Εξαγγέλθηκαν πρὸ μηνῶν νέα μέτρα γιὰ τὴν παιδεία ποὺ θὰ ἐφαρμοσθοῦν –ἄν ἐφαρμοσθοῦν–κατὰ τὴν τρέχουσα καὶ μὴ φθάνουσα τριετία. Ὅλα αὐτὰ ὅμως ἀφοροῦν στὸ πρόβλημα καὶ ὄχι στὴν οὐσία τῆς παιδείας. Ἀποστολὴ τῆς παιδείας εἶναι νὰ φτιάχνει ἀνθρώπους καὶ ὄχι κιβὠτια μὲ κάποιες γνώσεις. Τὸ τὶ ἄνθρωπο θέλουμε ἦταν τὸ πρόβλημα ποὺ ἀπασχόλησε ὅλους τοὺς ἀρχαίους φιλοσόφους καὶ τοὺς νεώτερους παιδαγωγούς. Κι ὅλοι ἔρριχναν τὸ βάρος τους στὸ ἦθος, στὴν εὐγένεια (ὄχι ἀπαραιτήτως στοὺς κομψοὺς τρόπους), στὴν εὐπρέπεια καὶ στὴ λεβεντιά. Σήμερα, ὡς πρὸς αὐτὰ, πηγαίνουμε ἀπὸ τὸ κακὸ στὸ χειρότερο. Καὶ τὸ πρότυπο τοῦ χειρότερου δίνουν ὄχι μόνον οἱ μαθητὲς ἀλλὰ κάποιοι «ἀπελευθερωμένοι» καθηγητὲς καὶ δάσκαλοι. Μοῦ στέλνουν γράμματα ἀπελπισίας πολλοὶ εὐαίσθητοι ἐκπαιδευτικοὶ γιὰ τὴ χαώδη κατάσταση ποὺ ἐπικρατεῖ στὰ σχολεῖα. Τὸ πρόβλημα, ὅπως μοῦ γράφει μία καθηγήτρια, δὲν εἶναι οἱ γνώσεις ποὺ εἶναι πιὸ ἰσχνές καὶ ἀπὸ τὶς ἰσχνές ἀγελάδες τοῦ φαραώ. Εἶναι κυρίως ἡ συμπεριφορὰ. Ἡ ἀγένεια θεωρεῖται ἀπὸ πολλὰ παιδιὰ, ἰδίως ἀπὸ κορίτσια, χαριτωμένη! Καὶ μοῦ ἐξιστορεῖ ἡ καθηγήτρια, ποὺ ἔχει οἰκογενειακὴ πνευματική παράδοση δύο αἰώνων, τὰ ἐξῆς:
Μία μαθήτρια συνομιλοῦσε ἀπαθῶς μὲ τὴν διπλανὴ της κατὰ τὴν ὥρα τοῦ μαθήματος. Τῆς εἶπε νὰ βάλει μία τελεία στὸ στόμα της καὶ τότε αὐτὴ ὀργισμένη ἀπάντησε: «Ἔτσι δὲν μοῦ ἔχει μιλήσει οὔτε ἡ μητέρα μου. Ἐγὼ φεύγω»! Καὶ διασχίζοντας τὴν αἴθουσα, ἔφυγε σὰν φρεγάτα μὲ φουσκωμένα πανιά. Προφανῶς ἡ καθηγήτρια ἔψαχνε τὰ χαρτομάντηλά της νὰ σκουπίσει τὰ δάκρυά της. Μιὰ ἄλλη μαθήτρια, ἀλβανικῆς καταγωγῆς, ἀπὸ τὴν εὐγενῆ φάρα τῶν Τσάμηδων, προφανῶς, σὲ ἀνάλογη παρατήρηση φώναξε σθεναρῶς: «Ἐγώ μιλάω; Ἄαα ὅλο ἐγὼ φταίω ἐδῶ. Ἐγὼ θὰ πληρώνω τὰ ψυχολογικά σας;». Κι ἔφυγε κι αὐτὴ ἀπὸ τὴν τάξη σὲ ἔνδειξη διαμαρτυρίας. Ὡστόσο, τὸ πρόβλημα τῆς ἀπρέπειας ξεφεύγει ἀπὸ τὰ ὅρια τοῦ σχολείου. Παράλληλα ξεχείλισε σὰν βόθρος καὶ ἡ ἀμάθεια. Μοῦ γράφει ἡ ταλαίπωρη καθηγήτρια ὅτι τὶς ἡμέρες τοῦ Ε.Σ.Ρ. βαρέθηκε νὰ ἀκούει τὸν νέο τρόπο κλίσης τῶν ὀνομάτων: τὸν Βύρων, τοῦ Βύρων! Πρόκειται γιὰ τὸν ἀτυχῆ Πολύδωρα. Τουλάχιστον δὲν κρατοῦσαν τὸ ἄκλιτο Byron; Ἡ ἴδια καθηγήτρια μπῆκε σ’ ἕνα γραφεῖο τελετῶν, δηλαδὴ κηδειῶν, κι ἔκανε μιὰ ὑπόδειξη στὸν «τελετάρχη» νὰ μὴ γράφουν στὰ νεκρόσημα – Σταυρούλα χήρα τοῦ… Σπυρίδων, ἀλλὰ τοῦ Σπυρίδωνος». Ὁ τελετάρχης ἀπόρησε καὶ ρώτησε γιατὶ; Καὶ ὑπομονετικὰ ἡ καθηγήτρια τοῦ ἐξήγησε ὅτι ἡ γενικὴ κάνει Σπυρίδωνος, ἀλλὰ ὁ τελετάρχης τὴν ἀποστόμωσε: «Ἐπὶ Ζολώτα δὲν λέγαμε ὁ Ξενοφῶν, τοῦ Ξενοφῶν;». Τέζα ἡ ἐγγράματη φιλόλογος, ποὺ τὸ ἴδιο βράδυ δέχτηκε κι ἄλλο κτύπημα. Ἄκουσε ἀπὸ τοπικό ραδιοφωνικὸ σταθμὸ ὅτι τὸ τάδε σκάφος προσάραξε στὸ τάδε νησί γιὰ νὰ κάνει διακοπὲς ὁ ἰδιοκτήτης του! Σία κι ἀράξαμε, ποὺ λέγαμε παλιὰ. Ὅμως τὴν ἐχθρολεξία καλλιεργοῦν συχνὰ οἱ ἐκπαιδευτικοί. Ἡ ἐπιστολογράφος προσθέτει ὅτι ἄκουγε ἐπὶ ἔτη φιλόλογο νὰ λέει «μετὰ Χριστοῦ» (ποὺ σημαίνει μαζί μὲ τὸν Χριστὸ) καὶ νὰ γράφει ὅτι τὸ τάδε ἐξαιρετικὸ παιδί εἶναι ἀγυιόπαιδο, δηλαδή παιδί τοῦ δρόμου, ἀλητόπαιδο, ἐνῶ ἤθελε νὰ γράψει… ἁγιόπαιδο. Προφανῶς, ὁ φίλος τοῦ λόγου (φιλόλογος) ἦταν ἐχθρὸς τοῦ λόγου (ἐχθρολόγος).
Καὶ τὸ τελευταῖο:Ἐδῶ καὶ μερικὰ χρόνια ἔγιναν τῆς μόδας στὰ σχολεῖα οἱ ἐρευνητικὲς ἐργασίες, ἑλληνικιστὶ project. Ἡ ἐπιστολογράφος ἐπωμίστηκε καὶ αὐτὸ τὸ βάρος καὶ σκέφθηκε νὰ θέσει στὰ παιδιὰ σὰν ἀντικείμενο ἔρευνας τοὺς Κερκυραίους μουσουργοὺς. Ρωτάει τὰ παιδιὰ: «Ξέρετε κάποιον Κερκυραῖο μουσουργὸ;». Ἄκρα τοῦ τάφου σιωπὴ ἀπό κάτω. Ξαναρωτάει: «Τὸν Ἐθνικό μας Ὕμνο, ποιὸς τὸν ἔγραψε;». Δειλὰ ἕνα παιδὶ ἀπαντᾶ: «Ὁ Σολωμὸς». Κι ἡ καθηγήτρια: «Τὴν μουσική ἐννοῶ. Ποιὸς τὴ ἔγραψε;». Τότε κάποια ἀκτίνα φωτὸς ἄνοιξε ρωγμὴ στὸ κρανίο κάποιου μαθητῆ, ποὺ φώναξε: «Ὁ Μάντζαρος». Τὸ παιδὶ ἔμενε στὴν ὁδὸ Μαντζάρου. Ἐνθουσιασμένη ἡ καθηγήτρια προχώρησε: «Τὸν Ὀλυμπιακὸ Ὕμνο ποὺ ἀκοῦμε κάθε τέσσερα χρόνια, ποιὸς τὸν ἔγραψε;». Καὶ πάλι ἄκρα τοῦ τάφου σιωπή. Ἡ καθηγήτρια ἔκανε συνεχεῖς παρακεντήσεις νὰ τοὺς ξυπνήσει τὸ μυαλό. Καὶ τὸ θαῦμα ἔγινε. Ἔνθους κάποιος μαθητὴς ἀναφώνησε:
– Μήπως ἐννοεῖτε τὸν ὕμνο τοῦ Ὀλυμπιακοῦ;
– Ὄχι, τῆς ΑΕΚ!, ἀποκρίθηκε ἡ καθηγήτρια, ποὺ κινδύνευσε νὰ πάθει κατατονικὴ ἐμβροντησία. Καὶ μοῦ γράφει ἡ δύσμοιρη: «Ὁπότε, ὅπως καταλαβαίνετε, ξεκίνησα ἀπὸ τὸ μηδἐν». Σωστά. Διότι, ὅπως εἶπε πρώην πρωθυπουργὸς, «μηδὲν εἰς τὸ πηλήκιον». Αὐτὴ εἶναι ἡ στάθμη τῆς παιδείας μας. Ἄς ἀρχίσουμε, λοιπὸν, ἀπὸ τὸ μηδὲν καὶ ἄς ἀφήσουμε τὰ μεγαλόπνοα προγράμματα.