
ΑΒΡΑΑΜ Ε. ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ
Σήμερα η Αγία μας Εκκλησία εορτάζει την ανάμνηση της ανακομιδής της αχειροποίητης εικόνας του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού ή του Αγίου Μανδηλίου, όπως ονομάζεται διαφορετικά, από την πόλη Έδεσσα της Συρίας στην Κωνσταντινούπολη.
Σύμφωνα με τον εκκλησιαστικό ιστορικό Ευσέβιο Καισαρείας, τον καιρό που ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός ήταν στον κόσμο κηρύττοντας την Βασιλεία των Ουρανών και θεραπεύοντας «πάσαν νόσον και και πάσαν μαλακίαν εν τω λαώ» (Ματθ. θ΄, 35), ζούσε ένας πλούσιος άνθρωπος με το όνομα Αύγαρος, ο οποίος υπέφερε από λέπρα. Αυτός ήταν τοπάρχης στην πόλη της Έδεσσας της Συρίας, όπου εκεί ζούσε.
Ακούγοντας για τα θαύματα και τις θεραπείες του Χριστού ήθελε να τον δει με τα ίδια του τα μάτια, ελπίζοντας ότι θα τον θεράπευε κι εκείνον. Αλλά επειδή λόγω της ασθένειάς του, που κατέτρωγε όλο του το σώμα και το κατέφθειρε, δεν μπορούσε να εγκαταλείψει το σπίτι του, έστειλε έναν επιδέξιο ζωγράφο, τον Ανανία, για να ζωγραφίσει το Πρόσωπό Του, ούτως ώστε, μόνο κοιτάζοντας την Εικόνα να απαλυνθεί ο πόνος του. Επίσης, έγραψε και μια επιστολή προς τον Κύριο, στην οποία ομολογούσε ότι πιστεύει πως είναι ο Υιός του Θεού του ζώντος και τον παρακαλούσε να τον επισκεφθεί για να τον θεραπεύσει.
Ο Ανανίας ξεκίνησε προς τα Ιεροσόλυμα και βρήκε τον Κύριο διδάσκοντας τα πλήθη. Επειδή δεν μπόρεσε να τον πλησιάσει ανέβηκε σε μια πέτρα για να δει το Πρόσωπο του Χριστού και να το ζωγραφίσει. Αλλά δεν μπορούσε να το ιστορήσει, επειδή το Πρόσωπο του Κυρίου άλλαζε συνεχώς, μετέβαλλε την όψη. Τότε ο Χριστός κάλεσε τον Ανανία να έρθει κοντά Του και του ζήτησε την επιστολή από τον Αύγαρο. Του έστειλε απάντηση λέγοντας ότι είναι μακάριος αφού πίστεψε σε Εκείνον χωρίς να τον δει και μακάριοι είναι όσοι, χωρίς να Τον δουν, πιστεύουν σ΄ Αυτόν. Του υποσχέθηκε ότι θα στείλει έναν από τους μαθητές του να και θα τον θεραπεύσει.
Έπειτα ο Κύριος, γνωρίζοντας και το δεύτερο ζήτημα του Αύγαρου, ζήτησε να του φέρουν νερό και έπλυνε το Πρόσωπό Του και έπειτα το σκούπισε με έναν μανδήλιο. Τότε παρευθύς τυπώθηκε πάνω στο μανδήλιο το θεανδρικό Πρόσωπο του Κυρίου. Ο Κύριος έδωσε το μανδήλιο στον Ανανία και του είπε: «Δώσε τούτο σε εκείνον ο οποίος σε έστειλε». Έγραψε δε και Επιστολή στον Αύγαρο που «τον μακάριζε επειδή χωρίς να τον δει πίστεψε σε Εκείνον. Του υποσχέθηκε δε ότι μετά την Ανάληψή Του θα αποστείλει τον μαθητή Του Θαδδαίο που θα ιατρεύσει το πάθος του και θα του χαρίσει βίο ειρηνικό και ζωή αιώνιο. Θα βοηθήσει δε και την πόλη του την Έδεσσα». Πάνω στην επιστολή μπήκαν επτά σφραγίδες με εβραϊκά γράμματα που σήμαιναν: «Θεού θέα θείον θαύμα».
Επιστρέφοντας στην Έδεσσα ο Ανανίας τον δέχτηκε περιχαρής ο Αύγαρος που προσκύνησε την αγία και άχραντο Εικόνα του Κυρίου με πίστη και πόθο πολύ. Αμέσως θεραπεύτηκε από την ασθένειά του, αλλά έμεινε ένα σημάδι στο πρόσωπό του από την λέπρα. Ο Αύγαρος δόξασε τον Θεό και περίμενε τον μαθητή που θα τον θεράπευε. Πράγματι, μετά την Ανάληψη του Κυρίου, ήρθε ο Θαδδαίος, ένας από τους δώδεκα Αποστόλους και βάπτισε τον Αύγαρο και όλους τους ανθρώπους του, εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Μόλις εξήλθε ο Αύγαρος από την κολυμβήθρα καθαρίστηκε από εκείνη την λίγη λέπρα που του είχε μείνει στο πρόσωπο. Έκτοτε ο Αύγαρος τιμούσε και σεβόταν με κάθε τρόπο τον θείο αυτό χαρακτήρα του Κυρίου.
Στην πύλη της πόλης υπήρχε ένα είδωλο, το οποίο προσκυνούσαν όλοι όσοι εισέρχονταν. Ο Αύγαρος κατέστρεψε το είδωλο εκείνο και τοποθέτησε στη θέση του το μανδήλιο με το Πρόσωπο του Κυρίου. Έδωσε διαταγή όλοι όσοι εισέρχονταν και εξέρχονταν από την πόλη να το προσκυνούν. Αυτήν την διαταγή σεβάστηκαν ο γιος και ο εγγονός του Αύγαρου και ο κόσμος προσκυνούσε την αχειροποίητο Εικόνα του Χριστού. Όταν στην διοίκηση της πόλης ανέβηκε ένας ειδωλολάτρης, έγινε προσπάθεια επαναφοράς των ειδώλων. Ο νέος τοπάρχης ήθελε να καταστρέψει το μανδήλιο, όμως ο επίσκοπος της Εδέσσης, με θείο πρόσταγμα, πήγε τη νύχτα και αφού έβαλε ένα κανδήλι μπροστά από το μανδήλιο, το κάλυψε με ένα κεράμιο (κεραμίδα) και έμεινε κρυμμένο πολλά χρόνια.
Τον καιρό του αυτοκράτορα Ιουστινιανού, ο Πέρσης βασιλιάς Χοσρόης ήθελε να κατακτήσει την πόλη της Εδέσσης. Ο επίσκοπος της πόλης, Ευλάβιος είχε θείο όραμα με μια γυναίκα καλυμμένη με φως, η οποία δείχνοντας με το δάχτυλό της την πύλη της πόλης, του είπε ότι εκεί βρίσκεται κρυμμένη η αχειροποίητος Εικόνα του Κυρίου. Να την βγάλει έτσι ώστε να σωθούν. Ο επίσκοπος, κάνοντας αυτό που είδε στο όραμα, βρήκε το μανδήλιο εκεί και το κανδήλι που άναβε για πεντακόσια χρόνια. Δείχνοντας την Εικόνα στον λαό έκαναν λιτανεία πάνω στα τείχη της πόλης. Τότε σηκώθηκε ένας δυνατός άνεμος και έστρεψε μια φωτιά που έκαιγε εναντίον τους που τους έδιωχνε και τους κατέκαιγε. Αυτά έπαθαν οι Πέρσες που αναχώρησαν άπρακτοι και έπαψαν την πολιορκία της Εδέσσης.
Το έτος 959 μ. Χ. επί βασιλείας Ρωμανού, η αχειροποίητος Εικόνα του Κυρίου, μεταφέρθηκε στην Βασιλεύουσα Κωνσταντινούπολη, καθώς και το κεράμιο με την Επιστολή εις δόξαν των χριστιανών, εις φύλαξη των βασιλέων, εις ασφάλειαν όλης της Πόλεως. Τοποθετήθηκε δε στο Ναό της Θεοτόκου του Φάρου, που βρίσκονταν στα βασιλικά ανάκτορα. Τότε πολλοί ασθενείς που προσέτρεξαν με πίστη στον άγιο χαρακτήρα του Κυρίου ιατρεύθηκαν από τις διάφορες ασθένειες που μαστιζόντουσαν.
Η παράσταση αυτή της «Αχειροποιήτου Εικόνος ήτοι του Αγίου Μανδηλίου» αναφέρεται από τον Άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό και πιστοποιείται από τον αναγνώστη Λέοντα, κατά τις θεολογικές εργασίες της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, ενώ στα Πρακτικά αυτής της Συνόδου υπάρχουν και άλλες αναφορές στην αναπαράσταση της Αγίας Μορφής του Προσώπου του Χριστού. Το κειμήλιο αυτό χάθηκε από την Πόλη κατά την άλωσή της από τους Λατίνους κατά την τέταρτη αποστολή, το 1204 μ.Χ.
