Ονομασία
Η πανάρχαιη ονομασία του όρους όπως αναφέρεται από τον ιστορικό Θουκυδίδη (5ος αι. π.Χ.) ήταν Βριλησσός (από την ονομασία του όρους αποκλήθηκε η σημερινή περιοχή των Βριλησσίων που βρίσκεται στους πρόποδες του βουνού). Οι λέξεις που λήγουν σε –σσός ή –ττός όπως, Ιλισσός, Παρνασσός, Λυκαβηττός, Αρδηττός, Υμηττός είναι πελασγικής προέλευσης (πριν από τον 10ο αι. π.Χ.). Ο γεωγράφος Στράβων (1ος αι. π.Χ.) χρησιμοποιεί και αυτός τον όρο Βριλησσός. Τα γνωστά μάρμαρα του βουνού, από τα οποία χτίστηκαν τα μνημεία της Ακρόπολης, ονομάζονταν Πεντελήσιοι λίθοι και υπήρχαν στη θέση Άσπρα Μάρμαρα. Έχουν υψηλά ποιοτικά χαρακτηριστικά με χρώματα από χιονόλευκα έως κυανόλευκα. Κατά τον γεωλόγο Lepsius εξορύχθηκαν 400.000 m3 μαρμάρου. Σήμερα έχουν σταματήσει να λειτουργούν, λόγω των ανεπανόρθωτων καταστροφών που προξενούσαν στο περιβάλλον. Την εποχή του περιηγητή Παυσανία (2ος αι. μ.Χ.) το βουνό πήρε την ονομασία Πεντελικό: Ὄρη δὲ Ἀθηναίοις ἐστὶ Πεντελικὸν ἔνθα λιθοτομίαι. Ο ίδιος ο περιηγητής επισημαίνει επίσης ότι πάνω στο Πεντελικό όρος υπήρχε άγαλμα της θεάς Αθηνάς. Την εποχή της Τουρκοκρατίας άλλαξε πάλι ονομασία αφού όπως επισημαίνεται σε πατριαρχικό σιγίλλιο του 1611, του πατριάρχη Νεοφύτου Β΄ (1602-1603, 1607-1612), που απευθύνεται προς τη «θείᾳ πατριαρχικῇ καὶ Σταυροπηγιακῇ μονῇ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τοῦ Γενεσίου ἐν ἔτει ,ζριθ» (είναι το σημερινό μοναστήρι του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου και του αγίου Εφραίμ που βρίσκεται στη Νέα Μάκρη) αναφέρει ότι το μοναστήρι βρίσκεται «ἐν τῷ τῶν Ἀμώμων ὄρει». Το Πεντελικό όρος λοιπόν, την εποχή της τουρκοκρατίας, λόγω του πλήθους των ασκητηρίων και των πολλών μοναχών που ασκήτευαν στην περιοχή είχε αποκληθεί ως το βουνό των αμώμων δηλαδή των καθαρών, των αγνών, των άμεμπτων.
Το Λατομείο της Σπηλιάς
Ένα από τα πιο γνωστά αρχαία λατομεία που υπήρχαν στη θέση Άσπρα Μάρμαρα είναι και το Λατομείο της Σπηλιάς. Το Λατομείο της Σπηλιάς ή η σπηλιά το Νταβέλη, όπως είναι γνωστό στον κόσμο, βρίσκεται μία ώρα, με τα πόδια, βόρεια της μονής Πεντέλης, μέσα στην περιοχή των αρχαίων λατομείων, σε υψόμετρο 700μ. Κατά τη διάρκεια της μεγάλης εξόρυξης της περιοχής, κατά τον 5ο αι. π.Χ., για το κατάλευκο μάρμαρό του, αποκαλύφθηκε η μέχρι τότε φυσική υπόγεια (τυφλή) σπηλιά. Ο αρχιτέκτονας Μ. Κορρές πιστεύει ότι ο Παρθενώνας κτίστηκε από το μάρμαρο που εξορύχθηκε από αυτό το λατομείο. Η σπηλιά έχει μήκος 62μ. και πλάτος 45μ. Εξωτερικά της σώζονται λείψανα μιας υδατοδεξαμενής και ένα ισχυρό μεσαιωνικό προτείχισμα. Το τείχος αυτό παλαιότερα καταλάμβανε όλο το πλάτος του στομίου του σπηλαίου. Στο εσωτερικό της σπηλιάς παρατηρούνται μία σαρκοφάγος σπασμένη σε δύο κομμάτια και αρκετά μεσαιωνικά κεραμικά. Επιπλέον διακρίνονται δύο κτιστές δεξαμενές και μία δισυπόστατη εκκλησία. Η σπηλιά είχε χρησιμοποιεί από την βυζαντινή εποχή ως ασκητήριο μοναχών. Η δεξιά εκκλησία, η οποία είναι ολόκληρη λαξευμένη στον βράχο, είναι αφιερωμένη στον άγιο Σπυρίδωνα, ενώ η αριστερή εκκλησία, η οποία έχει το σχήμα μονόκλιτου ναού μετά τρούλλου στηριζομένου σε τέσσερις ογκώδης τετράγωνους πεσσούς, είναι αφιερωμένη στον άγιο Νικόλαο. Στο δεξί τμήμα του αγίου Σπυρίδωνα έχουν σκαλιστεί, πάνω στον βράχο της σπηλιάς, άγγελοι, αετοί και ισοσκελείς σταυροί με την εξής επιγραφή: Χριστε βοηθι τω δουλου σου Σω…ινου αμην και τοις μετα αυτοις δεσποτα δεχ(ου) αγιε Χριστε την επινυχιαν. Επιπλέον σώζεται και μία άλλη επιγραφή με απόσπασμα από τον 90ο ψαλμό: ο κατικο(ν) ε(ν) βοηθια του υψιστου (ε)ν σκεπη του θεου του ουρανου. Κατά τον αρχαιολόγο Σωτηρίου οι παραστάσεις ανάγονται στον 7ο αι. μ.Χ., ενώ η παλαιότερη εκκλησία στον 11ο αι. μ.Χ. Ένας τάφος σώζεται κάτω από το δάπεδο της εκκλησίας του αγίου Νικολάου και αρκετοί άλλοι τάφοι στα πλευρικά τοιχώματα του ναού σε μορφή τοξωτής θήκης (arcosolium). Στα μεσαιωνικά χρόνια ήταν συνηθισμένο φαινόμενο οι νεκροί να θάβωνται κάτω ή γύρω από τις εκκλησίες. Αυτό όμως που έκανε πασίγνωστη τη σπηλιά ήταν η ύπαρξη, στον πάτο της σπηλιάς, ενός υπόγειου στενού λαξευτού ορθογώνιου διαδρόμου με στεγοειδή οροφή, ο οποίος μετά από κάποια μέτρα τερματίζει σε υπόγεια πηγή. Λόγω της ύπαρξης αυτού του διαυγέστατου τρεχούμενου νερού της πηγής, δημιουργήθηκε το ασκητήριο των μοναχών.
Μονή Πεντέλης
Εκτός από τα αρχαία ευρήματα και τα γνωστά του κατάλευκα μάρμαρα το βουνό έχει γίνει γνωστό και για τη συνέχιση της μοναστικής παράδοσης, με κυριότερο εκπρόσωπο τον όσιο Τιμόθεο. Ο όσιος Τιμόθεος Ευρίπου γεννήθηκε γύρω στο 1510 στο χωριό Κάλαμος της Αττικής. Ήταν γυιος ιερέα και από νεαρή ηλικία διακρίθηκε «διὰ τὴν εὐκοσμίαν τοῦ ἤθους καὶ τὸν ἀδαμάντινο χαρακτῆρα του». Ο επίσκοπος Ωρωπού αφού εκτίμησε τις αρετές του νέου τον έστειλε να σπουδάσει, με δαπάνες της επισκοπής, στην Αθήνα. Όταν επανήλθε χειροτονήθηκε διάκονος και πρεσβύτερος, ενώ μετά την αποβίωση του επισκόπου, εκλέχτηκε αρχιεπίσκοπος Ευρίπου. Λόγω διωγμού, αναγκάστηκε να αναχωρήσει από την Εύβοια και να καταφύγει στο Πεντελικό ή όρος των Αμώμων, όπως αποκαλούταν τότε, της Αττικής.
Ο όσιος Τιμόθεος ψάχνοντας κατάλληλο χώρο για να ιδρύσει κάποιο μοναστήρι βρήκε, μέσα στην καλύβα ενός μοναχού, μία εικόνα που απεικόνιζε τη Γλυκοφιλούσα Θεοτόκο. Στον τόπο αυτό αποφάσισε και ίδρυσε, το 1578, το μοναστήρι της Κοιμήσεως της Θεοτόκου (η γνωστή μονή της Πεντέλης). Σύμφωνα με τους αρχαιολόγους, η μονή πρέπει να έχει κτιστεί πάνω στα ερείπια του αρχαίου οικισμού της Πεντέλης. Στο νέο μοναστήρι συγκέντρωσε τους μοναχούς των γύρω ασκητηρίων και μετά από σύντομο χρονικό διάστημα αναχώρησε για τη Βραώνα και την Κέα όπου και αποβίωσε. Σήμερα σώζεται μόνο η αγία κάρα του στη μονή που ίδρυσε. Στην εποχή του κτίτορα η μονή είχε 700 ελαιόδενδρα στην περιοχή του Γέρακα. Οι επόμενοι ηγούμενοι ήταν σχεδόν αποκλειστικώς μέλη της οικογένειας Δέγλερη. Κατά την πανώλη του 1778 οι περισσότεροι κάτοικοι της Αθήνας κατέφυγαν στη μονή της Πεντελης. Εκεί παρέμειναν για δύο χρόνια μαζί με τον μητροπολίτη τους. Σύμφωνα με την παράδοση οι Αθηναϊκές οικογένειες Ταρωνίτες, Μισεραλιώτες και οι Μπενιζέλοι διέθεταν αρχοντικά γύρω από τη μονή. Κατά την επανάσταση του 1821 τα κειμήλια και τα χειρόγραφα της μονής, για να τα διαφυλάξουν, τα έκρυψαν στο εκκλησάκι της αγίας Δύναμης στην οδό Μητροπόλεως στην Αθήνα. Οι Τούρκοι όμως τα βρήκαν και τα κατέστρεψαν.
Το μοναστήρι έχει ορθογώνια διάταξη, με το καθολικό στη μέση του, το οποίο ανήκει στον τύπο του εγγεγραμμένου σταυροειδή ναού μετά τρούλλου. Στον ναό έχει προσκολληθεί ένας εσωτερικός και ένας εξωτερικός νάρθηκας. Οι νάρθηκες έχουν τοιχογραφίες του 18ου αι. Στο υπέρθυρο της εισόδου βρίσκεται η κτητορική επιγραφή: Ἔτει ,αφοη΄ ἥδ’ ὑπὸ Τιμοθέου Εὐβοίας ἀρχιθύτου Ἱρὴ δωμήθη Θειοτόκοιο μονὴ. Ακριβώς έξω από την ορθογώνια διάταξη της μονής βρίσκεται το γηροκομείο σε σχήμα τετράγωνο και διαιρείται με χωρίσματα σε πέντε μυχούς. Έξω από τον περίβολο της μονής βρίσκεται και ο μικρός ναός του αγίου Νικολάου.
Ασκητήρια Πεντελικού όρους
Αιώνες πριν από την ίδρυση της μονής Πεντέλης, υπήρχαν πάνω στο Πεντελικό όρος διάσπαρτα μικρά ασκητήρια, ιδίως σε σημεία που ανέβλυζε νερό. Σε αυτές τις σκήτες μόναζαν μοναχοί ενάρετοι και απομονωμένοι από τον υπόλοιπο κόσμο. Ο ηγούμενος της μονής Πεντέλης Κύριλλος Δέγλερης (19ος αι.) στα απομνημονεύματά του ονομάζει τα εξής ασκητήρια: τον άγιο Γεώργιο στην περιοχή του Κοκκιναρά της Κηφισιάς, τον άγιο Ιωάννη Λατομείων, τον άγιο Παντελεήμονα Κοκκιναρά, τον άγιο Λουκά στην περιοχή της Ρέας Δροσιάς, τον άγιο Ιωάννη Χρυσόστομο στο Ντράφι Πικερμίου, τον άγιο Νικόλαιο στο Λατομείο της Σπηλιάς, της Φραγκοκκλησιάς στο Βαγιάτι και τον άγιο Πέτρο (βρίσκεται πάνω στη λεωφόρο Διονύσου-Νέας Μάκρης). Ἄπασαι αἱ θέσεις αὐταὶ κείντε ἐπὶ τοῦ Πεντελικοῦ ἐν αἰς οἱ κατοικήσαντες εἴχαν σχηματίσει κηπίδια καὶ διάφορα δένδρα διότι ὑπάρχει εἰς ὅλα τὰ μέρη αὐτὰ ὕδωρ. Στα τέλη του 20ου αι., στον άγιο Παντελεήμονα, συνεχίζοντας τη μοναστηριακή ησυχαστική παράδοση, ασκήτεψε ο γνωστός π. Σίμων Αρβανίτης (1901-1988), ιδρύοντας γύρω από το εξωκκλήσι ένα καινούριο μεγάλο μοναστήρι με μεγάλη συνοδεία μοναχών.
Ταώ Πεντέλης
Στην ανατολική πλευρά του Πεντελικού όρους και σε υψόμετρο 270μ. βρίσκεται η μονή Ταώ Πεντέλης. Η περιοχή της μονής θα πρέπει να υπήρξε κάποτε κτήμα Ίβηρα γαιοκτήμονα (η σημερινή περιοχή της χώρας της Γεωργίας αποκαλούταν παλιά Ιβηρία), ο οποίος θα βάπτισε με το όνομα της πατρίδας του, χώρα των Ταώνων δηλαδή, την τοποθεσία. Στα επόμενα χρόνια η λέξη Ταώ παραφράστηκε σε Νταού. Έτσι σήμερα η μονή είναι γνωστή ως Νταού Πεντέλης. Τα πρώτα κτίσματα της μονής ανάγονται κατά τον 13ο αι. Ανοικοδομήθηκε όμως ξανά τον 16ο αι. από τον πλούσιο γαιοκτήμονα, τον Δημήτριο Αναδρομάρη, ο οποίος είχε ανοικοδομήσει και τον άγιο Νικόλαο Καλησίων. Στο εκκλησάκι αυτό τα έτη 1955-1979 ασκήτεψε ο όσιος Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης. Το 1680 κάποιος από τους υπηρέτες της μονής, ο οποίος μισούσε τους μοναχούς, συνεννοήθηκε με Αλγερινούς πειρατές και τους έβαλε στη μονή την ώρα που οι μοναχοί εόρταζαν την Ανάσταση. Οι πειρατές αιφνιδίασαν τους μοναχούς, που τους βρήκαν όλους συναγμένους στην Εκκλησία, με αναμμένες τις λαμπάδες, να ψάλλουν το τελευταίο ‘Χριστός Ανέστη’ της Πασχαλινής Θείας Λειτουργίας. Η σφαγή που ακολούθησε υπήρξε καθολική και η λεηλασία ολοκληρωτική. Βρήκαν φρικτό μαρτυρικό θάνατο 179 Μοναχοί. Από τότε το μοναστήρι παρήκμασε και προσαρτήθηκε ως μετόχι στη μονή της Πεντέλης. Το 1965 κατά την πραγματοποίηση έργων ανανέωσης του δαπέδου στο εσωτερικό του καθολικού, εντοπίσθηκαν τα λείψανα των μαρτυρησάντων αγίων μοναχών.
Αυτό που θα πρέπει να επισημανθεί είναι ότι ο ναός βρίσκεται κάτω από τον κεντρικό μεγάλο τρούλλο, ο οποίος στηρίζεται σε έξι στηρίγματα, το οποίο δίδει στον ναό έναν ιδιότυπο χαρακτήρα, αυτού του εξαγωνικού τρούλλου. Η χρησιμοποίηση της στήριξης του τρούλλου σε έξι στηρίγματα είναι μοναδική στην Ελλάδα, ενώ χρησιμοποιήθηκε, όπως απέδειξε ο Strzygowski, σε άλλες χώρες, όπως στην Αρμενία και την Γεωργία, ήδη από τον 10ο αι. Το μοναστήρι είναι αφιερωμένο στον Παντοκράτορα Σωτήρα Χριστό.
Στην αρχαιότητα, το «Όρος των Αμώμων» στόλισε τον Παρθενώνα, ενώ στα επόμενα χριστιανικά χρόνια πρόβαλε και συνέχισε την ησυχαστική παράδοση, μέχρι και τις τελευταίες δεκαετίες με τις πρόσφατες άγιες μορφές του π.Σίμωνα και του οσίου Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτη.
Ενδεικτική βιβλιογραφία.
- Παυσανίας, Ελλάδος Περιήγησις, έκδ. W. H. S. Jones, Pausanias Description of Greece, τ. 1, Λονδίνο-Ν.Υόρκη 1918.
-
Δ. Καμπούρογλου, Αι Παλαιαί Αθήναι, Αθήνα 1922.
-
Δ. Καμπούρογλου, Μελέται και Έρευναι, Αθήνα 1923.
-
Δ. Καμπούρογλου, Ιστορία των Αθηναίων, Τουρκοκρατία 1458-1687, τ. 1-3, Αθήνα 1890.
-
Μ. Κορρές, Από την Πεντέλη στον Παρθενώνα, Αθήνα 1994.
-
Χ. Νικολόπουλος, Σύντομη ιστορία του μονυδρίου του αγίου Νικολάου Καλησίων Πεντελικού όρους, Αθήνα 2017.
-
Α. Ορλάνδου, Μεσαιωνικά μνημεία της πεδιάδος των Αθηνών και των κλιτύων Υμηττού-Πεντελικού-Πάρνηθος και Αιγαλέω, τ. 1, Αθήνα 1933.
Χρήστος Νικολόπουλος
Δρ. Θεολογίας – Βυζαντινολόγος