ΦΙΛΟΚΑΛΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΟΣΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΑΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΥΦΕΣΗΣ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΛΛΑΔΑ

Πρω­το­πρε­σβυ­τέ­ρου Γε­ωρ­γί­ου Ἐμμ. Μαρ­νέλ­λου,

Δρα Θ. – τ. Ἀν. Κα­θη­γη­τὴ τῆς Ἀ­νω­τά­της Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς

 Ἀ­κα­δη­μί­ας Κρή­της 

Κα­τὰ τὴν ἐ­πί­σκε­ψή μας στὸ Ἅ­γιον Ὄρος, τὸν Ἰ­ού­λιο τοῦ 1993, ὁ φω­τι­σμέ­νος Γέ­ρον­τας Πα­ΐ­σιος ὁ Ἁ­γι­ο­ρεί­της, μᾶς ἀ­πο­κά­λυ­ψε τὴν τρα­γι­κὴ κα­τά­στα­ση στὴν ὁ­ποί­α βρι­σκό­ταν οἱ ψυ­χὲς τῶν ἀν­θρώ­πων μέ­σα στὴν ἑλ­λη­νι­κὴ κοι­νω­νί­α: «νὰ ἤ­ξε­ρες Πά­τερ μου», μοῦ εἶ­πε, «τί βλέ­πουν τὰ μά­τια μου ἐ­κεῖ κά­τω: πολ­λὲς ἁ­μαρ­τί­ες, ἐ­ξε­λιγ­μέ­νες ἁ­μαρ­τί­ες… Ὁ Θε­ὸς νὰ μᾶς ἐ­λε­ή­σει, γιὰ νὰ ξε­πε­ρά­σο­με τὴν κρί­ση…». Πλημ­μυ­ρι­σμέ­νη, σή­με­ρα, ἡ «πη­γὴ» τῆς ὕ­παρ­ξής μας, ἀ­πὸ τὴν πι­κρό­τη­τα αὐ­τῶν τῶν «ἐ­ξε­λιγ­μέ­νων» ἁ­μαρ­τι­ῶν, τῶν λα­θε­μέ­νων ἐ­πι­λο­γῶν, τῶν ἀν­θρω­πί­νων ἀ­στο­χι­ῶν μας, βι­ώ­νον­τας τὶς συ­νέ­πει­ές τους, ὅ­πως εἶ­ναι με­τα­ξὺ ἄλ­λων, ἡ παγ­κό­σμια οἰ­κο­νο­μι­κὴ κρί­ση, ἡ πνευ­μα­τι­κὴ καὶ οἰ­κο­νο­μι­κὴ ὕ­φε­ση στὴν πα­τρί­δα μας, ὁ «τρί­τος παγ­κό­σμιος πό­λε­μος», κα­τὰ τὴν πρόρ­ρη­ση τοῦ Γέ­ρον­τα Εὐ­με­νί­ου Λαμ­πά­κη, τῶν Ρου­στί­κων Ρε­θύ­μνου (+2005), πα­ράλ­λη­λα, πα­ρα­τη­ροῦ­με,  σχε­δόν, σὲ κα­θη­με­ρι­νὴ βά­ση, πτυ­χὲς τοῦ ἔ­κλυ­του βί­ου, τὴν ἔλ­λει­ψη αἰ­σθη­τι­κῆς τῆς φύ­σε­ως καὶ ποι­ό­τη­τας καὶ «ὡ­ραι­ό­τη­τας» στὰ ἔρ­γα τῆς ἀν­θρώ­πι­νης δη­μι­ουρ­γί­ας. Δι­α­πι­στώ­νο­με ἐ­πί­σης, κα­θη­με­ρι­νά, τὴν ἀ­που­σί­α ἠ­θι­κῶν καὶ πνευ­μα­τι­κῶν ἀ­ξι­ῶν, «κάλ­λους» καὶ «ὡ­ραι­ό­τη­τας» τῆς ψυ­χῆς, τὴν ὑ­πο­βάθ­μι­ση τῶν ἀ­ξι­ῶν τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς μας πα­ρά­δο­σης καὶ εἰ­δι­κό­τε­ρα, σὲ με­γά­λο βαθ­μό, τὴν ἐ­κτό­πι­ση ἀ­πὸ τὴ ζω­ή μας τοῦ ἀ­σκη­τι­κοῦ, φι­λο­κα­λι­κοῦ καὶ νη­πτι­κοῦ πνεύ­μα­τος τῆς Ὀρ­θό­δο­ξης Ἐκ­κλη­σί­ας μας. Ἀ­κού­ον­τας, τὶς μό­νι­μες πλέ­ον, μεμ­ψι­μοι­ρί­ες χι­λιά­δων συμ­πα­τρι­ω­τῶν μας, γιὰ τὴν ἐ­πάρ­κεια ἄρ­του καὶ λοι­πῶν βι­ο­τι­κῶν ἀ­γα­θῶν στὴν Ἑλ­λά­δα, ἐν­θυ­μού­μα­στε καὶ πά­λι τὴν ἱ­στο­ρί­α τοῦ Ἰσ­ρα­η­λι­τι­κοῦ λα­οῦ, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἀ­γω­νί­στη­κε μὲ ὅ­λες του τὶς δυ­νά­μεις γιὰ νὰ κερ­δί­σει τὴν ἐ­λευ­θε­ρί­α του σὲ ὅ­λες τὶς ἐκ­φάν­σεις της, λυ­τρω­μέ­νος ἀ­πὸ τὸν ἐ­ξα­ναγ­κα­σμὸ καὶ τὴν κα­τα­πί­ε­ση τοῦ Φα­ρα­ὼ τῆς Αἰ­γύ­πτου. Γιὰ νὰ κερ­δί­σει ὅ­μως, ὁ λα­ὸς αὐ­τός, τὸ πο­λύ­τι­μο ἀ­γα­θό τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας, ἀ­κο­λού­θη­σε μὲ ἐμ­πι­στο­σύ­νη τὸν ἀ­πε­σταλ­μέ­νο τοῦ Θε­οῦ, Ἡ­γέ­τη καὶ θε­ό­πνευ­στο προ­φή­τη Μω­ϋ­σῆ, πο­ρεύ­τη­κε καὶ πε­ρι­πλα­νή­θη­κε γιὰ σα­ράν­τα χρό­νια, μέ­σα ἀ­πὸ τὴν ἔ­ρη­μο, τρώ­γον­τας τὸ οὐ­ρά­νιο «μάν­να», ὡ­σό­του ἦρ­θαν σὲ κα­τοι­κη­μέ­νη χώ­ρα, στὰ σύ­νο­ρα τῆς Χα­να­άν (Ἐξ. 16,35).  Ἀ­κο­λού­θη­σε καὶ ἐ­φάρ­μο­σε ἐ­πί­σης τὶς ἐν­το­λὲς τοῦ Θε­οῦ, ὡς πρὸς τὴν ἀ­πό­κτη­ση τοῦ «ἐ­πι­ού­σιου ἄρ­του», τὴν κα­θι­έ­ρω­ση τοῦ μέ­τρου στὴ χρή­ση τῶν ὑ­λι­κῶν ἀ­γα­θῶν καὶ τὴν ἀ­πο­φυ­γὴ τῆς πλε­ο­νε­ξί­ας. Ὁ Μω­ϋ­σῆς εἶ­πε στὸ λαό­ τοῦ Θε­οῦ: «Αὐ­τὸ εἶ­ναι τὸ ψω­μὶ ποὺ σᾶς δί­νει ὁ Κύ­ριος νὰ φᾶ­τε. Ὁ Κύ­ριος δι­έ­τα­ξε νὰ μα­ζεύ­ε­τε ἀπ᾿ αὐ­τό, ὁ κα­θέ­νας ὅ­σο χρει­ά­ζε­ται: ἕ­να γο­μόρ, γιὰ κά­θε ἄ­το­μο. Κα­θέ­νας θὰ μα­ζεύ­ει ἀ­νά­λο­γα μὲ τὸν ἀ­ριθ­μὸ τῶν ἀ­τό­μων ποὺ μέ­νουν μα­ζί του στὴν ἴ­δια σκη­νή». Ἔ­τσι κι ἔ­κα­ναν οἱ Ἰσ­ρα­η­λί­τες. Μά­ζε­ψαν ἄλ­λος πο­λὺ καὶ ἄλ­λος λί­γο. Ἀλ­λὰ ὅ­ταν τὸ μέ­τρη­σαν μὲ τὸ γό­μερ, ἐ­κεῖ­νος ποὺ εἶ­χε μα­ζέ­ψει πο­λὺ δὲν εἶ­χε πε­ρίσ­σευ­μα, κι ἐ­κεῖ­νος ποὺ εἶ­χε μα­ζέ­ψει λί­γο δὲν εἶ­χε ἔλ­λει­μα. Κα­θέ­νας εἶ­χε μα­ζέ­ψει ἀ­νά­λο­γα μὲ τὶς ἀ­νάγ­κες του. Τοὺς εἶ­πε ἀ­κό­μα ὁ Μω­ϋ­σῆς: «Κα­νέ­νας δὲν θὰ κρα­τή­σει ἀπ᾿ αὐ­τὸ γιὰ τὴν ἄλ­λη μέ­ρα». Με­ρι­κοὶ ὅ­μως δὲν τὸν ἄ­κου­σαν καὶ φύ­λα­ξαν καὶ γιὰ τὴν ἄλ­λη μέ­ρα, ἀλ­λὰ σκου­λήκια­σε καὶ βρώ­μι­σε…». (Ἐξ. 16,15-20). Με­λε­τών­τας τὶς θε­ό­πνευ­στες Γρα­φές, ἀλ­λὰ καὶ τὴν ἀ­σκη­τι­κὴ ζω­ὴ τῶν Ὁ­σί­ων Σερ­γί­ου τοῦ Ράν­το­νεζ, Νι­κο­δή­μου τοῦ Ἁ­γι­ο­ρεί­του καὶ Σε­ρα­φεὶμ τοῦ Σά­ρωφ, παίρ­νου­με, πι­στεύ­ο­με, πολ­λα­πλὰ μη­νύ­μα­τα ἀλ­λὰ καὶ κου­ρά­γιο ἀ­πὸ αὐ­τὴ τὴν πο­ρεί­α τοῦ πα­λαι­οῦ καὶ νέ­ου λα­οῦ τοῦ Θε­οῦ, προ­σπα­θοῦ­με νὰ ἑρ­μη­νεύ­σο­με τὰ πρό­σω­πα καὶ τὰ γε­γο­νό­τα καὶ νὰ δώ­σω­με ἀ­πάν­τη­ση σὲ πολ­λὰ ἐ­ρω­τη­μα­τι­κὰ γιὰ τὴν πα­ρου­σί­α καὶ τὸ ρό­λο τοῦ Θε­οῦ στὴν ἱ­στο­ρί­α,  στὴ ζω­ὴ τῶν ἀν­θρώ­πων, ἀ­τό­μων καὶ κοι­νω­νι­ῶν, γιὰ τὸ «πε­πε­ρα­σμέ­νο» τοῦ νοῦ καὶ τῶν αἰ­σθή­σε­ων τοῦ ἀν­θρωπί­νου ὄν­τος, ὅ­πως καὶ γιὰ τὸν σκο­πὸ τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας τοῦ κό­σμου καὶ τοῦ ἀν­θρώ­που, γιὰ τὴν κο­σμο­λο­γί­α καὶ βι­ο­θε­ω­ρί­α.

Σὲ ὁ­λό­κλη­ρη τὴν ἱ­στο­ρί­α τῆς Πεν­τα­τεύ­χου, πραγ­μα­τι­κὸς πρω­τα­γω­νι­στὴς εἶ­ναι ὁ ἴ­διος ὁ Θε­ός. «Δὲν εἶ­ναι ἁ­πλῶς ὁ δη­μι­ουρ­γός τοῦ σύμ­παν­τος, ἀλ­λὰ καὶ ὁ συν­τη­ρη­τής του, ὁ ὁ­ποῖ­ος κα­λεῖ τὸν ἄν­θρω­πο σὲ συ­νερ­γα­σί­α μα­ζί Του. Ὁ ἴ­διος ὁ Θε­ὸς κα­θί­στα­ται βα­σι­λεὺς τοῦ Ἰσ­ρα­ήλ, ὁ ὁ­ποῖ­ος κυ­βερ­νᾶ τὸ λα­ό του καὶ ὁ νό­μος του κα­λύ­πτει ὅ­λους τούς το­μεῖς τῆς ζω­ῆς. Ὁ νό­μος τοῦ Θε­οῦ λαμ­βά­νει ὑ­πό­ψη του καὶ ρυθ­μί­ζει ὅ­λες τὶς σχέ­σεις τοῦ ἀν­θρώ­που: μὲ τὸν Θε­ό, μὲ τὴν οἰ­κο­γέ­νεια, τὴν κοι­νό­τη­τα-ἔ­θνη καὶ ἀ­κό­μη μὲ τὰ ζῶ­α, τὴ γῆ καὶ γε­νι­κό­τε­ρα τὴ φύ­ση. Τὴν ἠ­θι­κὴ ἀ­ξί­α τοῦ Μω­σα­ϊ­κοῦ νό­μου θὰ ὑ­πο­γραμ­μί­σει καὶ ὁ ἴ­διος ὁ Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός, ὁ ὁ­ποῖ­ος, ὅ­ταν τοῦ ζη­τή­θη­κε νὰ τὸν συ­νο­ψί­σει (Ματθ. 22,37-39), θὰ πα­ρα­θέ­σει δύ­ο χω­ρί­α τῆς Πεν­τα­τεύ­χου: «Νὰ ἀ­γα­πᾶς τὸν Κύ­ριο τὸν Θε­ό σου μὲ ὅ­λη τὴν καρ­διά σου καὶ μὲ ὅ­λη τὴν ψυ­χή σου καὶ μὲ ὅ­λον τὸ νοῦ σου» (Δευτ. 6,5) καὶ «Νὰ ἀ­γα­πᾶς τὸ συ­νάν­θρω­πό σου ὅ­πως τὸν ἑ­αυ­τό σου» (Λευ. 19,18) (Ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φή, Ἑλ­λη­νι­κὴ Βι­βλι­κὴ Ἑ­ται­ρεί­α, Ἀ­θή­να, σ. 5,6). Στὸ βι­βλί­ο τῆς Γέ­νε­σης, μαρ­τυ­ρεῖ­ται ὅ­τι ὁ κό­σμος προ­ῆλ­θε ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸ καὶ ἡ δι­α­χεί­ρι­σή του πα­ρα­χω­ρή­θη­κε στὸν ἄν­θρω­πο. Οἱ πρῶ­τες ὅ­μως ἐ­πι­λο­γὲς ποὺ κά­νει ὁ ἄν­θρω­πος τὸν ὁ­δη­γοῦν σὲ δι­ά­σπα­ση τῆς σχέ­σης μὲ τὸν Θε­ό, μὲ ἀ­πο­τέ­λε­σμα νὰ ἀρ­χί­σει μία­ πτω­τι­κὴ πο­ρεί­α, ποὺ χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται ἀ­πὸ τὴ δι­ά­σπα­ση τῶν σχέ­σε­ων σὲ ὅ­λα τὰ ἐ­πί­πε­δα τῆς προ­σω­πι­κῆς, οἰ­κο­γε­νεια­κῆς καὶ κοι­νω­νι­κῆς ζω­ῆς. Μὲ τὴν ἐ­κλο­γὴ τοῦ Ἀ­βρα­άμ, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἐ­πι­δει­κνύ­ει πί­στη καὶ ὑ­πα­κο­ὴ στὸ θεῖ­ο θέ­λη­μα, γί­νε­ται μί­α νέ­α ἀρ­χή. Ἡ συ­νέ­χεια τῆς ἱ­στο­ρί­ας τοῦ λα­οῦ τοῦ Θε­οῦ δεί­χνει κα­θα­ρὰ τὴ συ­νε­χῆ ἐ­πέμ­βα­ση καὶ φρον­τί­δα τοῦ Θε­οῦ πρὸς ὑ­πέρ­βα­ση τῶν ἀρ­νη­τι­κῶν γιὰ τὴν πραγ­μα­το­ποί­η­ση τῶν σχε­δί­ων του κα­τα­στά­σε­ων (Ὅπ. π., σ. 7-8). Τὸ συμ­πέ­ρα­σμα ἀ­πὸ τὰ βι­βλί­α τῆς Πεν­τα­τεύ­χου καὶ τὰ προ­φη­τι­κὰ βι­βλί­α εἶ­ναι ὅ­τι πα­ρ᾿ ὅ­λο ποὺ τὰ βι­βλί­α αὐ­τὰ ἀ­φη­γοῦν­ται ἱ­στο­ρί­ες ἀν­θρώ­πων, πραγματικὸς πρωταγωνιστὴς ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μέχρι τὸ τέ­λος τους, εἶ­ναι ὁ ἴ­διος ὁ Θε­ός, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἐ­πεμ­βαί­νει δη­μι­ουρ­γι­κὰ στὴν ἱ­στο­ρί­α του.

Πι­στεύ­ω, μέ­σα ἀ­πὸ τοὺς βί­ους τῶν Ἁ­γί­ων Πα­τέ­ρων καὶ Ἀ­σκη­τῶν, μὲ τὴ χά­ρη τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, νὰ βο­η­θη­θοῦ­με ὅ­λοι μας, γιὰ νὰ γνω­ρί­σο­με σὲ βά­θος τὸν ἑ­αυ­τό μας, νὰ ἀ­να­ζη­τή­σο­με τὴν ἐ­πα­νεύ­ρε­ση τῆς ἀ­λή­θειας στὸν κό­σμο καὶ στὰ πράγ­μα­τα, νὰ κα­τα­νο­ή­σο­με δη­λα­δὴ τὴν οὐ­σί­α καὶ τὴν ἀ­λή­θεια τῶν πραγ­μά­των, νὰ ἀ­να­κα­λύ­ψο­με τὸν Θε­ὸ μέ­σα μας, καὶ τὶς ὀ­μορ­φι­ὲς ποὺ ἡ πα­ρου­σί­α Του σκορ­πί­ζει στὴν ὕ­παρ­ξή μας, στὸν πε­ρι­βάλ­λον­τα χῶ­ρο, φυ­σι­κὸ καὶ κοι­νω­νι­κό. Νὰ γί­νουν ἀ­φορ­μή, γιὰ νὰ ὁ­δη­γη­θοῦ­με σὲ με­τά­νοι­α καὶ προ­σευ­χή, γιὰ νὰ ἐ­πι­στρέ­ψο­με στὶς κα­τα­βο­λὲς τοῦ βα­πτί­σμα­τός μας, στὴν ἐν Χρι­στῷ ζω­ή, τὴν εὐ­χα­ρι­στια­κὴ ζω­ή, στὴν ἁ­γί­α ἄ­σκη­ση καὶ τοὺς κα­νό­νες καὶ τὸ ἦ­θος τῆς Ἁ­γί­ας, Ἀ­πο­στο­λι­κῆς καὶ Κα­θο­λι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Ὅ­πως ἀ­κρι­βῶς, μᾶς ἀ­πο­κά­λυ­ψαν μὲ τὴν ἁ­γία βι­ο­τή τους, μᾶς δί­δα­ξαν καὶ μᾶς ἐ­νέ­πνευ­σαν μὲ τὸ φω­τει­νό τους πα­ρά­δειγ­μα, γε­νι­κὰ «οἱ εἰ­δό­τες καὶ πα­θόν­τες τὰ θεῖα» Θε­ο­φό­ροι Πα­τέ­ρες τῆς Ἑλ­λη­νι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, εἰ­δι­κό­τε­ρα δὲ οἱ Με­γά­λοι «Στάρ­τσι» τῆς Ρω­σι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας Σέρ­γιος τοῦ Ράν­το­νεζ, Σε­ρα­φεὶμ τοῦ Σά­ρωφ καὶ Ἰ­ω­άν­νης τῆς Κρο­στάν­δης. 

Δι­α­νύ­ου­με, σή­με­ρα, μί­α εὐ­λο­γη­μέ­νη πε­ρί­ο­δο τοῦ λει­τουρ­γι­κοῦ ἔ­τους τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας, ἐ­κεί­νη τῆς Πεν­τη­κο­στῆς. Κα­λού­μα­στε «ἐν τῇ σι­ω­πῇ» νὰ ση­κώ­σο­με τοὺς ὀ­φθαλ­μούς μας πρὸς τὰ ἄ­νω. Πρὸς τὸν Ἀ­να­λη­φθέν­τα Κύ­ριον καὶ πρὸς τὸ Ὑ­πε­ρῶ­ο, ὅ­που ὅ­ταν ἔ­φτα­σε ἡ ἡ­μέ­ρα τῆς Πεν­τη­κο­στῆς ἔ­γι­νε ἡ κά­θο­δος καὶ ἡ ἐ­πι­φοί­τη­ση τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος. «Ξαφ­νι­κὰ ἦρ­θε ἀ­πὸ τὸν οὐ­ρα­νὸ μί­α βο­ὴ καὶ γέ­μι­σε ὅ­λο τὸ σπί­τι ὅ­που ἦ­σαν ὅ­λοι μα­ζὶ οἱ Ἀ­πό­στο­λοι συγ­κεν­τρω­μέ­νοι μὲ ὁ­μο­ψυ­χί­α «ἐ­πὶ τὸ αὐ­τό». Τοὺς πα­ρου­σι­ά­στη­καν γλῶσ­σες σὰν φλό­γες φω­τιᾶς, ποὺ μοι­ρά­στη­καν καὶ κά­θι­σαν ἀ­πὸ μί­α στὸν κα­θέ­να ἀ­πὸ αὐ­τούς. Ὅ­λοι τό­τε πλημ­μύ­ρι­σαν ἀ­πὸ Πνεῦ­μα Ἅ­γιο καὶ ἄρ­χι­σαν νὰ μι­λοῦν σὲ ἄλ­λες γλῶσ­σες, ἀ­νά­λο­γα μὲ τὴν ἱ­κα­νό­τη­τα ποὺ τοὺς ἔ­δι­νε τὸ Πνεῦ­μα» (Πράξ. 2,2-4). «Τούς δι­α­πό­τι­σε» δι­δά­σκει ὁ Στά­ρετς Σε­ρα­φείμ τοῦ Σά­ρωφ, «καὶ τοὺς γέ­μι­σε μὲ τὴν πύ­ρι­νη δύ­να­μη τῆς Θεί­ας Χά­ρης, ποὺ γε­μί­ζει μὲ δρο­σιὰ καὶ ἐ­νερ­γεῖ εὐ­χά­ρι­στα στὶς ψυ­χὲς ἐ­κεί­νων ποὺ συμ­με­τέ­χουν στὶς δυ­νά­μεις καὶ τὶς ἐ­νέρ­γει­ές Του. Καὶ αὐ­τὴ ἡ ἴ­δια πύ­ρι­νη χά­ρη τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος χο­ρη­γεῖ­ται σὲ ὅ­λους ἐ­μᾶς τοὺς πι­στούς τοῦ Χρι­στοῦ στὸ μυ­στή­ριο τοῦ ἁ­γί­ου βα­πτί­σμα­τος καὶ σφρα­γί­ζε­ται μὲ τὸ μυ­στή­ριο τοῦ χρί­σμα­τος στὰ βα­σι­κὰ μέ­ρη τοῦ σώ­μα­τός μας, ὅ­πως ὁ­ρί­ζει ἡ Ἁ­γί­α μας Ἐκ­κλη­σί­α, ἡ αἰ­ώ­νια τα­μει­οῦ­χος αὐ­τῆς τῆς χά­ρης» καὶ συ­νε­χί­ζει: «ἂν δὲν ἁ­μαρ­τά­να­με κα­θό­λου με­τὰ τὸ βά­πτι­σμά μας, θὰ πα­ρα­μέ­να­με γιὰ πάν­τα ἅ­γιοι τοῦ Θε­οῦ, ἱ­ε­ροί, ἄ­σπι­λοι καὶ ἐ­λεύ­θε­ροι ἀ­πὸ κά­θε ρύ­πο σώ­μα­τος καὶ ψυ­χῆς. Ἀλ­λὰ τὸ κα­κὸ μὲ μᾶς εἶ­ναι ὅ­τι αὐ­ξά­νου­με στὴν ἡ­λι­κί­α, ἀλ­λὰ δὲν αὐ­ξά­νου­με στὴ χά­ρη καὶ στὴ γνώ­ση τοῦ Θε­οῦ, ὅ­πως αὐ­ξα­νό­ταν ὁ Κύ­ριός μας Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός. Ἀν­τί­θε­τα προ­ο­δευ­τι­κὰ γι­νό­μα­στε πε­ρισ­σό­τε­ρο δι­ε­φθαρ­μέ­νοι καὶ χά­νου­με τὴ χά­ρη τοῦ Πα­να­γί­ου Πνεύματος τοῦ Θεοῦ καὶ καταντοῦμε ἁμαρτωλοὶ κατὰ δι­ά­φο­ρους τρό­πους ἢ ἀ­κό­μα καὶ φο­βε­ρὰ ἁ­μαρ­τω­λοὶ…». (Π. Μπό­τσης, Φι­λο­κα­λί­α τῶν Ρώ­σων Νη­πτι­κῶν, Δι­δα­χὲς Ὁ­σί­ου Σε­ρα­φεὶμ τοῦ Σά­ρωφ Β΄ ἔκ­δο­ση, Ἀ­θή­να 1984, σ. 120-121).

Ἱ­στά­με­νοι νο­ε­ρῶς, στὶς κο­ρυ­φὲς τοῦ Ἁ­γί­ου Ὄρους καὶ τῶν Με­τε­ώ­ρων, στὴν κα­θα­γι­α­σμέ­νη πέ­τρα, στὴν ἔ­ρη­μο τοῦ Σα­ρώφ, στὴν ὁ­ποί­α ὁ Στά­ρετς Σε­ρα­φείμ, πέ­ρα­σε χί­λι­ες συ­νε­χεῖς μέ­ρες καὶ νύ­χτες γο­να­τι­στός, ἐ­πι­κα­λού­με­νοι τὸ ἔ­λε­ος τοῦ Πα­νοι­κτί­ρμο­νος Θε­οῦ καὶ ἐ­να­τε­νί­ζον­τας ἀ­πὸ μί­α τέ­τοι­α κο­ρυ­φὴ τὸ «τρί­κορ­φο»-Με­τα­μόρ­φω­ση-Ἀ­νά­λη­ψη-Πεν­τη­κο­στὴ- στὴν «ὀ­ρο­σει­ρὰ Ἀ­βα­ρίμ, ποὺ βρί­σκε­ται στὴ Μω­άβ, ἀ­πέ­ναν­τι ἀ­πὸ τὴν Ἱ­ε­ρι­χώ, στὴν κο­ρυ­φὴ τοῦ ὄρους Νε­βῶ», σὰν τὸν Θε­ό­πτη Μω­ϋ­σῆ, πα­ρα­τη­ροῦ­με ἀ­πέ­ναν­τι τὴ χώ­ρα τῆς «Χα­να­άν», τὴ χώ­ρα ποὺ μᾶς ἔ­δω­σε ὁ Τρι­α­δι­κὸς Θε­ός, γιὰ νὰ μεί­νου­με σὲ αὐ­τὴν γιὰ πάν­τα. (Δευτ. 32,48-49). Ἡ χώ­ρα αὐ­τή, κα­τὰ τὴν τα­πει­νή μας ἄ­πο­ψη, ἐ­κτεί­νε­ται καθ᾿ ὅ­λη τὴν «δι­α­και­νί­ση­μη» πε­ρί­ο­δο τῆς ὕ­παρ­ξής μας. Ἀ­πὸ ἐ­κεῖ ψη­λά, ἀ­να­λο­γι­ζό­με­νοι τὰ βά­σα­νά μας, τὶς θλί­ψεις μας καὶ τὸν τά­ρα­χο τῆς ψυ­χῆς, ἀ­γνα­τεύ­ου­με μὲ τὴν πα­λά­μη πά­νω ἀ­πὸ τὰ μά­τια μας, στὴ μέ­ση τῆς ἀ­πέ­ραν­της πε­διά­δας, τῆς κοι­λά­δας τῶν πα­θῶν καὶ τῶν ὀ­δυρ­μῶν, τὸ «δέν­δρο τὸ εὐ­σκι­ό­φυλ­λο» δη­λα­δὴ τὸν Τί­μιο Σταυ­ρό, κά­τω ἀ­πὸ τὴ σκιὰ τοῦ ὁ­ποί­ου κα­λού­μα­στε, ἐκ τῶν πραγ­μά­των, νὰ ἀ­κουμ­πή­σο­με τὸ σα­κί­διό μας καὶ νὰ ξα­πο­στά­σο­με, γιὰ λί­γο. Πα­ρα­τη­ροῦ­με ἀν­τι­κρυ­στά, τὸν Ἰ­η­σοῦ στὴν πο­ρεί­α του πρὸς τὰ Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα. Προ­χω­ρά­ει εὐ­θυ­τε­νής μὲ βῆ­μα τα­χὺ καὶ στα­θε­ρὸ βη­μα­τι­σμό, μπρο­στὰ ἀ­πὸ τοὺς μα­θη­τές του, ποὺ τὸν ἀ­κο­λου­θοῦν κυ­ρι­ευ­μέ­νοι ἀ­πὸ δέ­ος καὶ φό­βο. Ὁ Ἰ­η­σοῦς συν­δι­α­λέ­γε­ται μα­ζί τους καὶ τοὺς λέ­γει: «τώ­ρα ποὺ ἀ­νε­βαί­νου­με στὰ Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα, ὁ Υἱ­ὸς τοῦ ἀν­θρώ­που θὰ πα­ρα­δο­θεῖ στοὺς ἀρ­χι­ε­ρεῖς καὶ τοὺς γραμ­μα­τεῖς, οἱ ὁ­ποῖ­οι θὰ τὸν κα­τα­δι­κά­σουν σὲ θά­να­το καὶ θὰ τὸν πα­ρα­δώ­σουν στοὺς ἐ­θνι­κούς. Θὰ τὸν πε­ρι­γε­λά­σουν, θὰ τὸν μα­στι­γώ­σουν, θὰ τὸν φτύ­σουν καὶ θὰ τὸν θα­να­τώ­σουν. Καὶ τὴν τρί­τη ἡ­μέ­ρα θὰ ἀ­να­στη­θεῖ». (Μάρκ. 10,32-34).

Αἵ­ρον­τες, στὴ διά­ρκεια τοῦ βί­ου μας, τὰ ἐ­σω­τε­ρι­κά μας πά­θη καὶ αὐ­τὴ τὴν ὥ­ρα, τὰ δυ­σβά­τα­κτα ἐ­ξω­τε­ρι­κὰ βά­ρη τῆς κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας, ἐν­θυ­μού­με­νοι τὸ Σταυ­ρι­κὸ θά­να­το, ἀ­κοῦ­με νὰ μᾶς ψι­θυ­ρί­ζουν οἱ ποι­η­τὲς τῶν ὑ­πέ­ρο­χων τρο­πα­ρί­ων: «Ἤ­πλω­σας τὰς πα­λά­μας καὶ ἥ­νω­σας τὰ τὸ πρὶν δι­ε­στῶ­τα, κα­τα­στο­λὴ δὲ Σῶ­τερ, τῇ ἐν σιν­δό­νι καὶ μνή­μα­τι, πε­πε­δη­μέ­νους ἔ­λυ­σας» «οὐκ ἔ­στιν ἅ­γιος, πλήν σου Κύ­ρι­ε φι­λάν­θρω­πε». (Τρο­πά­ριο, Ὠ­δὴ γ΄, Μ. Σάβ­βα­το πρω­ΐ, ποι­η­τὴς Μάρ­κος Μο­να­χός, ἐ­πί­σκο­πος). Ἐ­πί­σης, τὸ τρο­πά­ριο τοῦ Με­γά­λου Σαβ­βά­του, ποὺ ψάλ­λε­ται ἀν­τὶ χε­ρου­βι­κοῦ: «Σι­γη­σά­τω πᾶσα σὰρξ βρο­τεί­α, καὶ στή­τω με­τὰ φό­βου καὶ τρό­μου, καὶ μη­δὲν γή­ϊ­νον ἐν αὐ­τῇ λο­γι­ζέ­σθω. Ὁ γὰρ Βα­σι­λεὺς τῶν βα­σι­λευ­όν­των, καὶ Κύ­ριος τῶν κυ­ρι­ευ­όν­των, προ­σέρ­χε­ται σφα­γι­α­σθῆ­ναι, καὶ δο­θῆ­ναι εἰς βρῶ­σιν τοῖς πι­στοῖς. Προ­η­γοῦν­ται δὲ τού­του, οἱ χο­ροὶ τῶν Ἀγ­γέ­λων, με­τὰ πά­σης ἀρ­χῆς καὶ ἐ­ξου­σί­ας, τὰ πο­λυ­όμ­μα­τα Χε­ρου­βείμ, καὶ τὰ ἑ­ξα­πτέ­ρυ­γα Σε­ρα­φείμ, τὰς ὄ­ψεις κα­λύ­πτον­τα, καὶ βο­ῶν­τα τὸν ὕ­μνον. Ἀλ­ληλούϊ­α». Ἡ σκέ­ψη μας, ἀ­κού­ον­τας τὰ δρο­σε­ρὰ φτε­ρου­γί­σμα­τα τῶν Ἀγγέλων, φτερουγίζει ἀ­νά­λα­φρα καὶ ἵ­πτα­ται πά­νω ἀ­πὸ τὴν ἁ­γί­α Τρά­πε­ζα, ὅ­που «πα­ρέ­στιν ὁ Χρι­στὸς» καὶ τὸ φρι­κτὸ μυ­στή­ριο τε­λε­σι­ουρ­γεῖ­ται. Ἡ ψυ­χὴ μας κα­τα­νύσ­σε­ται, ἡ καρ­διά μας «και­ο­μέ­νη» πάλ­λε­ται, ὁ ἐν­δι­ά­θε­τος λό­γος δι­α­θερ­μαί­νει τὸν «κρυ­πτόν τῆς καρ­δί­ας ἄν­θρω­πον», ἡ καρ­διά «βο­ᾶ πρός Κύ­ριον» σὰν τό­τε, ὅ­πως συ­νέ­βη μὲ τὸν Μω­ϋ­σῆ, «πε­πλη­ρω­μέ­νη πνεύ­μα­τος», τό «Πλη­ρω­θή­τω τὸ στό­μα μου αἰ­νέ­σε­ώς σου Κύ­ρι­ε, ὅ­πως ὑ­μνή­σω τὴν δό­ξαν σου, ὅ­λην τὴν ἡ­μέ­ρα τὴν με­γα­λο­πρέ­πειάν σου».

Ὁ Τρι­α­δι­κὸς Θε­ός, δὲν εἶ­ναι μό­νο πα­ρὼν μέ­σα στὴ δη­μι­ουρ­γί­α, στὰ κτί­σμα­τα, τὰ πράγ­μα­τα καὶ στὸ σύ­νο­λο τοῦ λα­οῦ του. Εἶ­ναι πα­ρὼν καὶ μέ­σα στὰ γε­γο­νό­τα τῆς ἱ­στο­ρί­ας, ἀλ­λὰ καὶ μέ­σα στὴ σι­ω­πή, ὅ­πως πο­λὺ σο­φὰ δι­δά­σκει ὁ Ἅ­γιος Γρη­γό­ριος ὁ Θε­ο­λό­γος. Ὅ­ταν ὁ Μω­ϋ­σῆς νο­ε­ρὰ προ­σεύ­χε­ται πρὸς τὸν Θε­όν, Ἐ­κεῖ­νος τοῦ ἀπαν­τᾶ: για­τί κραυ­γά­ζεις πρὸς ἐ­μέ­να; «Εἶ­πε δὲ Κύ­ριος πρὸς Μω­ϋ­σῆν. Τί βο­ᾶς πρὸς με;» (Ἐξ. 14,15). Ὁ Μω­ϋ­σῆς μυ­στι­κὰ προ­σευ­χό­με­νος, γιὰ νὰ τὸν βο­η­θή­σει ὁ Κύ­ριος, ἀ­κού­ει μέ­σα στὴ σι­ω­πή, τὸ λό­γο τοῦ Κυ­ρί­ου. «Μω­ϋ­σῆ μὲ ξε­κού­φα­νες…». Ἔ­τσι καὶ ὁ ὀρ­θό­δο­ξος πι­στὸς Ἕλ­λη­νας μπρο­στὰ στὰ προ­βλή­μα­τα τῆς οἰ­κο­νο­μι­κῆς καὶ τῆς πνευ­μα­τι­κῆς κρί­σης ποὺ ἀν­τι­με­τω­πί­ζει, αὐ­τὴ τὴν κρί­σι­μη ὥ­ρα, κα­λεῖ­ται καὶ πά­λι, νὰ θυ­μη­θεῖ τὸν Θε­ό, τὴ δύ­να­μη τῆς προ­σευ­χῆς καὶ ταυ­τό­χρο­να, νὰ δι­δα­χθεῖ ἀ­πὸ τὴν ἱ­στο­ρί­α του, τὰ βά­σα­να, ποὺ πέ­ρα­σε ὁ ὑ­πό­δου­λος ἑλ­λη­νι­κὸς λα­ὸς στὰ δύ­σκο­λα χρό­νια τῆς Τουρ­κο­κρα­τί­ας. Ὁ Ἅ­γιος Νι­κό­δη­μος ὁ Ἁ­γι­ο­ρεί­της στό πε­ρι­σπού­δα­στο ἔρ­γο «Πνευ­μα­τι­κὰ Γυ­μνά­σμα­τα» γρά­φει τὰ ἑ­ξῆς: «Πρέ­πει κα­λὰ νὰ κα­τα­λά­βης, ὅ­τι ἡ χά­ρις ὁ­πού δί­δε­ται εἰς τοὺς χρι­στια­νοὺς ἐκ Θε­οῦ, εἶ­ναι μί­α χά­ρις τα­πει­νώ­σε­ως, ὄ­χι μό­νον κα­τὰ τὴν ἀρ­χήν της, ἥτις εἶ­ναι ὁ σταυ­ρὸς καὶ κά­θε βά­σα­νον… ἀλ­λὰ ἀ­κό­μη καὶ κα­τὰ τὸ τέ­λος, καὶ τὰ ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τά της, τὰ ὁ­ποῖ­α ὅ­λα ἀ­πο­βλέ­πουν εἰς τὸ νὰ τα­πει­νώ­νουν τὸν ἄν­θρω­πον, διὰ νὰ δί­δουν δό­ξαν εἰς μό­νον τὸν Θε­όν. Νὰ τα­πει­νώ­νουν τὸν νοῦν του, διὰ νὰ δί­δουν τό­πον εἰς τὴν πί­στιν. Νὰ τα­πει­νώ­νουν τὴν θέ­λη­σίν του, διὰ νὰ δί­δουν τό­πον εἰς τὴν θεί­αν ἀ­γά­πην, καὶ εἰς τὰς ἄλ­λας ἀ­ρε­τάς. Νὰ τα­πει­νώ­νουν τὸ φρό­νη­μά του, διὰ νὰ μὴ φρο­νῆ πα­ραπάνω ἀ­πὸ ἐ­κεῖ­νο ὁ­πού πρέ­πει νὰ φρο­νῆ, κα­θὼς λέ­γει ὁ Παῦ­λος «μὴ ὑ­περ­φρο­νεῖν παρ᾿ ὃ δεῖ φρο­νεῖν, ἀλ­λὰ φρο­νεῖν, εἰς τὸ σω­φρο­νεῖν». (Ρωμ. 12,3)… Αὐ­τὴ ἡ μά­χη ὁ­πού εἶ­ναι ἀ­να­με­τα­ξὺ εἰς τὴν ὑ­πε­ρη­φά­νειαν καὶ εἰς τὴν χά­ριν, ἀ­πο­δει­κνύ­ε­ται ἀ­κό­μη καὶ ἐκ τού­του. Δια­τὶ ἡ ὑ­πε­ρη­φά­νεια ὄ­χι μό­νον ἐμ­πο­δί­ζει τὰ θεί­α χα­ρί­σμα­τα καὶ δὲν τὰ ἀ­φήνει νὰ ἐμ­βοῦν εἰς τὴν ψυ­χήν, ἀλ­λὰ ἀ­κό­μη καὶ ἀφ᾿ οὗ ἐμ­βοῦν τὰ δι­ώ­χνει ἔ­ξω… Καὶ κα­θὼς συμ­βαί­νει εἰς τὴν πε­ρι­στε­ράν, ἡ ὁ­ποί­α ὅ­ταν κά­θη­ται εἰς τὸν ἥ­λιον καὶ πε­ρι­χαί­ρε­ται εἰς τὴν κα­θα­ρό­τη­τά της, καὶ εἰς τὴν πο­λυ­ποι­κί­λαν τῶν πτε­ρῶν της, τό­τε ἔ­ξαφ­να ἔρ­χε­ται ἐ­πάνω­θὲν της τὸ γε­ρά­κι καὶ τὴν ἁρ­πά­ζει. Ἔ­τζι συμ­βαί­νει καὶ εἰς τὴν ὑ­πε­ρήφα­νον ψυ­χήν. Καὶ ἐ­κεῖ ὁ­πού αὐ­τὴ χαί­ρε­ται καὶ καυ­χᾶ­ται εἰς τὰς ἀ­ρε­τάς της, ἔ­ξαφ­να ἁρ­πά­ζε­ται ἀ­πὸ τὸ νο­η­τὸν γε­ρά­κι τὸν δι­ά­βο­λον. Διά τοῦ­το εἶ­πον οἱ θεῖ­οι Πα­τέ­ρες τὸν σο­φὸν ἐ­τοῦ­τον λό­γον «ὅ­τι ἡ σω­τη­ρί­α τοῦ ἀν­θρώ­που εἶ­ναι καὶ εὔ­κο­λος ἐν ταυ­τῷ καὶ δύ­σκο­λος. Δια­τὶ εἰς μί­αν στιγμὴν ὁ ἄνθρωπος ἀναβαίνει εἰς τὸν Παράδεισον μὲ τὴν τα­πεί­νω­σιν καὶ εἰς τὴν ἄλ­λην στιγ­μὴν κα­τα­βαί­νει εἰς τὴν Κό­λα­σιν μὲ τὴν οἴ­η­σιν καὶ τὴν ὑ­πε­ρη­φά­νειαν θέ­λεις νὰ κα­τα­λά­βης καλ­λί­τε­ρα; Ἰ­δὲ εἰς τὰς ἱ­στο­ρί­ας τί ἦ­τον ἕ­να και­ρὸν ἡ Ἑλ­λάς; Αὕτη ἦ­τον ὡ­σὰν ἕ­να θέ­α­τρον ἁ­γι­ό­τη­τος, σο­φί­ας καὶ πί­στε­ως, τό­σον ὁ­πού, ὡς καὶ αἱ ἐ­ρη­μί­αι ἦ­σαν γε­μᾶ­ται ἀ­πὸ Ἁ­γί­ους. Καὶ τώ­ρα ἀφ᾿ οὗ ἐ­δου­λώ­θη ὑ­πο­κά­τω εἰς τὸν ζυ­γὸν τῶν Ἀ­γα­ρη­νῶν, αὕτη εἶ­ναι θέ­α­τρον τῆς ἀ­πι­στί­ας, τῆς ἀ­μα­θεί­ας καὶ τῆς ἀ­κα­θαρ­σί­ας. Καὶ οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροί της κα­τοι­κη­ταὶ εἶ­ναι ἀ­σε­βεῖς, ἄ­πι­στοι, ἀ­μα­θεῖς καὶ γε­μᾶ­τοι ἀ­πὸ κα­κί­αν. Ὄ­χι βέ­βαι­α δι᾿ ἄλ­λο, πά­ρεξ διὰ τι­μω­ρί­αν τῆς ὑ­πε­ρη­φα­νεί­ας τῶν ὀρ­θο­δό­ξων βα­σι­λέ­ων της καὶ εὐ­σε­βῶν της κα­τοι­κη­τῶν. Καὶ στο­χά­σου πώς ὁ Θε­ὸς ἐ­πρό­κρι­νε νὰ ὑ­πο­φέ­ρη καλ­λί­τε­ρα νὰ κα­τοι­κοῦν τὴν Ἑλ­λά­δα ταύ­την ἐ­κεῖ­να τὰ ἔ­θνη ὁ­πού εἶ­ναι με­μο­λυ­σμέ­να ἀ­πὸ τὸν βέ­βη­λον νό­μον τοῦ Μω­ά­μεθ, πα­ρὰ νὰ τὴν κα­τοι­κοῦν οἱ Χρι­στια­νοὶ ὁ­πού εἶ­ναι με­μο­λυ­σμέ­νοι ἀ­πὸ τὴν ὑ­πε­ρη­φά­νειαν…» (Βε­νε­τί­α 1800, Ἐ­πα­νέκ­δο­ση Ἅ­γιος Νι­κό­δη­μος, Ἀ­θῆ­ναι, σ. 97-99).          

Κα­λεῖ­ται λοι­πὸν ὁ ὀρ­θό­δο­ξος Ἕλ­λη­νας νά μὴν ἐ­πι­τρέ­ψει στὸν ἑ­αυ­τό του νὰ τὸν κυ­ρι­εύ­σει ἡ ὑ­πε­ρη­φά­νεια, οὔ­τε ἐ­σω­τε­ρι­κὰ στὴν καρ­διά του, οὔ­τε ἐ­ξω­τε­ρι­κὰ στὰ ἔρ­γα του δι­ό­τι «ἐν τῇ ὑ­πε­ρη­φα­νεί­ᾳ ἀ­πώ­λεια καὶ ἀ­κα­τα­στα­σί­α πολ­λὴ (Τω­βὶτ 4,13) νὰ βι­ώ­σει σὲ βά­θος τὴν τα­πεί­νω­ση, γε­γο­νὸς ποὺ θὰ τὸν βο­η­θή­σει νὰ γνω­ρί­σει κα­λύ­τε­ρα τὸν ἑ­αυ­τό του καὶ τὸ σκο­πὸ τῆς ζω­ῆς. Νὰ ἀ­να­κα­λύ­ψει τὶς ρί­ζες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, τὴν εὐ­χα­ρι­στια­κὴ ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γί­α, τὴ θε­ο­λο­γί­α τοῦ μυ­στη­ρί­ου τῆς θεί­ας εὐ­χα­ρι­στί­ας. Αὐ­τὸ τὸ μυ­στή­ριο τῆς θεί­ας λει­τουρ­γί­ας, τὸ ζυ­μω­τὸ πρό­σφο­ρο, γα­λού­χη­σε καὶ ζω­ο­γό­νη­σε τὸν Ἕλ­λη­να, ποὺ ἦ­ταν ὑ­πό­δου­λος στοὺς Ἀ­γα­ρη­νούς, γιὰ τε­τρα­κό­σια χρό­νια. Ὁ Χρῆ­στος Γι­αν­να­ρᾶς, γρά­φει τὰ ἑ­ξῆς ση­μαν­τι­κά, στὸ βι­βλί­ο του «Ὀρ­θο­δο­ξί­α καὶ Δύ­ση στὴν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἑλ­λά­δα»: «Κυ­ρί­ως στοὺς αἰ­ῶ­νες τῆς Τουρ­κο­κρα­τί­ας, ἦ­ταν ἡ πρά­ξη τῆς ζω­ῆς, ἔκ­φρα­ση τῆς κοι­νῆς ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς πί­στης, ποὺ ξε­χώ­ρι­ζαν τὸν Ἕλ­λη­να ἀ­πὸ τὸν ἀλ­λό­θρη­σκο Τοῦρ­κο ἢ τὸν ἑ­τε­ρό­δο­ξο «Φράγ­κο»: Ἦ­ταν ἡ νη­στεί­α, ἡ γι­ορ­τή, ὁ χο­ρὸς στὸ πα­νη­γύ­ρι, τὸ ἀ­ναμ­μέ­νο καν­τή­λι στὸ οἰ­κο­γε­νεια­κὸ εἰ­κο­νο­στά­σι, τὸ ζύ­μω­μα τοῦ προ­σφό­ρου, ὁ ἁ­για­σμὸς κά­θε μῆ­να». (Ἐκ­δό­σεις Δό­μος, Ἀ­θή­να 1992, σ. 17).  

Αὐ­τὸ τὸ ζυ­μω­μέ­νο μὲ δά­κρυ­α με­τά­νοι­ας καὶ κα­τά­νυ­ξης, ἀ­πὸ τὴν πι­στὴ νοι­κο­κυ­ρά, πρό­σφο­ρο, ὁ κα­θα­γι­α­σμέ­νος ἄρ­τος τῆς θεί­ας εὐ­χα­ρι­στί­ας, ἔ­θρε­ψε ἐ­πί­σης τὸ νέ­ο λα­ὸ τοῦ Θε­οῦ στὴν ἔ­ρη­μο τοῦ κό­σμου τού­του, ἔ­θρε­ψε καὶ ἐν­δυ­νά­μω­σε τὸν Ἕλ­λη­να χρι­στια­νό, κα­τὰ τὰ δύ­σκο­λα χρό­νια τῆς Τουρ­κο­κρα­τί­ας καὶ ὄ­χι μό­νο, ὅ­πως καὶ τὸν ρω­σι­κὸ λα­ὸ κα­τὰ τὴν πε­ρί­ο­δο τῶν δι­ωγ­μῶν ποὺ ὑ­πέ­στη ἀ­πὸ τὸ ἄ­θε­ο καὶ τυ­ραν­νι­κὸ κα­θε­στὼς. Αὐ­τὸ τὸ «ψω­μί», ὁ ὑ­λι­κὸς ἄρ­τος, ποὺ πα­ρα­σκευ­ά­ζε­ται ἀ­πὸ τὴ σάρ­κα τοῦ κό­σμου, αὐ­τὲς οἱ μι­κρὲς «μπου­κί­τσες», ποὺ ζύ­μω­ναν μὲ τὰ χέ­ρια τους καὶ ἔ­ψη­ναν οἱ «Στάρ­τσι» Σέρ­γιος τοῦ Ράν­το­νεζ καὶ Σε­ρα­φεὶμ τοῦ Σά­ρωφ, γιὰ τὴ συν­τή­ρη­ση τῶν «δερ­μα­τί­νων χι­τώ­νων» τους, ἀλ­λὰ ταυ­τό­χρο­να καὶ ὁ με­τα­μορ­φω­μέ­νος σὲ σῶ­μα Χρι­στοῦ, ἄρτος τῆς θείας εὐχαριστίας, ζωογόνησε καὶ ἀνέδειξε στὸ θρόνο τῆς ἁγιότητας τοὺς πα­ρα­πά­νω Ἁ­γί­ους τῆς χα­ρᾶς, ὅ­πως καὶ τὸν Ὅ­σιο Ἰ­ω­άν­νη τῆς Κρο­στάν­δης (+1908). Καὶ οἱ τρεῖς εἶ­δαν τὴ δό­ξα τοῦ Θε­οῦ, καὶ ὁ κα­θέ­νας τους, ὑ­πῆρ­ξε μί­α ζων­τα­νὴ ἐν­σάρ­κω­ση τοῦ μυ­στη­ρί­ου τῆς ἀ­γά­πης καὶ τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς χα­ρᾶς. Τοῦ τε­λευ­ταί­ου Ἁ­γί­ου, οἱ ἄ­θε­οι ἔ­κα­ψαν τὸ ἱ­ε­ρό του λεί­ψα­νο, γιὰ νὰ μὴ τὸ προ­σκυ­νή­σουν οἱ εὐ­σε­βεῖς πι­στοί. Ἀλ­λὰ μὲ τὴ χά­ρη τοῦ Θε­οῦ, δι­α­σώ­θη­κε τὸ σύγ­γραμ­μά του «Ἡ ἐν Χρι­στῷ ζω­ή μου». Ἡ δι­ή­κου­σα ἔν­νοι­α τοῦ βι­βλί­ου εἶ­ναι τὸ μυ­στή­ριο τῆς θεί­ας Εὐ­χα­ρι­στί­ας καὶ ἡ δύ­να­μη τῆς πί­στε­ως, τῆς ἀ­γά­πης καὶ τῆς προ­σευ­χῆς. Ὁ Ἅ­γιος τῆς Κρο­στάν­δης δὲν μι­λοῦ­σε ἁ­πλῶς, γιὰ τὸ Χρι­στὸ ἀλ­λὰ ζοῦ­σε μὲ τὸ Χρι­στό, μὲ μί­α δι­ά­θε­ση δο­ξο­λο­γί­ας ποὺ ἦ­ταν ἔκ­δη­λη σὲ ὅ­λες τὶς πνευ­μα­τι­κές, λει­τουρ­γι­κὲς καὶ κοι­νω­νι­κὸ-ἐκ­κλη­σι­α­στι­κές του δρα­στη­ρι­ό­τη­τες. Κέν­τρο ὅ­λης τῆς ἱ­ε­ρα­τι­κῆς του ζω­ῆς, τὴν ὁ­ποί­α εἶ­χε ἐ­να­πο­θέ­σει στὸν Κύ­ριο, ἦ­ταν ἡ θεία λει­τουρ­γί­α. Ἀ­πὸ τὸ ἱ­ε­ρὸ θυ­σι­α­στή­ριο ἀν­τλοῦ­σε δύ­να­μη καὶ στὴ συ­νέ­χεια, ὅ­λο του τὸ ἔρ­γο καὶ ἡ δρά­ση του στὸν κό­σμο, ἦ­ταν πραγ­μα­τι­κὰ «μί­α λει­τουρ­γί­α με­τὰ τὴν λει­τουρ­γί­α». «Τὴν ἡ­μέ­ρα, κα­τὰ τὴν ὁ­ποί­α δὲν λει­τουρ­γῶ στὸ θυ­σι­α­στή­ριο» ἔ­λε­γε ὁ Ἅ­γιος Γέ­ρον­τας Ἰ­ω­άν­νης, αἰ­σθά­νο­μαι σὰν νὰ πε­θαί­νω». Μὲ τὸ σύ­νο­λο τοῦ ἔρ­γου του καὶ τὴν ἀ­κά­μα­τη δρα­στη­ρι­ό­τη­τά του, ὁ Ἅ­γιος τῆς Κρο­στάν­δης, μᾶς ἔ­δει­ξε ποι­ὸς εἶ­ναι ὁ ρό­λος καὶ ἡ ἀ­πο­στο­λὴ τοῦ χρι­στια­νοῦ. Ἀ­πό­δει­ξε πὼς, ὅ­ταν συ­νυ­πάρ­χει ἡ πί­στη μὲ τὴ θέ­λη­ση καὶ τὴν ἀ­γά­πη γιὰ τὸ Θε­ὸ καὶ τὸ συ­νάν­θρω­πο, κά­νουν πραγ­μα­τι­κὰ καὶ κυ­ρι­ο­λε­κτι­κὰ θαύ­μα­τα. Μὲ πα­ρά­δειγ­μα λοι­πόν, τὴν ζω­ὴ τῶν πα­ρα­πά­νω Ἁ­γί­ων καὶ μὲ ἀ­κλό­νη­τη πί­στη στὸν Ἀ­να­στάν­τα καὶ ἀ­νι­στών­τα Κύ­ριο, προ­σκα­λεῖ­ται ὅ­λος ὁ ὀρ­θό­δο­ξος κό­σμος, ἰ­δι­αί­τε­ρα, ὁ Ὀρ­θό­δο­ξος ἑλ­λη­νι­κὸς λα­ός, ὁ εὐ­λο­γη­μέ­νος λα­ὸς τοῦ Κυ­ρί­ου, μπρο­στὰ στὴν πα­ρά­κρη­μνη πο­ρεί­α ποὺ περ­νά­ει ὁ τό­πος μας, νὰ ἀ­πο­κτή­σο­με ὅ­λοι μας, θάρ­ρος καὶ τόλ­μη, σύμ­φω­να καὶ μὲ τὸ πα­ράγ­γελ­μα τοῦ Χρι­στοῦ «θαρ­σεῖ­τε, ἐ­γὼ γὰρ νε­νί­κη­κα τὸν κό­σμον». Ὁ Ἅ­γιος Ἰ­ω­άν­νης τῆς Κρο­στάν­δης, τό­νι­ζε μὲ ἔμ­φα­ση: «Μοῦ ἀ­ρέ­σει νὰ φέρ­νω μπρο­στὰ στὰ μά­τια μου τὸν ἀ­να­στάν­τα Κύ­ριο. Καὶ τό­τε ἀ­να­φω­νῶ: «Ποῦ σου, Ἅ­δη τὸ νί­κος;» (Α΄ Κορ. 15,55). Ὁ Χρι­στὸς μᾶς νί­κη­σε πο­λὺ δυ­να­τὸ ἀν­τί­πα­λο, ἕ­ναν ἐ­χθρὸ ποὺ πε­ρη­φα­νευ­ό­ταν γιὰ τὶς νί­κες του χι­λιά­δες χρό­νια. «Σοὶ τῷ νι­κη­τῇ τοῦ θα­νά­του βο­ῶ­μεν ὡ­σαν­νὰ ἐν τοῖς ὑ­ψί­στοις…» καὶ συ­νε­χί­ζει: Κύ­ρι­ε «σὲ εὐ­χα­ρι­στῶ ποὺ μὲ ἔ­βγα­λες ἀ­πὸ τὴν τα­ρα­χὴ καὶ μοῦ χά­ρι­σες τὴν εἰ­ρή­νη, ποὺ μὲ ἔ­βγα­λες ἀ­πὸ τὴ δει­λί­α καὶ μοῦ ἔ­δω­σες ἀν­δρεῖ­ο φρό­νη­μα. Θε­έ μου, εἶ­σαι ἡ νί­κη μου, δό­ξα σοι! Κύ­ρι­ε, εἴ­μα­στε τὰ μέ­λη Σου, εἴ­μα­στε ἕ­να σῶ­μα καὶ σὺ εἶ­σαι ἡ κε­φα­λή μας. Κά­με Κύ­ρι­ε νὰ φύ­γουν ἀ­πὸ μᾶς ὅ­λα τὰ πά­θη, ὅ­λοι οἱ δαί­μο­νες. Δός μας τὴ χά­ρη τῆς ἀ­γά­πης, ποὺ οὐ­δέ­πο­τε ἐκ­πί­πτει. Κά­με μας, Κύ­ρι­ε, νὰ δεί­χνου­με σε­βα­σμὸ ὁ ἕ­νας στὸν ἄλ­λο, ὅ­πως καὶ σὲ Σέ­να, για­τί μᾶς χα­ρί­ζεις τὸ προ­νό­μιο τῆς θέ­ω­σης» (Π. Μπό­τση, Πνευ­μα­τι­κὸ πορ­τραῖ­το τοῦ Ἁ­γί­ου Ἰ­ω­άν­νη τῆς Κρο­στάν­δης, Ἀ­θή­να 2001, σ. 160-161).   

Προ­κα­λεῖ­ται καὶ προ­σκα­λεῖ­ται ὁ πι­στὸς Ἕλ­λη­νας νὰ ἀ­πο­μα­κρυν­θεῖ ἀ­πὸ τὴν «πι­κρο­πη­γὴ» τῶν λα­θε­μέ­νων ἐ­πι­λο­γῶν, νὰ βι­ώ­σει τὸ μυ­στή­ριο τοῦ Χρι­στοῦ καὶ τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ὡς τὴν μό­νη πη­γὴ ἐλ­πί­δας, ἁ­για­σμοῦ καὶ σω­τη­ρί­ας του. Προ­σκολ­λη­μέ­νος στὸ Χρι­στό, ὅ­πως ἀ­κρι­βῶς οἱ κλη­μα­τό­βερ­γες στὸν κορ­μὸ τῆς Ἀμ­πέ­λου, μέ­σα ἀ­πὸ τὴ λα­τρευ­τι­κὴ ζω­ὴ τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, κα­λεῖ­ται νὰ βρεῖ τὸ νό­η­μα τῆς «ἐπ-ἀ­νά­στα­σης» καὶ τῆς με­τα­μόρ­φω­σης, ὄ­χι τῆς πα­ρα­μόρ­φω­σης, τὴν «ἐ­σω­τε­ρι­κὴν ἀλ­λοί­ω­σιν», τὴν ὁ­ποί­α βί­ω­σαν Ἕλ­λη­νες καὶ Σλά­βοι Ἅ­γιοι. Για­τί, ἐ­κτός τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας δὲν ὑ­πάρ­χει «τό­πος καὶ τρό­πος ὑ­πάρ­ξε­ως ἐν τῷ Χρι­στῷ», δὲν ὑ­πάρ­χει Ἀ­νά­στα­σις. Ὑ­πάρ­χει τὸ σκο­τά­δι, ὁ κό­σμος καὶ ὁ ἄρ­χον­τας τοῦ κό­σμου τού­του. Ὑ­πάρ­χει ὁ κε­νὸς λό­γος, ἡ κε­νό­τη­τα τοῦ ἀν­θρώ­που καὶ μί­α «ἄλ­λη πλη­ρό­τη­τα», τὴν ὁ­ποί­α δί­νει τὸ πλε­ό­να­σμα τῆς ἁ­μαρ­τί­ας. Οἱ νη­πτι­κοὶ Πα­τέ­ρες, δι­δά­σκουν, ὡς ἀ­να­τό­μοι ψυ­χῆς τὰ ἑ­ξῆς: «Ἡ τέ­χνη τοῦ δι­α­βό­λου εἶναι ἡ τέ­χνη τῆς κα­τα­σκευ­ῆς πραγ­μά­των χω­ρίς ζω­ή, ἡ τέ­χνη τῆς πα­ρου­σί­α­σης λαμ­πρῶν ἐπι­φα­νει­ῶν χω­ρίς πε­ρι­ε­χό­με­νο, χω­ρίς ὕπαρ­ξη, ἡ τέ­χνη τῶν κε­νῶν λό­γων». Αὐ­τὴ ἡ τέ­χνη, αὐ­τὲς οἱ με­θο­δεῖ­ες τοῦ δι­α­βό­λου, καλ­λι­ερ­γοῦν τὸ «πνεῦ­μα ἀρ­γί­ας, πε­ρι­ερ­γεί­ας, φι­λαρ­χί­ας καὶ ἀρ­γο­λο­γί­ας», τὴν ἑ­τε­ρο­πα­ρα­τη­ρη­σί­α, τὴν ἐ­ξω­στρέ­φεια, τὴν ἀρ­νη­τι­κὴ κοι­νω­νι­κὴ κρι­τι­κὴ (κου­τσομ­πο­λιό), δη­λα­δὴ τὴν «κα­τά­κρι­ση τοῦ ἀ­δελ­φοῦ μας» (Ἐ­φραὶμ ὁ Σῦρος). Στὴν πρά­ξη, αὐ­τὸ ποὺ πε­τυ­χαί­νει κά­ποι­ος μὲ τὸ νὰ ἀ­σκεῖ κρι­τι­κὴ σὲ βά­ρος τοῦ ἄλ­λου, τὸν ὁ­ποῖ­ο σα­φῶς δὲν γνω­ρί­ζει, εἶ­ναι νὰ προ­βάλ­λει τὶς δι­κές του ἀ­δυ­να­μί­ες, τὶς δι­κές του ἀ­τέ­λει­ες, τὸ δι­κό του ἑ­αυ­τὸ καὶ τὰ πά­θη του στὸ πρό­σω­πο τοῦ ἄλ­λου. Μὲ ἄλ­λα λό­για πε­τυ­χαί­νει τὴν ἀ­πο­κά­λυ­ψη, τὸ «ξε­μα­σκά­ρω­μα», τοῦ ἑ­αυ­τοῦ του. Αὐ­τοὺς τοὺς μά­ται­ους λό­γους, χω­ρὶς οὐ­σι­α­στι­κὸ πε­ρι­ε­χό­με­νο, χω­ρὶς φῶς καὶ ἀ­λή­θεια καὶ ζω­ὴ καὶ τὴν κα­τά­κρι­ση, τὴν κα­τα­λα­λιά, μᾶς κα­λεῖ, ἡ πα­ροῦ­σα πε­ρί­ο­δος χαρ­μο­λύ­πης, ποὺ δι­α­νύ­ο­με, λό­γω τῆς πνευ­μα­τι­κῆς καὶ οἰ­κο­νο­μι­κῆς ὕ­φε­σης, νὰ ἀ­πο­βάλ­λου­με ἀ­πὸ τὴ σκέ­ψη μας καὶ τὴ ζω­ή μας. Καὶ τοῦ­το δὲν ση­μαί­νει, ὅ­τι δὲν πρέ­πει νὰ ὑ­πάρ­χει δι­ά­λο­γος, κα­λο­προ­αί­ρε­τη κρι­τι­κὴ καὶ ἀ­γω­νι­στι­κό­τη­τα σὲ πο­λι­τι­κὸ καὶ πνευ­μα­τι­κὸ ἐ­πί­πε­δο καὶ ἀ­κό­μη ὅ­τι δὲν πρέ­πει νὰ λαμ­βά­νον­ται συλ­λο­γι­κὰ καὶ ὑ­πεύ­θυ­να καὶ ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ ἐ­πι­στα­μέ­νη με­λέ­τη, ὅ­λα τὰ ἀ­ναγ­καῖ­α μέ­τρα-πο­λι­τι­κά, κοι­νω­νι­κά, πνευ­μα­τι­κὰ- γιὰ τὴν ἀν­τι­με­τώ­πι­ση τῆς με­γά­λης κρί­σης.

Στὴν Ἐκ­κλη­σί­α ὑ­πάρ­χει ἡ πα­ρου­σί­α τοῦ Θε­οῦ, τὸ Πνεῦ­μα τοῦ Θε­οῦ καὶ συ­νε­πῶς μό­νο κα­τά­φα­ση, πρό­γευ­ση τῆς αἰ­ώ­νιας ζω­ῆς, ἁ­γι­α­στι­κὴ δύ­να­μη, ἁ­γι­α­στι­κὴ ἀ­λή­θεια, συμ­πυ­κνω­μέ­νη ἐ­νέρ­γεια, λό­γος καὶ «λο­γο­ποί­η­ση» τῶν ὄν­των, ἀ­πάρ­νη­ση τοῦ «κό­σμου», τοῦ κο­σμι­κοῦ φρο­νή­μα­τος, νή­ψη καὶ προ­σευ­χή, ἀ­να­ζή­τη­ση τῆς βα­σι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ.

Δι­δά­σκει ὁ Ὅ­σιος Σε­ρα­φεὶμ τοῦ Σα­ρὼφ: «Ὁ νοῦς ἑ­νὸς νη­πτι­κοῦ ἀν­θρώ­που εἶ­ναι σὰν τὸν φρου­ρὸ ποὺ εἶ­ναι σὲ ὑ­πη­ρε­σί­α ἢ σὰν ἕ­να ἀ­κοί­μη­το φύ­λα­κα τῆς ἐ­σω­τε­ρι­κῆς Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ. Στέ­κον­τας στὸ ὕ­ψος τῆς πνευ­μα­τι­κῆς θε­ω­ρί­ας, βλέ­πει μὲ κα­θα­ρὸ μά­τι τὶς δυ­νά­μεις τοῦ ἐ­χθροῦ ποὺ τὸν πε­ρι­κυ­κλώ­νουν καὶ πο­λε­μοῦν τὴν ψυ­χὴ του (Ψαλμ. 53,9).  Ἐ­κεῖ­νος ποὺ βα­δί­ζει τὸ δρό­μο τῆς νή­ψης δὲν πρέ­πει νὰ ἐ­πι­δί­δε­ται σὲ ἄ­σχε­τες καὶ ἄ­καρ­πες συ­ζη­τή­σεις, ἀ­πὸ τὶς ὁ­ποῖ­ες τὸ κε­φά­λι μπο­ρεῖ νὰ γε­μί­σει μὲ ἀ­νώ­φε­λες καὶ μά­ται­ες σκέ­ψεις καὶ λο­γι­σμούς, ἀλ­λὰ νὰ εἶ­ναι προ­σε­χτι­κὸς στὸν ἑ­αυ­τό του. Σὲ αὐ­τὸ τὸ δρό­μο ὁ ἄν­θρω­πος νὰ προ­σέ­ξει ἰ­δι­αί­τε­ρα νὰ μὴν ἀ­σχο­λεῖ­ται μὲ τὶς ὑ­πο­θέ­σεις τῶν ἄλ­λων οὔ­τε νὰ σκέ­φτε­ται ἢ νὰ μι­λά­ει γι᾿ αὐ­τούς, ἀ­κο­λου­θών­τας τὴ συμ­βου­λὴ τοῦ Ψαλ­μω­δοῦ: «ὅ­πως ἂν μὴ λα­λή­ση τὸ στό­μα μου τὰ ἔρ­γα τῶν ἀν­θρώ­πων» (16,4), ἀλ­λὰ θὰ πρέ­πει νὰ προ­σεύ­χε­ται στὸν Κύ­ριον: «ἐκ τῶν κρυ­φί­ων μου κα­θά­ρι­σόν με καὶ ἀ­πὸ ἀλ­λο­τρί­ων φεῖ­σαι τοῦ δού­λου σου» (18, 13-14). Ὁ ἄν­θρω­πος θὰ πρέ­πει νὰ σκέ­φτε­ται ἀ­πὸ ποῦ ἦρ­θε καὶ ποῦ πο­ρεύ­ε­ται καὶ νὰ μὴν πο­λυ­πραγ­μο­νεῖ γιὰ τὰ ἐ­φή­με­ρα ἀ­γα­θά… Ὁ Στά­ρετς Σε­ρα­φεὶμ (+1833) προ­τεί­νει καὶ τὸν τρό­πο, τὴ μέ­θο­δο τῆς νή­ψης: «γιὰ νὰ δι­α­τη­ρή­σεις τὴ νή­ψη» λέ­γει, «θὰ πρέ­πει νὰ ἀ­πο­συρ­θεῖς στὸν ἑ­αυ­τό σου, σύμ­φω­να μὲ τὴν ἐν­το­λὴ τοῦ Κυ­ρί­ου: «μη­δέ­να κα­τὰ τὴν ὁ­δὸν ἀ­σπά­ση­σθε» (Λουκ. 10,4), δη­λα­δὴ νὰ μὴ μι­λᾶ­τε χω­ρὶς ἀ­νάγ­κη, ἐ­κτὸς ἂν κα­νεὶς τρέ­ξει κον­τά σας γιὰ νὰ ἀ­κού­σει κά­τι τὸ ὠ­φέ­λι­μο. Χαι­ρε­τᾶ­τε τοὺς γέ­ρον­τες ἢ τοὺς ἀ­δελ­φοὺς ποὺ συ­ναν­τᾶ­τε μὲ ὑ­πό­κλι­ση, ἔ­χον­τας τὰ μά­τια σας πάν­τα κλει­στὰ» (Π. Μπό­τση, Ὁ ὅ­σιος Σε­ρα­φεὶμ τοῦ Σα­ρώφ, σ. 70-71). Οἱ πνευ­μα­τι­κὲς δι­δα­χὲς δη­μο­σι­εύ­τη­καν γιὰ πρώ­τη φο­ρὰ τὸ 1839 σὰν ἕ­να πα­ράρ­τη­μα τοῦ βί­ου του, ποὺ ἔ­γρα­ψε ὁ ἱ­ε­ρο­μό­να­χος Σέρ­γιος τῆς Λαύ­ρας τοῦ Ἁ­γί­ου Σερ­γί­ου. Ὅ­λες κα­τα­γρά­φη­καν ἀ­πὸ τὸν Σέρ­γιο καὶ τὸν ἡ­γού­με­νο τῆς Λαύ­ρας Ἀν­τώ­νιο, ποὺ ἦ­ταν πνευ­μα­τι­κὸ παι­δὶ τοῦ Ὁ­σί­ου, ἀ­πὸ τὶς συ­ζη­τή­σεις ποὺ εἶ­χαν μα­ζί του, ὅπ. π., σ. 35).

Σὲ ἄλ­λο ση­μεῖ­ο, ὁ ἴ­διος Ὅ­σιος, ἀ­να­φε­ρό­με­νος στὴν ἡ­συ­χί­α καὶ σι­ω­πὴ πα­ρα­τη­ρεῖ: «Πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ ὁ­τι­δή­πο­τε ἄλ­λο θὰ πρέ­πει νὰ στο­λί­σεις τὸν ἑ­αυ­τό σου μὲ τὴ σι­ω­πή. Ὁ Ἅ­γιος Ἀμ­βρό­σιος Με­δι­ο­λά­νων λέ­γει: «Ἔ­χω δεῖ πολ­λοὺς νὰ σώ­ζον­ται μὲ τὴ σι­ω­πή, ἀλ­λὰ κα­νέ­να νὰ σώ­ζε­ται μὲ τὴν πο­λυ­λο­γί­α». Καὶ ἕ­νας ἄλ­λος ἀ­πὸ τοὺς πα­τέ­ρες λέ­γει ὅ­τι ἡ σι­ω­πὴ εἶ­ναι τὸ μυ­στή­ριο τοῦ μέλ­λον­τος αἰ­ῶ­νος, ἐ­νῶ τὰ λό­για εἶ­ναι τὰ ἐρ­γα­λεῖ­α αὐ­τοῦ τοῦ κό­σμου…» (Ἅ­γιος Ἰ­σα­ὰκ ὁ Σῦ­ρος). «Ἀπό τήν ἡσυ­χί­α καί τή σι­ω­πή προ­έρ­χον­ται ἡ συν­τρι­βή καί ἡ πρα­ό­τη­τα». Καὶ ἀ­πὸ τὴν κα­θα­ρό­τη­τα καὶ τὴν πρα­ό­τη­τα, ὁ­δη­γού­μα­στε στὴ θέ­α τοῦ Θε­οῦ, μπο­ρεῖ δη­λα­δὴ κά­ποι­ος νὰ δεῖ τὸν Θε­ὸν καὶ νὰ γευ­θεῖ τοὺς καρ­ποὺς τῆς βα­σι­λεί­ας τῶν οὐ­ρα­νῶν, σύμ­φω­να μὲ τὸ λό­γο Κυ­ρί­ου: «μα­κά­ριοι οἱ κα­θα­ροὶ τῇ καρ­δί­α, ὅ­τι αὐ­τοὶ τὸν Θε­ὸν ὄ­ψον­ται» (Ματθ. 5,8) καί «Μα­κά­ριοι οἱ πρα­εῖς ὅ­τι αὐ­τοὶ κλη­ρο­νο­μή­σου­σιν τὴν γῆν» (σ. 79-81). Γιὰ ὅ­λους αὐ­τοὺς τοὺς λό­γους, ἀ­παι­τεῖ­ται πί­στη, ἐλ­πί­δα καὶ ἀ­γά­πη πρὸς τὸν Θε­ὸν καὶ τὸν πλη­σί­ον. Ὁ χῶ­ρος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, εἶ­ναι χῶ­ρος πα­ρα­κλή­σε­ως, ἐν­δυ­να­μώ­σε­ως, κα­τα­φυ­γῆς πρὸς τὸν Θε­όν, χῶ­ρος σι­ω­πῆς, νο­η­μα­το­ποί­η­σης καὶ τε­λει­ο­ποί­η­σης τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ὕ­παρ­ξης, θέ­ω­σης ἢ ἐν-θέ­ω­σης καὶ  βί­ω­σής του «ἀπ᾿ αἰ­ῶ­νος σε­σι­γη­μέ­νου μυ­στη­ρί­ου», τοῦ μυ­στη­ρί­ου τοῦ «μέλ­λον­τος αἰ­ῶ­νος». Εἶ­ναι ἐ­πί­σης χῶ­ρος ἀ­να­ζή­τη­σης τῶν κα­τα­βο­λῶν καὶ τῆς δο­μῆς τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καὶ «τῶν ὑ­παρ­ξια­κῶν λει­τουρ­γι­ῶν τοῦ ἀν­θρωπί­νου ὄν­τος», δη­λα­δὴ «ἐ­σω­τε­ρι­κῆς δι­ερ­γα­σί­ας, πλη­ρό­τη­τας, ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κῆς ἐμ­πει­ρί­ας καὶ ἐ­νερ­γο­ποί­η­σης τῆς θεί­ας χά­ρης» ποὺ ὁ­δη­γεῖ στὴν ἕ­νω­σή μας μὲ τὸν Χρι­στό.

Τὸ πράγ­μα γί­νε­ται σα­φές, ὅ­ταν λη­φθεῖ ὑ­πό­ψη, ὅ­τι ἡ βα­σι­κὴ δι­αί­ρε­ση τῶν χρι­στια­νῶν δὲν εἶ­ναι με­τα­ξὺ ἐ­κεί­νων ποὺ ὑ­πα­κού­ουν ἢ πα­ρα­βαί­νουν τὶς ἐν­το­λές, ἀλ­λὰ με­τα­ξὺ ἐ­κεί­νων ποὺ ἔ­χουν πλη­ρό­τη­τα καὶ ἐ­κεί­νων ποὺ ἔ­χουν κε­νό­τη­τα. Μὲ ἄλ­λα λό­για με­τα­ξὺ ἐ­κεί­νων, οἱ ὁ­ποῖ­οι εἶ­ναι «κα­τοι­κη­τή­ρια τῆς Ἁ­γί­ας Τριά­δος» καὶ «να­οὶ τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος» καὶ ἐ­κεί­νων ποὺ εἶ­ναι ἔ­ρη­μοι καὶ ἄ­νυ­δροι «τό­ποι» (Γ. Μαρ­νέλ­λου, Εὐ­μέ­νιος Λαμ­πά­κης, ὅπ.π., σ. 91-92). Με­τα­ξὺ ἐ­κεί­νων ποὺ «ὀρ­θρί­ζουν τὸ πνεῦ­μα τους πρὸς να­ὸν τὸν Ἅ­γιον» (μὴ ἔ­χον­τες σπί­λον ἢ ρυ­τί­δα ἢ τί τῶν τοι­ού­των) καὶ ἐ­κεί­νων ποὺ φέ­ρουν «ὅ­λον ἐ­σπι­λω­μέ­νον τὸν να­ὸν τοῦ σώ­μα­τος». Μὲ ἄλ­λα λό­για, τὴν πε­ρί­ο­δο αὐ­τή, ὅ­που δαί­μο­νες κα­τὰ πα­ρα­χώ­ρη­ση Θε­οῦ, πέ­τυ­χαν νὰ κά­νουν τὸν ἄν­θρω­πο ἐ­ξω­στρε­φῆ, προ­κει­μέ­νου νὰ ἀν­τι­με­τω­πί­σει ὑ­πο­τί­θε­ται τὰ ἐ­ξω­τε­ρι­κὰ προ­βλή­μα­τα, τὰ ὁ­ποῖ­α ἀν­τὶ νὰ ἐ­πι­λύ­ον­ται ἢ νὰ μει­ώ­νον­ται ὁ­λο­έ­να καὶ πε­ρισ­σό­τε­ρο αὐ­ξά­νον­ται, ὁ πι­στὸς ἄν­θρω­πος ἐ­πι­μέ­νει ἀ­γω­νι­στής, σι­ω­πη­λὸς καὶ ἄ­καμ­πτος, ἀλ­λὰ ταυ­τό­χρο­να μὲ τὴ χά­ρη τοῦ Θε­οῦ, ψύ­χραι­μος καὶ δυ­να­τός, συ­νε­χί­ζει στα­θε­ρὰ νὰ βι­ώ­νει τὴ λει­τουρ­γι­κὴ καὶ μυ­στη­ρια­κὴ πρά­ξη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καὶ τὸ ὀρ­θό­δο­ξο ἀ­σκη­τι­κὸ ἦ­θος. Πα­ρα­μέ­νει, ἑ­νω­μέ­νος μὲ τὸν Χρι­στὸν καὶ τοὺς Ἁ­γί­ους του στὴν Ἐκ­κλη­σί­α, ὅ­που καὶ ὁ Χρι­στός, δι­α­μέ­νει ἑ­νω­μέ­νος μὲ τὰ μέ­λη τοῦ σώ­μα­τός του. Ζών­τας αὐ­τὴ τὴ χα­ρὰ τῆς κοι­νω­νί­ας μὲ Ἐ­κεῖ­νον, ἔμ­πλε­ος χα­ρᾶς καὶ ἀ­γαλ­λι­ά­σε­ως, μέ­σα στὸ με­θύ­σι τοῦ πα­ρα­δει­σια­κοῦ κάλ­λους τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, τὰ χεί­λη του πα­ρα­μέ­νουν ἄ­λα­λα, δὲν ἔρ­χον­ται κἄν στὴ σκέ­ψη του αἰ­τή­μα­τα γιὰ νὰ τὰ δι­α­τυ­πώ­σει, γιὰ νὰ τὰ ἐ­ξω­τε­ρι­κεύ­σει, για­τί θαρ­ρεῖ, πὼς Ἐ­κεῖ­νος γνω­ρί­ζει τὰ πάν­τα γιὰ αὐ­τόν, ὅ­πως καὶ τὸ τί εἶ­ναι ὠ­φέ­λι­μο στὴν ψυ­χή. Εἶ­ναι εὐ­χα­ρι­στη­μέ­νος, ποὺ γεύ­ε­ται τοὺς καρ­ποὺς τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος  τὴν ἐμ­πει­ρί­α τῆς συ­νάν­τη­σής του μὲ τὸν Ἐ­σταυ­ρω­μέ­νο καὶ Ἀ­να­στη­μέ­νο Κύ­ριο. Συ­νε­πῶς, ἔ­χει εἰ­σέλ­θει ἤ­δη στὸ μυ­στή­ριο τῆς σι­ω­πῆς, στὸ μυ­στή­ριο τοῦ μέλ­λον­τος αἰ­ῶ­νος, τῆς ἄλ­λης βι­ο­τῆς. Ἡ πρό­γευ­ση αὐ­τοῦ τοῦ μυ­στη­ρί­ου θὰ τοῦ δώ­σει νὰ ἐν­νο­ή­σει καὶ νὰ κα­τα­νο­ή­σει, αὐ­τὸ ποὺ μᾶς ἔ­λε­γε ὁ σε­βα­στὸς Κα­θη­γη­τὴς μας Γιά­ννης Φουν­τού­λης καὶ ὁ δι­ά­δο­χός του στὴν ἕ­δρα τῆς Λει­τουρ­γι­κῆς Πα­να­γι­ώ­της Σκαλ­τσῆς, ὅ­τι δη­λα­δὴ: «ἄλ­λο πράγ­μα εἶ­ναι νὰ προ­σεύ­χο­μαι τὴν ὥ­ρα τῆς λει­τουρ­γί­ας καὶ ἄλ­λο πά­λι, νὰ ζῶ τὴ λει­τουρ­γί­α, νὰ «προ­σεύ­χο­μαι τὴ λει­τουρ­γί­α». Νὰ εἶ­μαι συ­νε­χῶς, σὲ κοι­νω­νί­α μὲ τὸν ἱ­ε­ρουρ­γοῦν­τα Κύ­ριον, νὰ ζῶ ἐν Χρι­στῷ τὴ θερ­μό­τη­τα καὶ τὴ γλυ­κύ­τη­τα τῆς θε­ϊ­κῆς του πα­ρου­σί­ας. Μί­α τέ­τοι­α ἐμ­πει­ρί­α, μία­ τέ­τοι­α κα­τά­στα­ση βί­ω­σε ὁ Μο­το­βί­λωφ, πνευ­μα­τι­κὸ τέ­κνο τοῦ Στά­ρετς Σε­ρα­φεὶμ, ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ ἕ­να δι­ά­λο­γο ποὺ εἶ­χε μα­ζί του. Ἂς πα­ρα­κο­λου­θή­σο­με ἕ­να ἀ­πό­σπα­σμα ἀ­πὸ αὐ­τὴ τὴν εὐ­λο­γη­μέ­νη συ­νάν­τη­ση.

«Οἱ Ἀ­πό­στο­λοι κα­τα­λά­βαι­ναν ἂν τὸ Πνεῦ­μα τοῦ Θε­οῦ κα­τοι­κοῦ­σε σὲ αὐ­τοὺς ἢ ὄ­χι. Καὶ γε­μᾶτοι μὲ τὴ γνώ­ση αὐ­τὴ ἔ­βλε­παν τὴν πα­ρου­σί­α τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος μέ­σα τους καὶ δή­λω­ναν θε­τι­κὰ ὅ­τι τὸ ἔρ­γο τους ἦ­ταν ἱ­ε­ρὸ καὶ ἀ­πό­λυ­τα εὐ­ά­ρε­στο στὸν Κύ­ριο καὶ Θε­ό. Αὐ­τὸ ἐ­ξη­γεῖ για­τί ἔ­γρα­φαν στὶς ἐ­πι­στο­λές τους: «ἔ­δο­ξε τῷ Ἁ­γί­ῳ Πνεύ­μα­τι καὶ ἡμῖν» (Πράξ. 15,28). Μό­νο πά­νω σὲ αὐ­τὴ τὴ βά­ση πρό­σφε­ραν τὶς ἐ­πι­στο­λές τους σὰν ἀ­ναλ­λοί­ω­τη ἀ­λή­θεια γιὰ τὴν ὠ­φέ­λεια ὅ­λων τῶν πι­στῶν. Οἱ ἅ­γιοι ἀ­πό­στο­λοι ἦ­ταν συ­νει­δη­τὰ βέ­βαι­οι γιὰ τὴν πα­ρου­σί­α τοῦ Πνεύ­μα­τος τοῦ Θε­οῦ μέ­σα τους. Ἔ­τσι καὶ σὺ φι­λό­θε­ε, βλέ­πεις πό­σο ἁ­πλὸ εἶ­ναι.

Πα­ρὰ ταῦ­τα, ἀ­πάν­τη­σα, δὲν κα­τα­λα­βαί­νω πῶς μπο­ρῶ νὰ εἶ­μαι βέ­βαι­ος ὅ­τι βρί­σκο­μαι στὸ Πνεῦ­μα τοῦ Θε­οῦ. Πῶς μπο­ρῶ νὰ δι­α­κρί­νω τὴν πραγ­μα­τι­κὴ πα­ρου­σί­α Του σὲ μέ­να;

Ὁ πα­τὴρ Σε­ρα­φεὶμ ἀ­πάν­τη­σε: Σοῦ ἔ­χω ἤ­δη μι­λή­σει, φι­λό­θε­ε, ὅ­τι εἶ­ναι πο­λὺ ἁ­πλὸ καὶ σοῦ ἔ­χω ἀ­φη­γη­θεῖ μὲ λε­πτο­μέ­ρει­ες πῶς οἱ ἄν­θρω­ποι μπο­ροῦν νὰ λά­βουν τὸ Ἅ­γιο Πνεῦ­μα καὶ πῶς μπο­ροῦ­με νὰ δι­α­κρί­νου­με τὴν πα­ρου­σί­α του μέ­σα μας. Τί πε­ρισ­σό­τε­ρο ζη­τᾶς;

Θέ­λω νὰ κα­τα­λά­βω κα­λά, ἀ­πάν­τη­σα. Τό­τε ὁ Πα­τὴρ Σε­ρα­φεὶμ μὲ ἔ­πια­σε στα­θε­ρὰ ἀ­πὸ τοὺς ὤ­μους καὶ εἶ­πε: Βρι­σκό­μα­στε καὶ οἱ δύ­ο στὸ Πνεῦ­μα τοῦ Θε­οῦ τώ­ρα, γι­έ μου. Για­τί δὲ μὲ κοι­τᾶς; Δὲν μπο­ρῶ νὰ σὲ κοι­τά­ξω, πα­τέ­ρα, ἀ­πάν­τη­σα, για­τί τὰ μά­τια σου λάμ­πουν σὰν ἀ­στρα­πή. Τὸ πρό­σω­πό σου ἔ­χει γί­νει λαμ­πρό­τε­ρο ἀ­πὸ τὸν ἥ­λιο καὶ τὰ μά­τια μου μὲ πο­νοῦν.

Ὁ πα­τὴρ Σε­ρα­φεὶμ εἶ­πε: Μὴ τρο­μά­ζεις, φι­λό­θε­ε. Τώ­ρα καὶ ἐ­σὺ ἔ­χεις γί­νει τό­σο φω­τει­νὸς ὅ­σο καὶ ἐ­γώ. Εἶ­σαι τώ­ρα στὴν πλη­ρό­τη­τα τοῦ Πνεύ­μα­τος τοῦ Θε­οῦ ὁ ἴ­διος. Δι­α­φο­ρε­τι­κὰ δὲν θὰ μπο­ροῦ­σες νὰ μὲ κοι­τά­ξεις στὴν κα­τά­στα­ση ποὺ βρί­σκο­μαι.

Τό­τε σκύ­βον­τας τὸ κε­φά­λι του πρὸς τὸ μέ­ρος μου, ψι­θύ­ρι­σε ἤ­ρε­μα στὸ αὐ­τί μου. Εὐ­χα­ρί­στη­σε τὸν Κύ­ριο καὶ Θε­ὸ γιὰ τὸ ἀ­νέκ­φρα­στο ἔ­λε­ός Του σέ μᾶς. Εἶ­δες ὅ­τι ἀ­κό­μα δὲν ἔ­κα­να τὸ σταυ­ρό μου, πα­ρὰ μό­νο στὴν καρ­διά μου προ­σευ­χή­θη­κα νο­ε­ρὰ στὸν Κύ­ριο…». (σ. 124-127). Ἐ­μεῖς, ἴ­σως οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι χρι­στια­νοί, σταυ­ρο­κο­πι­ού­μα­σε κά­πο­τε ἀ­πὸ συ­νή­θεια, κά­πο­τε ἀ­πὸ σκο­πι­μό­τη­τα, κά­πο­τε ἀ­πὸ ἐ­πί­δει­ξη, κά­πο­τε ἀ­πὸ μι­μη­τι­σμό, κά­πο­τε ἐ­πει­δὴ αἰ­σθα­νό­μα­στε ἄ­βο­λα μὲ τοὺς δι­πλα­νούς μας, κά­πο­τε ἀ­πὸ νευ­ρι­κό­τη­τα ἢ ἀ­κη­δί­α, ἄλ­λο­τε πά­λι, ἐ­πι­σφρα­γί­ζον­τας μέ­σα μας τὴν κε­νό­τη­τα καὶ ὄ­χι τὴν πλη­ρό­τη­τα Πνεύ­μα­τος Ἁ­γί­ου. Ἴ­σως ἐ­πει­δὴ δὲν γνω­ρί­ζο­με νὰ σι­ω­ποῦ­με, δὲν μᾶς ἔ­μα­θε κά­ποι­ος τὸν «τό­πο» καὶ τὸν «τρό­πο» τῆς σι­ω­πῆς. Καὶ πῶς νὰ τὸν μά­θει κά­ποι­ος, ἀ­φοῦ δὲν ἔ­χει πνευ­μα­τι­κὸ κα­θο­δη­γη­τὴ καὶ ἀ­φοῦ ὁ ἴ­διος ἀ­πο­φαί­νε­ται γιὰ τὴν ἀ­ξι­ο­σύ­νη του ἢ ὄ­χι, προ­κει­μέ­νου π.χ. νὰ προ­σέλ­θει στὴ θεί­α κοι­νω­νί­α. Οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι αὐ­τα­ρε­σκό­μα­στε στὴν αὐ­το­δι­καί­ω­σή μας καὶ στὴν παν­το­γνω­σί­α μας καὶ αὐ­τὸ εἶ­ναι ἡ με­γά­λη ὑ­πο­κρι­σία­, «ἡμῶν τῶν ὀρ­θο­δό­ξων χρι­στια­νῶν».

Ὅ­λοι οἱ ὕ­μνοι τῆς Ὀρ­θό­δο­ξης Ἐκ­κλη­σί­ας, σὲ αὐ­τὸ συν­τεί­νουν, νὰ ἐ­νι­σχύ­σουν τὴν πί­στη πρὸς τὸν Χρι­στό, νὰ καλ­λι­ερ­γή­σουν τὴ σι­ω­πὴ καὶ τὴν ἡ­συ­χί­α, νὰ συ­νει­δη­το­ποι­ή­σου­με τὶς κα­τα­βο­λὲς καὶ τὴν ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κὴ ἐμ­πει­ρί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, τὴ θέ­ση καὶ τὴ στά­ση μας μέ­σα σὲ αὐ­τήν. Δη­λα­δὴ τὴν «ἐν Χρι­στῷ» ζω­ή μας, ποι­οὶ εἴ­μα­στε ἀλ­λὰ καὶ τί μπο­ροῦ­με νὰ γί­νο­με, ὅ­ταν λά­βο­με τὸ ἔ­λε­ος τοῦ Τρι­α­δι­κοῦ Θε­οῦ, τὸ Πνεῦ­μα τὸ Ἅ­γιο. Νὰ συ­νει­δη­το­ποι­ή­σο­με τὸ λό­γο Κυ­ρί­ου: «Οὐκ ἐ­ά­σω ὑ­μᾶς ὀρ­φα­νούς», «Ἰ­δοὺ ἐ­γὼ μεθ᾿ ἡ­μῶν εἰ­μί», «Μεί­να­τε ἐν ἐ­μοὶ κα­γῶ ἐ­γὼ μεθ᾿ ὑ­μῶν εἰ­μί». Νὰ φρον­τί­σου­με τὴ δι­α­μο­νή μας στὸ σπί­τι τοῦ Θε­οῦ, τὴν Ἐκ­κλη­σί­α, ἐκεῖ καὶ Αὐ­τός, ὅ­πως εἴ­πα­με πα­ρα­πά­νω, δι­α­μέ­νει μό­νι­μα. Σὲ αὐ­τὸ τὸ στό­χο ἀ­πο­βλέ­πει τὸ πο­λί­τευ­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας: «εἰς τέ­λος ἐ­να­ρέ­του πο­λι­τεί­ας φθᾶ­σαι, ὅ­πως λη­ψώ­με­θα, τὴν τρυ­φὴν τὴν ἀ­γή­ρῳ», «Τὸν χρό­νον τῆς Νη­στεί­ας νῦν ὑ­περ­με­σά­σαν­τες, ἀρ­χὴν ἐν­θέ­ου δό­ξης, σα­φῶς ἐ­πι­δει­ξώ­με­θα, καὶ εἰς τέ­λος ἐ­να­ρέ­του πο­λι­τεί­ας, φθᾶ­σαι θερ­μῶς σπεύ­σω­μεν, ὅ­πως λη­ψώ­με­θα, τὴν τρυ­φὴν τὴν ἀ­γή­ρῳ». (Στι­χη­ρό προ­σό­μοι­ο, ποί­η­μα Ἰ­ω­σήφ, Κυ­ρια­κὴ ἑ­σπέ­ρας Ε΄ Νη­στει­ῶν) «πρὸς τὸ μέλ­λον ἐν χα­ρά, δι­ευ­θυ­δρο­μή­σω­μεν» (Ποί­η­μα Θε­ο­δώ­ρου). Τὴν ἐ­πι­στρο­φὴ στὸ σπί­τι τοῦ Θε­οῦ, στὸ θεῖ­ο κάλ­λος, στὸ χα­μέ­νο πα­ρά­δει­σο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας πε­ρι­γρά­φουν τὰ τρο­πά­ρια τοῦ Μ. Κα­νό­να, ὡς ἑ­ξῆς: οἱ «ἀ­πω­λέ­σαν­τες τὸ πρω­τόκτι­στον κάλ­λος καὶ τὴν εὐ­πρέ­πειάν μας» (τρο­πά­ριο, ὠ­δὴ β’ ), «Ἠ­μαρ­τη­κό­τα, Σω­τὴρ ἐ­λέ­η­σον, δι­έ­γει­ρόν μου τὸν νοῦν, πρὸς ἐ­πι­στρο­φὴν»  (Μ. κα­νό­νας σ. 295), «Ψυ­χή μου ψυ­χή μου…ἀ­νά­νη­ψον οὖν», «Ὁ νοῦς τε­τραυ­μά­τι­σται, τὸ σῶ­μα με­μα­λά­κι­σται, νο­σεῖ τὸ πνεῦ­μα, ὁ λό­γος ἠ­σθέ­νη­σεν, ὁ βί­ος νε­νέ­κρω­ται, τὸ τέ­λος ἐ­πὶ θύ­ραις» (Μ. Κα­νό­νας σ. 297), «καρ­δί­αν μοι δώ­ρη­σαι, ἀ­εὶ συν­τε­τριμ­μέ­νην» σ. 298.

Τὸ λει­τουρ­γι­κὸ ἔ­τος, τὸ ἑ­ορ­το­δρό­μιο καὶ ἑ­ορ­το­λό­γιο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, οἱ βί­οι, καὶ τὰ λεί­ψα­να τῶν Ἁ­γί­ων, οἱ ἱ­ε­ρές τους εἰ­κό­νες, ποὺ ἐκ­φρά­ζουν τὴ «θε­ο­λο­γί­α τοῦ κάλ­λους», οἱ ἱ­ε­ροὶ τό­ποι, οἱ Ἱ­ε­ρὲς Μο­νὲς καὶ τὰ προ­σκυ­νή­μα­τα, οἱ ἀ­σκη­τι­κὲς μορ­φές τους, μὲ τὰ ποι­κί­λα πνευ­μα­τι­κὰ μη­νύ­μα­τα, τὰ ὁ­ποῖ­α ἐκ­πέμ­πουν, ἡ αἰ­σθη­τι­κὴ καὶ ἡ χα­ρὰ καὶ ὁ σε­βα­σμὸς τῆς φύ­σε­ως, ὅ­πως αὐ­τά, ἐκ­φρά­στη­καν ἀ­πὸ τοὺς Ἁ­γί­ους μας, καὶ τοὺς πι­στοὺς προ­σκυ­νη­τές τους, εἶ­ναι πι­στεύ­ο­με, ὁ «τό­πος», ὁ «τρό­πος» βί­ω­σης τοῦ «σε­σι­γη­μέ­νου μυ­στη­ρί­ου», ὁ «θρό­νος Κυ­ρί­ου». Συ­νε­πῶς, μπο­ρεῖ νὰ δι­α­τυ­πω­θεῖ καὶ ὡς πρό­τα­ση πρὸς κά­θε κα­λο­προ­αί­ρε­το ἀ­δελ­φό μας, γιὰ κα­λύ­τε­ρη αὐ­το­γνω­σί­α καὶ αὐ­το­κρι­τι­κή. Αὐ­τὲς τὶς γρα­φι­κὲς ἀ­λή­θει­ες το­νί­ζει ὁ Ἅ­γιος Νε­κτά­ριος Πεν­τα­πό­λε­ως (+1920), στὸ βι­βλί­ο του «Γνῶ­θι σαυ­τόν»: «εἰ βού­λει Θε­ὸν γνῶ­ναι προ­λα­βών γνῶθι σαυ­τόν». «Ὁ γι­νώ­σκων ἑ­αυ­τὸν τό­πος ἐ­στί καὶ θρό­νος Κυ­ρί­ου», «οἱ δὲ ἑ­αυ­τῶν ἐ­πι­γνώ­μο­νες σο­φοὶ» (Πα­ροιμ. 13,10).» «Ὁ ἐ­πι­γνοὺς ἑ­αυ­τὸν ἐ­πι­γι­νώ­σκει τὰ πρὸς ἑ­αυ­τόν, τὰ πρὸς τὸν πλη­σί­ον καὶ τὰ πρὸς τὸν Θε­ὸν κα­θή­κον­τα, καὶ κα­τα­νο­εῖ ὅ­τι εὐ­σέ­βεια, δι­και­ο­σύ­νη, ἀ­λή­θεια καὶ ἐ­πι­στή­μη δέ­ον ἐ­στί νὰ ὦ­σιν αὐ­τῷ τὰ μό­να προ­σφι­λῆ καὶ ἐ­πι­πό­θη­τα ἀ­γα­θὰ καὶ πρὸς ταῦ­τα ὡς πρὸς λυ­δί­αν λί­θον νὰ δο­κι­μά­ζη πά­σας τὰς ἠ­θι­κάς καὶ θρη­σκευ­τι­κάς αὐ­τοῦ πρά­ξεις…». Καὶ σὲ ἄλ­λο ση­μεῖ­ο, ὁ ἴ­διος Ἅ­γιος, ἀ­να­φε­ρό­με­νος στὴν ἀ­λή­θεια τῶν πραγ­μά­των, πα­ρα­τη­ρεῖ: Ἡ δὲ ἄ­γνοι­α τῆς ἀ­λη­θοῦς τῶν πραγ­μά­των φύ­σε­ως τῶν τε θεί­ων καὶ ἀν­θρω­πί­νων μυ­ρί­α συ­νε­πά­γε­ται δει­νά. Δει­νὸν ὄν­τως ἡ ἄ­γνοι­α καὶ πολ­λῶν κα­κῶν αἰ­τί­α τοῖς ἀν­θρώ­ποις γί­γνε­ται… Αὕ­τη ὑ­πὸ τῆς φι­λαυ­τί­ας πα­ρα­κρου­ο­μέ­νη…. γεν­νᾶ τὴν οἴ­η­σιν, τὸν τύ­φον καὶ τὴν ἀ­λα­ζο­νεί­αν, ἐξ ὧν ἡ ἰ­δι­ό­βου­λος γεν­νᾶ­ται ἐ­νέρ­γεια, ὁ ἐ­γω­ϊ­σμὸς καὶ τὸ προ­σω­πι­κὸν συμ­φέ­ρον…».(Ἐκ­δό­σεις Νε­κτά­ριος Πα­να­γό­που­λος, Ἀ­θῆ­ναι 2003, σ. 11-13). Ταυ­τό­χρο­να, ἡ πα­ρα­πά­νω τα­πει­νή μας πρό­τα­ση, ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὶς διδαχές, ἀπὸ τὴν πολιτεία καὶ τοὺς τάφους τῶν Ἁγίων τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, περικλείει μέσα της μία δυναμικὴ καὶ τὴν πε­ποί­θη­ση, σὲ ὅ­ποι­ον τὸ τολ­μή­σει νὰ δη­λώ­σει μὲ παρ­ρη­σί­α: εἶ­μαι ἕ­τοι­μος νὰ ἀρ­νη­θῶ τὸν κό­σμο, γιὰ νὰ ζή­σω παν­το­τι­νά, μὲ τὸν Χρι­στό. Ἐ­ξάλ­λου, ὁ­λό­κλη­ρος ὁ κό­σμος δὲν ἀ­ξί­ζει ὅ­σο ἡ ψυ­χὴ τοῦ ἀν­θρώ­που. «Τί εἶ­ναι ὑ­λι­κὸς κό­σμος;». Τὴν ἀ­πάν­τη­ση δί­νει ὁ Ἅ­γιος Ἰ­ω­άν­νης τῆς Κρο­στάν­δης: «ἕ­να σύ­νο­λο ἀ­πὸ ἀ­βε­βαι­ό­τη­τες καὶ φθο­ρά. Δὲν μπο­ροῦ­με νὰ τὸν ἐμ­πι­στευ­τοῦ­με σὲ τί­πο­τα. Ὅ­λα εἶ­ναι εὔ­θραυ­στα καὶ πα­ρο­δι­κά. Ἡ καρ­διά μας λοι­πὸν δὲν ἔ­χει που­θε­νὰ ἀλ­λοῦ νὰ στη­ρι­χθεῖ ἐ­κτὸς ἀ­πὸ τὸν ἕ­να Θε­ό, ποὺ δη­μι­ούρ­γη­σε τὸν κό­σμο ἀ­πὸ τὸ μη­δέν, τὸν συ­νέ­χει καὶ τοῦ δί­νει πνο­ὴ» καὶ συ­νε­χί­ζει γιὰ τὴν ἀ­γά­πη τοῦ Θε­οῦ, πρὸς ἐ­μᾶς, τὰ παι­διά του. «Ἡ ἀ­γά­πη ποὺ ἔ­χει γιὰ μᾶς ὁ Θε­ός, εἶ­ναι τό­σο με­γά­λη, ἀ­προ­σμέ­τρη­τη, ὥ­στε μπρο­στά της, κά­θε κα­κί­α ποὺ στρέ­φε­ται ἐ­ναν­τί­ον μας, εἶ­ναι ἐν­τε­λῶς ἀ­σή­μαν­τη, ἕ­να τί­πο­τα. Ὁ Θε­ὸς μᾶς ἀ­γα­πᾶ. Καὶ αὐ­τὸ φτά­νει καὶ πε­ρισ­σεύ­ει. Τί μπο­ροῦν νὰ μᾶς κά­νουν οἱ ἄν­θρω­ποι ὅ­ταν ὁ Θε­ὸς μᾶς ἀ­γα­πᾶ(Π. Μπό­τση, Πνευ­μα­τι­κὸ πορ­τραῖ­το τοῦ Ἁ­γί­ου Ἰ­ω­άν­νη τῆς Κρο­στάν­δης, ὅπ.π., σ. 157-158). Ζών­τας λοι­πὸν στὴν ἀ­γά­πη τοῦ Θε­οῦ, στὴν οὐ­σί­α ση­μαί­νει ἀ­πε­λευ­θέ­ρω­ση ἀ­πὸ τὸν κό­σμο, τὰ πά­θη καὶ τὰ βά­σα­να τοῦ κό­σμου, ὁ ὁ­ποῖ­ος «κεῖ­ται ἐν τῷ πο­νη­ρῷ». Ἐνα­τέ­νι­ση τῆς «ἄλ­λης βι­ο­τῆς» πού εἶναι ἡ ἀ­παρ­χή τῆς αἰώ­νιας ζω­ῆς. Μία ἐνα­τέ­νι­ση πού δέν εἶναι μό­νο θε­ω­ρί­α, ἀλ­λά καί πρά­ξη-ἐ­πι­στέ­γα­σμα ἀ­γώ­νων πνευ­μα­τι­κῶν, δι­α­τή­ρη­σης τῆς ἡσυ­χί­ας καί σι­ω­πῆς (Μπό­τση, Ὅ­σιος Σε­ρα­φείμ, ὅπ.π., σ. 72-73, 79), ἕ­νω­ση μὲ τὸν Χρι­στὸν ὁ ὁ­ποῖ­ος, ὅ­πως μαρ­τυ­ρεῖ­ται ἀ­πὸ τὴν ἐμ­πει­ρί­α τῶν Ἁ­γί­ων καὶ τὸ μυ­στή­ριο τῆς θεί­ας εὐ­χα­ρι­στί­ας, ἀ­κα­τά­παυ­στα «ὑ­πά­γει» καὶ «ἔρ­χε­ται» στὴ ζω­ὴ τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.

Αὐ­τὸς ὁ μα­κρὺς καὶ ἐ­πί­πο­νος ἀ­γῶνας, γιὰ νὰ γνω­ρί­σει κά­ποι­ος τὸν ἑ­αυ­τόν του, νὰ γνω­ρί­σει τὸ Θε­ὸ, «νὰ κα­τα­νο­ή­ση τὴν φύ­ση τῶν ὄν­των καὶ ὡς αὐ­τὰ καθ᾿ ἑ­αυ­τὰ ἔ­χου­σι καὶ ἀ­πο­βῆ εἰ­κὼν καὶ ὁ­μοί­ω­μα Θε­οῦ» (Τὸ Γνῶ­θι σαυ­τόν, ὅπ.  π., σ. 11), νὰ ἐκ­πλη­ρώ­σει τὸ σκο­πὸ τῆς πνευ­μα­τι­κῆς ζω­ῆς σὲ τοῦ­το τὸν κό­σμο, ποὺ εἶ­ναι ἡ ἀ­πό­κτη­ση τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, ὅ­πως σὲ γε­νι­κὲς γραμ­μές, τὰ προ­βάλ­λα­με μέ­σα ἀ­πὸ τὸ βί­ο, τὴν πο­λι­τεί­α καὶ τὶς θε­ό­πνευ­στες δι­δα­χὲς τῶν πα­ρα­πά­νω Ἁ­γί­ων, μέ­σα ἀ­πὸ τὴν «πε­ρι­πε­τει­ώ­δη πε­ρι­πλά­νη­ση» στὰ μο­νο­πά­τια τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς, καὶ γε­νι­κά τῆς ὀρ­θό­δο­ξης εὐ­σέ­βειας, τὸ χα­ρα­κτή­ρα καὶ τὸ πε­ρι­ε­χό­με­νο τοῦ «φι­λο­κα­λι­κοῦ τα­ξι­δι­ώ­τη», μι­μη­τή τοῦ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ, ποὺ εἶ­ναι ὁ «ὡ­ραῖ­ος κάλ­λει», μπρο­στὰ στὸν ἀ­πει­ρό­κα­λο καὶ ἀ­κα­λαί­σθη­το ἄν­θρω­πο τῆς ἐ­πο­χῆς μας. Τὸ τέρ­μα ἡ σκο­πο­θε­σί­α αὐ­τῆς τῆς «πά­λης μὲ τὸν Θε­όν», τε­λι­κὰ εἶ­ναι ἡ ὑ­πέρ­βα­ση, ἡ ἀ­γά­πη πρὸς τὸν Θε­ό, τὸν κό­σμο καὶ τὸ συ­νάν­θρω­πό μας, ἡ ὀ­μορ­φιά, ἡ ὡ­ραι­ό­τη­τα, ἡ ἁ­γι­ό­τη­τα, τὸ «ἄρ­ρη­τον κάλ­λος». Καὶ «ὅ­ταν ἡ χά­ρη τοῦ Θε­οῦ εἶ­ναι μὲ τὸν ἄν­θρω­πο τό­τε ὅ­λα τὰ πράγ­μα­τα εἶ­ναι μί­α ἔκ­πλη­ξη γιὰ τὴν καρ­διά, ἐ­ξαι­τί­ας τῆς ὀ­μορ­φιᾶς του».