Γράφει ο Γεώργιος Α. Γεωργιάδης,
Καθηγητής στη Νομική Σχολή Αθηνών
Η ανακοίνωση του πρωθυπουργού ότι η επικείμενη νομοθέτηση του δικαιώματος για άτομα του ίδιου φύλου να συνάπτουν γάμο δεν θα αναγνωρίζει σε έναν άνδρα τη δυνατότητα να «χρησιμοποιήσει παρένθετη μητέρα για να κάνει παιδί» προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις. Άλλοι την υποδέχθηκαν με ανακούφιση, πιστεύοντας ότι η κυβέρνηση βάζει έναν περιορισμό στη δυνατότητα πρόσβασης από άνδρες σε μεθόδους υποβοηθούμενης αναπαραγωγής. Άλλοι προβληματίστηκαν ότι ο περιορισμός αυτός θα μπορούσε να καταπέσει στα δικαστήρια, εφόσον κριθεί ότι συνιστά δυσμενή διάκριση εις βάρος των ανδρών και ανεπίτρεπτο περιορισμό του δικαιώματος αυτοπροσδιορισμού τους σε σύγκριση με τις γυναίκες που δύνανται να προσφεύγουν στη βοήθεια μιας παρένθετης μητέρας σε περίπτωση «ιατρικής αδυναμίας απόκτησης τέκνου με φυσικό τρόπο». Και υπάρχουν βέβαια και εκείνοι που εξοργίστηκαν γιατί θεώρησαν ότι η κυβέρνηση υπαναχωρεί από την προηγουμένως διαφανείσα πρόθεσή της να προσφέρει ισότητα σε όλους και για όλα.
Η αλήθεια είναι ότι ο προβληματισμός περί ενδεχόμενης δυσμενούς διάκρισης των ανδρών και περιορισμού των ελευθεριών τους αναδεικνύει ανάγλυφα το πρόβλημα που θα δημιουργηθεί με την εξαγγελθείσα παροχή πρόσβασης στον γάμο σε πρόσωπα του ιδίου φύλου.
Εκ προοιμίου πρέπει να πω ότι προσωπικά με βρίσκει αντίθετο η θεσμοθέτηση του γάμου για πρόσωπα ιδίου φύλου, καθώς δεν συμμερίζομαι την άποψη ότι τίθεται θέμα ισότητας για το ζήτημα αυτό. Ο νόμος για το σύμφωνο συμβίωσης ρυθμίζει επιτυχώς όλα τα ζητήματα που αφορούν την οργάνωση της συμβίωσης δύο προσώπων ιδίου φύλου, με τρόπο απολύτως ανάλογο με τα ισχύοντα στον γάμο. Και αν υφίσταται κάποιο κενό, το οποίο ο νομοθέτης οφείλει ή επιθυμεί να καλύψει, αυτό μπορεί κάλλιστα να γίνει με συμπλήρωση του νόμου για το σύμφωνο συμβίωσης ή με βελτίωση των θεσμών της επιτροπείας και της αναδοχής, ή ακόμη και του κληρονομικού ή φορολογικού δικαίου. Ο θεσμός του γάμου έχει συγκεκριμένο περιεχόμενο στην ελληνική έννομη τάξη και στην πεποίθηση της ελληνικής κοινωνίας· και θα είναι λάθος να επιχειρήσει κανείς να το μεταβάλει με τη βία, αν η ίδια η ελληνική κοινωνία δεν αντιλαμβάνεται τον γάμο ως κάτι διαφορετικό από την ένωση του άνδρα με τη γυναίκα. Παρά τη συστηματική προπαγάνδα που γίνεται τα τελευταία χρόνια, η αλήθεια είναι ότι η κοινωνία στη χώρα μας δεν έχει μετακινηθεί από την αντίληψη αυτή. Απλά σταδιακά γίνεται όλο και πιο ανεκτική σε φαινόμενα και καταστάσεις που μεθοδευμένα και μεθοδικά της προβάλλονται ως φυσιολογικά.
Η θεσμοθέτηση του γάμου για τα ομόφυλα ζευγάρια δεν ανταποκρίνεται λοιπόν σε κάποια ρυθμιστική ανάγκη, καθώς αυτή έχει καλυφθεί ήδη από το έτος 2015 με το σύμφωνο συμβίωσης. Απλώς πραγματώνει τη βούληση του σημερινού νομοθέτη να ονομάσει ως γάμο τη συμβίωση δύο προσώπων ιδίου φύλου επειδή έτσι το επιθυμούν. Ικανοποιεί λοιπόν την απαίτηση μιας πολύ μικρής μερίδας της ελληνικής κοινωνίας, στο πλαίσιο ενός ακτιβιστικού δικαιωματισμού, αντίθετα προς το κοινό περί δικαίου αίσθημα όλων των υπολοίπων.
Η Βουλή είναι βεβαίως κυρίαρχη και μπορεί να νομοθετήσει κατά το δοκούν. Όταν όμως ξεκινάς να νομοθετείς με μοναδικό κριτήριο τη θέληση μιας πολύ μικρής μερίδας των πολιτών σου, ο δρόμος μπορεί να αποδειχθεί ολισθηρός και η πορεία ανεξέλεγκτη. Γιατί τα ίδια πρόσωπα (ή άλλα) μπορεί στο πλαίσιο του άκρατου δικαιωματισμού τους να «απαιτήσουν» μετά και οτιδήποτε περαιτέρω, όπως να «παραγγέλνουν» παιδιά σε παρένθετες μητέρες, να επιλέγουν το φύλο ή τα χαρακτηριστικά των παιδιών που θα γεννηθούν και άλλα πολλά που από χρόνια απασχολούν την επιστήμη της βιοηθικής. Ποιο είναι λοιπόν το όριο στις επιθυμίες των πολιτών; Εάν υιοθετήσουμε το μοντέλο νομοθέτησης που προτείνεται, δεν υπάρχει όριο.
Συνεπώς, επανερχόμενοι στον προβληματισμό περί δυσμενούς διάκρισης σε βάρος του άνδρα που επιθυμεί να υποβοηθηθεί ιατρικά για να αποκτήσει παιδί, ασφαλώς και θα αξιώσουν τα ομόφυλα ζευγάρια να προσφεύγουν ελεύθερα σε όλες τις μεθόδους υποβοηθούμενης αναπαραγωγής. Έχουν δε σοβαρές πιθανότητες να το πετύχουν, εφόσον το «φυσιολογικό», όπως το να συνάπτουν γάμο ένας άνδρας και μία γυναίκα, ή να υποβοηθείται ιατρικά μια ασθενής γυναίκα για να αποκτήσει παιδί, μόνο όταν υφίσταται ιατρική αναγκαιότητα προς τούτο, απορρίπτεται ως ρυθμιστικό πρότυπο και η Πολιτεία νομοθετεί μόνο με βάση αυτά που θέλει μια μικρή μερίδα των πολιτών της, αγνοώντας τόσο τους κανόνες της φύσης όσο και τις αντιλήψεις της κοινωνίας.