Γνωρίζουμε πλέον καλά, πόσο έχουν στηριχθεί οι πολέμιοι του θαύματος του Αγίου Φωτός σε ένα κείμενο που έγραψε ο Αδαμάντιος Κοραής στα 1826, με τίτλο «Διάλογος περί του εν Ιεροσολύμοις Αγίου Φωτός», όπου ο Χίος λόγιος εκθέτει απόψεις και υποψίες με τη μορφή ενός διαλόγου ανάμεσα στα φανταστικά πρόσωπα, Φώτιο και Καλλίμαχο[1].
Χωρίς να επεκταθούμε ιδιαίτερα σε λεπτομέρειες, επισημαίνουμε το βασικό επιχείρημα του Κοραή στον «διάλογο» αυτό, ότι δηλ. οι μαρτυρίες μας οδηγούν στο συμπέρασμα πως «έπλασαν το θαύμα οι Δυτικοί» και από εκεί το «πήραν» και οι Ορθόδοξοι.
Ενδεικτικό, ως προς τη στήριξη του επιχειρήματος περί δυτικής προέλευσης, είναι ένα τμήμα του «διαλόγου»:
«Κ. Δεν είναι δυνατόν ούτε τον αρχηγόν, ούτε τον καιρόν της πρώτης αυτού δείξεως, ή μάλλον πλάσεως, ακριβώς να διορίσωμεν. Τούτο μόνον μας λέγει η ιστορία, πότε πρώτον ηκούσθη όνομα αγίου φωτός.
Φ. Πότε;
Κ. Κατά την εννάτην εκατονταετηρίδα.
Φ. Τις πρώτος από τους αγιοταφίτας το ωνόμασε;
Κ. Δεν ήτον αγιοταφίτης αλλ’ ένας από της Δυτικής εκκλησίας τους Μοναχούς.
Φ. Α! Α! Α!
Κ. Εις τι απορείς και τι θαυμάζεις;
Φ. Μ’ έκαμες να υποπτεύωμαι, μη μας έπλασαν το θαύμα οι Δυτικοί, επειδή πρώτοι το ωνόμασαν.
Κ. Δεν είναι άτοπος η υποψία σου…»[2].
Είναι μάλιστα χαρακτηριστική η «ανακουφισμένη» έκφραση του ενός πρωταγωνιστή: «εσήκωσες μέγα βάρος από την ψυχή μου…[που έμαθα ότι] δεν το έπλασε βέβαια η εκκλησία μας» (σελ. 343).
Προφανώς, με τη φράση αυτή ο Κοραής σκόπευε να προσφέρει «παρηγοριά» στους Ορθοδόξους, ότι οι «κακοί» της υπόθεσης είναι οι εφευρέτες του «θαύματος», οι Φράγκοι. Και όπως είναι φυσικό, την προσπάθεια αυτή του Κοραή ειρωνεύεται ο Κων/νος Οικονόμου εξ Οικονόμων, λέγοντας, σε τι ωφελεί να λέμε ότι οι Ορθόδοξοι «δεν ήσαν… κλέπται, αλλά κλεπταποδόχοι!»;[3].
Μας κάνει εντύπωση ότι και στις μέρες μας, ο καθηγητής Κω/νος Καλοκύρης, από τους νεώτερους πολεμίους του θαύματος (1999[4]), κάνει χρήση παρόμοιων επιχειρημάτων και αναδεικνύει προφανώς το έργο αυτό του Κοραή ως αναντικατάστατο, αφού μέχρι σήμερα δεν βρέθηκε κάτι καλύτερο να χρησιμοποιηθεί. Ακολουθώντας τον Κοραή, ο καθηγητής στηρίζει πολλά στη δυτική «προέλευση» του «θαύματος», ενώ προσπαθεί με μια προσωπική του ερμηνεία στην ευχή που λέει ο Πατριάρχης μέσα στον Άγιο Τάφο, να αποδείξει ότι η ευχή αυτή δήθεν «ομολογεί» ότι δεν είναι θαύμα η εμφάνιση του Αγίου Φωτός. Φυσικά κάτι τέτοιο δεν υπάρχει πουθενά στην ευχή, και διαψεύσαμε στην κάθε του λεπτομέρεια αυτόν τον ισχυρισμό σε άλλο μας άρθρο[5] (το οποίο γράφτηκε για να απαντήσει επίσης, σε διαδικτυακές επιχειρηματολογίες που πήγαν με απίστευτο θράσος και αλχημείες να εμπλέξουν και τον π. Γεώργιο Μεταλληνό ως «αρνητή» του θαύματος!).
Αυτό όμως που μας έκανε εντύπωση από την ανάγνωση των κειμένων Κοραή και Καλοκύρη, αφορά τρεις σημαντικές μαρτυρίες περί του Αγίου Φωτός, οι οποίες είτε υποβαθμίζονται, είτε απουσιάζουν εντελώς και αφορούν:
1) τον χρόνο εμφάνισης του θαύματος, ο οποίος τοποθετείται πολύ πριν από τον 9ο αιώνα, και
2) την Ανατολική και όχι δυτική προέλευση των αρχαιότερων μαρτυριών περί του θαύματος!
Οι τρεις μαρτυρίες είναι:
α) Η μαρτυρία που έχει καταγραφεί από τον Αρμένιο ιστορικό Κιρακό Γκαντζάκετσι (Kirakos Gandzaketsi, 1201-1271) στο έργο του «Η Ιστορία των Αρμενίων». Το συγκεκριμένο έργο, γραμμένο στα μέσα του 13ου αιώνα, περιγράφει ιστορικά γεγονότα που έλαβαν χώρα κατά την περίοδο μεταξύ του 4ου και του 13ου αιώνα.
Όπως σημειώνει ο κ. Σκαρλακίδης, στο βιβλίο του οποίου για πρώτη φορά διαβάσαμε για τη μαρτυρία αυτή[6], «μεταξύ αυτών των γεγονότων περιλαμβάνεται και η θαυματουργή ανάφλεξη μιας κανδήλας την οποία τοποθέτησε στον Τάφο του Χριστού ο Γρηγόριος ο Φωτιστής[7], περί το έτος 330».
Αν ληφθεί υπόψη ότι η ανοικοδόμηση του Ναού της Αναστάσεως ξεκίνησε το έτος 326 και ότι ο Γρηγόριος απεβίωσε το 331, καθίσταται φανερό ότι το γεγονός που περιγράφει ο ιστορικός Kirakos έλαβε χώρα την περίοδο 326-331.
Η μαρτυρία είναι η εξής (σε μετάφραση):
«Λένε ότι ο Άγιος Γρηγόριος τοποθέτησε μια κανδήλα πάνω στον Τάφο του Χριστού και παρακάλεσε τον Θεό με τις προσευχές του ώστε, στη γιορτή του Πάσχα, ο τόπος να φωτιστεί από ένα άυλο Φως, κάτι το οποίο συμβαίνει μέχρι τις ημέρες μας» [8].
Σε ένα ακόμη απόσπασμα από την ιστορία του, ο Kirakos επανέρχεται στο ίδιο ζήτημα και αναφέρει ότι κάποιο συγκεκριμένο έτος εκδηλώθηκε διαφωνία μεταξύ των Αρμενίων και των Γεωργιανών, ως προς την ημερομηνία τέλεσης του Πάσχα. Η διαφωνία επιλύθηκε τελικά από το ίδιο το Άγιο Φως, το οποίο άναψε την ακοίμητη κανδήλα στην ορθή ημερομηνία.
Γράφει ο Kirakos στο δεύτερο απόσπασμά του:
«Τώρα, αναφορικά προς το Πάσχα υπήρχε μεγάλη φιλονικία και διαφωνία των Αρμενίων μεταξύ όλων των λαών, ειδικά με τους Γεωργιανούς […] Η ετυμηγορία επήλθε από την ακτινοβολούσα κανδήλα στον Πανάγιο Τάφο του Χριστού η οποία, λένε, κατά την παράκληση του Γρηγορίου του Φωτιστή των Αρμενίων (χωρίς καμία ανθρώπινη βοήθεια ή υλική φωτιά), ανάβει κατ’ εντολή του Θεού κάθε χρόνο. Αυτό συμβαίνει μέχρι και σήμερα»[9].
Ο Kirakos διευκρινίζει και πάλι πως η κανδήλα του Τάφου του Χριστού άναψε μετά από παράκληση του Γρηγορίου, και έκτοτε το θαύμα πραγματοποιείται κάθε χρόνο κατ’ εντολή Θεού. Η διήγησή του παρουσιάζει, στην ουσία, την αρμενική εκδοχή για τη χρονική αφετηρία του θαύματος, συγχρόνως όμως διασώζει μια πολύ παλαιά παράδοση, η οποία καλύπτει το κενό των πέντε αιώνων.
Η πρώτη μας σκέψη όταν είδαμε ότι η μαρτυρία αυτή προέρχεται από Αρμένιο, ήταν να αναζητήσουμε τις γνώμες των ειδικών για το έργο του. Βρήκαμε ότι η επιστημονική βιβλιογραφία θεωρεί σημαντική πηγή την ιστορία του και ο Kirakos από τη Γανζία (ή Γαντζάκ) χαρακτηρίζεται από τη Βυζαντινή Ιστορία του Καίμπριτζ ως «σπουδαίος ιστορικός»[10], και το έργο του κατατάσσεται από τον Κρουμπάχερ, στις «σπουδαιότατες» ιστορικές πηγές[11].
Κατά συνέπεια είναι μια σημαντική μαρτυρία ενός αξιόλογου ιστορικού που αξίζει να διερευνηθεί, όμως ούτε ο Κοραής, ούτε ο Καλοκύρης την αναφέρουν.
β) Μία ανάλογη προφορική παράδοση διασώζει και ο Έλληνας κληρικός Νικήτας ο οποίος αναφέρει ότι μετά την Ανάσταση του Χριστού, το Άγιο Φως άρχισε να εμφανίζεται στον άγιο Τάφο, κάθε Μεγάλο Σάββατο, χωρίς καμία διακοπή στο πέρασμα των αιώνων.
Το Πάσχα του 947 ο Έλληνας κληρικός Νικήτας καταφθάνει στην Ιερουσαλήμ ως αντιπρόσωπος του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ζ΄ του Πορφυρογέννητου, εκτός άλλων και για να συμμετάσχει στην τελετή του Αγίου Φωτός. Αμέσως μετά την τελετή, ο Νικήτας συντάσσει μια επιστολή που προορίζεται για τον αυτοκράτορα, στην οποία περιγράφει τα γεγονότα που βίωσε.
Εκτός λοιπόν από την μαρτυρία του ότι είδαν «το υπερφυές θαυμαζόμενοι», να ανάβει η Κανδήλα «με θεϊκή συναίνεση»[12], προσθέτει ότι είδε «ολόκληρη την εκκλησία του Θεού να είναι γεμάτη από το ανέγγιχτο θεϊκό φως και όλους να είναι γεμάτοι από θάμβος γι’ αυτή την αναπάντεχη εμφάνιση του φωτός, αλλά ακόμα και αυτούς τους άθεους Αγαρηνούς» ενώ μας διασώζει και την προφορική παράδοση ότι το θαύμα πραγματοποιείτο από την εποχή του Χριστού, κάθε χρόνο, χωρίς διακοπή: «από την Ανάληψη του Χριστού μέχρι τότε λένε πως κάθε χρόνο η ακτινοβολία του θείου φωτός φανερωνόταν σε μια κανδήλα από εκείνες που υπάρχουν στον άγιο Τάφο».
Οι δύο μαρτυρίες, η παλαιότερη του Νικήτα και η νεώτερη του Αρμένιου ιστορικού, έχουν διαφορές, όμως και οι δύο διαφωνούν σαφώς με την πρόταση περί εμφάνισης του Αγίου Φωτός για πρώτη φορά στον 9ο αιώνα, και διαφωνούν επίσης ότι το θαύμα αυτό έχει κάποια σχέση με τη δύση και τους Φράγκους.
γ) Τρίτη στη σειρά θα παρουσιάσουμε την πρώτη μαρτυρία του 9ου αιώνα περί του θαύματος, η οποία προέρχεται από την ανατολή και όχι από τη δύση. Διότι ο Κοραής θεωρεί ως πρώτη μαρτυρία του 9ου αιώνα αυτή του Γάλλου μοναχού Βερνάρδου (870 μ.Χ.) και δεν αναφέρει καθόλου την ανατολικής προέλευσης μαρτυρία του Αγίου Θεοδώρου του Σαββαΐτη (836 μ.Χ.).
Σημαντικό στην εξέταση των μαρτυριών που κάνουμε, είναι το γεγονός ότι ο κ. Καλοκύρης θεωρεί και αυτός ότι «η παλαιότερη μνεία τού φωτός ως ουρανίου (μαρτυρία στις αρχές του [9ου] αιώνος)» είναι αυτή «του επισκόπου Εμέσης Βασιλείου […] στον ‘’Βίο του αγίου Θεοδώρου της Λαύρας του αγίου Σάββα’’»[13]. Σε αυτό, ο καθηγητής συμφωνεί με τα γραφόμενα του Κάλλιστου Μηλιαρά ο οποίος έχει ήδη επισημάνει από τα 1930, ως πρώτη μαρτυρία που δηλώνει το Άγιο Φως ως ουρανόπεμπτο, αυτή από τον βίο του αγ. Θεοδώρου Εδέσσης[14].
Θα πρέπει να προσέξουμε όμως, ότι ο κ. Καλοκύρης έχει μια αντίρρηση: δεν είναι βέβαιος αν η πρώτη αυτή μαρτυρία «άφορα πράγματι στο θαύμα του αγίου φωτός ή έχει κάποια μεταφορική έννοια» διότι υπάρχει μια «φραστική ατέλεια» όπως λέει, στη φράση «ουρανίω φωτί δαδουχίαν», και όπου «Δαδουχία», θεωρεί ότι είναι «η τελετή στην οποία κρατούν τις δάδες, κατόπιν τις λαμπάδες η λαμπαδηφορία»[15].
Ας δούμε όμως πρώτα, ποια είναι ακριβώς η μαρτυρία αυτή, όπως την διαβάζουμε στον Μηλιαρά, τον Καλοκύρη και πρόσφατα στον Σκαρλακίδη (ο οποίος την παραθέτει και μεταφρασμένη):
«Συνεστιασθείς δε τοις Πατριάρχαις και συν αυτοίς διατελέσας την τε Μεγάλην Παρασκευήν, το άγιόν τε Σάββατον και μετά την των κανδηλών της αγίας Αναστάσεως ουρανίω φωτί δαδουχίαν συλλειτουργήσας τοις Πατριάρχαις, ωσαύτως δε και τη αγία και μεγάλη Κυριακή την λαμπροφόρον εορτήν τελέσας…».
Που σημαίνει:
«Αφού [ο Άγιος Θεόδωρος] γευμάτισε με τους πατριάρχες και πέρασε μαζί τους τη Μεγάλη Παρασκευή, το Άγιο Σάββατο, μετά το άναμμα των κανδηλών της Αγίας Αναστάσεως από το ουράνιο Φως, λειτούργησε μαζί με τους πατριάρχες, και ομοίως τέλεσε τη λαμπρή γιορτή κατά την αγία και μεγάλη Κυριακή…» [16].
Αυτό που ομολογουμένως μας έκανε εντύπωση, είναι ότι ο νέος επιστήμονας κ. Σκαρλακίδης, προκειμένου να εξετάσει την «προβληματική» (κατά τον Καλοκύρη) φράση «ουρανίω φωτί δαδουχίαν», σκέφτηκε να ανατρέξει στο λεξικό του Ησύχιου (6ος αιώνας), ενώ ο έμπειρος Καλοκύρης δεν κάνει καν τον κόπο να το αναφέρει.
Και πράγματι, ορθά γράφει ο Χάρης Σκαρλακίδης:
«Σύμφωνα με το λεξικό του Ησύχιου (5ος-6ος αι.) η λέξη δαδουχία ερμηνεύεται ως λαμπαδηφορία ή λυχναψία (= το άναμμα των λυχναριών) ή φωτισμός. Στο συγκεκριμένο απόσπασμα, επειδή η λέξη δαδουχία συνδυάζεται με τη φράση των κανδηλών, η ακριβής μετάφραση είναι «το άναμμα των κανδηλών» (= λυχναψία). Αυτό σημαίνει πως οι κανδήλες του αγίου Τάφου άναψαν με φως που κατήλθε εξ ουρανού. Στη συνέχεια, το Φως αυτό μεταλαμπαδεύτηκε στις λαμπάδες ή στα λυχνάρια των χιλιάδων πιστών, για να σχηματιστεί κατ’ αυτόν τον τρόπο μια φωτεινή λαμπαδηφορία. Επιπλέον, ο Ησύχιος αποδίδει το ρήμα δαδουχεί ως λάμπει, φέγγει, φωτίζει» [17].
Τελικά, η μόνη «ατέλεια» στο ζήτημα αυτό, μάλλον προκύπτει από την ελλιπή έρευνα του κ. Καλοκύρη, ο οποίος στις υποσημειώσεις του δεν κάνει τον κόπο να μας μεταφέρει τις μελέτες του στα σχετικά λεξικά, πράγμα που θα έπρεπε οπωσδήποτε να έχει κάνει. Όταν η μαρτυρία προέρχεται από το 830 μ.Χ., είναι πολύ λογικό να εξετάσει κάποιος ένα λεξικό του 6ου αιώνα, και θα έπρεπε ο κ. Καλοκύρης να μας μεταφέρει τον Ησύχιο και κατόπιν να μας εξηγήσει για ποιο λόγο αγνοεί μια ερμηνεία που ταιριάζει απόλυτα στο νόημα της φράσης «ουρανίω φωτί δαδουχίαν».
Ανακεφαλαιώνοντας:
– Ο Κοραής δεν αναφέρει την μαρτυρία περί του αγ. Θεοδώρου, η οποία και ο Καλοκύρης δέχεται πως είναι προγενέστερη από αυτή του Γάλλου Βερνάρδου. Μια μαρτυρία που του χαλάει όλα τα σχέδια περί «δυτικής εφεύρεσης».
– Ο Κοραής δεν αναφέρει τη μαρτυρία του Kirakos, περί Γρηγορίου του Φωτιστή, η οποία μας πηγαίνει και πάλι στην ανατολή, και μάλιστα στον 4ο αιώνα.
– Ο Κοραής δεν εξετάζει τις δύο μαρτυρίες, του Νικήτα και του Kirakos, οι οποίες ισχυρίζονται ότι το θαύμα δεν είναι προϊόν του 9ου αιώνα.
– Ο Καλοκύρης δέχεται ως πρώτη, τη μαρτυρία περί του αγ. Θεοδώρου, όμως για να επιβεβαιώσει τον Κοραή στα περί δυτικής εφεύρεσης, προβάλει εμπόδια ερμηνευτικά, τα οποία δεν προσπαθεί να λύσει με πειστικό τρόπο, αδιαφορώντας για το λεξικό του Ησυχίου.
– Ο Καλοκύρης, επίσης δεν αναφέρει τη μαρτυρία του Kirakos, η οποία μας πηγαίνει στην ανατολή, του 4ο αιώνα.
– Ο Καλοκύρης, επίσης δεν εξετάζει ή σχολιάζει τις δύο μαρτυρίες, του Νικήτα και του Kirakos, οι οποίες ισχυρίζονται ότι το θαύμα δεν είναι προϊόν του 9ου αιώνα.
Υπάρχουν λοιπόν εύλογες αντιρρήσεις σχετικά με την δήθεν «φραγκική» πρωτιά του θαύματος, αλλά και δύο συγκεκριμένες αναφορές οι οποίες αμφισβητούν την εμφάνιση του θαύματος για πρώτη φορά στον 9ο αιώνα.
2. Υπάρχουν θαύματα που έχουν τελεστεί μπροστά σε πλήθος ανθρώπων, πιστών και απίστων;
Άλλα επιχειρήματα του κ. Καλοκύρη και των πολεμίων γενικότερα, μιλούν για το «ασύμβατο» με τη διδασκαλία του Χριστιανισμού, να συμβαίνει ένα θαύμα σε «κοινή θέα», ορατό από πιστούς και απίστους, Ορθόδοξους και μη.
Μία προσπάθεια να αναιρεθούν ανάλογα επιχειρήματα με Πατερική θεμελίωση, είναι η μελέτη του Νικολάου Ζήση «Το Άγιον Φως του Παναγίου Τάφου. Θεολογικές επισημάνσεις» (εκδ. Βρυέννιος, Θεσσαλονίκη 2008, επίσης και στο περιοδικό «Θεοδρομία», τεύχος 8, Οκτ.-Δεκ. 2000).
Το παρόν άρθρο δεν εστιάζεται στην επιχειρηματολογία αυτή, αξίζει όμως να αναφέρουμε ότι η θέα ενός θαύματος δεν μπορεί να «επιβάλλει» καμία πίστη στους ανθρώπους, οι οποίοι αν δεν επιθυμούν να πιστέψουν «ακόμη κι αν αναστηθεί κάποιος από τους νεκρούς, δεν πρόκειται να πεισθούν» (Λουκ. 16,31).
Θα μπορούσαμε εύκολα να επισημάνουμε βιβλικά εδάφια τα οποία μας δείχνουν περιπτώσεις θαυμάτων σε «κοινή θέα», πιστών και απίστων, αλλά και ξεκάθαρες αναφορές ότι παρά τα θαύματα, υπήρξαν πολλοί που δεν πίστεψαν:
«Γενομένης δε ώρας έκτης, σκότος εγένετο εφ’ όλην την γην έως ώρας ενάτης» (Μάρκ. 15,33).
«Και τα πλήθη ως μια ψυχή πρόσεχαν στα λεγόμενα από τον Φίλιππο, ακούγοντας και βλέποντας τα θαύματα που έκανε» (Πράξ. 8,6).
«Γιατί δεν θα τολμήσω να πω, ότι υπάρχει κάτι που να μην το έκανε ο Χριστός δι’ εμού για να δεχθούν το ευαγγέλιο οι εθνικοί με λόγια και έργα» (Ρωμ. 15,18).
«Και… κραύγασε με δυνατή φωνή: Λάζαρε, έλα έξω… Πολλοί, λοιπόν, από τους Ιουδαίους… είδαν όσα είχε κάνει ο Ιησούς, πίστεψαν σ’ αυτόν. Μερικοί απ’ αυτούς, όμως, πήγαν στους Φαρισαίους» (Ιω. 11,43-46).
«Και ενώ ήταν στα Ιεροσόλυμα κατά τη γιορτή του Πάσχα, πολλοί πίστεψαν στο όνομά του, βλέποντας τα θαύματά του, που έκανε» (Ιω. 2,23).
Στα παραπάνω εδάφια, λίγα σε σχέση με αυτά που θα μπορούσαμε να απαριθμήσουμε, πολλά βιβλικά θαύματα έγιναν μπροστά σε πιστούς, απίστους, καλοπροαίρετους και μη, περαστικούς, αλλόθρησκους φανατικούς ή αδιάφορους.
Μήπως τα άφθαρτα λείψανα Μαρτύρων και Αγίων της Εκκλησίας μας δεν είναι θαύματα σε «κοινή θεά»;
Ακόμη και σε σχέση με το Θείο Φως, δεν έχουμε το σπουδαίο παράδειγμα που διηγείται ο ίδιος ο Παύλος (Πραξ 26,13), όπου κατά τα γεγονότα της μεταστροφής του, ουράνιο φως περιέλαμψε τον ίδιο και τους συνοδούς του; Και αυτό έγινε σε μία περίοδο που ο Παύλος όχι μόνο δεν πίστευε, αλλά αντιθέτως, δίωκε τους Χριστιανούς. Και ο μεν Παύλος έγινε χριστιανός, δεν φαίνεται να συνέβη όμως το ίδιο και με τους συνοδούς του, οι οποίοι αν και έμειναν εμβρόντητοι από όσα παρακολούθησαν, εντούτοις πέρα από τις εξωτερικές εντυπώσεις, τίποτα δεν τους άγγιξε βαθύτερα.
Επιπλέον, στην Καινή Διαθήκη μνημονεύεται επαναλαμβανόμενο επί χρόνια θαύμα (Ιω. 5,4) ενώ δεν γνωρίζουμε όλα όσα έπραξε ο Ιησούς, αφού «και πολλά άλλα θαύματα έκανε… τα οποία δεν είναι γραμμένα» (Ιω. 20,30).
Έχουμε και τη διαβεβαίωση ότι «εκείνος που πιστεύει σ’ εμένα, τα έργα που εγώ κάνω, θα κάνει και εκείνος, και μεγαλύτερα από αυτά θα κάνει…Εάν ζητείστε κάτι στο όνομά μου, εγώ θα το κάνω» (Ιω. 14,12-14).
Τελικά, ένα θαύμα σαν του Αγίου Φωτός μπορεί να σκοπεύει να ενισχύσει την πίστη μας «ότι ο Ιησούς είναι ο Χριστός, ο Υιός του Θεού» και πιστεύοντας να έχουμε ζωή στο όνομά του (Ιω. 20,31).
Άλλωστε τι είναι πιο «εντυπωσιακό» και πιο «προκλητικό»; Το θαύμα του Αγίου Φωτός, ή ότι ο Θεός επέτρεψε και «τα μνήματα άνοιξαν και πολλά σώματα των πεθαμένων αγίων αναστήθηκαν… μπήκαν στην αγία πόλη την Ιερουσαλήμ και φανερώθηκαν σε πολλούς» (Ματθ. 27,52-53);
3Α. Το Άγιο Φως και ο θρησκειολογικός συγκρητισμός
Μέσα στο βιβλίο του «Το αρχιτεκτονικό συγκρότημα του ναού της Αναστάσεως Ιεροσολύμων και το θέμα του Αγίου Φωτός», ο κ. Καλοκύρης, στην προσπάθειά του να πείσει για την ανυπαρξία του θαύματος, κάνει θρησκειολογικές συγκρίσεις με ανάλογα «θαυματουργά φώτα» παγανιστικής ή άλλης προέλευσης, για να οδηγήσει τη σκέψη μας στην υπόθεση της «αντιγραφής» ενός δήθεν θαύματος.
Ξεχνά όμως ο πολυγράφος λόγιος, ότι αυτή η επιχειρηματολογία αφορά εδώ και αιώνες τον Χριστιανισμό ολόκληρο, από την εποχή που η ξεχασμένη πλέον Θρησκειο-ιστορική σχολή του 19ου αιώνα αναζητούσε σε κάθε βιβλική ή εκκλησιαστική λειτουργική έκφραση, δάνεια εκ των παγανιστικών μυστηριακών λατρειών.
Τέτοιες «επιχειρηματολογίες» έχουμε και στα νεώτερα χρόνια από προτεσταντικές σέκτες που με τη δικαιολογία των «δανείων» εναντιώνονται στον Κλήρο, τις Ιερές Εικόνες, την τιμή προς τη Θεοτόκο ή θεωρούν το Σταυρό του Ιησού ως …πάσαλο[18], και αναζητούν το σύμβολο του Σταυρού σε δάνειο από την Αίγυπτο!
Και αξίζει να θυμηθούμε κάτι που παλαιότερα, ο ίδιος ο καθ. Καλοκύρης έγραφε επ’ αυτού:
«Οι μακράν της Θεολογίας […] ευρίσκουν παντού και πάντοτε επιδράσεις και δάνεια εκ του αρχαίου ειδωλολατρικού κόσμου, προκατειλημμένοι δε εκ της συγκριτικής μεθόδου και των θρησκειολογικών σχολών» [19].
Τότε, αν και νεώτερος σε ηλικία ο κ. Καλοκύρης, ήξερε να διακρίνει το φαινόμενο, από την ουσία και το δάνειο, ήξερε να διακρίνει ότι ο Σαρκωμένος «Λόγος» του Ιωάννου δεν έχει σχέση με τον φιλοσοφικό «λόγο», ότι κάθε ειδωλολατρικό πλύσιμο δεν είναι Βάπτισμα, ότι η παγανιστική βρώση κρέατος και αίματος δεν είναι Θεία Κοινωνία[20].
Υπάρχουν στη Φαινομενολογία της Θρησκείας σαφή κριτήρια για να χαρακτηριστεί κάτι ως «δάνειο». Είναι γνωστό ότι το Άγιο Φως στα Ιεροσόλυμα συνδέεται πάντα και μόνο με τον Τάφο του Χριστού και το ΙΣΤΟΡΙΚΟ γεγονός της Ανάστασής Του, και όχι με κάποια φιλολογική, φιλοσοφική ή άλλη παράδοση. Τώρα όμως που ο κ. Καλοκύρης επιθυμεί να στηρίξει τις απόψεις του, καταφεύγει σε εύκολες μεθόδους που ο ίδιος έχει ειρωνευτεί και απορρίψει στο παρελθόν…
3Β. Το Άγιο Φως στον Τάφο του Ιησού
Ας δούμε όμως ποια είναι η σύνδεση που γίνεται μεταξύ της Τελετής του Αγίου Φωτός και του Τάφου του Ιησού.
Το θαύμα του Αγίου Φωτός έλαβε χώρα για πρώτη φορά στον Τάφο του Κυρίου, όταν, την ώρα της Αναστάσεώς Του, ένα άπλετο Φως πλημμύρισε τον χώρο. Στο ευαγγέλιο του Ιωάννη, η περιγραφή του γεγονότος αυτού (Ιωάν. 20,1-7) είναι λεπτομερής:
«Τη δε μια των σαββάτων Μαρία η Μαγδαληνή έρχεται πρωί, σκοτίας έτι ούσης, εις το μνημείον και βλέπει τον λίθον ηρμένον εκ του μνημείου. Τρέχει ουν και έρχεται προς Σίμωνα Πέτρον και προς τον άλλον μαθητήν ον εφίλει ο Ιησούς […] Εξήλθεν ουν ο Πέτρος και ο άλλος μαθητής και ήρχοντο εις το μνημείον. Έτρεχον δε οι δύο ομού, και ο άλλος μαθητής προέδραμε τάχιον του Πέτρου και ήλθε πρώτος εις το μνημείον. Και παρακύψας βλέπει κείμενα τα οθόνια, ου μέντοι εισήλθεν. Έρχεται ουν Σίμων Πέτρος ακολουθών αυτώ, και εισήλθεν εις το μνημείον, και θεωρεί τα οθόνια κείμενα, και το σουδάριον ό ην επί της κεφαλής αυτού, ου μετά των οθονίων κείμενον, αλλά χωρίς εντετυλιγμένον εις ένα τόπον».
Πώς, όμως, ενώ επικρατούσε ακόμη σκοτάδι, κατάφεραν ο Πέτρος και ο Ιωάννης να δουν στο εσωτερικό του Τάφου τα σεντόνια με τα οποία ήταν τυλιγμένο το σώμα του Ιησού και ιδίως ο Ιωάννης, ο οποίος δεν μπήκε καν στον Τάφο;
Και μάλιστα, η διήγηση δεν μας επιτρέπει να συμπεράνουμε ότι πέρασε πολύς χρόνος μέχρι να έλθουν οι μαθητές, ώστε να υποθέσουμε ότι μέχρι να φτάσουν θα είχε ξημερώσει για καλά. Μέσα σε τέσσερις στίχους, η περικοπή γράφει τα εξής:
«Μαρία η Μαγδαληνή έρχεται πρωί σκοτίας έτι ούσης εις το μνημείον […] ΤΡΕΧΕΙ ουν και έρχεται προς Σίμωνα Πέτρον και προς τον άλλον μαθητήν […] εξήλθεν ουν ο Πέτρος και ο άλλος μαθητής […] ΕΤΡΕΧΟΝ δε οι δύο ομού».
Είναι τέτοια η ένταση και η αγωνία που μας μεταφέρει το απόσπασμα αυτό, που θεωρούμε ότι όλα έγιναν μέσα σε λίγο χρόνο. Σε τέσσερις προτάσεις, δύο φορές εμφανίζεται το ρήμα «τρέχω». Η διατύπωση «τρέχει ουν και έρχεται» δεν αφήνει περιθώρια να εννοήσουμε μεγάλη χρονική καθυστέρηση.
Αν λοιπόν έξω είναι σκοτεινά, ακόμη πυκνότερο σκοτάδι θα υπάρχει μέσα στον τάφο την ώρα εκείνη. Είναι όντως παράδοξο το πώς βλέπουν οι μαθητές τόσες λεπτομέρειες.
Μάλιστα, με βάση την έννοια που δίνει στη λέξη «σκοτία» ο ευαγγελιστής Ιωάννης, σε κατάσταση «σκοτίας ούσης» ήταν δύσκολο και να περπατήσει κάποιος, πόσο μάλλον να δει λεπτομέρειες μέσα σε ένα σπήλαιο:
«ο περιπατών εν τη σκοτία ουκ οίδε που υπάγει» (Ιω. 12,35).
«εν τη σκοτία περιπατεί, και ουκ οίδε που υπάγει» (Α΄ Ιω. 2,11).
Και επίσης, ο ίδιος ο Ιωάννης, έμμεσα, μαρτυρεί παρουσία φωτός μέσα στον Τάφο, διότι σημειώνει αλλού:
«το φως εν τη σκοτία φαίνει, και η σκοτία αυτό ου κατέλαβεν» (Ιω. 1,5).
Δηλαδή, για να μην σκεπάσει το σκοτάδι το ορατό περιβάλλον και να μπορεί τελικά κάποιος να δει «σκοτίας ούσης», δεν υπάρχει άλλος τρόπος παρά η ύπαρξη φωτός. Κατά συνέπεια, είναι εύλογη η επιχειρηματολογία υπέρ της ύπαρξης ισχυρού φωτός σε όλο το βάθος του τάφου του αναστημένου Ιησού.
Αυτό παρατήρησαν και οι Πατέρες της Εκκλησίας, και λέει σχετικά ο Γρηγόριος Νύσσης (4ος αιώνας):
«ιδόντες οι περί τον Πέτρον επίστευσαν […] πλήρης γαρ ην ο Τάφος φωτός, ώστε και νυκτός ούσης έτι, διπλώς θεάσασθαι τα ένδον, και αισθητώς και πνευματικώς»[21].
Επάνω σε αυτό άλλωστε, ψάλλει ο αγ. Ιωάννης ο Δαμασκηνός (680 – 760), στο Δοξαστικό α΄ Καθίσματος Όρθρου του Πλ. Δ’ ήχου της Μεγάλης Οκτωήχου ή Παρακλητικής:
«Αναστάς εκ του τάφου ως αληθώς, ταις οσίαις προσέταξας γυναιξί, κηρύξαι την έγερσιν, Αποστόλοις, ως γέγραπται και δρομαίος ο Πέτρος επέστη τω μνήματι, και ΤΟ ΦΩΣ εν τω τάφω ορών κατεπλήττετο όθεν και κατείδε τα οθόνια μόνα ουδείς γάρ βλέπειν δύναται εν νυκτί τα προκείμενα και πιστεύσας, εβόησε»[22].
Το εντυπωσιακό στο παραπάνω απόσπασμα είναι το άρθρο που προηγείται της λέξης «φως». Ο αγ. Ιωάννης δεν αναφέρεται γενικά σε φως, αλλά αναφέρεται «ΣΤΟ φως» σαν να είναι γεγονός γνωστό και συγκεκριμένο. Ο στίχος «και ΤΟ φως εν τω τάφω ορών κατεπλήττετο», λόγω του άρθρου, μας δίνει την εντύπωση ότι αν πάμε και διαβάσουμε την Καινή Διαθήκη σε εκείνο το σημείο, θα βρούμε κάποια ιδιαίτερη αναφορά σε φως. Κι όμως. Στο καινοδιαθηκικό εδάφιο ΔΕΝ υπάρχει τέτοια αναφορά. Και στην περίπτωση αυτή, το άρθρο ακούγεται σαν ο άγιος να αναφέρεται σε ένα πολύ συγκεκριμένο και γνωστό στην εποχή του ή από την Παράδοση, φως, όπως αυτό του Αγίου Τάφου.
4. Τα περί απουσίας Πατερικών μαρτυριών περί θαύματος κατά τους «οκτώ πρώτους αιώνες»
Στο προαναφερθέν κείμενο του Κοραή, «Διάλογος περί του εν Ιεροσολύμοις Αγίου Φωτός», υπάρχει άλλο ένα επιχείρημα που χρησιμοποιεί ενάντια στο θαύμα του Αγίου Φωτός. Υποστηρίζει ότι υπάρχει σιωπή στους οχτώ πρώτους αιώνες, γεγονός που βαραίνει ιδιαίτερα κατά του θαύματος, επειδή ανάμεσα στους «σιωπηλούς» είναι και οι μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας.
Καταρχάς, η αναφορά σε «οκτώ πρώτους αιώνες» την οποία κάνει ο Κοραής, δεν στέκει. Οι μαρτυρίες θα πρέπει να αναζητούνται κυρίως από το έτος 326 περίπου, εποχή που βρέθηκε ο Τάφος του Χριστού και άρχισε η σχετική τελετή, μέχρι τις αρχές του 9ου αιώνα.
Κατά συνέπεια μιλάμε για «σιωπή» πέντε αιώνων και όχι οχτώ, ενώ έχουμε και τις δύο μαρτυρίες που προαναφέραμε (βλ. παραπάνω, Kirakos και Νικήτας) οι οποίες μας μεταφέρουν παραδόσεις που μιλάνε για συνεχή παρουσία του θαύματος είτε από τον 4ο αιώνα, είτε από τα χρόνια του Χριστού.
Θα θυμίσουμε εδώ ότι ο Κοραής για το ζήτημα αυτό των Πατερικών μαρτυριών, έγραψε μια φράση η οποία ελέγχεται κατά το ήμισυ για ανακρίβεια:
«κανείς λέγω απ’ αυτούς [τους Πατέρες] δεν εγνώρισεν, ουδ’ ωνόμασεν άγιον φως»[23].
Στην πραγματικότητα, το μόνο που ξέρουμε είναι ότι οι Πατέρες της Εκκλησίας δεν ΑΝΑΦΕΡΘΗΚΑΝ στο θαύμα του Αγίου Φωτός, δεν έχουμε όμως καμία μαρτυρία ότι δεν «ΕΓΝΩΡΙΣΑΝ» το θαύμα.
Επίσης, ένα σημαντικό ζήτημα γεννάται, διότι ο Κοραής αλλά και οι σημερινοί οπαδοί του, υποστηρίζουν πως η απουσία μαρτυριών ειδικά από τους Πατέρες της Εκκλησίας, σημαίνει ανυπαρξία του θαύματος, το οποίο «δημιουργούν» Φράγκοι επιτήδειοι κατά τον 9ο αιώνα.
Ξεχνούν βεβαίως και ο Κοραής και οι οπαδοί του, ότι η Εκκλησία δεν έχει ορισμένη Πατερική περίοδο, αλλά γεννά Πατέρες σε όλη την ιστορία της. Η απουσία Πατερικών μαρτυριών κατά τους 5 αυτούς αιώνες δεν διαφέρει σε τίποτα από τους επόμενους αιώνες, όπου και πάλι, σημαντικοί Πατέρες της Εκκλησίας δεν αναφέρονται στο ζήτημα του Αγίου Φωτός: ο Οικουμενικός Πατριάρχης Φώτιος στα τέλη του 9ου αιώνα, ο Συμεών ο νέος θεολόγος στον 10ο αιώνα, ο Γρηγόριος ο Παλαμάς στον 14ο αιώνα, ο άγ. Νικοδήμος ο Αγιορείτης στον 18ο αιώνα!
Μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι η σιωπή των Πατέρων αυτών οφείλεται στη μη εμφάνιση του θαύματος; Ασφαλώς όχι, διότι οι μαρτυρίες είναι πλέον πολλές από τον 9ο αιώνα και μετά. Κατ’ αυτόν τον τρόπο λοιπόν, αποδεικνύεται ότι η σιωπή των Πατέρων δεν εξασφαλίζει στον Κοραή και στους οπαδούς του ούτε ανυπαρξία του θαύματος, ούτε τους βεβαιώνει για δήθεν απουσία πίστης σε αυτό, κατά τους 5 πρώτους αιώνες.
Ο καθ. Γεώργιος Μεταλληνός, στα σχόλιά του επάνω σε παλαιότερο κείμενο του Ν. Λογάδη, υποστηρικτή του θαύματος, αναφέρει:
«Η σιωπή των Πατέρων, εξ άλλου, από τον 4ο αιώνα δεν σημαίνει και άγνοια του θαύματος, διότι κανείς δεν το αρνείται. Είναι δε γεγονός ότι το e silentio επιχείρημα, στο όποιο προσκολλάται ο Κοραής, μπορεί να λειτουργήσει αμφίδρομα. Οι τότε Πατέρες είχαν ως καθημερινό πρόβλημα τις αιρέσεις και την αντιμετώπιση τους, ούτε έπρεπε να βεβαιώνουν την Ορθοδοξία με ένα θαύμα πού ‘’και οι αιρετικοί ωμολόγουν’’, αλλά με άλλα αποδεικτικά στοιχεία, όπως και έπρατταν. Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, τον οποίο ιδιαίτερα επικαλείται ο Κοραής[24], κατά τον Λογάδη, ‘’ήξευρεν ότι δεν απήρχοντο (οι μοναχοί) μόνον και μόνον για το Άγιον Φως’’, όπως άλλωστε και οι σημερινοί χριστιανοί. Αποδυναμώνει έτσι και το ισχυρότερο επιχείρημα του Κοραή και του Moshem […] Θεωρεί, επίσης, αναπόδεικτο το επιχείρημα του Κοραή ότι ‘’ο Φώτιος […] δεν εγνώριζε το θαύμα’’»[25].
Ενδιαφέρον σχετικά με τις «αποδείξεις εκ της σιγής» (argumentum e silentio), παρουσιάζει το γεγονός που αναφέρει ο ίδιος ο κ. Καλοκύρης, ότι σε μια εποχή που είναι βέβαιο ότι υπήρχε τελετή Αγίου Φωτός (μέσα 4ου αι.), ο Κύριλλος Ιεροσολύμων «δεν αναφέρει ΤΙΠΟΤΕ […] Δεν γνωρίζουμε όμως τον λόγο της σιωπής του. Να είναι κάτι το τυχαίο; Να εξέπεσε η μνεία από κάποιο χειρόγραφο; […] όμως επί της εποχής του υπήρχε η ευλογία του φωτός […] Επομένως το argumentum e silentio του Κυρίλλου δεν είναι ισχυρό, επειδή εξ άλλου πολλά ιστορικά γεγονότα υπάρχουν αλλά δεν σημειώνονται για πολλούς λόγους» [26].
Με τον τρόπο αυτό, ο κ. Καλοκύρης, έμμεσα, καυτηριάζει την απαράδεκτη τακτική του Κοραή να μετατρέψει τη σιωπή των Πατερικών πηγών σε δήθεν μαρτυρία υπέρ των θέσεων του, καθώς, στην προσπάθεια να ξεγελάσει τους αναγνώστες του, γράφει ότι οι Πατέρες δεν ήξεραν ή δεν άκουσαν για την τελετή, πράγμα που ουδείς μπορεί να γνωρίζει με βεβαιότητα.
Όπως σημειώνει ο Στέφανος Καραθεοδωρή:
«Οι μακαρίται Αγάπιος ιερομόναχος και Νικόδημος μοναχός, οι συντάξαντες το Πηδάλιον και Θεοδώρητος, ο πολλά και τίνα άκριτα σημειωσάμενος, εις την υποσημείωσιν του Ζ’ αποστολικού κανόνος περί του Πάσχα… περί του θαύματος τούτου του Αγίου Φώτος ουδέ λόγον ποιούσιν… εις χιλιάδας από την Ελλάδα τρέχουσιν ιδείν τούτο το Άγιον Φως, πώς οι ασκηταί ούτοι δεν το ήξευρον;» [27].
Και για το θέμα του Φωτίου, ο Κων/νος Οικονόμου σημειώνει:
«Αν λοιπόν ο Θεοδόσιος ετεχνούργει το ψευδοφώς, πώς ο σοφώτατος Φώτιος, ο μέχρι και των μικρότατων εκκλησιαστικών καταχρήσεων εξελέγξας τον Πάπαν αυτόν, πώς, λέγω, δεν εξήλεγχε και τον Πατριάρχην της Ιερουσαλήμ καταισχύνοντα δια της τοιαύτης θαυματοποιίας την Εκκλησίαν του Χριστού;… και ούτος μετά του θείου Δαμασκηνού και πάσα η τότε Εκκλησία συγκατακριτέα, λοιπόν, ως ένοχος της και τότε βέβηλου φωτουργίας…»[28].
Τα ίδια ισχύουν και για τον Συμεών τον νέο θεολόγο, τον Γρηγόριο Παλαμά ή τον Νικόδημο τον Αγιορείτη.
Το σίγουρο είναι πως η απουσία Πατερικών αναφορών, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως επιχείρημα ενάντια στο θαύμα, είτε για τους πρώτους, είτε για τους μετέπειτα αιώνες.
5. Ο Νικηφόρος Θεοτόκης και η χρησιμότητα της μαρτυρίας ενός αρνητή του θαύματος
Έχουμε αναφέρει και αλλού, ότι από τον 18ο αιώνα και μετά, το Φως του Παναγίου Τάφου έγινε άλλο ένα σημείο τριβής στον διάλογο Διαφωτισμού-Ορθοδοξίας. Ενδεικτική της κατάστασης είναι η διαφωνία επάνω στο ζήτημα του Αγίου Φωτός, των κληρικών και διδασκάλων του Γένους Νικηφόρου Θεοτόκη (1731–1800), που αρνείται το θαύμα, και Ευγένιου Βούλγαρι (1716–1806) που το αποδέχεται, ακολουθώντας τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων Νεκτάριο (†1667) [29].
Η περίφημη μαρτυρία του Θεοτόκη, είναι η εξής:
«Ουκ απ’ ουρανού κατέρχεται, ουδ’ από του τάφου αναβλύζει, αλλ’ ο επί την διακονίαν ταύτην ταχθείς αρχιερεύς εν τω λεγομένω εισελθών Κουβουκλίω, τον πυρίτην παίων πυρ εξάγει επάνω του ζωοδόχου Τάφου, είτα εφάψας τας εν τω τάφω πρότερον τριβείσας λαμπάδας κρατών εξέρχεται και το φως μεταδίδωσιν ως ηγιασμένον τη επαφή και προσψαύσει του Παναγίου Τάφου».
Πριν προχωρήσουμε στα συμπεράσματα που προκύπτουν από την δήλωση του Θεοτόκη, θα πρέπει να θυμίσουμε τη διάψευση που κάναμε σε ένα γνωστό επιχείρημα των φωτομάχων, ότι δήθεν ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Εφραίμ Β΄ (1766-1771) ονόμασε την εμφάνιση του Αγίου Φωτός «χειροποίητον μηχανουργίαν» και κατάργησε την τελετή[30].
Στα στοιχεία που αποδεικνύουν την αναξιοπιστία της φήμης αυτής για τον Πατριάρχη Εφραίμ, την οποία διέδωσε ο Νεόφυτος Καυσοκαλυβίτης, καλό είναι να προσθέσουμε συμπληρωματικά και το εξής: Είναι δυνατόν ο Νικηφόρος Θεοτόκης, πολέμιος του θαύματος, να μην αναφέρει μια τέτοια δήλωση αν πράγματι την είχε κάνει ο Εφραίμ;
Παραθέτουμε τα εξής από το βιβλίο της Αγγελικής Χατζηιωάννου:
«Σε καμία άλλη πηγή αυτής της περιόδου δεν γίνεται ούτε καν έμμεση αναφορά για τέτοια δήλωση του Πατριάρχου ή για σκέψη ή ακόμη και προσπάθεια καταργήσεως της τελετής του αγ. Φωτός από τον πατριάρχη Εφραίμ […] Ακόμα και ο Νικηφόρος Θεοτόκης συνεργάτης του πατριάρχου Εφραίμ και πολέμιος του θαύματος δεν μνημονεύει ούτε τέτοια δήλωση του Πατριάρχου, αλλά ούτε φαίνεται και να γνωρίζει τίποτα για τη δήθεν προσπάθεια ή σκέψη για κατάργηση της τελετής του αγ. Φωτός, όπως φαίνεται από την επιστολή του στον Μιχαήλ Λαρισαίο»[31].
Αν και ήδη η διάψευση μας για τη φήμη περί «κατάργησης της τελετής» είναι ισχυρή, ας έχουμε επιπλέον υπόψη μας και το επιχείρημα αυτό.
Σχετικά τώρα με την δήλωση του Θεοτόκη, ότι δήθεν ο Πατριάρχης μέσα στον Άγιο Τάφο «χτυπά τον πυρίτη» και ανάβει τα κεριά, ειδικοί δεν είμαστε, παραθέτουμε όμως με ειλικρίνεια όσα μάθαμε και διαβάσαμε σχετικά με το ζήτημα αυτό, σε εγκυκλοπαίδειες και αλλού:
«Σιδηροπυρίτης ή Πυρίτης […] διθειούχο ορυκτό του σιδήρου που απαντά στην φύση. Η ονομασία του προέρχεται από τις λέξεις σίδηρος και πυρ, καθόσον ο σιδηροπυρίτης παράγει σπινθήρες, όταν κτυπηθεί με ατσάλι» [32] (εξάλλου, από την ίδια εγκυκλοπαίδεια μαθαίνουμε ότι η αναφορά σε «Πυρίτη» παραπέμπει πάντα στον σιδηροπυρίτη[33]).
Βλέπουμε ότι αν εξεταστεί λεπτομερώς η μαρτυρία του Θεοτόκη, αναφέρει ΕΝΑ ΜΟΝΟ ΥΛΙΚΟ: τον πυρίτη.
Απ’ ότι διαβάσαμε όμως, αυτό το υλικό από μόνο του δεν κάνει δουλειά -αν υποθέσουμε ότι ο Πατριάρχης χτυπάει τον πυρίτη επάνω στον Άγιο Τάφο («τον πυρίτην παίων πυρ εξάγει επάνω του ζωοδόχου Τάφου»)- αλλά χρειάζεται οπωσδήποτε δύο ακόμη υλικά:
α) σίδερο ή ατσάλι ή πυριτόλιθο για να παράγει σπινθήρα με το μεταξύ τους χτύπημα,
β) επιπλέον οι σπίθες πρέπει έρθουν σε επαφή με κάποιο εύφλεκτο υλικό ως προσάναμμα[34], και μετά ν’ ανάψουν από εκεί τα κεριά.
Όμως ο Θεοτόκης δεν αναφέρει χρήση άλλου υλικού, παρά μόνο τον «πυρίτη», και η δήλωσή του θυμίζει περισσότερο σκέψη δική του ή φήμη που άκουσε, και λιγότερο μοιάζει με ακριβή περιγραφή μιας μεθόδου που υποτίθεται «γνωρίζει» καλά.
Διότι, για ποιον λόγο να μη δώσει ακριβή περιγραφή αν όντως ήξερε με κάθε λεπτομέρεια τι συμβαίνει, αναφέροντας όλα τα υλικά που χρησιμοποιεί ο Πατριάρχης; Και μάλιστα, η σκέψη των ακροατών του θα κατανοούσε καλύτερα το ζήτημα αν ο Θεοτόκης είχε αναφέρει π.χ. τον φώσφορο, και όχι τον πυρίτη. Αν έλεγε ότι «ο Πατριάρχης ανάβει τα κεριά με τη βοήθεια του πυρίτη και του φωσφόρου», τότε θα κατανοούσαμε καλύτερα τη χρήση σπίθας. Και ο φώσφορος, ως εντυπωσιακή εφεύρεση, θα ήταν πολύ πειστικότερος σε συνδυασμό με την αναφορά σε πυρίτη. Όταν όμως μιλάς για πυρίτη, χωρίς ν’ αναφέρεις κανένα άλλο υλικό, ο νους πηγαίνει σε παραδοσιακούς τρόπους ανάμματος.
Και φυσικά, το πρώτο εμπόδιο στο οποίο σκοντάφτει η εικασία αυτή, είναι το γεγονός ότι ο εκάστοτε Πατριάρχης μπαίνει πάντα μόνος στο κουβούκλιο του Αγίου Τάφου, οπότε πώς να γνωρίζει με βεβαιότητα ο Θεοτόκης κάτι τέτοιο;
Βεβαίως, και στο ζήτημα του ανάμματος με τη βοήθεια πυρίτη, σίδερου και κεριών με φώσφορο (ο οποίος φώσφορος διαβάσαμε ότι χρησιμοποιείται εκτός άλλων, στην κατασκευή καπνογόνων και εντομοκτόνων), πάλι υπάρχει πρόβλημα:
α) Από τον θόρυβο του χτυπήματος του πυρίτη με το σίδερο ή άλλο κατάλληλο υλικό.
β) Από τους πυκνούς καπνούς που παράγει η καύση.
γ) Από τα φαινόμενα δηλητηρίασης που θα έπρεπε να παρουσιάζει ο Πατριάρχης από την εισπνοή των τοξικών αναθυμιάσεων σε τόσο στενό χώρο.
δ) Από την έντονη και δυσάρεστη μυρωδιά του καμένου φωσφόρου.
Δύσκολα θα μπορούσε να θεωρηθεί έξυπνη ιδέα να φτιάξεις ένα «θαύμα» μ’ αυτό το υλικό, όταν θα πρέπει να εξηγήσεις που οφείλεται αυτός ο καπνός και η δυσάρεστη μυρωδιά που βγαίνει από το κουβούκλιο και τα κεριά σου, κάθε Μεγάλο Σάββατο…
Αν τώρα θεωρήσουμε ότι ο Πατριάρχης ακολουθεί τον παραδοσιακό τρόπο ανάμματος, δεν πείθει και τόσο η ιδέα ότι μόλις μπαίνει μέσα στο κουβούκλιο:
βγάζει ένα κομμάτι πυρίτη,
βγάζει και ένα σίδερο,
βγάζει και το προσάναμμα,
αρχίζει να χτυπάει μέχρι οι σπίθες να το καψαλίσουν,
φυσάει το προσάναμμα από κοντά (για να μην σκορπίσει) ώστε να ζωηρέψει η φωτιά (πέρα από το γεγονός ότι φέρει γενειάδα και με τον τρόπο αυτό μπορεί να γίνει προσάναμμα ο ίδιος…),
γεμίζει το κουβούκλιο καπνούς όσο η φωτιά φουντώνει,
ανάβει τα κεριά,
μετά προσπαθεί να σβήσει το προσάναμμα,
μαζεύει τις στάχτες,
καθαρίζει το μέρος από τη μαυρίλα,
κρύβει το σίδερο, τον πυρίτη και τα σκουπίδια,
βγαίνει μετά έξω με τα κεριά αναμμένα (πιθανώς και με τα χέρια μαύρα) και κανείς δεν απορεί ούτε με τους καπνούς που βγαίνουν και μυρίζουν καμένα χόρτα, ούτε με τους θορύβους που είναι σαν να ματσακονίζεις μετά από ηλεκτροκόλληση…
Αυτά περί της πραγματικά περίεργης «μαρτυρίας» του Θεοτόκη.
Εκτός αυτών όμως, το σημαντικότερο που προκύπτει από την δήλωση του Θεοτόκη, είναι η έμμεση διαβεβαίωση, ότι δεν υπάρχει κανένα φως μέσα στον Άγιο Τάφο!
Είναι εντυπωσιακό ότι οι σύγχρονοι φωτομάχοι, που συχνά διαδίδουν ότι υπάρχει αναμμένη κανδήλα μέσα στον Άγιο Τάφο και από εκεί παίρνει το Φως ο Πατριάρχης, με μια απίστευτη προχειρολογία χρησιμοποιούν ΚΑΙ τη δήλωση του Θεοτόκη ενάντια στο θαύμα, χωρίς να υποψιάζονται ότι δεν γίνεται να έχουν και οι δύο δίκιο! Τουλάχιστον, ο κ. Καλοκύρης, που ακολουθεί την εκδοχή ότι το Άγιο Φως προέρχεται από αναμμένη κανδήλα στον Πανάγιο Τάφο, τουλάχιστον έχει την ευφυΐα να μην αναφερθεί στη δήλωση Θεοτόκη. Διότι αλλιώς, θα είναι σα να θέλει να μας πείσει κάποιος ότι όλοι οι Πατριάρχες ήταν τόσο ανόητοι, που ενώ είχαν αναμμένη μια κανδήλα μπροστά τους, εκείνοι κουβαλούσαν ένα σωρό σύνεργα για ν’ ανάψουν φωτιά…
Είναι όμως πολύ σημαντικό, ότι ο πολέμιος του θαύματος Θεοτόκης, διαψεύδοντας όχι μόνο τον κ. Καλοκύρη, αλλά και τους σύγχρονους τηλεοπτικούς φωτομάχους, επιβεβαιώνει τη βιβλιογραφία και τους αυτόπτες που μιλούν για πλήρη απουσία φωτός την ώρα της τελετής:
α) «Το Άγιο Φως λοιπόν βγαίνει από τον Έλληνα Πατριάρχη κατά τρόπο θαυμαστό. Ο Πατριάρχης ελέγχεται σωματικά, ο Πανάγιος Τάφος σφραγίζεται, και σβήνουν τα φώτα, κεριά, κανδήλες κ.λπ. και ο Πατριάρχης κατόπιν προσευχής γονυπετής, λαμβάνει αυτή την μεγάλη δωρεά στα χέρια του από τον Θεό» [35].
β) «Όλες οι κανδήλες του Ναού της Αναστάσεως το Μ. Σάββατο το πρωί παραμένουν σβηστές (και η ακοίμητη κανδήλα πάνω στον Πανάγιο Τάφο) μέχρι να βγει το Άγιο Φως»[36].
γ) «Από της πρωίας του αγίου και μεγάλου Σαββάτου εντός μεν του πανσέπτου Ναού της Αναστάσεως, ως και εν αυτώ τω αγίω Τάφω σβέννυνται ΠΑΣΑΙ αι λυχνίαι Ορθοδόξων, Λατίνων, Αρμενίων και Κοπτών υπό των […] διακονητών εκάστου των δογμάτων τούτων»[37].
Έτσι, τις μαρτυρίες που μας διαβεβαιώνουν ότι τίποτε αναμμένο δεν υπάρχει την ώρα που ο Πατριάρχης λέει την ευχή, τις επιβεβαιώνει έμμεσα και ο …Θεοτόκης, ο οποίος για να κάτσει ν’ ασχοληθεί με την ερμηνεία του γεγονότος ότι ο Πατριάρχης βγαίνει έξω με τα κεριά αναμμένα, σημαίνει πως γνώριζε ότι τα πάντα ήταν σβηστά!
Σημειώσεις:
[1] Κοραής Αδαμάντιος, «Διάλογος περί του εν Ιεροσολύμοις Αγίου Φωτός», Άτακτα, τόμ. 3, τυπ. Κ. Εβεράρτου, εν Παρισίοις 1830, σελ. 329-417(στο τέλος του διαλόγου αναφέρεται η χρονολογία: «18 Νοεμβρίου 1826»).
[2] Κοραής, «Διάλογος…», ό.π., σελ. 338.
[3] Κων. Οικονόμου, «Σημειώσεις τινές εις τον Β΄ Αντιρρητικόν», στο Μεταλληνός Δ. Γεώργιος, «Φωτομαχικά-Αντιφωτομαχικά», Κάτοπτρο-Ιστορητής, Αθήνα 2001, σελ. 404.
[4] Βλ. Καλοκύρης Κωνσταντίνος, «Το αρχιτεκτονικό συγκρότημα του ναού της Αναστάσεως Ιεροσολύμων και το θέμα του Αγίου Φωτός», University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1999, σελ. 153-232.
[5] Βλ. σχετικό άρθρο στην ΟΟΔΕ: http://www.oodegr.com/oode/asynithista/thavmata/agio_fws_skepseis1.htm.
[6] Βλ. Σκαρλακίδης Χάρης, «Άγιον Φως. Σαράντα δύο ιστορικές μαρτυρίες (9ος-16ος αι.)», εκδ. Ελαία, Αθήνα 2010, σελ. 51-53 (όπου και οι αναλυτικές περιγραφές της πηγής και η μαρτυρία στο πρωτότυπο).
[7] Ονομάζεται «Φωτιστής» επειδή με την ευαγγελική του περιοδεία δίδαξε τον Χριστιανισμό στους Αρμενίους.
[8] Βλ. Σκαρλακίδης, «Άγιον Φως…», ό.π., σελ. 52.
[9] Βλ. Σκαρλακίδης, «Άγιον Φως…», ό.π., σελ. 53.
[10] Πανεπιστήμιο του Καίμπριτζ, «Η Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας», τόμ. Α΄, Μέλισσα, Αθήνα 1979 (c1966), σελ. 474, υποσημ. #47.
[11] Krumbacher Karl, «Ιστορία της Βυζαντινής λογοτεχνίας» (μτφρ. Σωτηριάδης Γεώργιος), τόμ. Α΄, εν Αθήναις 1897, σελ. 823 και 825, υποσημ. #11.
[12] Βλ. τη μαρτυρία στο πρωτότυπο και μετάφραση στο: Σκαρλακίδης, «Άγιον Φως…», ό.π., σελ. 73.
[13] Καλοκύρης Κωνσταντίνος, «Το αρχιτεκτονικό συγκρότημα του ναού της Αναστάσεως Ιεροσολύμων και το θέμα του Αγίου Φωτός», University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1999, σελ. 176.
[14] Κάλλιστος Μηλιαράς, «Άγιον Φως», στο «Νέα Σιών», τόμ. 28, εν Ιεροσολύμοις 1933, σελ. 244.
[15] Καλοκύρης, «Το αρχιτεκτονικό συγκρότημα…», ό.π., σελ. 177, υποσημ. #24.
[16] Σκαρλακίδης, «Άγιον Φως…», ό.π., σελ. 55.
[17] Σκαρλακίδης, «Άγιον Φως…», ό.π., υποσημ. #8.
[18] Παρενθετικά, να υποδείξουμε ένα άρθρο της ΟΟΔΕ που καταρρίπτει κάθε επιχείρημα που έχουν να παρουσιάσουν οι αυτό-ονομαζόμενοι «Μάρτυρες του Ιεχωβά» ενάντια στο γνωστό σε όλους μας σχήμα του Σταυρού: http://www.oodegr.com/paratir/meletes/stavros3.htm. Βλ. επίσης και στο Ορθόδοξο Wiki το άρθρο «Σταυρός».
[19] Κων/νος Καλοκύρης, ΘΗΕ, τόμ. 03, Αθήνα 1963, στ. 304.
[20] Βλ. απάντηση της ΟΟΔΕ στον ισχυρισμό για υποτιθέμενη προέλευση της Θείας Κοινωνίας από την αρχαία Κρήτη: http://www.oodegr.com/neopaganismos/prwties/efxaristia1.htm.
[21] Γρηγόριος Νύσσης, «Περί της αναστάσεως του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού», Λόγος Β΄, PG 46,636D.
[22] Το απόσπασμα και επιχειρήματα υπέρ της μαρτυρίας αυτής, στο «Απόκρισις αυτοσχέδιος» του «Ιεροδιδασκάλου Γαβριήλ», στο Μεταλληνός Δ. Γεώργιος, «Φωτομαχικά-Αντιφωτομαχικά», Κάτοπτρο-Ιστορητής, Αθήνα 2001, σελ. 186-192.
[23] Κοραής, «Διάλογος…», ό.π., σελ. 339.
[24] Πρόκειται για την επιστολή του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης «Περί των απιόντων εις Ιεροσόλυμα» (PG 46,1009-1024), την οποία ο Κοραής ερμήνευσε με αυτοσχέδιο και βολικό για τις θέσεις του τρόπο, παραποιώντας τα γραφόμενα του αγ. Γρηγορίου.
[25] Ν. Λογάδου, «Αντιπροσβολή κατά τίνων του αιώνος ημών Φωτομάχων», στο Μεταλληνός Δ. Γεώργιος, «Φωτομαχικά-Αντιφωτομαχικά», Κάτοπτρο-Ιστορητής, Αθήνα 2001, σελ. 103-104.
[26] Καλοκύρης, «Το αρχιτεκτονικό συγκρότημα…», ό.π., σελ. 165-166.
[27] Στεφ. Καραθεοδωρή, «Αντίρρησις», στο Μεταλληνός Δ. Γεώργιος, «Φωτομαχικά-Αντιφωτομαχικά», Κάτοπτρο-Ιστορητής, Αθήνα 2001, σελ. 380.
[28] Κων. Οικονόμου, «Σημειώσεις τινές εις τον Β΄ Αντιρρητικόν», στο Μεταλληνός Δ. Γεώργιος, «Φωτομαχικά-Αντιφωτομαχικά», ό.π., σελ. 407.
[29] Μεταλληνός, «Φωτομαχικά-Αντιφωτομαχικά», ό.π., σελ. 29.
[30] Βλ. απάντηση της ΟΟΔΕ στον ισχυρισμό αυτό: http://www.oodegr.com/oode/asynithista/thavmata/agio_fws_patriarxis_1.htm.
[31] Χατζηιωάννου Αγγελική, «Ο Κώδικας 391…», ό.π., σελ. 257.
[32] «Σιδηροπυρίτης ή Πυρίτης», εγκυκλοπαίδεια «Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάννικα», τόμ. 54, εκδ. Πάπυρος, Αθήνα 2004-2005 [CD-ROM].
[33] «Πυρίτης», εγκυκλοπαίδεια «Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάννικα», τόμ. 51, εκδ. Πάπυρος, Αθήνα 2004-2005 [CD-ROM]: «άλλη ονομασία του ορυκτού σιδηροπυρίτης».
[34] Βλ. Μάνος Ιωάννης, «Το άναμμα της φωτιάς στην προϊστορία και στην εθνολογία», περιοδ. «Αρχαιολογία και Τέχνες», Ίδρυµα Μελετών Λαµπράκη, τεύχ. 68 (Σεπτέμβριος 1998), σελ. 69: «Η παράδοση αναφέρει ότι οι σπινθήρες από την κρούση δύο πυριτόλιθων ανάβουν ένα εύφλεκτο υλικό. Πειραματικά δεν επαληθεύτηκε μέχρι σήμερα αυτή η μέθοδος. Αντίθετα, η χρήση του πυρίτη ή μαρκασίτη σε συνδυασμό με τον πυριτόλιθο, είναι αποδεδειγμένη αρχαιολογικά και εθνολογικά […] Από την Εποχή του Σιδήρου ο άνθρωπος αντικατέστησε τα λίθινα αντικείμενα από πυρίτη ή μαρκασίτη με σιδερένια εργαλεία και τα χρησιμοποίησε για ν’ ανάψει φωτιά με τη βοήθεια του πυριτόλιθου και ενός μανιταριού, της ίσκας».
[35] Κόκορης Θ. Δημήτριος, «Άγιο Φως», Αθήναι 2008, σελ. 63-64.
[36] Χατζηιωάννου Αγγελική, «Ο Κώδικας 391…», ό.π., σελ. 320.