Πάσχα παλιό και ο τότε νεαρός στρατιώτης Όσιος Ιάκωβος Τσαλίκης, παραμονές Μεγάλης Εβδομάδας, ονειρεύεται την επερχόμενη άδεια και τη συμμετοχή του στις Ακολουθίες της Εβδομάδας των Παθών. Τελικά την θυσιάζει από αγάπη για κάποιον συνάδελφο του και παραμένει στο φυλάκιο.
Και τελικά το Άγιο Φως πήγε ως τη σκοπιά του.
Κι έγινε όλος ΦΩΣ!
Ακολουθεί το σχετικό απόσπασμα από το βιβλίο της Μονής Οσίου Δαβίδ “Ένας σύγχρονος Άγιος, ο Όσιος Ιάκωβος (Τσαλίκης)”, εκδ. Ι.Μ. Οσίου Δαβίδ Γέροντος:
«Εσύ Ιάκωβε, θα πας όλη τη Μεγάλη Εβδομάδα στις Εκκλησίες, για να προσεύχεσαι και για μας», του είπε ο Διοικητής.
Όλοι βεβαίως οι στρατιώτες ήθελαν να κάνουν Πάσχα με τις οικογένειές τους, αλλά έπρεπε να κάποιοι να μείνουν στα φυλάκια. Είδε ο Γέροντας έναν συστρατιώτη του τον Γιώργο, πολύ λυπημένο και τον ρώτησε, να μάθει τον λόγο.
– «Εσύ παπα- Ιάκωβε, τα κατάφερες και θα περάσεις καλά με τα ψαλτικά σου και τα καλογερικά σου. Ρωτάς κι εμένα που θέλω να πάω στο χωριό μου να δω και την αρραβωνιαστικιά μου; Τι Πάσχα θα κάνω εγώ», του απαντά.
Και ο άνθρωπος του Θεού, πώς μπορούσε να αφήσει το συστρατιώτη του λυπημένο, αφού στο πρόσωπό του έβλεπε την εικόνα του Θεού;
– «Πόσες μέρες θέλεις», τον ρωτάει.
– «Ε! Να μην είμαι το Πάσχα; Ε! Αν είμαι και την Μεγάλη Εβδομάδα και την Μεγάλη Παρασκευή!… Αν είμαι και τη Μεγάλη Πέμπτη, να ακούσουμε και κανένα Ευαγγέλιο…» απαντά ο Γιώργος.
– «Εντάξει! Θα τα κανονίσω! Θα πάω στο Διοικητή».
Τελικά την άδεια την πήρε ο Γιώργος, κι ο Γέροντας έμεινε στο στρατόπεδο! Τα θυσίασε όλα για την αγάπη του πλησίον.
Για το πώς πέρασε το Πάσχα εκείνο, διηγόταν πολλές φορές ο Γέροντας:
«Ήμουν στη σκοπιά, πάνω σ’ ένα ύψωμα, και έβλεπα από μακριά τους κατοίκους των Αθηνών, που πήγαιναν στις εκκλησίες.
Έλεγα την ευχή “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με”, το “Δόξα Σοι ο Θεός. Δόξα Σοι ο Θεός”, και την ημέρα του Πάσχα “Δόξα τη Αγία Αναστάσει Σου Κύριε”. Όταν άκουσα τις καμπάνες, κατάλαβα ότι είπαν οι Ιερείς το “Δεύτε λάβετε Φως”, το “Χριστός Ανέστη”. Αχ, Χριστέ μου! είπα, οι χριστιανοί μας, παίρνουν το Άγιο Φως.
Και αμέσως ΗΡΘΕ ΚΑΙ Σ’ ΕΜΕΝΑ ΤΟ ΑΓΙΟ ΦΩΣ! Ήρθε ένα φως από ψηλά και κάθισε από πάνω μου, και έγινα όλος ΦΩΣ».