
ΑΒΡΑΑΜ Ε. ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ
Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, στο «Νέο Μαρτυρολόγιον των μετά την άλωσιν της Κωνσταντινουπόλεως κατά διαφόρους καιρούς και τόπους μαρτυρησάντων», θέτει ως χρονικό όριο το 1453 μετά το οποίο όσοι μαρτύρησαν χαρακτηρίζονται ως νεομάρτυρες. Η περίοδος αυτή τελειώνει με την απελευθέρωση της χώρας μας από τον βάρβαρο τουρκικό ζυγό. Οι νεομάρτυρες ονομάστηκαν έτσι για να διακρίνονται από τους παλιούς μάρτυρες των πρώτων χριστιανικών αιώνων ή και αργότερα της εικονομαχίας, αν και δεν υπάρχει εποχή στην ιστορία της Εκκλησίας χωρίς μάρτυρες.
Ο Άγιος Νεομάρτυς Θεόδωρος γεννήθηκε σε ένα χωριό της επαρχίας Ελλησπόντου και Τρωάδος, το Οφρύνιο, που στα τουρκικά λέγεται Ερένκιοϊ. Ήταν κτισμένο πάνω στα ερείπια της αρχαίας Ελληνικής πόλης του Οφρυνίου. Βρίσκεται μόλις 8 χλμ. από την ιστορική Τροία, αναφέρεται δε από τον Στράβωνα και τον Ξενοφώντα. Οι γονείς του Αγίου ήταν ευσεβείς και ονομάζονταν Γεώργιος και Κυριακή. Όταν ο Θεόδωρος μεγάλωσε και έφτασε σε κατάλληλη ηλικία, έγινε παλληκάρι, πήγε στην μεγάλη πόλη της περιοχής τα Δαρδανέλλια, τουρκικά λέγονται Τσανάκ Καλέ. Απέχει από το Οφρύνιο 16 χλμ. Εκεί προκειμένου να εργαστεί προσκολλήθηκε σε έναν επιχειρηματία που επεξεργαζόταν το σουσάμι, ήταν δηλαδή σαμολαδάς. Από αυτόν έμαθε καλά την τέχνη αυτή, οπότε αποφάσισε αργότερα να την εξασκήσει μόνος του, φεύγοντας από τον μάστορά του. Πράγματι δημιούργησε σιγά – σιγά δικιά του επιχείρηση. Ο νέος αυτός, είχε τότε την ηλικία των είκοσι ετών, ήταν προικισμένος από τον Θεό με κάθε φυσική και επίκτητο αρετή. Ήταν πλουτισμένος επίσης και με θεϊκές αρετές που τις εξασκούσε. Φυσικό ήταν λοιπόν, βλέποντας ο αρχέκακος και μισόκαλος διάβολος την τόση φρόνηση και σύνεση και αρετή σε ένα νέο, θέλησε να τον πολεμήσει. Έβαλε λογισμούς σ΄ έναν πλούσιο τούρκο της πόλης να τον ζηλέψει, λόγω της ομορφιάς του νέου και των λοιπών προτερημάτων του. Άρχισε με κάθε τρόπο ο τούρκος αυτός να προσπαθεί να φέρει τον Θεόδωρο στην θρησκεία του, τον μωαμεθανισμό. Ήθελε να τον κάνει να τουρκέψει και να τον κάνει γαμπρό του, δίνοντας σ΄ αυτόν ως γυναίκα την θυγατέρα του, την οποία είχε μοναχοκόρη, κάμνοντάς τον έτσι τέλειο γιο του και κληρονόμο της περιουσίας του.
Μια μέρα που ο Θεόδωρος ήταν ασθενής και είχε πυρετό, πήγε ο τούρκος στο σπίτι του και του λέγει:
-«Θεόδωρε, δος μου υπόσχεση ότι γίνεσαι τούρκος, και εγώ θα σε θεραπεύσω από την αρρώστια σου, επειδή σε αγαπώ και θέλω να σε κάνω γαμπρό μου, δίνοντάς σου την θυγατέρα μου και κληρονόμο όλων των υπαρχόντων μου». Μόλις άκουσε αυτά ο νέος απάντησε προς τον ασεβή τούρκο:
-«Μη γένοιτο ποτέ να αρνηθώ εγώ την πίστη μου και ας είμαι άρρωστος έως ότου θέλει ο Θεός». Όμως ο τούρκος αυτός δεν έπαυσε να τον παρακινεί να τουρκεύσει. Του έλεγε ότι θα του έδινε δυο φύλλα ελιάς, πάνω στα οποία είχε γραμμένα σατανικά και μαγικά γράμματα, με τα οποία να καπνιστεί, για να απαλλαγεί από τον πυρετό. Όμως ο Άγιος δεν δεχόταν με τίποτε τις προσφορές του και ομολογούσε τον Χριστό ως Θεό του. Μια ημέρα που ο Άγιος είχε πολύ υψηλό πυρετό, ξαναπήγε ο τούρκος πάλι στο σπίτι του και τον κάπνισε με τα φύλλα της ελιάς, χωρίς να τον ρωτήσει. Από τότε, συμπτωματικά με σατανική ενέργεια, ή με θεϊκή οικονομία για να δοθεί αφορμή να εισέλθει ο Άγιος στο μαρτυρικό στάδιο, σταμάτησε ο πυρετός. Πήρε τότε αφορμή ο βάρβαρος εκείνος τούρκος και του λέγει:
-«Είδες πως σε γιάτρεψα; Λοιπόν πρέπει να γίνεις τώρα τούρκος όπως υποσχέθηκες». Τότε του απάντησε ο Άγιος:
-«Εγώ τούρκος δεν γίνομαι, ούτε είπα τέτοιο λόγο ποτέ, ούτε θα πω, λοιπόν άφησέ με».
Μόλις τα άκουσε αυτά ο μιαρός Αγαρηνός, σαν άλλος Ιούδας, έχοντας μέσα του τον διάβολο, πήγε αμέσως στον κριτή του τόπου και ψευδομαρτύρησε κατά του Θεοδώρου, λέγοντας ότι ενώ ήταν ασθενής και τον θεράπευσε με την υπόσχεσή του να γίνει τούρκος, τώρα δεν θέλει να τουρκέψει. Ο κριτής ζήτησε και έναν μάρτυρα και τότε παρουσιάστηκε κάποιος που βεβαίωσε ότι ήταν παρών και άκουσε την υπόσχεση. Τότε ο κριτής κάλεσε τον Θεόδωρο και τον ρώτησε αν αληθεύουν αυτά που του προσάπτουν. Ο Άγιος με θάρρος και χωρίς καμιά δειλία αποκρίθηκε ότι ήταν άρρωστος και γιατρεύθηκε, αλλά ποτέ δεν υποσχέθηκε ότι θα τουρκέψει και επομένως ψεύδονται αυτοί που λένε αυτά εναντίον του. Ο κριτής του μίλησε αυστηρά λέγοντάς του ότι οι τίμιοι τούρκοι λένε την αλήθεια και ότι πρέπει να κάνει αυτά που υποσχέθηκε, να τουρκέψει και να πάρει γυναίκα την κόρη του πλουσίου τούρκου, ειδάλλως θα υποστεί τιμωρίες και βάσανα και στο τέλος θα θανατωθεί. Ο Άγιος αποκρίθηκε:
-«Εγώ είμαι χριστιανός από τους γονείς μου και χριστιανός θέλω να πεθάνω. Τούρκος δεν γίνομαι, και ούτε πλούτο, ούτε γυναίκα θέλω». Ενώ επέμεναν οι ασεβείς στις προτάσεις τους, ο Άγιος πλησθείς θείου ζήλου και Πνεύματος Αγίου, με μεγάλη φωνή ενώπιον εκείνου του ασεβούς συνεδρίου, είπε:
-«Σας είπα, και πάλι σας το λέγω, Χριστιανός, Χριστιανός, Χριστιανός ήμουν και είμαι, τον Ιησού Χριστό δεν αρνούμαι, την μιαρά σας θρησκεία δεν παραδέχομαι, κάμετε σε μένα ό,τι θέλετε».
Ο κριτής αμέσως διέταξε να βάλουν τον Θεόδωρο στην φυλακή και απαγόρευσε να του δίδουν ψωμί ή νερό ή να τον επισκεφθεί κανείς από τους συγγενείς του ή από άλλους χριστιανούς. Μόνο οι τούρκοι πήγαιναν κάθε ώρα και τον παρακινούσαν να τουρκέψει και εφόσον δεν πείθονταν στους λόγους τους, τον κτυπούσαν ανελέητα. Αλλά όχι μόνο τον έδερναν αλλά και με ξυράφι έσχιζαν τις σάρκες του, στις πληγές του έριχναν αλάτι για να πονά περισσότερο και αφαιρούσαν τα νύχια από τα χέρια και τα πόδια του. Ο μακάριος όμως Θεόδωρος υπέμενε τα πάντα, και τις πληγές, και την πείνα και δίψα, και τους ξυλοδαρμούς, ευχαριστώντας τον Θεό και δοξάζοντας το Πανάγιο Όνομά Του, φέρνοντας στον νου του τον λόγο του Αποστόλου Παύλου: «Τίς ημάς χωρίσει από της αγάπης του Χριστού; Θλίψις ή στενοχωρία ή διωγμός ή λιμός ή γυμνότης ή κίνδυνος ή μάχαιρα» (Ρωμ. η΄, 35).
Κάποιος ευλαβής Ορθόδοξος ιερέας της πόλης εκείνης, με κάποιο τρόπο, κατόρθωσε και μπήκε στην φυλακή, παρηγόρησε και στερέωσε τον μάρτυρα της πίστεως. Ο Θεόδωρος του είπε ότι κανείς δεν του πηγαίνει ψωμί ή νερό, αλλά κάθε ημέρα με θαυμαστό τρόπο, μια λάμψη έρχεται και φωτίζει όλη την φυλακή. Και με την λάμψη εκείνη χωρίς να δει άνθρωπο, του δίνεται μια προσφορά και τρώγει. Ομοίως έρχεται από ψηλά και μια δροσιά και πίνει. Και γι΄ αυτό ούτε ψωμί, ούτε νερό χρειάζεται. Ο ιερέας εξομολόγησε και κοινώνησε τον μάρτυρα των Αχράντων Μυστηρίων και αφού πάλι τον ενίσχυσε να μείνει στερεός στην πίστη, βγήκε από την φυλακή.
Ο κριτής και οι άλλοι τούρκοι, βλέποντας το αμετάθετο της γνώμης του μάρτυρα, και ότι ούτε με ταξίματα, ούτε με πίνα, δίψα, φοβέρες και βάσανα μεταπείθεται ο Θεόδωρος, τον έβγαλαν από την φυλακή και τον έριξαν μέσα σε ένα λάκκο με ασβέστη για τρεις ημέρες. Έπειτα τον έβγαλαν από εκεί, τον έδεσαν τα πόδια και τα χέρια, τον ανέβασαν σε ένα άλογο χωρίς σαμάρι, και τον διαπόμπευαν, τον γυρνούσαν σε όλη την πόλη των Δαρδανελλίων για καταισχύνη, ρεζίλεμα. Άλλοι μεν τούρκοι τον κτυπούσαν με ραβδιά, άλλοι τον τρυπούσαν με σιδερένιες σούβλες και άλλοι προξενούσαν στον Άγιο διάφορες ατιμίες. Όταν όμως περνούσαν τον μάρτυρα μπροστά από την Ορθόδοξη Εκκλησία, λύθηκαν τα δεσμά του Αγίου, ο οποίος κατέβηκε από το άλογο, προσκύνησε ευλαβικά, και με δυνατή φωνή είπε:
-Μία είναι η πίστις, των ευσεβών και Ορθοδόξων Χριστιανών».
Μη υποφέροντας αυτή την καταισχύνη οι ασεβείς, αποφάσισαν να θανατώσουν τον μάρτυρα. Οδήγησαν τον μάρτυρα σε τόπο που βρίσκονταν τα ευρωπαϊκά προξενεία, σε κάποια απόσταση από τα ναυπηγεία και εκεί αποφάσισαν να θέσουν τέρμα στη ζωή του. Κατά την τουρκική συνήθεια ο δήμιος θέλησε να δέσει τα χέρια και τα πόδια του μάρτυρα και να του βάλει μαντήλι στο κεφάλι να μην βλέπει. Ο Άγιος όμως δεν τον άφησε λέγοντας:
-«Εγώ παραδίδομαι θεληματικά στον θάνατο για τον Χριστό μου, γιατί να με δέσεις; Μόνο σε παρακαλώ άφησέ με λίγο να κάνω την προσευχή μου στον Θεό μου». Στάθηκε τότε ο μάρτυρας Θεόδωρος όρθιος κατά την Ανατολή, προσκύνησε και ευχαρίστησε τον Θεό και μετά με χαρούμενο πρόσωπο, ήρεμα και γαλήνια, έσκυψε το κεφάλι. Έτσι ο δήμιος έκοψε την μακαρία κεφαλή του μάρτυρα κατά την 9η ώρα της ημέρας. Ήταν τότε η 2α Αυγούστου του έτους 1690. Οι τούρκοι, κατά την συνήθειά τους, άφησαν το άγιο λείψανο άταφο, στον τόπο του μαρτυρίου. Την νύχτα ένα δυνατό φως ήλθε από τον Ουρανό και κάλυψε το σώμα του μάρτυρα. Οι χριστιανοί τότε πήγαν στις αρχές και αφού πήραν την σχετική άδεια ενταφίασαν ευλαβικά το λείψανο του Αγίου στην αυλή της Εκκλησίας. Μετά από παρέλευση αρκετών ετών έγινε η ανακομιδή των ιερών λειψάνων του Αγίου, τα οποία ευωδίαζαν από άρρητη ευωδία. Λίγο μετά το μαρτύριο του Αγίου, η μητέρα του αρρώστησε και ενώ βρισκόταν κατάκοιτη, βλέπει μπροστά της τον γιο της, τον μάρτυρα Θεόδωρο, να της χαμογελά και να της δίνει ένα ευωδιαστό άνθος. Μόλις είπε η μητέρα του αυτό το γεγονός στους παραβρισκόμενους, κοιμήθηκε παραδίνοντας την ψυχή της στα χέρια του Θεού, για να την κατατάξει μαζί με τον γιο της στην αιώνια αγαλλίαση.
Μετά την Μικρασιατική καταστροφή, το έτος 1922, που έγινε η ανταλλαγή των πληθυσμών, ευλαβείς χριστιανοί Δαρδανελλιώτες μετέφεραν από εκεί την τίμια κάρα του Αγίου Θεοδώρου και την αποθέσανε ευλαβικά στον Ιερό Ναό της Οσίας Ξένης στην Νίκαια του Πειραιά. Τον Άγιο Νεομάρτυρα Θεόδωρο τιμούν ιδιαιτέρως και οι συντοπίτες του, που ήλθαν από την πατρίδα και ίδρυσαν το χωριό Οφρύνιο στο νομό Καβάλας, όπου και αναγέρθηκε και Ναός που τιμάται στο όνομά του.
Αυτοί είναι οι ήρωες της πίστης μας! Ο Άγιος Νεομάρτυς Θεόδωρος μαρτύρησε για την αγάπη του Χριστού. Προβάλλεται στους σημερινούς χαλεπούς καιρούς ως φωτεινός φάρος και πνευματικός οδοδείκτης, διδάσκοντας και παραδειγματίζοντας με τη δύναμη του ψυχικού του μεγαλείου, με το ακμαίο αγωνιστικό του φρόνημα και με τη σθεναρή τους ομολογία υπέρ της χριστιανικής πίστεως.
Ταις του Αγίου Νεομάρτυρος Θεοδώρου του εν Δαρδανελλίοις Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς, Αμήν.
