Ο Γέροντας στις 11.4.1984, την Τρίτη της Διακαινησίμου, στις 12 τα μεσάνυχτα, είδε ένα όραμα που αναφέρεται στο φοβερό έγκλημα των εκτρώσεων.
Το διηγήθηκε σε πολλούς και είναι δημοσιευμένο, αλλά παρατίθεται, επειδή το θέμα είναι μεγάλης σπουδαιότητος, απασχολεί πολλούς και μπορεί ίσως να βοηθήσει κάποια ψυχή.
Διηγήθηκε: «Ενώ είχα ανάψει δυο κεράκια, όπως συνήθως, και όταν κοιμάμαι ακόμη, για όσους πάσχουν ψυχικά και σωματικά, που συμπεριλαμβάνονται και οι κεκοιμημένοι, βλέπω ένα φοβερό όραμα!
Έναν κάμπο από σιτάρι, αλλά το σιτάρι δεν είχε ξεσταχυάσει ακόμη, μόλις άρχιζε να καλαμιάζη. Εγώ βρισκόμουν έξω από την μάνδρα του χωραφιού και κολλούσα κεριά απ’ έξω στον τοίχο για τους κεκοιμημένους.
Αριστερά ήταν ένας τόπος ανώμαλος, κρημνώδης και χέρσος, ο οποίος σειόταν από μια δυνατή βοή, από χιλιάδες φωνές σπαρακτικές, που έκαναν να ραγίζει και η πιο σκληρή καρδιά.
Ενώ υπέφερα από το άκουσμα των σπαρακτικών εκείνων φωνών και δεν μπορούσα να εξηγήσω το όραμα, άκουσα μια φωνή να μου λέει: “Ο μεν κάμπος με το σπαρμένο σιτάρι, που δεν έχει ξεσταχυάσει, είναι το κοιμητήρι με τις ψυχές των νεκρών που θ’ αναστηθούν.
Ο δε τόπος εκείνος, που σείεται από τις σπαρακτικές φωνές, είναι ο τόπος που βρίσκονται οι ψυχές των παιδιών από τις εκτρώσεις”.
«Ενώ λοιπόν συνήλθα από το όραμα, δεν μπορούσα όμως να συνέλθω από τον πολύ πόνο που ένιωσα και δεν μπορούσα να πλαγιάσω, για να ξεκουρασθώ λίγο, παρ’ όλο που ήμουν κατάκοπος από την οδοιπορία και ορθοστασία της προηγούμενης ημέρας!».
Ιερομονάχου Ισαάκ Άγιον Όρος, 2016
σελ. 302-303