 4ου αἰ­ῶ­νος.

 

  1. Ἡ Ἀ­νά­λη­ψη προ­κά­λε­σε με­γά­λη χα­ρὰ στοὺς μα­θη­τὲς.

 

«Ἐ­ξή­γα­γεν αὐ­τοὺς ἔ­ξω ἕ­ως εἰς Βη­θα­νί­αν καὶ ἐ­πά­ρας τὰς χεί­ρας Αὐ­τοῦ εὐ­λό­γη­σεν αὐ­τούς· καὶ ἐ­γέ­νε­το ἐν τῷ εὐ­λο­γεῖν αὐ­τὸν ὑ­πέ­στρε­ψαν εἰς Ἱ­ε­ρου­σα­λὴμ με­τὰ χα­ρᾶς με­γά­λης». (Λουκ. κδ΄ 50-52). Τὴν ἡ­μέ­ρα τῆς Ἀ­να­λή­ψε­ως, φαί­νε­ται ὅ­τι ὁ Χρι­στὸς ἔ­φυ­γε καὶ ἀ­νῆλ­θε στοὺς οὐ­ρα­νούς, ἀ­φή­νον­τας τοὺς μα­θη­τὲς μό­νους. Ἦ­ταν μί­α μέ­ρα ἀ­πο­χω­ρι­σμοῦ. Πράγ­μα­τι, φαί­νε­ται πὼς πα­ρῆλ­θε ἡ χα­ρὰ τῆς κα­θη­με­ρι­νῆς συν­τρο­φιᾶς τῶν μα­θη­τῶν μὲ τὸν Χρι­στό. Τε­λεί­ω­σε ἡ προ­στα­σί­α, ποὺ τοὺς πα­ρεῖ­χε ἡ δύ­να­μη καὶ ἡ Θε­ό­τη­τά Του. Πῶς δι­και­ο­λο­γεῖ­ται ἄ­ρα­γε ἡ τό­σο με­γά­λη χα­ρά, ποὺ ἀν­τέ­χει μέ­χρι καὶ σή­με­ρα καὶ ἀ­να­φέ­ρε­ται καὶ στὸ σχε­τι­κὸ ἀ­πο­λυ­τί­κιο τῆς ἡ­μέ­ρας: «Ἀ­νε­λή­φθης ἐν δό­ξῃ Χρι­στὲ ὁ Θε­ὸς ἡμῶν χα­ρο­ποι­ή­σας τοὺς μα­θη­τάς τῇ ἐ­παγ­γε­λί­ᾳ τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος….». Ἀλ­λὰ φεύ­γον­τας γιὰ τοὺς οὐ­ρα­νοὺς ὁ Κύ­ριος δι­α­βε­βαί­ω­σε τοὺς μα­θη­τές Του ὅ­τι: θὰ εἶ­ναι μα­ζί τους πάν­το­τε μέ­χρι τὴν συν­τέ­λεια τοῦ αἰ­ῶ­νος, «με­θ᾿ ὑ­μῶν εἰ­μὶ πά­σας τὰς ἡ­μέ­ρας ἕ­ως τῆς συν­τε­λεί­ας τοῦ αἰ­ῶ­νος», (Ματθ. κη΄ 20), καὶ ἐ­πί­σης «οὗ γὰρ εἰ­σὶ δύ­ο ἢ τρεῖς συ­νηγ­μέ­νοι εἰς τὸ ἐ­μὸν ὄ­νο­μα, ἐ­κεῖ εἰ­μὶ ἐν μέ­σῳ αὐ­τῶν». (Ματθ. ιη΄ 20).

Τέ­λος τοὺς ὑ­πε­σχέ­θη ὅ­τι, θὰ τοὺς βο­η­θή­σει ἀ­πο­τε­λε­σμα­τι­κὰ στὸ ἔρ­γο τοῦ Εὐ­αγ­γε­λι­σμοῦ τῆς ἀν­θρω­πό­τη­τος στέλ­νον­τας τὸ Ἅ­γιο Πνεῦ­μα, τὸν Πα­ρά­κλη­το. Αὐ­τὸς θὰ εἶ­ναι δύ­να­μη καὶ ἐ­νί­σχυ­ση ἐξ οὐ­ρα­νοῦ, ὅ­πως ἔ­χει προ­φη­τευ­θεῖ ἀ­πὸ τοὺς Προ­φῆ­τες, (ὅ­τι τὸ Ἅ­γιο Πν­εῦμα θὰ χυ­θεῖ σὲ κά­θε σάρ­κα): «καὶ ἰ­δοὺ ἐ­γὼ ἀ­πο­στέλ­λω τὴν ἐ­παγ­γε­λί­αν τοῦ πα­τρός μου ἐ­φ᾿ ὑ­μᾶς· ὑ­μεῖς δὲ κα­θί­σα­τε ἐν τῇ πό­λει Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ, ἕ­ως οὗ ἐν­δύ­ση­σθε δύ­να­μιν ἐξ ὕ­ψους». (Λουκ. κδ΄ 49).

 

  1. Ση­μα­σί­α τῆς Ἀ­να­λή­ψε­ως γιὰ τὴν Ἐκ­κλη­σί­α καὶ τὰ ἔ­σχα­τα.

 

Φυ­σι­κὰ ἡ Ἐκ­κλη­σί­α στὴν ἑ­ορ­τὴ τῆς Ἀ­να­λή­ψε­ως δὲν ἑ­ορ­τά­ζει τὴν ἀ­να­χώ­ρη­ση τοῦ Χρι­στοῦ ἀ­πὸ τὸν κό­σμο. Ἑ­ορ­τά­ζει τὴν ἐν σώ­μα­τι Ὕ­ψω­ση καὶ Θέ­ω­ση τῆς ἀν­θρώ­πι­νης σάρ­κας τοῦ Χρι­στοῦ καὶ τὴν συμ­με­το­χή της στὴν ζω­ὴ τῆς Ἁ­γί­ας Τριά­δος. Δι­ό­τι ὁ Χρι­στὸς ἀν­τλή­θη στοὺς οὐ­ρα­νοὺς μὲ τὸ ἀ­να­στη­μέ­νο σῶ­μα του». Ἔ­τσι ἡ Ἐκ­κλη­σί­α ἑ­ορ­τά­ζει τὸ ἄ­νοιγ­μα τοῦ οὐ­ρα­νοῦ γιὰ τοὺς ἀν­θρώ­πους, ποὺ θὰ ἀ­πο­τε­λεῖ πλέ­ον τὸν νέ­ο καὶ αἰ­ώ­νιο οἶ­κο, τὴν ἀ­λη­θι­νὴ πα­τρί­δα ὅ­λων τῶν ἀν­θρώ­πων.

Ἡ ὡ­ραι­ο­τά­τη ὑ­μνο­λο­γί­α τῆς ἡ­μέ­ρας τῆς Ἀ­να­λή­ψε­ως πε­ρι­γρά­φει μὲ πο­λὺ ὄ­μορ­φο ποι­η­τι­κὸ τρό­πο, στὸ δο­ξα­στι­κό τῆς ἡ­μέ­ρας, τὴν ὁ­λο­κλή­ρω­ση (μὲ τὴν Ἀνά­λη­ψη) ὅ­λης τῆς Θεί­ας Οἰ­κο­νο­μί­ας, γιὰ τὴν σω­τη­ρί­α τοῦ ἀν­θρώ­που. Πε­ρι­γρά­φει ἐ­πί­σης τὴν ἔκ­πλη­ξη καὶ θαυ­μα­σμὸ τῶν ἀγ­γε­λι­κῶν δυ­νά­με­ων, ὅ­ταν εἶ­δαν τὴν δο­ξα­σμέ­νη καὶ «θε­ω­μέ­νη» ἀν­θρώ­πι­νη σάρ­κα τοῦ Ἀ­να­στάν­τος Χρι­στοῦ νὰ ἀ­νέρ­χε­ται ἐ­πὶ τῆς νε­φέ­λης, στὸν θρό­νο τῆς Θε­ό­τη­τος. Ἡ πε­ρι­γρα­φὴ εἶ­ναι ἡ ἀ­κό­λου­θη: «Τῶν κόλ­πων τῶν πα­τρι­κῶν μὴ χω­ρι­σθείς, γλυ­κύ­τα­τε Ἰ­η­σοῦ, καὶ τοῖς ἐ­πὶ τῆς γῆς ὡς ἄν­θρω­πος συ­να­να­στρα­φείς, σή­με­ρον ἀ­π᾿ ὄρους τῶν ἐ­λαι­ῶν ἀ­νε­λή­φθης ἐν δό­ξῃ, καὶ τὴν πε­σοῦ­σαν φύ­σιν ἡμῶν συμ­πα­θῶς ἀ­νυ­ψώ­σας, τῷ Πα­τρὶ συ­νε­κά­θι­σας. Ὅ­θεν αἱ οὐ­ρά­νιαι τῶν ἀ­σω­μά­των τά­ξεις τὸ θαῦ­μα ἐκ­πλητ­τό­με­ναι, ἐ­ξί­σταν­το θάμ­βει· καὶ τρό­μῳ συ­νε­χό­με­ναι τὴν σὴν φι­λαν­θρω­πί­αν ἐ­με­γά­λυ­νον. Με­θ᾿ ὧν καὶ ὑ­μεῖς οἱ ἐ­πὶ τῆς γῆς, τὴν πρὸς ἡμᾶς σου συγ­κα­τά­βα­σιν καὶ τὴν ἀ­φ᾿ ἡμῶν ἀ­νά­λη­ψιν δο­ξο­λο­γοῦν­τες, ἱκε­τεύ­ο­μεν λέ­γον­τες· ὁ τοὺς μα­θη­τάς καὶ τὴν τε­κοῦ­σάν σε Θε­ο­τό­κον χα­ρᾶς ἀ­πεί­ρου πλή­σας ἐν τῇ σῇ ἀ­να­λή­ψει καὶ ἡμᾶς ἀ­ξί­ω­σον τῶν ἐ­κλε­κτῶν σου τῆς χα­ρᾶς, εὐ­χαῖς αὐ­τῶν, διὰ τὸ μέ­γα σου ἔ­λε­ος».

Σ᾿ ἕ­να ἄλ­λο τρο­πά­ριον τοῦ ἑ­σπε­ρι­νοῦ τῆς ἑ­ορ­τῆς ἐ­ξη­γεῖ­ται ἡ ἐκ­πλή­ρω­ση ὅ­λης τῆς Θεί­ας Οἰ­κο­νο­μί­ας: «Ὁ Κύ­ριος ἀ­νε­λή­φθη εἰς οὐ­ρα­νούς, ἵνα πέμ­ψῃ τὸν Πα­ρά­κλη­τον τῷ κό­σμῳ· οἱ οὐ­ρα­νοὶ ἠ­τοί­μα­σαν τὸν θρό­νον αὐ­τοῦ· νε­φέ­λαι τὴν ἐ­πί­βα­σιν αὐ­τοῦ. Ἄγ­γε­λοι θαυ­μά­ζου­σιν ἄν­θρω­πον ὁ­ρῶν­τες ὑ­πε­ρά­νω αὐ­τῶν. Ὁ Πα­τὴρ ἐκ­δέ­χε­ται ὂν ἐν κόλ­ποις ἔ­χει συ­να­ΐδιον. Τὸ Πνεῦ­μα τὸ Ἅ­γιον κε­λεύ­ει πᾶ­σι τοῖς ἀγ­γέ­λοις αὐ­τοῦ· Ἄ­ρα­τε πύ­λας οἱ ἄρ­χον­τες ὑ­μῶν·  πάν­τα τὰ ἔ­θνη κρο­τή­σα­τε χεί­ρας, ὅ­τι ἀ­νέ­βη Χρι­στός, ὅ­που ἦν τὸ πρό­τε­ρον». Ἐ­δῶ φαί­νε­ται, ἡ ἀ­γα­στὴ συ­νερ­γα­σί­α τῶν τρι­ῶν προ­σώ­πων τῆς Ἁ­γί­ας Τριά­δος καὶ ἡ δι­α­κο­νί­α τῶν Ἀγ­γε­λι­κῶν Δυ­νά­με­ων.

Τὸ για­τί ἔ­πρε­πε νὰ ἀ­νέλ­θει ὁ Χρι­στὸς στοὺς οὐ­ρα­νοὺς γιὰ νὰ ἀ­πο­στεί­λει τὸ Ἅ­γιον Πνεῦ­μα στὸν κό­σμο, δὲν εἶ­ναι γνω­στό. Εἶ­ναι βέ­βαι­ο ὅ­μως, ὅ­τι ἡ ἔν­δο­ξη Ἀ­νά­λη­ψή Του στοὺς οὐ­ρα­νοὺς εἶ­ναι ἡ τε­λευ­ταία πρά­ξη τοῦ ἐ­πὶ γῆς  ἔρ­γου Του. Με­τὰ ἀ­πὸ αὐ­τήν, τὸ  Ἅ­γιον Πνεῦ­μα συ­νε­χί­ζει τὸ ἔρ­γο τοῦ Χρι­στοῦ ἐ­πὶ τῆς γῆς, μέ­χρι τὴν Δευ­τέ­ραν Του Πα­ρου­σί­α. Τό­τε ὁ Χρι­στὸς θὰ ἔλ­θει πλέ­ον μὲ δό­ξα καὶ δύ­να­μη πολ­λή, δο­ρυ­φο­ρού­μενος ὑ­πὸ τῶν ἀγ­γε­λι­κῶν δυ­νά­με­ων, γιὰ νὰ κρί­νει ζῶν­τας καὶ νε­κρούς, στὴν Τε­λι­κὴ Κρί­ση ὅ­λης τῆς ἀν­θρω­πό­τη­τας. Οἱ ἄν­θρω­ποι μὲ νέ­α ἄ­φθαρ­τα σώ­μα­τα, ποὺ θὰ εἶ­ναι μί­α νέ­α δη­μι­ουρ­γί­α τοῦ Θε­οῦ, θὰ ζή­σουν τὴν ζω­ὴ τοῦ μέλ­λον­τος αἰ­ῶ­νος, στὴν Βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ, γιὰ τὴν ὁ­ποί­α τώ­ρα ἔ­χου­με ἐ­λά­χι­στες πλη­ρο­φο­ρί­ες καὶ σχε­δὸν κα­θό­λου προσ­λαμ­βά­νου­σες πα­ρα­στά­σεις.

 

  1. Ὁ οὐ­ρα­νὸς εἶ­ναι ἡ νέ­α αἰ­ώ­νια πα­τρί­δα τοῦ ἀν­θρώ­που.

 

Ὁ Μέγ. Ἀ­θα­νά­σιος σὲ κά­ποι­ο λό­γο του λέ­ει: «ὁ Θε­ὸς ἔ­γι­νε ἄν­θρω­πος, γιὰ νὰ γί­νει ὁ ἄν­θρω­πος Θε­ός». Ὁ Θε­ὸς κα­τέ­βη­κε στὴ γῆ, γιὰ νὰ μπο­ρέ­σου­με ἐ­μεῖς νὰ ἀ­νε­βοῦ­με στὸν οὐ­ρα­νό. Αὐ­τὸ ἀ­κρι­βῶς γι­ορ­τά­ζου­με τὴν ἡ­μέ­ρα τῆς Ἀνα­λή­ψε­ως. Αὐ­τὴ εἶ­ναι ἡ πη­γὴ τῆς νέ­ας καὶ ἄρ­ρη­της χα­ρᾶς.

Μὲ τὴν Ἀ­νά­λη­ψή Του ὁ Χρι­στὸς ὑ­ψώ­θη­κε μὲ τὴν ἀ­να­στη­μέ­νη καὶ θε­ω­μέ­νη Του ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση στὸν θρό­νο τῆς Θε­ό­τη­τος, στὸν οὐ­ρα­νό. Ἂν τὸν πι­στεύ­ου­με καὶ τὸν ἀ­γα­ποῦ­με, τό­τε θὰ εἴ­μα­στε καὶ μεῖς μα­ζί Του, στὸ δεῖ­πνο Του, στὴ Βα­σι­λεί­α Του. Ἂν ἡ ἀν­θρω­πό­τη­τα, ἀ­ξι­ο­ποι­ών­τας τὴν σω­τη­ρία­ καὶ τὴν κα­τα­λλα­γὴ μὲ τὸν Θε­ό, ποὺ προ­σέ­φε­ρε ὁ Χρι­στός, ἀ­να­λη­φθεῖ μα­ζί Του καὶ δὲν πέ­σει λό­γῳ τῆς ἁ­μαρ­τί­ας, τό­τε μα­ζί Του θὰ ἀ­νε­βοῦ­με ὅ­λοι ἐ­μεῖς, ἔ­χον­τας ἑλ­κυ­σθεῖ ἀ­π᾿ Αὐ­τὸν», [πρβλ. «κἀγῶ ἐ­ὰν ὑ­ψω­θῶ ἐκ τῆς γῆς πάν­τας ἑλ­κύ­σω πρὸς ἐ­μαυ­τὸν». (Ἰ­ω­ὰν. ιβ′ 32)].

Τὸ κά­θε τί μέ­σα στὸν κό­σμο μᾶς τρα­βᾶ πρὸς τὰ κά­τω. Ἀ­τε­νί­ζον­τας ὅ­μως στὴν Ἀ­νά­λη­ψη, τὴν θε­ω­μέ­νη ἀν­θρώ­πι­νη σάρ­κα τοῦ Χρι­στοῦ νὰ ἀ­νέρ­χε­ται πρὸς τὰ πά­νω «ἐν φω­νῇ σάλ­πιγ­γος», ἀν­τι­λαμ­βα­νό­μα­στε ποι­ὰ εἶ­ναι γιὰ τὸν κό­σμο καὶ τὸν ἄν­θρω­πο ἡ αἰ­ώ­νια προ­ο­πτι­κὴ ζω­ῆς, στὴν ὁ­ποί­α μᾶς κα­λεῖ ὁ Χρι­στὸς ἀ­πὸ τὴν αἰ­ω­νι­ό­τη­τα: «Πᾶ­σαν τὴν ὑ­πὲρ ἡμῶν πλη­ρώ­σας οἰ­κο­νο­μί­αν καὶ τὰ ἐ­πὶ τῆς γῆς ἑνώ­σας τοῖς οὐ­ρα­νί­οις, ἀ­νε­λὴφθης ἐν δό­ξῃ Χρι­στὲ ὁ Θε­ὸς ἡμῶν, οὐ­δα­μό­θεν χω­ρι­ζό­με­νος, ἀλ­λὰ μέ­νων ἀ­δι­ά­στα­τος καὶ βο­ῶν τοῖς ἀ­γα­πῶ­σι σε· Ἐ­γὼ εἰ­μὶ με­θ᾿ ὑ­μῶν καὶ οὐ­δεὶς κα­θ᾿ ὑ­μῶν».

 



1. «Ὅς ἐ­στὶν ἐν δε­ξιᾷ τοῦ Θε­οῦ, πο­ρευ­θε­ίς εἰς οὐ­ρα­νόν, ὑ­πο­τα­γέν­των Αὐ­τῷ ἀγ­γέ­λων καὶ ἐ­ξου­σι­ῶν καὶ δυ­νά­με­ων». Λέ­ει ὁ Πέ­τρος ὅ­τι τώ­ρα, «μὲ τὸ Βά­πτι­σμα κερ­δί­ζε­τε τὴν σω­τη­ρί­α σας, χά­ρις εἰς τὴν Ἀ­νά­στα­ση τοῦ Χρι­στοῦ, ποὺ πῆ­γε στὸν οὐ­ρα­νὸ καὶ κά­θι­σε στὰ δε­ξιὰ τοῦ Θε­οῦ, (δηλ. στὴν τι­μη­τι­κό­τε­ρη θέ­ση δί­πλα στὸν Πα­τέ­ρα), ὑ­πο­τα­γέν­των σ᾿ Αὐ­τὸν ὅ­λων τῶν ἀγ­γε­λι­κῶν δυ­νάμε­ων.